Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Έρση Λάβαρη, μιλάει στον Δημήτρη Μπουζάρα
Διαφ.

Γράφει: Δημήτρης Μπουζάρας

Η Έρση Λάβαρη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και σπουδάζει στο τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα πάθη της είναι η ιστορία, η Αρχαία Αίγυπτος και η συγγραφή, ενώ φιλοδοξεί στο μέλλον να ασχοληθεί επαγγελματικά με την αρχαιολογία.

Γράφει κυρίως νουβέλες – αλλά και μυθιστορήματα – που ανήκουν στην κατηγορία της αστυνομικής λογοτεχνίας, όμως καμιά φορά ασχολείται και με κείμενα που υπάγονται στο είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Δυο απ’ τις πιο πρόσφατες δουλειές της, με τίτλο «Εξαφανισμένη» (νουβέλα, αστυνομικό) και «Το Αίνιγμα της Κόκκινης Λίθου» (νουβέλα, αστυνομικό), έχουν βραβευτεί από τους κριτές των λογοτεχνικών διαγωνισμών «Πέννες Μυστηρίου» και «Ασημένια Σελίδα ΙΙ» αντίστοιχα, ενώ τα κείμενά της «Η Εποχή του Κυνηγιού» (μυθιστόρημα, λογοτεχνία του φανταστικού) και «Η Κόκκινη Βασίλισσα» (νουβέλα, αστυνομικό), κυκλοφορούν το πρώτο από τις Εκδόσεις Πηγή (2016) και το δεύτερο από τις Εκδόσεις Εντύποις (2017). «Η Εποχή του Κυνηγιού» είναι υποψήφια φέτος σε δυο κατηγορίες (μυθιστόρημα, πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας), στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας.

Ορισμένα από τα κείμενά της έχουν αναρτηθεί στο wattpad, ιστοσελίδα που προτρέπει νέους συγγραφείς να δημοσιεύουν τα έργα τους, ενθαρρύνοντας την εποικοδομητική κριτική και από τις αντιδράσεις των αναγνωστών φαίνεται ότι αρέσουν.

Ερωτεύεσαι τον ηρώα του βιβλίου σου, θεωρείς ότι θα πρέπει να γίνεται;

Έχω την εντύπωση ότι το να αναπτύσσεις συναισθήματα για τους ήρωες που εσύ πλάθεις δεν είναι κάτι παράλογο. Δεν πρόκειται απλώς για έναν χαρακτήρα που ίσως φέρει ορισμένα γνωρίσματα του δημιουργού του, αλλά και για ένα τμήμα σου που ίσως βασίζεται επάνω σ’ ένα πρόσωπο που αγαπάς, ή που έχεις αγαπήσει στο παρελθόν. Πέρα λοιπόν από τα χαρακτηριστικά του που ανάγονται στον πλάστη του, μπορεί να υιοθετεί – ή και να δομείται εξολοκλήρου επάνω σε – γνωρίσματα που ο εκάστοτε συγγραφέας κρίνει ως ιδανικά. Γι’ αυτό και δεν μου φαίνεται απίθανο ένας συγγραφέας να ερωτευτεί τον πρωταγωνιστή του.

Ωστόσο, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου ως προς την έννοια του έρωτα εδώ. Πρόκειται για ένα συναίσθημα ισχυρό, που σε κάνει να θέλεις να περνάς χρόνο τόσο πνευματικό όσο και σαρκικό με το άτομο που ερωτεύεσαι· αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τον ήρωά μας τον δημιουργούμε εμείς, περνώντας τον απ’ το στάδιο της ασαφούς, μικρής ιδέας σ’ εκείνο της τελικής ολοκλήρωσης, σαν να βλέπουμε ένα μικρό παιδάκι να μεγαλώνει, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον είναι δύσκολο να ερωτευτεί κανείς κάτι που έπλασε ο ίδιος.

Ίσως δεν είναι κάτι που πρέπει να συμβαίνει οπωσδήποτε, όμως φαντάζομαι ότι, αν εν τέλει γίνει, δεν θα επηρεάσει αρνητικά ούτε τον ίδιο τον συγγραφέα αλλά ούτε και το κείμενο στο οποίο ο χαρακτήρας πρωταγωνιστεί.

Τι προκλήσεις είχες να αντιμετωπίσεις και πόσο διαφορετικές ήταν σε σχέση του ενός είδους με το άλλο (αστυνομική λογοτεχνία-λογοτεχνία του φανταστικού);

Όσον αφορά τη λογοτεχνία του φανταστικού, οι περισσότερες προκλήσεις που προκύπτουν είναι μάλλον ασήμαντες. Το ζητούμενο στην ουσία είναι η δημιουργία ενός νέου χώρου – ή και κόσμου – που δεν εφάπτεται απαραιτήτως του δικού μας, του πραγματικού, ή, ακόμη κι αν σχετίζεται μαζί του, να είναι καλά κρυμμένος μέσα του. Γι’ αυτό και οι περιγραφές πρέπει να είναι καθαρές και σαφείς, όπως και οι εξηγήσεις που οφείλουν να δωθούν έτσι ώστε να αιτιολογήσουν την άγνοια των πολλών έναντι των ηρώων, που γνωρίζουν, λογικά, την ύπαρξη αυτού του καινούριου χώρου/κόσμου στον οποίο τοποθετούνται. Η μεγαλύτερη πρόκληση εδώ είναι η δύναμη αυτής της αιτιολόγησης, που καλό θα είναι να μην μπορεί να αμφισβητηθεί απ’ όσους την διαβάζουν, να μην έχει «τρύπες».

Η αστυνομική λογοτεχνία, για μένα τουλάχιστον, είναι μια πρόκληση από μόνη της. Είναι πολλά τα όσα καλείται κανείς να επιτύχει, μεταξύ των οποίων η αληθοφάνεια, που είναι κατά τη γνώμη μου το δυσκολότερο. Για την επίτευξη της αληθοφάνειας απαραίτητη είναι η έρευνα, καθώς και η απουσία κάθε στοιχείου υπερβολής. Η υπερβολή ξενίζει τον αναγνώστη και προκαλεί την κατάρρευση της ατμόσφαιρας που ο συγγραφέας πασχίζει να κτίσει – ή έτσι το βλέπω εγώ. Το να είναι ο πρωταγωνιστής υπερβολικά ξεχωριστός (όπως, για παράδειγμα, όταν ο ανταγωνιστής ενεργεί μονάχα για να τον δοκιμάσει ή επειδή αποζητά έναν αντίπαλο ισάξιο της ευφυίας του – αυτό με κάνει συνεχώς να αναρωτιέμαι, και μάλιστα φωναχτά: «Σιγά ρε φίλε, ποιος είσαι;») ή να μην κάνει ποτέ του λάθη (δεν μπορεί ένας άνθρωπος να μην κάνει ποτέ στη ζωή του μια λανθασμένη εκτίμηση!) είναι οι δυο μεγαλύτεροι εχθροί του αναγνώστη. Κι όταν γράφω προσπαθώ να τους αποφεύγω, αλλά κι αυτό είναι δύσκολο. Γενικότερα προσπαθώ να αποφεύγω όσα μ’ ενοχλούν στο είδος, όμως ακριβώς επειδή υπάρχει ποικιλία, σίγουρα δεν θα είναι όλοι ικανοποιημένοι με τα πάντα. Ακόμη κι αυτό μια πρόκληση είναι.

Τι είδους γνώσεις και έρευνα χρειάζεται για να γράψει κανείς αστυνομική λογοτεχνία;

Μου φαίνεται πως δεν υπάρχει κάτι που είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς πριν αρχίσει να καταπιάνεται με το είδος. Στην ουσία τα ερωτήματα που προκύπτουν και οι ανάγκες για έρευνα αναδύονται μέσα από την εξέλιξη της πλοκής, γι’ αυτό και σε κάθε μυθιστόρημα τα ζητούμενα είναι ως επί το πλείστον διαφορετικά. Για παράδειγμα, αν ο πρωταγωνιστής στο πρώτο βιβλίο είναι αστυνομικός, το να γνωρίζει ο συγγραφέας την ιεραρχία στην αστυνομία, το τι όπλο κρατά ο κάθε αστυνομικός σε κάποια συγκεκριμένη επαγγελματική θέση, το πόσες σφαίρες παίρνει ή πώς εκπυρσοκροτεί, αλλά και ποια τμήματα υπάρχουν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα, είναι νομίζω γνώσεις απαραίτητες, ακόμη κι αν εν τέλει δεν τις εντάξει στο μυθιστόρημά του. Από την άλλη, αν στο δεύτερο βιβλίο πρωταγωνιστής είναι ο δράστης, αναγκαίες πληροφορίες είναι οι λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, το πώς το αίμα αναδύεται από μια πληγή, το τι τραύμα θα προκαλέσει ένα μαχαίρι κουζίνας και πόσο πιο ρηχό θα είναι από αυτό που θα προκύψει από ένα μαχαίρι κυνηγετικό, το πόσο ανθεκτικό μπορεί να είναι ένα χρηματοκιβώτιο και πώς είναι δομημένη μια τράπεζα πίσω απ’ τον γκισέ, και άλλες παρόμοιες γνώσεις που έρχονται στο φως μέσω έρευνας και που δεν είναι απαραιτήτως τόσο συγκεκριμένες.

Το τι χρειάζεται κανείς προκύπτει, πιστεύω, από το θέμα το οποίο πραγματεύεται ένα αστυνομικό μυθιστόρημα κι από την κατάσταση του εκάστοτε πρωταγωνιστή. Εκ των προτέρων γνώσεις μάλλον δεν είναι απαραίτητες. Άλλωστε το κείμενο είναι δικό σου και μόνο δικό σου, οπότε, αν δεν θέλεις εσύ ο ίδιος, δεν χρειάζεται καν να το εντάξεις στην κατηγορία κάποιου κλισέ της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αρκεί να είσαι εσύ ευχαριστημένος απ’ αυτό. Κι αν το δείχνεις, θα ευχαριστηθούν κι οι αναγνώστες μαζί σου.

Το αστυνομικό θεωρήθηκε από πολλούς ως «κατώτερο λογοτεχνικό είδος». Θεωρείς ότι αυτό έχει αλλάξει; Έχει πάρει το μερίδιο του κοινού που του αναλογεί, έχει ανταπόκριση από το κοινό; Αν ναι, τι πιστεύεις ότι βοήθησε σε αυτό;

Πολύ ωραία ερώτηση! Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θεωρούνταν ένα από τα κατώτερης αξίας λογοτεχνικά είδη. Οι περισσότεροι συγγραφείς, τόσο κλασικοί στο είδος όσο και μεταγενέστεροι, πετυχαίνουν με μεγάλη μαεστρία αυτό το μπέρδεμα του νου, το σασπένς, την αγωνία, τις ανατροπές, και την θέση του μυαλού σου σε εγρήγορση, ακόμη κι αν εσύ ο ίδιος δεν το συνειδητοποιείς. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για την επίτευξη ολόκληρου του «αστυνομικού πακέτου», γι’ αυτό και δεν έχω μπορέσει μέχρι και σήμερα να καταλάβω γιατί το είδος έχει υποτιμηθεί έτσι.

Τώρα βέβαια βλέπω πως επιτέλους έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω του. Η Αγκάθα Κρίστι και ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ αγαπήθηκαν απ’ την αρχή ακόμη κι αν δεν εκτιμήθηκαν σε κάθε περίπτωση, αλλά και σήμερα, με την ανάδειξη της σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας περισσότερο, το κοινό έχει αγαπήσει το αστυνομικό, και δοκιμάζει με χαρά μυθιστορήματα συγγραφέων κάθε εθνικότητας· και μάλιστα του αρέσει. Οι αναγνώστες είναι ακόμη λιγότεροι σε σχέση με εκείνους άλλων ειδών, ωστόσο αυξάνονται προοδευτικά, και αγκαλιάζουν το είδος όπως του αξίζει.

Τι σε συναρπάζει στην αστυνομική λογοτεχνία και το επέλεξες σαν είδος;

Μου αρέσει πολύ να θέτω το μυαλό μου σε λειτουργία. Θυμάμαι συγκεκριμένα κάτι που έλεγε ο πατέρας μου, πως όταν σκέφτεσαι τα αυλάκια του μυαλού σου αιματώνονται και βαθαίνουν, και μ’ αρέσει πολύ να φαντάζομαι πως όταν βάζω τον νου μου να δουλέψει, οργώνονται και τ’ αυλάκια του δικού μου εγκεφάλου. Αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση όταν σκέφτομαι κίνητρα, δράστες, πλοκές, ανατροπές, χαρακτήρες, πώς θα εντείνω την αγωνία. . . Η αστυνομική λογοτεχνία πετυχαίνει αυτό το βάθος σκέψης λίγο παραπάνω από τα περισσότερα είδη, όμως αυτή τη δήλωση ομολογώ πως δεν μπορώ να την στηρίξω απόλυτα, γιατί δεν έχω δοκιμάσει κάθε λογοτεχνική κατηγορία ξεχωριστά για να είμαι σίγουρη. Όμως αγαπώ τόσο να διαβάζω όσο και να γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα, γιατί ακριβώς πετυχαίνουν αυτή τη νοητική διέγερση που μ’ ευχαριστεί πολύ.

Έχεις επίσης μπει στο χώρο του φανταστικού. Πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς αυτό το είδος δεδομένου ότι είναι κάτι το οποίο το χτίζεις από την αρχή εσύ;

Για να είμαι ειλικρινής, ακριβώς γι’ αυτό μου φαίνεται εύκολο! Πρόκειται για ένα είδος που από την αρχή μέχρι το τέλος πλάθεις τις λεπτομέρειες μέσα στο μυαλό σου, κι έτσι κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει το αποτέλεσμα με τη λογική του ή να σε κρίνει επειδή όσα γράφεις δεν είναι αληθή. Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό, τι θέλεις, και πολλοί αναγνώστες ευχαριστιούνται σε μεγάλο βαθμό αυτό το ταξίδι μέσα στη φαντασία σου.

Αυτός είναι κι ο λόγος που για μένα είναι ξεκούραση ν’ ασχολούμαι με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Δεν χρειάζεται να σκεφτώ, απλώς γράφω αυτό που έχω στο μυαλό μου χωρίς ν’ ανησυχώ για την λογική/πραγματολογική αντίδραση επάνω στο αποτέλεσμα. Πώς να το κρίνει κανείς σε σχέση με την πραγματικότητα; Αφού είναι κάτι που σκέφτηκα εγώ, βγήκε μέσα από το μυαλό μου!

Τι είναι κατά τη γνώμη σου αυτό που έλκει τον αναγνώστη στο φανταστικό, στο έξω από την λογική εξήγηση; Τι τον συναρπάζει στο μυστήριο;

Νομίζω πως αυτό που ευχαριστεί τους αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, είναι ακριβώς ότι μπορούν να χαθούν σ’ έναν κόσμο που είναι έξω από την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι αυτή που τους κουράζει, που τους ωθεί στο να διαβάσουν για να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της. Και, μιας και προτιμούν να μην ασχοληθούν με τον πραγματικό κόσμο τις ώρες που χαλαρώνουν, επιλέγουν ένα βιβλίο φαντασίας για να ξεχάσουν για λίγο τα πλαίσια στα οποία κινούνται, για να ξεκουραστούν.

Τώρα, όσον αφορά το μυστήριο, πολλοί το επιλέγουν για τον ίδιο λόγο: η πλοκή μυθιστορημάτων μυστηρίου είναι συνήθως κάτι που δεν μπορεί να συμβεί στον καθένα, γι’ αυτό και το προτιμούν πολλές φορές οι αναγνώστες. Ορίζεται μέσα στα πλαίσια του πραγματικού κόσμου, οπότε ίσως η ταύτιση είναι ευκολότερη, όμως είναι κι αυτό κάπως μακριά από την καθημερινότητα. Παράλληλα σε βάζει να σκεφτείς, να λειτουργήσεις το μυαλό σου, οπότε μπορεί να σε κάνει να ξεχνιέσαι καλύτερα κι από την φαντασία ακόμη.

Έπαιξε κάποιο ρόλο η ιδιότητα και οι σπουδές σου στο τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στη συγγραφή των συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών;

Οι σπουδές μου έπαιξαν, και παίζουν ακόμη ρόλο στα κείμενά μου. Όμως όχι άμεσα. Από λάθος μου συνήθως αναφέρω πράγματα που μαθαίνω ή περιστρέφω την πλοκή γύρω από ιστορικά θέματα που με απασχολούν (για παράδειγμα η Εποχή του Κυνηγιού προέκυψε από μια ακραία ανάπτυξη της σχέσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον Ηφαιστίωνα), ή, άλλες φορές, χρησιμοποιώ κάποιες από τις τεχνικές που έχω διδαχτεί για να δώσω κάτι στους χαρακτήρες μου. Φαντάζομαι, όμως, πως όσοι διαβάζουν τα κείμενά μου δεν συνειδητοποιούν ότι αυτές οι μικρές γνώσεις που συναντούν προκύπτουν από τις σπουδές μου. Νομίζω ότι, όπως θα σκεφτόμουν κι εγώ σε ανάλογη περίπτωση, θεωρούν πως έτυχε να μάθω μερικές ασυνήθιστες πληροφορίες και επειδή μου άρεσαν τις τοποθέτησα στο κείμενό μου. Που είναι πολύ λογικό!

Έχεις κατασταλάξει στα δύο είδη η πειραματίζεσαι και σε άλλα;

Η εφηβική φαντασία και το μυστήριο είναι τα δυο σίγουρα είδη με τα οποία καταπιάνομαι, και νομίζω πως θα συνεχίσω να κινούμαι ανάμεσά τους επειδή μ’ αρέσουν πολύ. Ωστόσο θέλω πάρα πολύ να ασχοληθώ και με την ιστορική λογοτεχνία. Θα ήθελα πολύ να γράψω ένα μυθιστόρημα για κάποια εποχή στην Αρχαία Αίγυπτο! Όμως δυστυχώς μου φαίνεται ότι δεν διαθέτω ακόμη τις απαραίτητες γνώσεις για να το κάνω.

Από πού αντλείς τα θέματα σου και από ποιους συγγραφείς έχεις επηρεασθεί;

Είναι πολλές φορές που με επηρεάζουν τα θέματα με τα οποία ασχολούμαι στις σπουδές μου (κυρίως η αρχαία ιστορία· ορισμένα από τα περιστατικά των αρχαίων εποχών, όπως η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ανέφερα παραπάνω, προσφέρουν τροφή για προβληματισμό). Πολλές φορές παραλληλίζω προσωπικότητες του τότε με φανταστικούς χαρακτήρες του σήμερα, και χρησιμοποιώ την ιστορία τους ως θεμέλιο για τη δική μου, επάνω στην οποία χτίζω τον υπόλοιπο κόσμο μου. Αυτό συμβαίνει κυρίως στα κείμενα που υπάγονται στη λογοτεχνία του φανταστικού.

Όσον αφορά τις ιστορίες μου στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, νομίζω πως δεν αντλώ θέματα από κάπου συγκεκριμένα. Καμιά φορά μπορεί να κοιτάζω αγνώστους στο μετρό και να συνθέτω την ιστορία τους, ή να βασίζομαι σε κάποιο από τα όνειρα που βλέπω (στα οποία χρωστάω αρκετά από τα κείμενά μου!).

Γενικότερα προσπαθώ να μην επηρεάζομαι από το έργο των αγαπημένων μου συγγραφέων, κι ας τους θαυμάζω σε μεγάλο βαθμό, επειδή δεν θα μου άρεσε να μετατραπώ σε μια κακή αντιγραφέα της δουλειάς τους. Αν και διαβάζω πολύ σκανδιναβικούς λογοτέχνες, όπως Στιγκ Λάρσον, Λαρς Κέπλερ, Γιου Νέσμπε, Καμίλα Λέκμπεργκ, Όσα Λάρσον και άλλα μεγάλα ή μικρά ονόματα, παραδόξως αυτή που με επηρεάζει θέλω δεν θέλω είναι η Αμερικανίδα Τζίλιαν Φλιν. Εκείνη είναι και ο λόγος που ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη σύνταξη κειμένων στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Παρόλο που με έχει επηρεάσει πολύ στον τρόπο σκέψης, προσπαθώ να μεταποιώ τις ιδέες μου για να μην μου δίνω την εντύπωση ότι την «αντιγράφω». Παλιά σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να της μοιάσω, τώρα όμως σκέφτομαι ότι δεν θέλω τόσο να της μοιάσω όσο να της αρέσω στο υποθετικό σενάριο που πέσει στα χέρια της κάποιο κείμενό μου. Νομίζω ότι μια τέτοια σκέψη αποτελεί ισχυρότερο κίνητρο από την ιδέα της ομοιότητας!

Κατά την διάρκεια της συγγραφής, λειτουργούν όλες οι αισθήσεις και τα συναισθήματα ή υπάρχει συγγραφική ρουτίνα;

Αν και θα ήθελα να υπάρχει μια συγγραφική ρουτίνα – χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως θα απουσιάζουν οι ελεύθερες σκέψεις και τα συναισθήματα – δυστυχώς δεν έχω καταφέρει να την πετύχω ακόμη. Δεν είναι ότι τα συναισθήματά μου ελέγχουν την πλοκή – ίσα ίσα, η λογική μου κρατάει τα ινία – όμως καμιά φορά μου φαίνεται ότι στη γραφή μου δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο ύφος (νομίζω έτσι καταλαβαίνω τον όρο συγγραφική ρουτίνα). Θα ήθελα να αποκτήσω κι εγώ ένα συγκεκριμένο ύφος, αλλά φαντάζομαι είναι νωρίς ακόμη!

Όσον αφορά τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, ομολογώ ότι βρίσκονται πάντα εν κινήσει. Πολλές φορές, όταν είμαι θυμωμένη, για παράδειγμα, μπορεί να υποβάλλω τους χαρακτήρες μου σε ορισμένες δοκιμασίες, αρκεί να εξυπηρετούν με κάποιον τρόπο την πλοκή. Με το γράψιμο εκτονώνομαι, γι’ αυτό και βασανίζω αρκετά τους χαρακτήρες μου, προσπαθώ όμως να καμουφλάρω τα κίνητρά μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Έστω ότι οι σπουδές σου τελειώνουν φέτος. Θα επέλεγες να επιστρέψεις στον τόπο καταγωγής για να ασχοληθείς με το αντικείμενο που σπούδασες, θα προσπαθούσες να μείνεις στην Ελλάδα, ή θα επέλεγες πιθανώς μια ευρωπαϊκή χώρα και γιατί;

Αν και θα μου άρεσε να μείνω στην Ελλάδα, είτε στο σενάριο που θα τελείωνα τις σπουδές μου τώρα αλλά και στο μέλλον ακόμη, όταν θα τις ολοκληρώσω πραγματικά, θα το κυνηγήσω να βγω στο εξωτερικό. Δυστυχώς το αντικείμενο που μ’ αρέσει δεν εξασκείται στην Ελλάδα ιδιαίτερα, γι’ αυτό και θα ήθελα να εμπλουτίσω τις σπουδές μου εκτός της, πιθανώς στη Γερμανία, έτσι ώστε να μπορέσω έτοιμη πια να ασκήσω το επάγγελμα στον τόπο καταγωγής του. Είναι το όνειρό μου να ασχοληθώ με την Αρχαία Αίγυπτο, και θα έκανα τα πάντα για να το πετύχω! Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται με το ν’ αφήσω την Ελλάδα για να το κυνηγήσω.

Τι σημασία έχει μια βράβευση για σένα, και, αν δεν ερχόταν ποτέ, θα συνέχιζες αυτό που προφανώς αγαπάς;

Οι βραβεύσεις μου αρέσουν πολύ! Είναι ένα κίνητρο για να συνεχίσει κανείς αυτό που αγαπά, είναι μια απόδειξη ότι αυτό με το οποίο έχει καταπιαστεί εκτιμάται πραγματικά. Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις την αποδοχή της δουλειάς σου, σε όλους τους τομείς, και η βράβευση αποδεικνύει ακριβώς αυτό· ότι ένα έργο αξίζει και γι’ αυτό διακρίνεται.

Αν και οι βραβεύσεις είναι βέβαια πολύ σημαντικές – θυμάμαι τις δικές μου μία προς μία!–, είμαι σίγουρη πως θα συνέχιζα να γράφω ακόμη κι αν τα παιδάκια μου – όπως μ’ αρέσει να αποκαλώ τα κείμενά μου! – δεν έχαιραν διάκρισης. Δεν μπορούν όλα ν’ αρέσουν σε όλους, γι’ αυτό και η απουσία διακρίσεων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ένα κείμενο είναι κακό. Ωστόσο μια βράβευση σου δίνει ένα πάτημα για να συνεχίσεις, σ’ ενθαρρύνει, σου δίνει την επιβεβαίωση που αποζητάς, σου λέει πως αυτό που κάνεις το κάνεις καλά. Οι διακρίσεις είναι σίγουρα σημαντικές, γι’ αυτό και όπως οι περισσότεροι, έτσι κι εγώ τις αποζητώ.

Όταν γράφεις έχεις την ευχέρεια του «κάνω ό, τι θέλω» (τηρώντας βέβαια τους βασικούς κανόνες);

Αν και θέλω να πιστεύω πως την έχω, καμιά φορά, στις δύσκολες περιγραφές – κυρίως βίαιου ή σεξουαλικού περιεχομένου –, σταματάω για λίγο και σκέφτομαι: αυτό, αν το διάβαζε ο παππούς μου, πώς θα αντιδρούσε;

Ίσως ακούγεται λιγάκι αστείο, όμως ειλικρινά το σκέφτομαι όταν έρχομαι αντιμέτωπη με κομμάτια που με δυσκολεύουν! Δεν θέλω να είμαι ούτε τσαπατσούλα ούτε υπερβολική, κι ακριβώς επειδή ο παππούς μου είναι μεν ένας αντικειμενικός κριτής αλλά κι ένας μεγάλος άνθρωπος του οποίου την υποστήριξη – και συγγραφική εκτίμηση – δεν θα ήθελα να χάσω μέσα από ατοπίες, αναλογίζομαι συχνά τις αντιδράσεις και τις σκέψεις του όσον αφορά τις πιο τολμηρές περιγραφές. Δεν ξέρω αν αυτό λογίζεται ως εκφραστική ελευθερία ή ευχέρεια του κάνω ό, τι θέλω, όπως πολύ εύστοχα το θέτετε, όμως νομίζω πως η τακτική μου με βοηθάει!

Στο βιβλίο σου «Η Εποχή του Κυνηγιού»: η Λίλιμπεθ Έβερς περιγράφεται ως φιλοπερίεργη, νέα, θαυμάστρια του αγνώστου και της αδρεναλίνης. Εσύ πως θα περιέγραφες τον εαυτό σου;

Σίγουρα όχι σαν την Λίλιμπεθ! Θα με έλεγα μάλλον εσωστρεφή, αγχώδη, πολύ μα πολύ ντροπαλή, αρκετά αισιόδοξη και σίγουρα ανεπίτρεπτα φοβιτσιάρα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά φοβάμαι πάρα πολλά πράγματα. Από την πιθανότητα μιας άσχημης κατάληξης του μέλλοντός μου, έως ακόμη και τα φαντάσματα – το ξέρω πως δεν υπάρχουν, ωστόσο τα φοβάμαι! Εκτιμώ την φαντασία και την ρουτίνα μου (μάλλον επειδή δεν την βρίσκω καθόλου βαρετή! Αγαπώ τις ασχολίες μου και μοιράζω τον χρόνο μου έτσι ώστε να τις προλαβαίνω όλες, έστω κι από λίγο), και σίγουρα δεν είμαι λάτρης του αγνώστου και της αδρεναλίνης. Ίσως γι’ αυτό υπάρχει η Λίλιμπεθ, επειδή κατά βάθος θα ήθελα να είμαι σαν κι εκείνη!

Θεωρείς ότι η περιέργεια είναι σημαντικό στοιχείο στο χαρακτήρα ενός ανθρώπου; Είναι προτέρημα η ελάττωμα;

Νομίζω πως δεν είναι ούτε προτέρημα αλλά ούτε κι ελάττωμα. Σε φυσιολογικά πλαίσια είναι απόλυτα υγιής, και θεωρώ πως ο καθένας θα πρέπει να είναι περίεργος. Βέβαια ως εκεί που δεν θίγει τον προσωπικό χώρο των γύρω του. Όταν υπάρχει σε μεγάλες ποσότητες η περιέργεια μπορεί να είναι από ενοχλητική ως κι επικίνδυνη – για παράδειγμα, περιέργεια μπορεί να θεωρηθεί η ερώτηση: πώς μπορεί να είναι η αίσθηση του να προκαλέσω ένα άγριο σκυλί; – και όταν συγκεντρώνεται σε ελάχιστα ποσοστά μπορεί να προκαλέσει ανησυχία. Πολλές φορές η έλλειψη περιέργειας αποτελεί ένδειξη κατάθλιψης.

Μάλλον είναι σημαντικό στοιχείο για έναν άνθρωπο. Η περιέργεια έχει ενδιαφέρον, και για λόγους υγείας περισσότερο, τουλάχιστον για μένα, είναι πολύ καλό να υπάρχει σε φυσιολογικά πλαίσια.

Η Λίλιμπεθ Έβερς κουβαλά στοιχεία του χαρακτήρα σου; Πόσο εύκολο είναι να αποφύγεις τα βιωματικά στοιχεία στη γραφή;

Στην Λίλιμπεθ, παραδόξως, δεν έχω δώσει στοιχεία του χαρακτήρα μου. Ίσως την περιέργειά της να την μοιραζόμαστε, όμως δεν έχουμε άλλα κοινά. Από την Εποχή του Κυνηγιού ο Ντάντε είναι αυτός που μου μοιάζει περισσότερο. Αν και δεν ήταν η πρόθεσή μου, στο τέλος κατέληξε να είναι η αρσενική εκδοχή του εαυτού μου! Μοιραζόμαστε όνειρα, σκέψεις, φοβίες, ενδόμυχους πόθους που δεν παραδεχόμαστε ούτε στους εαυτούς μας. . . Τα πάντα!

Μάλλον λόγω του χαρακτήρα του Ντάντε πιστεύω κιόλας πως είναι δύσκολο να αποφύγεις βιωματικά στοιχεία στη συγγραφή. Πάντα κάποιος από τους χαρακτήρες θα έχει ορισμένα στοιχεία ή βιώματα του συγγραφέα που τον έπλασε στην ιδιοσυγκρασία του. Ίσως επειδή οι περισσότεροι ξεκίνησαν να γράφουν επειδή επιθυμούσαν να αλαφρώσουν το φορτίο τους. Όμως χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον να συλλέγω στοιχεία βιωματικά διαβάζοντας τους αγαπημένους μου συγγραφείς.

Ποια ήταν η αφορμή για να ξεκινήσεις το βιβλίο σου « Η Κόκκινη Βασίλισσα» και πώς κατέληξες στο συγκεκριμένο θέμα;

Ήθελα πολύ να ασχοληθώ με μια οπτική γωνία με την οποία δεν έχουν καταπιαστεί πολλοί συγγραφείς (ωστόσο δεν θα ήθελα να την αναφέρω, επειδή αποτελεί σπόιλερ!). Η Κέιλιν Μπάτλερ, που πρωταγωνιστεί, μου φάνηκε κατάλληλη για την διεκπεραίωση της πλοκής που είχα στο μυαλό μου, καθώς και όλοι όσοι περιβάλλουν τον χαρακτήρα της. Η ιδέα μιας μικρής, κλειστής κοινωνίας που, αν και όλοι ξέρουν όλους, ο καθένας έχει να κρύψει ένα μυστικό, μου άρεσε ανέκαθεν, γι’ αυτό και προσπάθησα να συντάξω μια τέτοια νουβέλα ως πρόκληση στον εαυτό μου. Και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό μου το παιδάκι! Όταν το διαβάζω ξανά βλέπω πως έχει σίγουρα αρκετά περιθώρια βελτίωσης, ωστόσο το αγαπώ γιατί μου θυμίζει πως έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου και με κέρδισα, ή έχασα από μένα, δεν ξέρω ποια απ’ τις δυο κατακλείδες να επιλέξω ακόμη, όμως χαίρομαι πολύ που προκλήθηκα απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό και κατάφερα, εν τέλει, ν’ αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις μου.

Τι να περιμένουμε από την Έρση Λάβαρη για το μέλλον;

Ακόμη δεν είμαι σίγουρη, όμως αν έπρεπε να στοιχηματίσω κάπου, θα έλεγα σίγουρα αρκετά ακόμη αστυνομικά μυθιστορήματα! Ίσως και κάμποσα φαντασίας, μιας και γράφω δυο αυτό τον καιρό, κυρίως όμως για να χαλαρώσω, οπότε δεν ξέρω αν θα προκύψουν αρκετά αξιοπρεπή. Και θα ήθελα πάρα πολύ, όμως δεν ξέρω πότε και αν θα το κάνω, να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα που θα αφορά στην πιο αγαπημένη μου εποχή της Αρχαίας Αιγύπτου. Φοβάμαι πως δεν έχω κάτι περισσότερο συγκεκριμένο!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα