Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Ψυχή γραμμένη
Συγγραφέας Κώστας Μπέζας
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Πνοή
Συντάκτης-ρια Τόλης Αναγνωστόπουλος
Αγορά τού βιβλίου από το Δίκτυο Βιβλιοπωλείων Bookia
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
ΥΠΟΘΕΣΗ (Από το οπισθόφυλλο)
Κάτι από τη δική σου γιαγιά ή τον δικό σου παππού καλείσαι να εντοπίσεις διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Γιατί ενώ τα πρόσωπά τους είναι για τον καθένα διαφορετικά, οι ρόλοι κατά βάθος είναι ίδιοι. Ίσως πάλι συναντήσεις εκείνο το εγγόνι που έχεις καλά φυλαγμένο στις παλιές σου μνήμες. Μέσα από τραγούδια, χρώματα, μυρωδιές, συναισθήματα, παραστάσεις και βιώματα, μπορεί να θυμηθείς πώς ήταν το καταφύγιο της δικής σου κρυμμένης αθωότητας. Γιατί το πιο ανθεκτικό σπίτι μας, είναι τελικά οι παιδικές αναμνήσεις.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Το βιβλίο αποτελεί ωδή στην ανιδιοτελή αγάπη της γιαγιάς και τους τρόπους που προσπαθεί να τη δείξει προς το εγγόνι της μέσα από τη λαϊκή σοφία τους συμβολισμούς, τις μυρωδιές μα περισσότερο από το παράδειγμα. Ουκ ολίγες φορές η γιαγιά Μαρία μέσα από τη διήγηση στο βιβλίο γίνεται θυσία για τον εγγονό της Κώστα όπως όταν στα σκοτεινά μονοπάτια του χωριού μετά το πανηγύρι χάνει την ισορροπία της κατρακυλά όμως δε σκέφτεται τον εαυτό της αλλά μήπως έχει πάθει τίποτα αυτός.
Ο Κώστας από μικρός δεν αφήνει ανεκμετάλλευτο το θησαυρό που κρύβει μέσα της. Στην αρχή ρωτάει τα απλά μα τόσο σύνθετα:
Ο Κώστας Μπέζας συνδυάζει εποχές, «Για μένα φθινόπωρο ήταν τα ρόδια που καθάριζε με υπομονή» αλλά και ημέρες με αυτή, «Η Κυριακή ήταν μυρωδιά από το φαγητό της στη γάστρα, όχι ημέρα».
Ο κώδικας επικοινωνίας δεν έχει μόνο λόγια όπως το αισθαντικό «ψυχή γραμμένη» που τον αποκαλεί αλλά σύμβολα και μυρωδιές σαν αυτή της ρίγανης που είναι σκληρή και μαλακιά μαζί, αγωνίστρια και μοναχική, δεν ζητάει τίποτα και δίνει τα πάντα. Μήπως η ρίγανη ήταν η ίδια η κυρία Μαρία;
Με τη μυρωδιά και την αφή εξάλλου ο Κώστας Μπέζας ξαναζωντανεύει την εποχή που ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά του όταν μετά από χρόνια ανεβαίνει πάλι στο χωριό.
Φτάνει στο σπίτι και ακουμπά κάθε αυλακιά της μάντρας, τα ξύλα της πόρτας, τις ηπειρώτικες πλάκες και πριν εισέλθει στο παλιό σπίτι προσπαθεί να μυρίσει και να ακούσει. Βλέπει την καρυδιά που η γιαγιά του είχε δέσει μια κούνια για αυτόν, πιάνει τη ροδιά και θυμάται τα ρόδια που του καθάριζε η Μαρία και τελικά με μαγικό τρόπο επικοινωνεί μαζί της με «λόγια που το στόμα δεν γνωρίζει».
«Γιαγιά μη χαθούμε», της λέει.
«Δεν χάνεται η αγάπη μας, μόνο αλλάζει», του απαντά, «Θα είμαι ένα όνειρο, μια θύμηση ένα δάκρυ»...
Αλλά και στις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής του, η γνώμη και η ευχή της κομβική. Όχι μόνο εγκρίνει τη μέλλουσα γυναίκα του αλλά την προτρέπει αν την πληγώσει ο εγγονός της να βρει σε αυτήν καταφύγιο!
Δε μιλά μόνο για τη δική του Μαρία. Στο πρόσωπό της εξυμνεί όλες τις γιαγιάδες που «έχουν έναν ανομολόγητο συνεταιρισμό αγάπης και προσφοράς» και αγωνίζονται να αφήσουν μια συναισθηματική κληρονομιά στους απογόνους τους. Το περίεργο με τις γιαγιάδες είναι ότι σε σχέση με τους γονείς δεν υπάρχει έντονο το χάσμα των γενεών.
Τα μαργαριτάρια σοφίας, οι διαχρονικές συμβουλές, η εμπειρία και η χαλαρότητα σε σχέση με τα πολλά «πρέπει» των γονιών βοηθούν σε αυτό. Όσο ζουν έχουν μια αποστολή, να προετοιμάσουν το έδαφος για την εποχή που δε θα ζουν και δεν θα υπάρχουν, «Όταν έρθουν τα εγγόνια παραμερίζουν διακριτικά για να οδηγήσουν τη ζωή σε εκείνα. Γίνονται οι προηγούμενοι για να έρθουν οι επόμενοι».
«Εμείς θα φυτεύουμε Κώστα μου», λέει η Μαρία για τις ντομάτες, «Ακόμα και αν δεν προλάβουμε τους καρπούς»…
ΦΡΑΣΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ
«Να προσπαθείς με την ευαισθησία σου και τη φαινομενική αδυναμία σου να κάνεις τους σκληρούς δρόμους να παραμερίζουν στο τέλος εκείνοι. Γιατί η ευαισθησία και η αδυναμία είναι τελικά η ίδια η δύναμη»…
«Μην εμπιστευτείς κανέναν καθρέφτη δικό τους. Να έχεις πάντα έναν δικό σου. Να τον φτιάξεις όμως με εντιμότητα και δικαιοσύνη. Αν δεν τον φτιάξεις εσύ, όλοι οι άλλοι θα σου δείχνουν έναν διαφορετικό καθρέφτη που σιγά, σιγά, καθώς θα κοιτιέσαι, θα φτάσεις να πιστέψεις πως αυτός είσαι»…
«Πίσω από κάθε ανοιχτό δρόμο, "χαμογελάει" με νόημα ένα παλιό αδιέξοδο»…
«Όσες γιαγιάδες έζησαν τον πόλεμο, άρα και τον θάνατο, θεώρησαν ως αποστολή τους να κάνουν καλύτερους καινούριους ανθρώπους γιατί οι παλιοί τους είχαν πληγώσει»…
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ο Κώστας Μπέζας καταθέτει ένα συγκινητικό και λυρικό μυθιστόρημα, εξυμνώντας στο πρόσωπο της γιαγιάς του την άνευ όρων αγάπη που δείχνουν οι περισσότερες γιαγιάδες του κόσμου για τα εγγόνια τους. Είχα έντονη την ανάγκη να γράψω για αυτό το βιβλίο καθώς άγγιξε ευαίσθητη προσωπική χορδή. Τη δική μου σχέση με την ηρωική γιαγιά μου, την «Τόλιενα», σύμβολο λαϊκής σοφίας και αντίστασης στα βουνά της ορεινής Φθιώτιδας.
Ο συγγραφέας όμως, πέρα από το εξαιρετικό του πόνημα, έκανε πράξη αυτό που οι περισσότεροι (όπως και ο γράφων) αφήσαμε στα λόγια. Όταν κατάλαβε πως είναι πλασμένος από την αγάπη της γιαγιάς του, προσπάθησε με κάθε τρόπο να τη συντηρήσει. Ανταπέδωσε όσο η γιαγιά Μαρία ήταν εν ζωή αλλά και μετά θάνατον την αγάπη της. Μπήκε στο τούνελ και εκεί που όλα έμοιαζαν σκοτεινά (τα προβλήματα πριν και μετά το γηροκομείο με τους συγγενείς, η δυσκολία να εντοπίσει στο χωριό το μέρος που «αναπαυόταν» η Μαρία μετά την εκταφή της), βρήκε το φως και τη διέξοδο.
Το μυθιστόρημά του είναι μια απόδειξη αγάπης αλλά και ένα μεγάλο Ευχαριστώ προς αυτήν που θα παραμένει ζωντανό για πάντα. Και ακόμα περισσότερο έκανε πράξη τη δική της κρυμμένη συμβουλή όταν τον αποκαλούσε «ψυχή γραμμένη», γράφει με την ψυχή του.
Μένει να ακολουθήσει το παράδειγμά της και να γίνει και αυτός σαν τη ρίγανη όπως του έλεγε, να δίνει ότι μπορεί, να μη ζητά, όπου και να κλειστεί να μοσκοβολά σαν αυτή. Και να αφήσει και λίγη επάνω μας...