Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Τρεις κόρες
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
11-11-2017 08:30
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Το 2015 ο Νικόλας αποφασίζει να ταξιδέψει ως το Βερολίνο για μια συνέντευξη στο Πανεπιστήμιο. Η σκέψη του αυτή πυροδοτεί νέους φόβους στην οικογένειά του, μιας και ο πατέρας του, Παντελής, τους είχε εγκαταλείψει πριν τριάντα και βάλε χρόνια για να πάει μετανάστης στο Μόναχο κι εκεί άλλαξε η ζωή του εις βάρος τους. Ο Νικόλας είναι χωρισμένος με μια μικρή κόρη, οπότε η πρώην του, το παιδί του, η μάνα του του ζητούν να το ξανασκεφτεί. Ο Νικόλας, επειδή φοβάται τα αεροπλάνα, σχεδίασε ένα ταξίδι με το ιντερέιλ κι αυτό θα τον βοηθήσει να γνωρίσει τον εαυτό του καλύτερα. Ταυτόχρονα, το 1940, λίγες μέρες πριν επιτεθούν οι Ιταλοί στην Ελλάδα, ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Γιώργος Λίτοβας ξεκινάει να υλοποιήσει τη μυστική εγκύκλιο του Υπουργείου, που προστάζει εν όψει πιθανού πολέμου να θαφτούν και να κρυφτούν τα πολύτιμα αρχαία κειμήλια όλων των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων. Χωρίς να φαντάζονται πως η Γερμανία θα επιτεθεί στην Ελλάδα, η κόρη του διευθυντή, Ευρυδίκη, θα ερωτευτεί τον Κλάους Χέγκελ, φοιτητή της Αρχαιολογικής Σχολής του Βερολίνου, τον μοναδικό ίσως Γερμανό που δεν έχει ενταχθεί στους ναζιστικούς κύκλους.

Αυτή είναι μόνο η ραχοκοκαλιά του εξαιρετικού μυθιστορήματος που μόλις διάβασα και ακόμη το κρατάω μέσα μου, ενός κειμένου ποτισμένου με υποδόρια μηνύματα περί μετανάστευσης, οικογενειακών σχέσεων, αγάπης προς την πατρίδα, έρωτα, απαντοχής και ρατσισμού. Ένα διαμαντάκι για το οποίο ειλικρινά όσα και να γράψω θα είναι φτωχά και λίγα μπροστά στην τεχνική του αρτιότητα, την καλαίσθητη γραφή, τα καλοδουλεμένα ψυχογραφήματα, τις καλοσκηνοθετημένες εικόνες. Οι μεγάλες του παράγραφοι δεν είναι χαώδεις. Είναι σα μικρές κωμοπόλεις που πάλλονται από ζωή και μέσα σε ένα εκτενές πλαίσιο περιγράφουν και καταγράφουν περιστατικά και σκηνές που γεννούν συνέχεια σκέψεις και αισθήματα. Ήταν μια θάλασσα που ήθελα να βυθιστώ μέσα της ώσπου να βρω το ακρογιάλι του τέλους, προτιμούσα όμως να περιστρέφομαι αενάως ανάμεσα στις λέξεις και στις προτάσεις γιατί τις ένιωσα δικές μου, προσωπικές.

Ας ξεκινήσω με τον Νικόλα. Πληγωμένος ακόμη από την εγκατάλειψη του πατέρα, παρ’ όλ’ αυτά αποφασίζει να πάει στη Γερμανία για μια συνέντευξη, προσμένοντας να ενταχθεί σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να ανελιχθεί και να εξελιχθεί. Καθ’ οδόν προς το Βερολίνο σταματάει και στο Μόναχο, όπου η συνάντηση με τον άνθρωπο που τον γέννησε είναι δοσμένη με ένταση και ενάργεια. Σκέτες λέξεις, που πονάνε, πληγώνουν, ενώνουν, προδίδουν και συγχωρούν φτιάχνουν ένα ψηφιδωτό σχέσης μεταξύ πατέρα και γιου που με κλόνισε. Ο πατέρας έχει δοκιμάσει την οικογενειακή ζωή στην Ελλάδα και τώρα στη Γερμανία. Είναι σε θέση να ξεχωρίσει τι του ταιριάζει και τι όχι και το ίδιο προσπαθεί να υποδείξει και στον γιο του να κάνει, άλλωστε γι’ αυτό δε χώρισε; Πόσο μοιάζουν λοιπόν πατέρας και γιος και πόσο μακριά από τα κληρονομικά χαρακτηριστικά του πατέρα του θα καταφέρει να φτάσει ο Νικόλας; Κι εκεί που αναρωτιέσαι αν ο Νικόλας τελικά θα παραμείνει στη Γερμανία είτε ακολουθώντας τις συμβουλές του πατέρα του είτε ως σουβλατζής στο Βερολίνο, συμβαίνει κάτι αναπάντεχο.

Η ξενιτειά είναι δύσκολο πράγμα και συνεχίζει ακόμη και σήμερα (ειδικά σήμερα) να ρημάζει οικογένειες, ψυχές, σπιτικά. Στις «Τρεις κόρες» όμως εκτίθεται απροκάλυπτα, χωρί ωραιόποιηση και φυσικά χωρίς τάση για μελόδραμα. Οι καταστάσεις και οι συνθήκες είναι τέτοιες που νιώθεις ξαφνικά το δάκρυ να μουσκεύει τις σελίδες κι αναρωτιέσαι από πού προέκυψε τώρα αυτό, αφού δε διάβασες κάτι συγκινητικό. Αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της συγγραφής, να μη σου υποδεικνύει ότι θα κλάψεις ή θα γελάσεις αλλά να σε ωθεί χωρίς να το νιώσεις να εκφραστείς έτσι. Δεν υπάρχουν σκηνές τετριμμένες, μόνο η σκληρή πραγματικότητα της δυσκολίας στα ξένα χώματα, σε συνδυασμό με τις αλλαγές που υφίστανται στην ψυχή. Γράφει χαρακτηριστικά η κυρία Αυγερινού: «Το να είσαι ξένος στην ξενιτειά είναι ταυτολογία. Το παράδοξο είναι όταν η πατρίδα σου σε έχει διώξει πριν ακόμα φύγεις. Φεύγεις ξένος, γίνεσαι ξένος, κι όταν γυρνάς, είσαι για όλους ξένος» (σελ. 266-267).

Μια άλλη πλευρά της μετανάστευσης δείχνει η συγγραφέας με τις περιπέτειες που ζουν ο Ομάρ και η οικογένειά του που φεύγουν πρόσφυγες από τη Συρία κι αγωνίζονται να φτάσουν στο Βερολίνο για μια καλύτερη ζωή. Κι εκεί έχουμε δωρικότητα στην αφήγηση, λιτότητα στα εκφραστικά μέσα ενώ η ιστορία τους εντάσσεται σταδιακά στην ιστορία του Νικόλα κι εμφανίζεται ξαφνικά, άριστα περιπεπλεγμένη στην κεντρική ιδέα. Μήπως τελικά ο προορισμός δεν είναι και η καλύτερη λύση; Από την άλλη βέβαια τι να κάνεις, να σε σκοτώνουν οι συμπατριώτες σου; Ευρηματική η ιδέα να κινούνται παράλληλα ο Νικόλας με τον Ομάρ, ακολυοθώντας σχεδόν την ίδια διαδρομή ταυτόχρονα.

Ως προς τη δεύτερη ιστορία, υπάρχει άφθονο έδαφος να ξεδιπλωθεί η ιδεολογία της συγγραφέως για τον εθνικοσοσιαλισμό και για την αρχαιοκαπηλεία. Διαλέγοντας προσεκτικά τα πρόσωπα που θα αποτελέσουν τους αντίθετους πόλους καταφέρνει να αποδώσει άριστα όχι τόσο την εποχή, την οποία άλλωστε ντύνει με εντελώς λιτά πραγματολογικά στοιχεία, όσο τις αντιλήψεις που επικρατούσαν λίγο πριν την ιστορική 28η Οκτωβρίου. Από την ιστορία περνάνε άνθρωποι που πιστεύουν στην ιδεολογία του ναζισμού χωρίς να καταλαβαίνουν πως αυτό θα οδηγήσει στον όλεθρο (και δε μιλάω για τα κρεματόρια των Εβραίων, μιας και αυτό αποκαλύφθηκε μόνο προς το τέλος του πολέμου) και την καταστροφή. Επιχειρηματολογούν υπέρ της γερμανικής επικράτησης και ταυτόχρονα υποστηρίζουν πως η Ελλάδα δε θα πειραχτεί γιατί οι Γερμανοί είναι αρχαιολάτρες. Ταυτόχρονα υπάρχουν άλλοι χαρακτήρες που πιστεύουν πως η Ελλάδα δεν πρέπει να μπει στον πόλεμο από φόβο για αντίποινα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.

Ακόμη κι όταν ξεσπάει η ιταλική επίθεση, κάποιοι επιμένουν πως η γερμανική μηχανή θα αδιαφορήσει για τη χώρα μας, μιας και την απασχολεί η Ρωσία. Υπάρχει δηλαδή ένα πλήθος από διαφορετικές ιδεολογίες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που αποδίδει σχεδόν ανάγλυφα την ατμόσφαιρα που επικρατούσε λίγο πριν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Για να μην αναφερθώ στις ανατριχιαστικές πειργραφές όταν θάβονταν τα αγάλματα, πόσο αριστοτεχνικά και ρεαλιστικά αποδόθηκε η ατμόσφαιρα. Η αρχαιοελληνική κληρονομιά μας θαμμένη σε κρησφύγετα και να έχεις και την άρτια πένα της κυρίας Αυγερινού να είναι αμείλικτη ως προς τις περιγραφές και το συναίσθημα. Και μέσα σ’ όλ’ αυτά να ανθίζει ένας έρωτας που έμοιαζε αρχικά ιδανικός και μακριά από αυτές τις αντίπαλες φατρίες. Τι θα συμβεί όμως στη ζωή της Ευριδίκης και του Κλάους όταν ο πόλεμος χτυπήσει την πόρτα του σπιτικού που δεν πρόλαβαν να ανοίξουν;

Κι εκεί που νόμιζα πως αυτές οι ιστορίες δε συνδέονται μεταξύ τους, πλανήθηκα οικτρά! Εκεί που έλεγα πως το 1940 δε θα συνδεθεί με το 2015, αυτό γίνεται όχι μόνο μία φορά αλλά δύο, με έξυπνο, ευρηματικό και πρωτότυπο τρόπο, που έσβησε και τις ελάχιστες αμφιβολίες που μου είχαν απομείνει για τη συγγραφική ικανότητα της κυρίας Αυγερινού. Ο τρόπος που διάλεξε να ενώσει αυτά τα αρχικά παράλληλα σύμπαντα εξήηγησε πολλά σκοτεινά σημεία της ψυχολογίας κάποιων χαρακτήρων και έδεσε σφιχτά την ιστορία, χαρίζοντάς της ένα λογοτεχνικό μέστωμα και μια θέση στην καρδιά μου. Ως προς τον τίτλο του βιβλίου, πίστευα αρχικά πως επρόκειτο για αναφορά στις κόρες του Νικόλα και του κυρίου Λίτοβα, οπότε έψαχνα για την τρίτη κόρη. Σύντομα όμως κατάλαβα πως επρόκειτο για κάτι άλλο, κάτι καλύτερο, μιας και δεν περίμενα η κυρία Αυγερινού, με αυτήν τη γραφή, με αυτές τις δυνατότητες, να κατέφευγε σε κάτι τόσο απλό. Και πράγματι, ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μία από τις δυνατότερες σκηνές του βιβλίου, μια περιγραφή που δένει και πάλι αριστοτεχνικά τη μετανάστευση, την αρχαιοκαπηλεία και την πατρότητα, τρεις έννοιες που συνωστίζονται στο μυθιστόρημα ποια θα πρωτοβγεί στην επιφάνεια.

Οι «Τρεις κόρες» είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό κείμενο, μια πρωτότυπη και διαφορετική αναγνωστική πρόταση που αξίζει να ανακαλυφθεί.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
0
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
1
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
1
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα