Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Γάλα μαγνησίας
Μυθιστόρημα
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
15-02-2020 17:32
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Πέντε αγόρια σπουδάζουν σ’ ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου τη δεκαετία του 1970. Σχολικές πλάκες, μαθήματα, πειθαρχία, προσευχές, ηθική διαπαιδαγώγηση, όλα θα μπορούσαν να είναι μια ευχάριστη ανάμνηση αν δεν τους κατηγορούσαν εκείνο το καλοκαίρι του 1975 πως δολοφόνησαν τον συμμαθητή τους που είχε ξεβραστεί νεκρός κοντά στην παραλία όπου πήγαιναν για μπάνιο. Τι συνέβη εκείνη τη μέρα; Ποιος ήθελε να σκοτώσει ένα παιδί που στην τελική κανένας δεν ήθελε να συναναστραφεί; Γιατί αυτά τα δραματικά γεγονότα στοιχειώνουν ακόμη τα παιδιά σήμερα, που είναι πλέον μεσήλικες;

Ο Μπράσκας ή Εμμανουήλ Λαρυγγάκης, με πεταχτά μάτια και φουσκωτά χείλη σαν το ομώνυμο ψάρι, ο κοντούλης Αχιλλάκος Μαραϊδώνης, ο Μικ ή Γιάννης Μόσιος που τραυλίζει κι έχει για ίνδαλμά του τον Μικ Τζάγκερ κι ο Ζερβής ή Θανάσης Κουτσόπουλος, αριστερόχειρας και αριστεροπόδαρος στα σουτ, είναι μια παρέα παιδιών σχετικά παράταιρων με τα υπόλοιπα: «Τα πιο πολλά ήταν τύπος και υπογραμμός… πήγαιναν στο κατηχητικό, κοπάνα και σκασιαρχείο δεν ήξεραν τι θα πει. Ενώ εμείς… Καμιά σχέση μ’ αυτό που λένε καλά παιδιά. Αν είχαμε γεννηθεί έτσι, ή αν γίναμε αυτά τα χρόνια που ήμασταν στο οικοτροφείο, δεν το ξέραμε. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως κάθε τόσο κάτι μας έπιανε και λέγαμε ή κάναμε το αντίθετο απ’ ό,τι οι άλλοι» (σελ. 15). Από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου σταδιακά είδαν πως ταιριάζουν τα χνότα τους κι έτσι τώρα, στην πέμπτη, έγιναν μια γροθιά κι αν έκανε ένας κάποιο αδίκημα τιμωρούνταν όλοι κι ένιωθαν μάλιστα περηφάνια γι΄ αυτό. Δεν ήταν από κακή πάστα, δε θα τους έλεγε κάποιος αληταράδες, απλώς ήταν περισσότερο ζωηροί απ’ ό,τι θα έπρεπε, με τις αγωνίες τους, τα χόμπι τους, τα ακούσματά τους και τις φυσιολογικές ατασθαλίες της ηλικίας τους. Τα πραγματικά ονόματα των παιδιών και οι ιστορίες των οικογενειών τους βγαίνουν σταδιακά στην επιφάνεια, σχεδιάζοντας έτσι τμηματικά τις προσωπικότητές τους και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα γεγονότα της εποχής. Μέσα από αυτές τις συναναστροφές βγαίνει μια κοινωνική τοιχογραφία της εποχής και του τόπου, η οποία αποτελείται από αρχιτέκτονες και ιεράρχες μέχρι εργάτες σε εργοστάσια και νοικοκυρές. Όλοι τους ένιωσαν την ανάγκη να σπουδάσουν τα παιδιά τους κι ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο ήταν η ιδανική λύση.

Στρώσιμο κρεβατιών, πειθαρχία, φιλομάθεια, ποδόσφαιρο, πλάκες, προσευχή, δισκάκια μουσικής, τσιγάρα, βερμούτ, Πελόμα Μποκιού, χριστιανόπουλα θα πάμε με φτερά» (στα συν η γκεστ εμφάνιση του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου ως Μητροπολίτου Δημητριάδος), κινηματογράφος («Εξορκιστής», «Υπολοχαγός Νατάσα», Γκουσγκούνης και Αγγελόπουλος), άφιλτρα τσιγάρα, κλίμα «Μακριά από πούστηδες και κουκουέδες γιατί θα σου κόψω τα ποδάρια»! Μέσα από τα περιστατικά βιώνουμε την ανοργανωσιά της επιστράτευσης με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, την αγανάκτηση των αγροτών που καλλιεργούσαν τα χωράφια που προέκυψαν από την αποξήρανση της λίμνης Κάρλας ως προς τη ληστρική φορολογική συμπεριφορά του κράτους απέναντί τους, τη θρυλική συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη μετά την επάνοδο της Δημοκρατίας, το δημοψήφισμα για το πολίτευμα της χώρας και πάρα πολλά άλλα γεγονότα που δεν παρατίθενται με κουραστικό τρόπο και πολλές λεπτομέρειες, απλώς καθρεφτίζονται σε κινήσεις και πράξεις των ανθρώπων που συναναστρέφονται τα παιδιά, που δοκιμάζουν έτσι κι αυτά τις γνώσεις τους και την παρατηρητικότητά τους.

Η γραφή ποικίλλει. Τα κεφάλαια που αναφέρονται στο γεγονός του πνιγμού έχουν ξεκάθαρη ημερομηνία και είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο ενώ τα υπόλοιπα, που συγκροτούν και το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, έχουν γενικούς τίτλους που αντιστοιχούν στο εκάστοτε περιεχόμενο και πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον Ζερβή, που αργότερα θα γίνει συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο σχολικός περίγυρος αποδίδεται με παραστατικότητα: μονήρεις καθηγητές, ευθυγραμμισμένοι στις εγκυκλίους κι όχι στις ανάγκες των παιδιών, ξύλο για όποιον παρεκκλίνει (ευτυχώς, έχουν περάσει οι εποχές κι έτσι πέφτουν μόνο σφαλιάρες κι αυτές ελάχιστες), με το παιδί που αργότερα θα πνιγεί να είναι το δεξί χέρι του διάκου που εποπτεύει τους μαθητές και λογοδοτεί στον διευθυντή που με τη σειρά του λογοδοτεί στον Σεβασμιότατο, με ένα ανατριχιαστικά ρεαλιστικό περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης που φυσικά καλύπτεται και χιλιάδες άλλα περιστατικά, δοσμένα όλα με αληθοφάνεια, στιβαρή γραφή και παραστατικούς διαλόγους.

Αυτό το πινγκ πονγκ των εναλλακτικών αφηγήσεων και ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζουμε στην αλήθεια κλιμακώνει την ένταση, μόνο που όσα συνέβησαν το 1975 έχουν τον απόηχό τους στην καθημερινότητα των παιδιών αρκετά χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα κάποιος να κινήσει ξανά τα νήματα και να αναβιώσει τα όσα συνέβησαν ώστε να ηρεμήσει η ψυχή του και να προχωρήσει. Όσο μου άρεσαν τα γεγονότα του χτες, ο ρεαλισμός τους, το δέσιμο και η ροή τους, τόσο με ξάφνιασε η τροπή που πήρε το μυθιστόρημα στη σημερινή εποχή και ακόμη περισσότερο το αναπάντεχο φινάλε. Ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου χαμένων ψυχών με μόνο έπαθλο την αλήθεια και τη γαλήνη, αλλά η ολοκλήρωση της ιστορίας ήταν κάπως απότομη, ασαφής και σχετικά βιαστική, αν τη συγκρίνει κανείς με το πόσες σελίδες χρειάστηκαν για την καταγραφή των χρόνων του οικοτροφείου.

Κλείνοντας το βιβλίο, μου γεννήθηκαν ακαθόριστα συναισθήματα. Αναρωτιόμουν αν επρόκειτο για μια νοσταλγική για κάποιους καταγραφή των εφηβικών χρόνων της δεκαετίας του 1970 ή για μια πειραματική γραφή του κυρίου Κώστα Ακρίβου, που όσο συγκεκριμένος και ρεαλιστής ήταν στην αρχή τόσο θέλησε να παίξει με τον σουρεαλισμό στο τέλος. Μήπως είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που βαδίζει στα χνάρια του Ισίδωρου Ζουργού («Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού») και του Stephen King («Στάσου πλάι μου»), απλώς έχει κι ένα αστυνομικής χροιάς συμβάν ώστε να δείξει πώς επηρεάστηκε ο ψυχισμός των παιδιών; Οι σκεπτικισμοί αυτοί, που σπάνια μου γεννώνται, δείχνουν πως έχουμε ένα καλό δείγμα γραφής και πως το βιβλίο θα κρατήσει συντροφιά στον αναγνώστη αρκετό καιρό μετά το πέρας της ανάγνωσης.

Το «Γάλα Μαγνησίας» είναι ένα καλογραμμένο και τεκμηριωμένο μυθιστόρημα για μια παρέα παιδιών που προσπαθούν να μάθουν πέντε πράγματα, να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους, να αποκτήσουν γνώσεις που θα τους βοηθήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον, να ερωτευτούν, να κάνουν σχέδια, να βιώσουν τα ιστορικά και πολιτιστικά γεγονότα της εποχής τους, μόνο που η εφηβεία τους αμαυρώθηκε από την κατηγορία δολοφονίας ενός συμμαθητή τους κι αυτό θα τους κυνηγάει ως την ενήλικη ζωή τους. Σωστή σκιαγράφηση χαρακτήρων, μελετημένα πραγματολογικά στοιχεία, συναρπαστική κλιμάκωση των εξελίξεων και μια χούφτα παιδιά που θα μεγαλώσουν νωρίτερα απ’ ό,τι περίμεναν!
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  3
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
05-12-2018 22:52
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Γρήγορο
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
19-10-2018 20:40
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Ευχάριστο, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά  
“Γάλα Μαγνησίας» του Κώστα Ακρίβου

Μόλις το έπιασα στα χέρια μου κοίταξα το εξώφυλλο που μου θύμισε μια Παιδούπολη τα χρόνια του εμφυλίου. Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, διαπιστώνω πώς το εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου, είναι ο χώρος όπου διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου. Σκέφτηκα πώς δεν «έπεσα» πολύ έξω. Διαβάζοντας, μου άρεσε η γραφή του, οι εικόνες του και δεν ήθελα να το αποχωριστώ.

Μας συστήνει μια παρέα εφήβων με όλες τις ανησυχίες, τους έρωτες, και τα όνειρα. Ανήκω στην ίδια γενιά με τον συγγραφέα ή τον αφηγητή, με τα ίδια μουσικά ακούσματα, τις ίδιες πολιτικές ανησυχίες και ήταν οι αναμνήσεις ένας βασικός λόγος να μου αρέσει περισσότερο. Με τη διαφορά ότι οι ήρωες ζουν σε ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Τα θέλω πνιγόταν και τα πρέπει ήταν μόνιμα στα στόματα των υπεύθυνων του οικοτροφείου. Όχι ότι διέφερε και πολύ η διαπαιδαγώγηση με τα παιδιά που ήμασταν έξω από αυτά. Και όλα αυτά είναι μνήμες με ανεξίτηλο μελάνι. Μνήμες που τα σημερινά παιδιά ούτε καν μπορούν να φανταστούν. Δεν ξέρω αλήθεια πώς θα τα φαντάζονται όταν θα τα διαβάζουν όλα τούτα. Αλάνες για παιχνίδι, ντίσκο, διασκέδαση με την οικογένεια, φόβος προς τους γονείς και τους δασκάλους. Πρωτοφανή συμβάντα για τη γενιά τους όσο κι αν τα έχουν διηγηθεί οι γονείς τους. Ζήσαμε και τα υποχρεωτικά κατηχητικά, το τράβηγμα του αυτιού και πολλά άλλα αντιπαιδαγωγικά τερτίπια της εποχής. Δύσκολες εποχές εκείνα τα χρόνια μετά την δικτατορία που τα πράγματα δεν είχαν καθαρίσει. Δημοκρατία υπήρχε αλλά δεν υπήρχε. Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, νέος εφιάλτης το σφυροδρέπανο και ο κομμουνισμός κι άλλα πολλά που χαρακτηρίζουν εκείνη τη σκοτεινή εποχή. Το bulling υπήρχε αλλά ποιος τολμούσε να μιλήσει. Δεν είχε εφευρεθεί ακόμη ο όρος αλλά τον νιώθαμε στο πετσί μας. Στο βιβλίο γνωρίζουμε τον Βαγγελάκη, που γίνεται θύμα bulling. Ο λόγος, η θρησκεία. Από τους καθηγητές και τους μαθητές δεχόταν ασύστολα τη βία. Ο μόνος που τον συμπαραστεκόταν ήταν ο πρωταγωνιστής που του έλεγε πώς «δεν θα το βάζουμε κάτω, πρέπει να είμαστε δυνατοί σε όλα». Τον συμπάθησα πολύ αυτόν τον ήρωα. Τον πλησίασε, τον στήριξε σε όλη τη πορεία του. Σε ένα χώρο της εκκλησίας όπου υποτίθεται ότι όλοι είναι παιδιά του Θεού, οι άνθρωποι της, έβαζαν συνεχώς τον Βαγγέλη στο περιθώριο. Και του έριχναν ευθύνες και τιμωρίες γι αυτό ακριβώς το λόγο.

Πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό θα το αγαπήσουν πολλοί αναγνώστες που βίωσαν εκείνη την εποχή. Θα θυμηθούν και θα κάνουν την αυτοκριτική τους. Για τους νεότερους θα είναι μια ευκαιρία να γνωρίσουν μια άλλη εποχή η οποία έχει χαθεί. Όμως κι αν ακόμη τους φανεί ξένα, κι αν ακόμη γελάσουν μ΄ αυτά που συνέβησαν στη προηγούμενη γενιά, θα γοητευτούν από τη γλώσσα γραφής του συγγραφέα. Ο Κώστας Ακρίβος ξέρει να αποτυπώνει με μια νοσταλγική νότα όλα εκείνα τα γεγονότα. Ξέρει πώς να βγει από το σκοτάδι στο φως αλλά και να μας οδηγήσει κι εμάς μέσα από τις μνήμες, στο μονοπάτι της αυτογνωσίας και του προβληματισμού. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός του βιβλίου.

«Όμως δεν ήμουν μόνο εγώ ο φταίχτης, ήταν κι αυτοί υπεύθυνοι. Θα μπορούσαν να με αγνοήσουν» . Κάνοντας την ευθύνη πρωταγωνίστρια σε όλο το βιβλίο. Γιατί φοβόμαστε να παίρνουμε την ευθύνη; Πότε θα μάθουμε να παίρνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί;

Καλοτάξιδο να είναι το «Γάλα Μαγνησίας» κι ας γίνουν οι μνήμες μας το μονοπάτι για την αυτοβελτίωση μας.

Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
4
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
1
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
2
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα