Νύχτωσε. Ο ουρανός είχε γεμίσει αστέρια. Τόσο λαμπερά και ακίνητα, που θα έλεγε κανείς ότι δεν τρέχει τίποτα. Και όμως ο βοριάς φυσούσε μανιασμένα και το κύμα τούς ανέβαζε ψηλά κι έπειτα τους κατέβαζε σχεδόν στο βυθό, σαν τροχός λούνα παρκ, και πάνω ξανά και κάτω μετά, σε έναν ξέφρενο, θανάσιμο χορό. Τα χέρια τους, ξυλιασμένα, είχαν γαντζωθεί σφιχτά στο βρεγμένο σανίδι. Το κορμί τους πονούσε, η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ο φόβος σε κάνει δυνατό. Η Μάρθα είχε ματώσει στα χείλη. Έμπαινε νερό στη βάρκα. Το έβγαζε ο Μάριος με το ένα χέρι, με τον γαλάζιο κουβά, όποτε του επέτρεπε το κύμα.
Ο Μάριος είχε φτάσει στο στόχο του αλλά μετά ένα ήθελε μόνο: να φύγει. Από πού; Από τον "επίγειο παράδεισο".
"Σιρόκος". Γραμμένο τη δεκαετία του 90 τότε που τίποτα ακόμα δεν είχε συμβεί. Γι αυτό και προχώρησε ανυποψίαστο, όχι μόνο στο σήμερα, αλλά ακόμα πιο πέρα. Στο μετά...
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.