Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Entrory
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
11-02-2021 17:40
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Τη δεκαετία του 1990 ένα κορίτσι θα ξεφύγει από την οικογένειά της στο Μιλγουόκι για να πάψουν να την αποκαλούν πριγκίπισσα, μόνο που ο δρόμος που θα διαλέξει θα τη μεγαλώσει απότομα και μια σειρά αναπάντεχων γεγονότων θα την ανακηρύξουν βασίλισσα όχι γιατί ωρίμασε αλλά γιατί μεγάλωσε. Κι όλα αυτά μέσα σε μόλις έναν χρόνο! Από τι φεύγει μακριά η Λιζ και πόση σχέση έχει με τη Μαντ; Είναι έτοιμη να πληρώσει την αυτοδιάθεσή της και την ελευθερία της με κάθε τίμημα που θα της ζητηθεί; Πότε θα πάψει να φωνάζει το όνομά της ο δρόμος; Είναι δυνατόν να περιοριστεί για πολύ κάπου, ακόμη κι αν αυτό λέγεται έρωτας;

Το νέο μυθιστόρημα της Λίλυς Σπαντιδάκη είναι αντισυμβατικό σαν την πρωταγωνίστριά του, ανατρεπτικό σαν τις επιλογές που κάνει η Λιζ και κραυγαλέο σαν τη συμπεριφορά της Μαντ. Πρόκειται για μια ιστορία που ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει, ρέει αβίαστα, δεν μπορείς να μαντέψεις την επόμενη ανατροπή της και μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα μεγαλώνει ένα κορίτσι που δεν συμβιβάζεται μπροστά στην ελευθερία της και το δικαίωμα της επιλογής της. Είναι ένα συναρπαστικό road trip που διασχίζει τις μισές Ηνωμένες Πολιτείες και συστήνει μεγάλες και μικρές πόλεις με τη λάμψη τους και τα μυστικά τους. Ο τρόπος ζωής των μηχανόβιων και των κλειστών κλαμπ τους εναλλάσσεται με τη λάμψη του Λος Άντζελες, τον υπόκοσμο του Σαν Φρανσίσκο, τη λαχτάρα για τρυφερότητα και αποδοχή. Μόνο που όταν βρίσκεις τα τελευταία, ο δρόμος σε καλεί και πάλι. Ενδιαφέροντες χαρακτήρες, γκρίζοι και πολυδιάστατοι, συναντούν τη Μαντ και αλλάζουν για πάντα. Περιπέτειες, λαθρεμπόριο, δίκυκλα, ημιτελείς οικογένειες, μυστικά, διάσημοι τραγουδιστές, βίτσια, ναρκωτικά, τραγούδι είναι οι προβολείς που τυφλώνουν εναλλάξ τη Μαντ κι εκείνη τα ακολουθεί για να καεί και ύστερα να ψάξει τσουρουφλισμένη για νέα πηγή φωτός.

Η Λιζ (Ελίζαμπεθ Μπανκς) είναι 17 ετών, μεγαλώνει σε μια οικογένεια όπου τον πατέρα τον αγαπάει και τον σέβεται περισσότερο, η αγκαλιά του είναι το καταφύγιό της. Προτιμά τα μαύρα ρούχα και γενικότερα την γκραντζ εμφάνιση. Η Λιζ είναι «ένα κορίτσι χωρίς άξονα» όπως έλεγε η γιαγιά της: «Αντί για προσωπικότητα, μέσα μου υπάρχει μια δύναμη, μια αέναη κίνηση που είναι σχεδόν αδύνατο να σταματήσει, δεν μπορεί να σταθεί ήσυχη. Πρέπει πάντα να προχωράω. Πέρα μακριά… Η μουσική και η ποίηση είναι μες στο κεφάλι μου. Όσο γράφω στίχους και σκιτσάρω τις εικόνες μου, το βιώνω» (σελ. 14-15). Κι όχι μόνο αυτό: «Ήξερα τους ανθρώπους και τις συμπεριφορές τους. Ήξερα να τους διαβάζω και τι να περιμένω από αυτούς. Κατά συνέπεια, ήξερα και πώς να τους χειριστώ, όταν ήθελα» (σελ. 26). Ή αλλιώς, με μία πρόταση: «Το μικροαστικό περιβάλλον στο οποίο είχα μεγαλώσει ήταν καταλυτικό για να διαμορφώσει τη συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία μου» (σελ. 405).
Αγαπάς άραγε έναν τέτοιο άνθρωπο, τον λυπάσαι, τον συμπονάς, τι; «Θέλω να γίνομαι ο τόπος κάθε φορά, μέχρι να ενσωματωθώ τόσο, που να μην είμαι η ξένη. Τότε είναι που πρέπει να φύγω, μακριά, σε άγνωστα μέρη, να κάνω καινούριες ανακαλύψεις, να βρω άλλα στοιχεία του εαυτού μου που δεν μπορώ να τα βρω αλλιώς. Θέλω να ζω» (σελ. 449). Δεν αντέχει όλη αυτήν την ευταξία στη ζωή της και τα προειλημμένα σχέδια της μητέρας της (κυρίως) για εκείνη κι έτσι αποφασίζει να το σκάσει: «-Ό,τι τακτοποιείται μπαίνει σε ράφι ή συρτάρι, Μίκα κι εγώ, ξέρεις, δεν γουστάρω να βάλω τη ζωή μου σε κανένα απ’ αυτά τα δύο» (σελ. 23). Κι έτσι φεύγει με τον πρώτο άγνωστο μηχανόβιο που βρίσκει. Αργότερα θα παραδεχτεί: «Αντιπροσώπευε ακριβώς το αντίθετο: την απόλυτη ελευθερία. Την ελευθερία που έψαχνα. Τη ζωή χωρίς κανόνες, χωρίς πρέπει, χωρίς κοινωνικούς περιορισμούς» (σελ. 243). Κανείς όμως δεν περιμένει την ασύλληπτη εξέλιξη της πλοκής που φτάνει σε υψηλά επίπεδα ευρηματικότητας και φαντασίας. Οι Riots δεν είναι ένα απλό κλαμπ χαρλεάδων κι η Μαντ το δέχεται, μόνο που όσο πιο βαθιά μπαίνει στους κύκλους του τόσο περισσότερα μαθαίνει, γνωρίσματα που όχι μόνο δεν την απωθούν αλλά την κάνουν να γλείφει όλο και περισσότερο τη γλώσσα της στο μαχαίρι!

Ταυτόχρονα ο έρωτας εισέρχεται σε λάθος στιγμές με λάθος ανθρώπους (κι αυτό δε γίνεται ταυτόχρονα). Γιατί το χειρότερο είναι πως αυτό είναι το άκρως αντίθετο απ’ ό,τι αναζητά: «Καμία ελευθερία δεν επιβιώνει μπροστά στον έρωτα. Κανένας έρωτας δεν επιβιώνει μπροστά στη δέσμευση» (σελ. 263). Και η αγάπη; «Για μένα, η αγάπη καθοδηγεί τα ζώα, τη φύση, τα δέντρα. Γιατί, λοιπόν, ήθελαν να της δώσουν πρόσωπο και ιδιότητα και όνομα και νόμους; Η αγάπη δεν έχει τίποτε απ’ όλα αυτά. Απλώς είναι. Η αγάπη ήταν αυτή τη στιγμή που προκαλούσε ρήξη ανάμεσα σε πατέρα και γιο και η αγάπη μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυση. Η αγάπη ήταν αυτή που με οδήγησε μακριά από το σπίτι. Η αγάπη που με έπνιγε» (σελ. 194-195). Έρωτας, αγάπη, οικογένεια, μέλλον. Για πάντα; «Τη μισώ αυτή τη λέξη. Την τρέμω. Εγώ ταιριάζω στο «πάντα», στο «όλα». Το ποτέ είναι σαν εφιάλτης ή μάλλον το προμήνυμα ενός εφιάλτη. Δεν μπορώ να δεχτώ τα γεγονότα που συνοδεύονται από το «ποτέ». Με δυσκολεύουν. Με φέρνουν αντιμέτωπη με την άβυσσο μέσα μου κι αυτό είναι τρομακτικό» (σελ. 249).

Οι λεκτικές φράσεις-σήματα κατατεθέν της Μαντ είναι λεπίδες: «Ήθελε μια παιδιάστικη τόλμη για να μην πέσεις στην παγίδα της κοινωνικής συνήθειας» (σελ. 351). Το ίδιο κορίτσι που δε διστάζει να τ’ αφήσει όλα πίσω της και να σκαρφαλώσει σε μια ξένη μηχανή, έχει ταυτόχρονα το νου της και στο πεπρωμένο, χωρίς όμως να γίνεται μοιρολάτρης. Θέλει την ελευθερία της και κυνηγάει τα πιστεύω της ενώ την ίδια στιγμή έχει τις διαισθητικές κεραίες της ανοιχτές: «Κάτι, κάπως, κάπου αποφάσισε ότι θα γεννηθούμε εδώ, θα συναντήσουμε αυτούς, θα πάμε εκεί που θα συναντήσουμε κάποιους άλλους και ο μικρόκοσμός μας θα σχηματιστεί βάσει αυτού. Αλλά πώς παιρνόταν η απόφαση» (σελ. 352); Η συγγραφέας μέσα από τα μάτια της Λιζ που παρατηρεί και καταγράφει τα πάντα διατυπώνει ερωτήσεις και συναισθήματα που όλοι μας νιώθουμε αλλά ίσως δεν ξέρουμε πώς να τα εκφράσουμε: «Πάντα αναρωτιόμουν πώς γίνεται ένας άνθρωπος να μείνει άστεγος. Τι μπορεί να του έχει φέρει η ζωή που να τον οδηγήσει χωρίς επιλογή στον δρόμο; Τι κάνουν οι γονείς του; Η οικογένειά του; Πώς είναι δυνατόν να είναι απόλυτα μόνος στη ζωή, ώστε να φτάσει στο σημείο να ζει μέσα σε μια κούτα, χωρίς την παραμικρή ρανίδα αξιοπρέπειας. Όχι γιατί δεν έχει ο ίδιος, αλλά γιατί η κοινωνία τού τη στέρησε» (σελ. 350). Το καλύτερο επιμύθιο: «Να μαθαίνεις να ακούς το μέσα σου, γιατί τα ξέρει, τα έχει ξαναζήσει. Να ζεις τη ζωή σου ξανά και ξανά. Εφιάλτης ή δώρο; Θα έλεγα δώρο. Αρκεί να το κοιτάξεις κατάματα -σαν τον φόβο-, για να το καταλάβεις» (σελ. 450-451).

Ο Ντιμίτρι, ο Νας και ο Μάικ δεν την καλοδέχονται στο κλαμπ τους παρά τις εντολές του Έλιοτ, στη μηχανή του οποίου σκαρφάλωσε. Η Μαντ μπαίνει στην ομάδα κι αρχίζουν οι τριγμοί. Η κοινοκτημοσύνη και τα παραισθησιογόνα εναλλάσσονται με την αμοιβαία εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια. Η Μαντ όμως είναι γυναίκα κι αυτό δεν αρέσει, όχι μόνο στους Riots αλλά και γενικότερα στον κύκλο τους. Όσο πιο βαθιά μπαίνει τόσο περισσότερο απολαμβάνει την ελευθερία που της παρέχεται και ονειρευόταν, αρχίζει όμως να έρχεται αντιμέτωπη με άλλες μορφές «σκλαβιάς» από την οποία προσπαθούσε να ξεφύγει ενώ ταυτόχρονα αγωνίζεται να μείνει ο εαυτός της και να υπακούει στις δικές της επιθυμίες και όνειρα. Είναι όμως εύκολο αυτό όταν γνωρίζει τους πραγματικούς χαρακτήρες των μελών; Κι όταν αρχίζει να υποφώσκει κάτι σαν έρωτας, πώς θα αντιδράσει; Τι θα συμβεί στην ισορροπία των σχέσεων μεταξύ των μηχανόβιων εξαιτίας της αλλά και λόγω των αποφάσεων που άρχισε να παίρνει ο αρχηγός χωρίς να υπολογίζει και χωρίς να ρωτά; Πώς θα αντιδράσει η Μαντ όταν μάθει τι πραγματικά συμβαίνει; Πικρή η διαπίστωση: «Γάτα. Μια γάτα με εννιά ζωές στο χέρι μου. Ζωές που έκαιγα μία μία… Εφτά μου είχαν απομείνει και αυτή που ζούσα τώρα είχα πρόθεση να τη ζήσω στο έπακρο, να μην αφήσω τίποτα να μου ξεγλιστρήσει. Ό,τι και να σήμαινε αυτό» (σελ. 316).

Η πλοκή είναι αξιοθαύμαστη, είναι ένα road trip που δεν μπορείς να ξέρεις ούτε σε προετοιμάζει για το τι θα συναντήσεις στο επόμενο βήμα. Έτσι η Λιζ «από το στόμα του λύκου είχα βρεθεί πιασμένη στα νύχια της τίγρης» όταν συνεχίζει να κάνει του κεφαλιού της γεμάτη λαχτάρα για την ατομική της ελευθερία. Από τη μια κατάσταση πηδάει στην επόμενη κι από κει στην επόμενη, με αποτέλεσμα κάθε επιλογή της να τη φέρνει σε νέο προσκήνιο, με νέες γνωριμίες και ανθρώπους, που δυστυχώς θα την τραβήξουν όλο και πιο κάτω. Ειδικά από το σημείο καμπής και τις επιτηδευμένα τοποθετημένες γκρίζες σελίδες, η κατρακύλα είναι άνευ επιστροφής, με το παρελθόν να μη σταματά να την κυνηγά και τις δεύτερες ευκαιρίες να της γυρνούν την πλάτη επιδεικτικά στη μέση σχεδόν της θετικής αλλαγής. Την αγάπησα τη Μαντ που έφυγε από το μικροαστικό περιβάλλον για να βγει στον δρόμο, βιώνοντας έτσι καταστάσεις ασύλληπτες και με υπερβολικούς κινδύνους, την αγάπησα γιατί θυσίασε πολλά ώστε να μην παγιδευτεί ξανά, ειδικά όταν έφτασε η στιγμή να δώσει κάτι που δεν περίμενα, όχι από εγωισμό ώστε να παραμείνει ελεύθερη αλλά γιατί νοιαζόταν πραγματικά.

Δεν είναι μόνο τα ψυχογραφήματα των χαρακτήρων πραγματικά κεντίδια αλλά και η αφήγηση. Εκτός από τη Μαντ αναπτύσσονται εξίσου σχεδόν όλοι οι συμπρωταγωνιστές και η διεισδυτικότητα της συγγραφέως είναι αξιοθαύμαστη ως προς το ποιες λέξεις διαλέγει για να μας τους παρουσιάσει, εξισορροπώντας ανάμεσα στη λογοτεχνικότητα και τον ρεαλισμό: «Η μοίρα της την είχε ράψει από νωρίς πάνω σε έναν άλλον άνθρωπο κι ήξερε ότι του ανήκε. Ήθελε να ανήκει. Σε άνθρωπο, σε δουλειά, σε πόλη και ζωή» (σελ. 262). Και οι πόλεις δέχονται τη ματιά της, όπως το Λος Άντζελες: «Πριν από λίγο ήμουν σε γειτονιές όπου τα παραπήγματα αποτελούσαν το γύρω τοπίο. Υπήρχαν κι εδώ. Απλώς ήξεραν να κρύβονται καλά στα στενά. Αυτή η πόλη ήξερε να ζει τον μύθο της. Όλοι της οι κάτοικοι συμμετείχαν σε αυτόν, συνειδητά και μη. Η πλάνη πάντως αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα σαν το καυσαέριο» (σελ. 302). Ή το Σαν Φρανσίσκο: «Πόλη που απαιτούσε όλες σου τις δυνάμεις, τις ρουφούσε» (σελ. 343). Κι όλα αυτά υπό τους ήχους των Manowar, Nirvana, Kurt Cobain, Helloween κ. ά.

Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι οι μέρες της μετά τα 17α γενέθλιά της, ημέρα που θα έπρεπε να είχε πεθάνει όπως ισχυρίζεται («159 και σήμερα», «160 και σήμερα» κ. ο. κ.) αλλά στη συνέχεια αρχίζει να μετράει: «Θάνατος 1 και σήμερα» γιατί πλέον ήρθε η ωρίμανση που με τόσο εφηβικό τρόπο αποζητούσε. Η πρωτοπρόσωπη γραφή είναι νευρώδης, γεμάτη ένταση και ρεαλισμό, οι διάλογοι είναι σα να πηγάζουν όντως αυθόρμητα από στόματα κι όχι επεξεργασμένα από λογοτεχνική πένα. Σκληρότητα, ειλικρίνεια, ένας δυνατός ρεαλισμός και μια αντισυμβατική προσωπικότητα είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα που με παρέσυραν ως το τέλος, χωρίς να μπορώ να σταματήσω ούτε σε ένα σημείο είτε γιατί αγωνιούσα είτε γιατί ξαφνιαζόμουν είτε γιατί έμενα άφωνος. Το μυθιστόρημα είναι ένας αγώνας δρόμου απέναντι στα «πρέπει» από ένα κορίτσι που δεν πρόλαβε καλά καλά να γνωρίσει τα «θέλω» του. Η αφηγήτρια μεταμορφώθηκε εν μια νυκτί από καταπιεσμένη, άφυλη κι υπάκουη Λίζι σε μια επαναστάτρια, προκλητική, αυθάδη, ελεύθερη Μαντ (Μάντελιν ντα Σίλβα). Κάνει συνέχεια λάθη που όμως την ωριμάζουν, οι αποφάσεις της είναι αποφάσεις ζωής, είναι στυγνή, δείχνει να είναι υπάκουή ή συμβατή ανάλογα ποιος θα την εμπνεύσει αλλά δεν ξεγελιέται, δεν κρύβεται από τον εαυτό της: «Ένιωσα ότι ήρθε η ώρα να κάνω άλλη μια μαλακία. Γιατί αυτό έκανα, και το έκανα μεγαλειωδώς. Μαλακίες. Ευχαριστιόμουν κάθε στιγμή από αυτές και δεν μπορούσε να με κρίνει κανείς» (σελ. 484).

Entropy (εντροπία) στη θερμοδυναμική είναι η έννοια μέσω της οποίας μετράται η αταξία, της οποίας η μέγιστη τιμή αντικατοπτρίζει την πλήρη αποδιοργάνωση και ισοδυναμεί με την παύση της ζωής. Από το ανωτέρω κείμενο καταλαβαίνει κανείς πόση ταύτιση υπάρχει με την πορεία της Μαντ και ταυτόχρονα πόσο αληθινό και ρεαλιστικό είναι το εξώφυλλο. Αυτή είναι η Μαντ, ένας λύκος που βρυχάται στις εθνικές οδούς της Αμερικής ψάχνοντας την ελευθερία του ενώ οδηγείται στην αποχαλίνωση. «Στις εθνικές των μηχανών με τα ηχεία, το μαύρο λάδι απ’ την ψυχή δεν καίει για κάτι που να μοιάζει μ’ εντροπία», αν θέλετε να παραφράσουμε το γνωστό τραγούδι.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
0
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
1
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα