Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Επικήδειος για τον Νίκο Καζαντζάκη, από τον Σπύρο Πετρουλάκη, στην εκδήλωση του Συλλόγου Κρητών Πεύκης-Λυκόβρυσης
Διαφ.

Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος

Το φωτορεπορτάζ.

«60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη», Σύλλογος Κρητών Πεύκης-Λυκόβρυσης «Ο ΤΑΛΩΣ»

Ο Σύλλογος Κρητών Πεύκης-Λυκόβρυσης «Ο ΤΑΛΩΣ», πραγματοποίησε στο δημοτικό θέατρο Πεύκης, εκδήλωση τιμής και μνήμης για τα «60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη».

Την εκδήλωση χαιρέτησαν δημοτικοί παράγοντες με επικεφαλής το δήμαρχο κο Αναστάσιο Μαυρίδη, οι οποίοι σημείωσαν τη σημασία του έργου του Νίκου Καζαντζάκη και τη διεθνή του ακτινοβολία. Ακολούθησε προβολή βίντεο για τη ζωή και το έργο του και δραματοποίηση σκηνών του έργου «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» από τη θεατρική ομάδα του ΠΕΑΠ Λυκόβρυσης.

Στο αποκορύφωμα της εκδήλωσης, ο ηθοποιός, πρόεδρος του ΠΕΑΠ και γ.γ. του Κρητικού Συλλόγου «Ο ΤΑΛΩΣ», κος Χρήστος Φωτίδης, απέδωσε κείμενο του συγγραφέα Σπύρου Πετρουλάκη για το Νίκο Καζαντζάκη, με τον ίδιο το συγγραφέα να ντύνει την απαγγελία ερμηνεύοντας το ριζίτικο «Σε ψηλό βουνό...», με τη χαρακτηριστική κρητική του χροιά.

«60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη», Σύλλογος Κρητών Πεύκης-Λυκόβρυσης «Ο ΤΑΛΩΣ»

Ένα δυνατό κείμενο για το μεγάλο δημιουργό από έναν συντοπίτη του, γεμάτο συναίσθημα που συγκίνησε τον ηθοποιό και τους παρευρισκόμενους, μία λογοτεχνική περιγραφή της σκηνής θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη, ένας επικήδειος από κρητικό προς κρητικό.

«60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη», Σύλλογος Κρητών Πεύκης-Λυκόβρυσης «Ο ΤΑΛΩΣ»

Ο συγγραφέας μάς έκανε την τιμή να μας παραχωρήσει το κείμενο...

Σάββατο. Ούτε καν Κυριακή. Πριν κλείσει η βδομάδα. Σάββατο 26 Οκτωβρίου 1957.

Το Χάρο δεν τον ε-νοιάζει η μέρα, η ώρα, ο τόπος και ποιον θα πάρει. Κάνει μόνο τη δουλειά του. Δίχως να παίξει μάτι, δίχως να λιγοψυχήσει. Μα εκείνο το Σάββατο στάθηκε για λίγο. Κοίταξε τον άντρα.

«Τι με κοιτάς; Άντε ξεκίνα», του είπε και σαν να πήρε πάνω του ένα δράμι ζωής εκείνο το σαρκίο. Εκείνο το απομεινάρι του ανθρώπου επάνω στο κρεβάτι του θανατικού.

Κοντοστάθηκε ο Χάροντας κι έσφιξε το δρεπάνι του στο χέρι.

«Δε με φοβάσαι;»

«Ίντα να φοβηθώ; Τα 'χω βάλει με πιο μαύρους από σένα…», γέλασε και ανασηκώθηκε τόσο όσο να μην τον έ-βρει το χτύπημα ξαπλωμένο. Σαν να τον ξεγέλασε για λίγο…

«Που διάολο τη βρίσκει τη δύναμη, ετούτη τη στερνή την ώρα;», σκέφτηκε ο Χάρος να τον ρωτήσει, να μάθει. Σπάνια έβλεπε άντρες σαν και του λόγου του. Άντρακλες μέχρι εκεί πάνω, θεριά ολόκληρα του σπαθιού, που θα έστυβαν την πέτρα, μόλις τον αντίκριζαν δείλιαζαν. Κιότευαν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια κι αυτός εδώ… ένα ανθρωπάκι μια σταλιά επάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου… Κούνησε το κεφάλι του ο Χάρος. Τέτοιοι άντρες δεν φοβούνται μήτε θεούς μήτε και δαιμόνους. Τέτοιοι άντρες έχουν τον τρόπο να μένουν αθάνατοι.

Άδικος κόπος σκέφτηκε μα έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Σήκωσε το δρεπάνι με τέχνη περισσή μα ένας ήχος σαν πνοή ανέμου τον σταμάτησε. Τέντωσε το αυτί του ο Χάροντας να αφουγκραστεί. Πνοή θεού και ψίθυρος αγγέλων.

Αναντράνισε κι ο άντρας στο άκουσμα και πάτησε τα πόδια του κάτω. Λίγο ακόμα και θα σηκωνόταν. Δεν τα επέτρεπε αυτά ο Μαύρος μα ο ήχος έγινε τραγούδι. Αχνό και αδύναμο στην αρχή, λες κι ερχόταν από τα πέρατα του κόσμου. Από τον πιο άγριο μα συνάμα και τον πιο όμορφο τόπο... την Κρήτη.

Ο άντρας έστρωσε τα μαλλιά και το μουστάκι του και στάθηκε όρθιος απέναντί του. Τώρα ήταν άντρας προς άντρα. Δεν πάλεψαν, μόνο κοντοστάθηκαν να ακούσουν.

«Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, να χαράκι…»

Ανατρίχιασαν κι οι δυο τους λες κι ήταν απ΄ τον ίδιο τόπο αδέλφια, λες κι είχαν τα ίδια πατήματα.

«Κάθεται ένα αητός, κάθεται ένα αητός…»

Ο Χάρος πήρε μια ανάσα. Έπρεπε να τελειώνει με ετούτον εδώ, αρκετά είχε καθυστερήσει. Μα τα ξερακιανά του χέρια έμεναν ακίνητα επάνω στο δρεπάνι. Λες και τον μάγευε το τραγούδι.

«Κάθεται ένα αητός Βρεγμένος χιονισμένος ο καημένος…»

Ποια δύναμη είχε εκείνη η βοή, εκείνο το ριζίτικο τραγούδι και πως στο καλό έφτανε από την Κρήτη ως το Φράιμπουργκ της Γερμανίας για να τρυπώσει σε αυτό εδώ το σανατόριο του διαβόλου;

Ο άντρας σαν να άκουσε τις σκέψεις του: «Δεν τραγουδούν ανθρώπων στόματα… η γης τραγουδά…» του είπε και έστησε αυτί.

«Και παρακαλεί, και παρακαλεί…»
«Η γης με τα δεντρά της, τα όρη και τα φαράγγια της λαλούνε…»
«Και παρακαλεί τον ήλιο να ανατέλλει, να ανατείλει…»

«Άκου, άκου» τον προκάλεσε «να κι οι νύμφες που κανάκευαν το Δία και τα αγρίμια και οι αετοί και οι λεβέντες οι Μινωήτες, άκου...»

«Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε…»

Ο άντρας έστεκε και αγνάντευε έξω και οι αισθήσεις του, γιαλός ολάκερος σαν τα ταξίδια που ‘χε κάνει, έβλεπαν την Κρήτη, τη άκουγαν, μύριζαν τα σπάνιά της. Δίκταμο και φασκόμηλο κάλυψαν κάθε μυρωδιά φαρμάκου και αντισηπτικού. Κι έγινε ο θάλαμος καράβι να τον πάρει και να τον ταξιδέψει στο νησί του.

«Ήλιε ανάτειλε, ήλιε λάμψε και δώσε, για να λιώσουνε, για να λιώσουνε…»

Ήξερε ότι πέθαινε ήξερε ότι έσβηνε, μα τώρα δεν τον ένοιαζε. Ίσως και ποτέ να μην τον ένοιαζε. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρο… «Κλαίεις μωρέ;» τον ρώτησε και στάθηκε πάλι μπροστά του. Μια λεμονιά σε κάποια ασβεστωμένη αυλή άνθισε κι ευώδιασε ο κόσμος λες κι ήταν άνοιξη.

«Για να λιώσουνε τα χιόνια απ τα φτερά μου και τα κρούσταλλα…»

Το τραγούδι του ουρανού έφτανε στο τέλος του μα εκείνος παλικάρι. Άνοιξε τα χέρια του σαν να έλεγε στον Χάρο ότι ήρθε η ώρα να τον κατεβάσει από τον δικό του σταυρό. Μια μάνα, η Κρήτη, τον καρτερούσε στοργικά για να τον κλείσει σαν μωρό μέσα στην παντοτινή αγκαλιά της.

Σήκωσε εκείνος το δρεπάνι κι ο άντρας τη στερνή του ώρα χαμογέλασε που έστω και για λίγο, για ένα μόλις ριζίτικο τραγούδι είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον ίδιο τον Χάρο. Δεν φοβόταν τίποτα… ήταν λέφτερος…

«και τα κρούσταλλα από τα ακρα-νυχά ακράνυχα μου
Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε…»

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα