Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Ένα μυθιστόρημα δυστοπικό, φιλοσοφικό αλλά και αυτογνωστικό. Μια ιδιαίτερη γραφή. Μίλησα με τη συγγραφέα για τα ερωτήματα που προέκυψαν από την ανάγνωση του. «Ο μεγάλος σκύλος» από τις Εκδόσεις Νεφέλη μιλά για τη μνήμη και τον θάνατο.
Αξίζει να ζει κάποιος αν χάσει τη μνήμη του;
Είναι πλασματικό το δίλημμα να ζει κανείς ή να μη ζει, ανεξαρτήτως κάτω από ποιες συνθήκες διάγει τον βίο του. Η ζωή παραμένει πάντα η υπέρτατη αξία. Το να χάσεις όμως τη μνήμη σου σημαίνει πως έχεις χάσει την ταυτότητά σου, πως δε συνεχίζεις πια τη διαδρομή που έως τώρα έκανες, πως δεν έχεις καν την ευκαιρία να ξεκινήσεις μια νέα διαδρομή, αλλά μπαίνεις σε μια κατάσταση απόλυτης αποξένωσης από το εγώ σου και από ό,τι το περιβάλλει, σε μια κατάσταση αλλεπάλληλων στάσεων, η οποία μοιάζει μ’ εκείνες τις τελίτσες στα τετράδια γραφής των νηπίων όπου καμία γραμμή δεν ενώνει το ένα σημείο με το άλλο, και ζεις αποσπασματικά, σπασμωδικά, την κάθε στιγμή ξεχωριστά, ως ένας ολοκαίνουργιος κάθε φορά εαυτός, παντελώς άγνωστος σε όλους τους προηγούμενους και τους επόμενούς του.
Οι Εκδόσεις Νεφέλη είναι ένας από τους παλιούς εκδοτικούς οίκους, με βιβλία που έχουν μείνει στη μνήμη των αναγνωστών. Όλα τα βιβλία σας τα έχετε εκδώσει στη Νεφέλη. Κάθε συγγραφέας αναζητά τη στέγη εκείνη που θα τα αγκαλιάσει τα βιβλία του. Γιατί λοιπόν στη Νεφέλη και ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά σας ως προς τη φιλοσοφία;
Η Νεφέλη ήταν ο πρώτος και τελικά ο μοναδικός εκδοτικός οίκος στον οποίο απευθύνθηκα για το πρωτόλειό μου. Οι επιλογές του καταλόγου της, η ποιότητα των εκδόσεών της, η φρέσκια ματιά των ανθρώπων της, ήταν οι λόγοι που με παρακίνησαν να συνεργαστώ μαζί τους. Στην πορεία με χαρά διαπίστωσα πως όντως κινούμαστε στο ίδιο μήκος κύματος όσον αφορά τον ρόλο και την παραγωγή της σύγχρονης λογοτεχνίας. Από την πρώτη στιγμή μέχρι και σήμερα, ο Περικλής Δουβίτσας, που ηγείται του οίκου, περιέβαλε με πολύ σεβασμό τόσο εμένα όσο και το έργο μου, προωθώντας ένα πνεύμα δημοκρατικότητας στη λήψη των αποφάσεων που δύσκολα συναντάς στον χώρο. Το πάθος του για δημιουργία, η αποδοχή νέων προκλήσεων, καθώς και η προοδευτική του οπτική σχετικά με το ελληνικό βιβλίο είναι αυτά που, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, με κρατούν δεμένη σε αυτήν την τόσο αξιόλογη ομάδα του.
Έχετε βάλει κόκκινες γραμμές στον εαυτό σας σχετικά με τη συγγραφή; Σκέφτεστε πχ να μη γράψω κάτι που θα ενοχλήσει κάποιον ή κάποιους ή είστε ασυμβίβαστη και προτιμάτε να εκδώσετε το βιβλίο αυτό;
Ο συγγραφέας που σκέφτεται μην τυχόν και «ταράξει τα νερά» δεν είναι λογοτέχνης και για να το πω ευθέως, δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται σε σχέση με τη λογοτεχνία, η οποία εν πολλοίς και γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει, «για να ταράζει τα νερά». Οι κόκκινες γραμμές δεν αφορούν τους λογοτέχνες, άλλους γραφιάδες ίσως. Η φύση της λογοτεχνίας δεν είναι να προσβάλλει, δεν μπορεί από μόνη της να προσβάλλει η λογοτεχνία, δεν προσβάλλει. Κι επειδή πολλή κουβέντα γίνεται περί αυτού τελευταία -μιλώντας πάντα για την τέχνη του λόγου και όχι βέβαια για κακεντρεχή λιβελογραφήματα- κατά τη γνώμη μου politically correct λογοτεχνία δεν υπάρχει και αλίμονο αν υπάρξει.
Στο βιβλίο σας «Αλεπού αλεπού τι ώρα είναι», που εκδόθηκε το 2017 και έχει βραβευτεί από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, μας πηγαίνετε πίσω στον χρόνο, στο 1924. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα;
Είναι αλήθεια ότι η συζήτηση γύρω από τη σχέση ιστοριογραφίας-λογοτεχνίας έχει ανοίξει πολύ τα τελευταία χρόνια εμπλουτίζοντας το κάθε είδος με διάφορους ορισμούς. Σχεδόν όλοι πάντως συμφωνούν πως με ψηφίδες της πραγματικότητας χτίζεται η μυθοπλασία ενώ διά της αφήγησης, της υποκειμενικής δηλαδή ματιάς-θέσης του ιστοριογράφου, γράφεται η ιστορία. Στο μυθιστόρημα «Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;» η πραγματικότητα με τη μυθοπλασία παρεισφρέουν η μια στην άλλη σε τέτοιο βαθμό που συχνά αλλάζουν μεταξύ τους θέση κι αναρωτιέται κανείς τελικά πού είναι η αλήθεια και πού το ψέμα. Ορισμένες φωνές ηρώων είναι ατόφιες οι φωνές των ανθρώπων που βίωσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή (ανασυρόμενες από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικού Σπουδών), ενώ χαρακτηριστική είναι και η χρήση ντοκουμέντων από την εποχή εκείνη. Παρόλα αυτά δεν ήταν στόχος μου να αναπαραστήσω πιστά μια παλιότερη χρονική περίοδο μόνο και μόνο για να μεταφερθεί αβίαστα ο αναγνώστης εκεί, όπως συμβαίνει στα αμιγώς ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά να καταδείξω, μέσα από τον διάλογο παρόντος-παρελθόντος, το πώς η μια εποχή μπορεί να καθρεφτίζεται πάνω στην άλλη, καθώς και τα στοιχεία εκείνα στη φύση του ανθρώπου -με κυρίαρχο αυτό της βίας- που συναντά κανείς σε όλες τις εποχές, στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής.
Το πρώτο σας βιβλίο «Ελενίτ» είναι μια συλλογή διηγημάτων που μιλούν για τη σιωπή και τον θάνατο. Αν και πολύ νέα ηλικιακά, χρησιμοποιείτε συχνά τον θάνατο στα βιβλία σας. Είναι ένα θέμα που σας απασχολεί και θέλετε να το μοιραστείτε με τους αναγνώστες σας;
Η ιδέα του θανάτου είναι κομμάτι της ζωής μας είτε το θέλουμε είτε όχι. Και είτε τον βιώνουμε ως αποχωρισμό από αγαπημένα μας πρόσωπα είτε ως κατάσταση προσωπικής αναμονής του τέλους του χρόνου μας, λειτουργεί καταλυτικά στη σκέψη μας. Νομίζω πως αυτό το τελευταίο, το πώς η κλεψύδρα μέρα τη μέρα λιγοστεύει, είναι που με ιντριγκάρει στη γραφή, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και στο μυθιστόρημά μου «Ο Μεγάλος Σκύλος». Ο χρόνος μας που τελειώνει λοιπόν, η αναμονή του θανάτου κι όχι ο θάνατος καθαυτός.
Νέα και Παλαιά Εποχή ή προ και μετά κορονοϊού; Πιστεύετε πως θα υπάρχουν τεράστιες διαφορές στη ζωή μας;
Πιστεύω πως τα τελευταία χρόνια ο χρόνος τρέχει με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από αυτούς στους οποίους είχαμε συνηθίσει. Και βέβαια σε κάθε εποχή το ίδιο λέγεται, ότι «βρισκόμαστε σε μεταβατική φάση», μόνο που τώρα αυτή η μετάβαση, λόγω της τεχνολογίας, είναι τόσο ραγδαία που συχνά δε μας γίνεται καν αντιληπτή, σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο. Υπό αυτήν την έννοια, δεν είναι ο κορονοϊός, νομίζω, που προκαλεί, αλλά μάλλον αυτός που στην παρούσα φάση αποκαλύπτει και επιβεβαιώνει την ταχύτατη αυτή μετάβασή μας προς τη Νέα Εποχή, η οποία, όπως λίγο πολύ όλοι το αισθανόμαστε, είναι ήδη εδώ.
Πώς βλέπετε τον Πολιτισμό στη Νέα Εποχή που έρχεται;
Ως νούμερο ένα προτεραιότητα. Όχι τόσο με την έννοια της συγκράτησης του παλιού, της μη αλλοίωσης, της διατήρησης των αρχών και αξιών μας, αλλά κυρίως με την έννοια της νέας δημιουργίας. Το πώς, λοιπόν, θα δημιουργηθεί -υπό ποιους όρους, με ποια υλικά, από ποιους, για ποιους και με ποιο όραμα- ο νέος αυτός πολιτισμός αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα καίριας σημασίας που θα καθορίσει (όπως πάντα καθορίζει, αλλά ακόμη πιο επιτακτικά και επί της ουσίας τώρα) την πορεία της ανθρωπότητας.
Ετοιμάζετε κάτι νέο στο συγγραφικό σας εργαστήρι;
Ναι, βέβαια, το συγγραφικό εργαστήρι δεν ξεμένει ποτέ από δουλειά!
Κλείνοντας τη συνέντευξη θα ήθελα με μια πρόταση ή παράγραφο να δώσετε στον αναγνώστη το στίγμα του βιβλίου σας «Ο Μεγάλος Σκύλος».
«Μάριον: Πιστεύω εγώ πως ο άνθρωπος είναι κακός. Πως μαθαίνει, του μαθαίνουν, πώς να είναι καλός. Πιστεύω εγώ ότι αυτό είναι σπουδαίο κατόρθωμα του».
Ευχαριστώ πολύ κυρία Τσελεπίδου για την κουβέντα και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδος και καλοδιάβαστος «Ο μεγάλος σκύλος».