Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Σταχτόνερο
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Αστυνομική λογοτεχνία >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  1
30-07-2022 17:26
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
02-12-2021 11:50
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Στο Λίθι, ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου, ένας φόνος έρχεται να διαταράξει την ησυχία και τους κατοίκους της. Κλειστή κοινωνία, κλειστές πόρτες και το κυριότερα κλειστά στόματα.

«Πόρτες υπάρχουν πολλές σ’έναν άνθρωπο. Των ματιών, της καρδιάς, της ψυχής, του πάθους, της πίστης, του ελέους». (σελίδα 114)

Όλοι κάτι ξέρουν. Όλοι κάτι έχουν δει. Αρκετοί οι ύποπτοι, όμως κανένας δεν μιλάει. Γιατί; Τι είναι αυτό που κρατά τα στόματά τους σφραγισμένα; Τι φοβούνται; Τι έχουν να κρύψουν;

Η Ξένια Μαρίνη, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, αναλαμβάνει να κάνει το ρεπορτάζ, όμως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι πολλές. Ξύνει πληγές, ρωτάει πολλά, χτυπάει πόρτες διπλοκλειδωμένες, αλλά τα περισσότερα στόματα εξακολουθούν να παραμένουν σφραγισμένα. Η «ξένη», όπως την αποκαλούν οι κάτοικοι, είναι αποφασισμένη να φτάσει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο. Ο ένοχος πρέπει να πληρώσει και θα κάνει τα πάντα για να φτάσει στην αλήθεια. Με οποιοδήποτε κόστος, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής της…

Το «Σταχτόνερο» είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα με απλή γραφή, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πολλές ανατροπές (ιδιαίτερα στο τέλος) στο οποίο κυριαρχεί το μυστήριο και η αγωνία. Μου άρεσε πολύ και σας το προτείνω. 8/10 Συγχαρητήρια στην κ. Κωνσταντίνα Μόσχου!!

Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
06-02-2020 20:19
ΜΕΣΟ ΤΕΧΝΗΣ!!! Λίτσα Κοντογιαννη

Σταχτόνερο είναι η κοινή σε όλους μας αλισίβα, που είναι φτιαγμένη αποκλειστικά από στάχτη ξύλων, χωρίς κόλλες, βαφές ή επεξεργασμένα. Καθαρίζει λευκαίνει και απολυμαίνει σε βάθος. Έτσι θα πρέπει κι εμείς να φιλτράρουμε, να επεξεργαζόμαστε πολλά γεγονότα στη ζωή μας, να προβληματιζόμαστε, να κάνουμε την αυτοκριτική μας και τελικά με «ψύχραιμο» πλέον μάτι, να αντιμετωπίζουμε τα λάθη μας και να αποστασιοποιούμαστε από αυτά.

Μια αφήγηση σε μια απόλυτα dark ατμόσφαιρα, και σε αυτό βοηθούν πολύ τα έντονα καιρικά φαινόμενα που περιγράφει η συγγραφέας. Ακόμα και οι χαρακτήρες της ιστορίας είναι απόλυτα εναρμοσμένοι με αυτή την ατμόσφαιρα και είναι ανατριχιαστικά αληθινοί.

Παιδί της επαρχίας κι εγώ, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που δεν έχω βιώσει τόση σκοτεινιά, τόσο στο περιβάλλον όσο και στους κατοίκους της περιοχής που μένω. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν πανελλαδικά τέτοιες περιοχές, κλειστές και απομονωμένες κοινωνίες με εφτασφράγιστες τόσο τις πόρτες των σπιτιών τους, όσο και τις καρδιές και τις ψυχές σε κάθε «νέα» εισβολή, με ξεκάθαρο προς όλους το συναίσθημα του μίσους. Κι όσον αφορά γεγονότα που συμβαίνουν στη κοινωνία τους, παραμένουν σφραγισμένα και τα στόματα όλων, σαν να κυριαρχεί μια ομερτά.

Μέσα σε αυτή την καθαρά μυστηριακή ατμόσφαιρα δεν λείπουν τα μυστικά, τα ψέματα, η αγωνία και η αμφιβολία αν είναι αλήθεια όσα φαίνονται με το πρώτο μάτι για τα τους πάντες και τα πάντα.

Η περιγραφή γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και έτσι η συγγραφέας καταφέρνει να καυτηριάσει και να στιγματίσει όλα τα κακώς κείμενα μιας τέτοιας κλειστής κοινωνίας. Έχει κάποια στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος, τα οποία όμως δεν κυριαρχούν όσο προχωράει η πλοκή.

Το σίγουρο είναι πως αυτό το βιβλίο γεμίζει τον αναγνώστη πολλά και διάφορα συναισθήματα και πολλές φορές αντικρουόμενα.

Η συμβουλή μου: Διαβάστε το!!!!

Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
08-07-2019 23:33
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Η δημοσιογράφος Ξένια Μαρίνη ταξιδεύει ως το Λίθι της Ηπείρου, όπου είχαν γεννηθεί οι γονείς της, για να γράψει ένα ρεπορτάζ γύρω από τη δολοφονία της γυναίκας του Νάσου Παλυβού, Αντωνίας Κασκούρη, από τον αδερφό του, Μανώλη. Εκεί αντικρίζει καχυποψία, εχθρότητα, δυσπιστία και αρνητισμό. Τι κρατάει κλειστά τα στόματα και γιατί; Ποια απ’ όλες τις θεωρίες που άκουσε, μάντεψε και κατέγραψε η Ξένια για χάρη του ρεπορτάζ είναι η σωστή; Πόσο έτοιμη είναι να ξαναμπεί στη ζωή του Νάσου όταν όλοι έχουν καρφωμένα τα μάτια τους στα παράθυρα της ζωής τους; Ο Μανώλης είναι όντως ένοχος ή κρύβεται κάτι άλλο πίσω από τη δολοφονία;

Η Κωνσταντίνα Μόσχου, με διακεκριμένη θέση στον χώρο της ιστορικής και της αστυνομικής λογοτεχνίας, αυτήν τη φορά αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το βασικό μοτίβο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος για να προσπαθήσει να υπεισέλθει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και να καταδείξει εκείνες τις λεπτές, ανεπαίσθητες διαφορές και τις μικρές ανατροπές που καθορίζουν το ποτάμι της ζωής όλων μας. Έχουμε μια δολοφονία και μια ομολογία κι έτσι αφήνεται άπλετος χώρος για μια σκιαγράφηση χαρακτήρων ακριβοδίκαιη, αντικειμενική και απόλυτα ρεαλιστική. Η συγγραφέας δεν παίρνει θέση πουθενά κι αφήνει μόνους τους πρωταγωνιστές να σκεφτούν, να πράξουν, να μετανιώσουν, να υποστηρίξουν, να κάνουν λάθη, να δικάσουν, να ξεγελάσουν, να εξαπατήσουν, να μισήσουν, να κλέψουν, να κρύψουν μυστικά. Δε χάνουμε όμως και το μέτρο, μιας και η πλοκή παραμένει πάντα σφιχτή και εξελίσσεται ανοδικά, με τις απαραίτητες ανατροπές και εκπλήξεις που θα κρατήσουν τον αναγνώστη σε εγρήγορση ενώ ταυτόχρονα η ενδοσκόπηση, το αίτιο και το αιτιατό παρατίθενται με γρήγορο και ρέοντα λόγο, κοφτές προτάσεις και διαλόγους μόνο με τις απαραίτητες λέξεις.

Παραδόξως, από την αρχή σχεδόν υπάρχει μια αρνητικότητα και μια προκατάληψη της Κωνσταντίνας Μόσχου απέναντι στις κλειστές, σχετικά απομονωμένες κοινωνίες της ελληνικής υπαίθρου, κάτι που υποσκελίζει την προηγούμενη παρατήρηση περί αμεροληψίας απέναντι στο κείμενό της, κεφάλαιο προς κεφάλαιο όμως αρχίζουν να αποκαλύπτονται τα σκοτεινά μυστικά των κατοίκων κι έτσι κατάλαβα κάποια στιγμή πως αυτή η στάση είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Οι περιγραφές είναι αδίστακτες και ωμές: «Τα πρόσωπά τους ήταν κατακόκκινα από το κρύο και τον καθαρό αέρα του υψόμετρου αλλά γεμάτα ρυτίδες της κακίας, ένα τεράστιο νι ανάμεσα στα φρύδια και μπόλικες χαρακιές ακτινωτά γύρω από τα σουφρωμένα χείλη» (σελ. 240). Η ελεύθερη βούληση και η ιδιωτικότητα καταστρατηγούνται: «Ζούμε σ’ έναν μικρό τόπο. Ό,τι και να πεις μεγαλόφωνα είναι σαν ν’ ακούς τη φωνή σου στο φαράγγι. Δεκάδες φωνές θα το επαναλάβουν σε ηχώ. Κάποιοι, στο τέλος της φράσης, θα χάσουν κάτι απ’ την αρχή και θα συμπληρώσουν αυτό που πιστεύουν ότι λείπει» (σελ. 76).

Λίγες ώρες συναναστροφής με τους κατοίκους του Λιθίου και ο καθένας θα έδινε δίκιο στην οργή της αφηγήτριας: «Λες και όλες οι σκέψεις είχαν μαζευτεί σαν μπλεγμένος καπνός στο κεφάλι μου, από κάτι που εκείνη την ώρα καιγόταν φριχτά. Και αυτό το κάτι ήταν πολύ σπουδαίο για μένα. Ήταν η εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Καψαλισμένες φρούδες ελπίδες για την ανωτερότητα του ανθρώπινου είδους, αυτού που μπορεί να κάνει στάχτη οποιονδήποτε πολιτισμό μπορεί να παράγει, όταν στην πλειονότητά του αποτελείται από κατώτερους, μίζερους, τοξικούς ανθρώπους» (σελ. 179). Και στη συνέχεια: «Όταν κάποιος κουβαλά τη θλίψη μέσα του, δεν μπορεί πια να προστατέψει τον εαυτό του. Φαγώνεται από μόνος του. Εσωτερικά, κανιβαλιστικά, απάνθρωπα» (σελ. 309).

Εκτός όμως από διεισδυτική παρατηρητικότητα και ανατριχιαστικά ρεαλιστικούς χαρακτήρες, έχουμε και ενδελεχή μελέτη συνηθειών και νοοτροπίας συνολικά των κατοίκων ενός χωριού. Μέσα από τα λόγια των συγγενών του Νάσου και των παριστάμενων στο καφενείο και τα χωράφια βγαίνουν αντιλήψεις παρωχημένες αλλά απόλυτα ταιριαστές σε μια κλειστή κοινωνία (υποτιμητική ματιά στη θέση της γυναίκας, η κλασική ερώτηση «τίνους είσι συ», η ολονυχτία στο πλάι του νεκρού στην οποία αναγκάζουν να παρίστανται και παιδιά, το προσωνύμιο της συζύγου από το όνομα του άντρα της, π. χ. η νεκρή αποκαλείται πλειστάκις και Νάσαινα κλπ.). Όλα αυτά προσιδιάζουν σ’ έναν κλειστό σωρό από ομόκεντρους κύκλους, που καταλήγουν στην Αντωνία Κασκούρη. Ποια ήταν πραγματικά αυτή η γυναίκα, πώς συμπεριφερόταν, πώς κινούνταν, γιατί έδινε λαβές για σχόλια αμφιβόλου ηθικής; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται τη στιγμή που πρέπει, συγκροτώντας μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και μέσα απ’ αυτήν ανασυστήνοντας τη χωριάτικη αντίληψη μιας κοινωνίας συνηθισμένης στις ερημιές και τις δυσκολίες του βουνού.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ξένια άρχισε να υποκύπτει στο φλερτ του Νάσου ήταν απόλυτα σωστός και είχε λογικές αιτίες και αφορμές. Ταυτόχρονα όμως ξεκίνησε κι ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη, μιας και, μετά από «φιλικές συζητήσεις» με άτομα του κοντινού περιβάλλοντος της οικογένειας, η Ξένια κατάλαβε πως είχε πολλή δουλειά να ξεκαθαρίσει και πως η ήρα ήταν αυτοκόλλητη με το στάρι. Μέσα σ’ όλα, υπάρχει και η μαρτυρία του δολοφόνου που ίσως λέει την αλήθεια, ίσως εκδικείται με τον τρόπο του, ίσως ζηλεύει… «Μπορεί να νικήσει το μίσος την αγάπη; Ίσως. Προσωρινά. Γιατί το μίσος είναι ένα ξέσπασμα, ενώ η αγάπη έχει βάθος» (σελ. 242).

Ο Μπίλιος (εκ του Χαράλαμπος) είναι κατ’ εμέ μια εξίσου τραγική φιγούρα, μιας κι ενώ αρχικά εμφανίζεται ως ο «χαζός του χωριού», τελικά είναι μια προσωπικότητα που προσπαθεί να φυλαχτεί και να μην προκαλεί, αθώος και άδολος ως το μεδούλι. Αγάπησε όπως κι όλοι οι κάτοικοι την Αντωνία, την Ντόνα τους, θέλει να έρθει η αλήθεια στο φως, κάτι υπάρχει όμως στον αέρα που θα δυσκολέψει την Ξένια. Όσο πλησιάζουμε στο τέλος, οι αποκαλύψεις είναι απανωτές, απαρτίζουν μια ατσάλινη ασπίδα, πίσω από την οποία έχει καλυφθεί ένα ολόκληρο χωριό, και η τελική αλήθεια, η λύτρωση, ίσως και η τίσις θα έρθει αρκετό καιρό μετά.

Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και ακολουθεί το σχήμα του πρωθύστερου, μιας και το βιβλίο ξεκινάει με μια σημαντική για την Ξένια συνάντηση, που θα πυροδοτήσει τις αναμνήσεις της για όσα έγιναν είκοσι χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 1998. Κι όταν έρθουν όλα κοντά στη λύση, επιστρέφουμε στο παρόν για τις τελευταίες πινελιές ενός σκούρου κατά βάσιν λογοτεχνικού πίνακα. Η ένταση που δημιουργείται από τον τρόπο αφήγησης και τις κοφτές προτάσεις διανθίζεται κατά τόπους από διακριτικό χιούμορ: «Δε θα καθόμουν ούτε λεπτό στις ερημιές, παρέα μ’ έναν τόσο περίεργο τύπο, κάποιον που σου έδινε την εντύπωση ότι τα έχει τετρακόσια αλλά του λείπουν τις περισσότερες φορές τα υπόλοιπα τριακόσια ενενήντα εννέα» (σελ. 92). Εξίσου υπέροχες και λυρικές οι παρομοιώσεις της συγγραφέως με δείγματα της ελληνικής μυθολογίας και τον τρόπο απόδοσης του ηπειρώτικου τραγουδιού. Μώρες και Ύπνος, ο γυριστής κι ο ρίχτης, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και του ηπειρώτικου μοιρολογιού συνυπάρχουν με τις συνθήκες που περιγράφονται στη σημερινή εποχή και βρίσκουν το ταιριαστό είδωλό τους στις καταστάσεις που ζουν η Ξένια και ο Νάσος.

Δύο είναι οι μεταφορικές έννοιες που χρησιμοποιεί η Κωνσταντίνα Μόσχου στο έργο της και γύρω από τις οποίες θα αναπτύξει την πλοκή της: οι ακρίδες και το σταχτόνερο. Με ακρίδες παρομοιάζει τους κατοίκους του Λιθίου και ευρύτερα κάθε καιροσκόπο και αδίστακτο άνθρωπο που καιροφυλακτεί για να επιτεθεί σε ανυποψίαστα θύματα, ακριβώς σαν τους συγχωριανούς της Αντωνίας: «Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Που κάθονται έξω απ’ το παράθυρό σου και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Είναι δύσμορφοι στην ψυχή σαν ακρίδες. Και λέω σαν ακρίδες γιατί αυτό είναι ένα είδος που ο καθένας μας απεχθάνεται και φοβάται ταυτόχρονα. Η ακρίδα κάθεται. Και περιμένει. Διαθέτει ανεξάντλητη υπομονή -όποτε βρίσκεται μόνη της, γιατί σε κοπάδι συμπεριφέρεται με θρασύτητα… Πέφτουν εκατοντάδες πάνω στη χλωρίδα και απομυζούν ζωή, ξεραίνοντας τα πάντα στο διάβα τους» (σελ. 12). Και από την άλλη έχουμε το σταχτόνερο, τη γνωστή αλισίβα, που μόνο τη μία της πλευρά μπορώ να σημειώσω εδώ, μιας και η άλλη είναι αναπόσπαστα δεμένη με μια σημαντική αποκάλυψη: «Κανείς δε θέλει να κουβαλά στάχτες στα όνειρά του. Εδώ είναι η ζωή. Νερό και στάχτη, ένα μυστηριώδες λίπασμα εμπειριών, που μας κάνει να είμαστε συνειδητοποιημένοι απέναντι στο κακό. Χωρίς να μας οχυρώνει, το περιμένουμε με λιγότερο τρόμο» (σελ. 259).

Το «Σταχτόνερο» λοιπόν είναι οι τραγικές συνέπειες των κλειστών στομάτων και της εχθρότητας σε κάθε τι αλλότριο κι αλλόκοτο, το αποτέλεσμα απρόβλεπτων συνεπειών, η απεικόνιση μιας κοινωνίας με δικούς της κανόνες, καθόλου αποδεκτή από τον όποιο «ξένο». Ταυτόχρονα όμως είναι η καταγραφή ενός έρωτα σε αντίξοες συνθήκες, αναπάντεχου και αδόκιμου, είναι η τιμωρία μιας αδικίας, είναι το τέλος της έπαρσης και της αλαζονείας. Ξεκινάει ως αστυνομικό είδος, όμως οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους με τράβηξαν σ’ έναν κυκεώνα ανθρώπινων σχέσεων στις οποίες δε θα ήθελα να μετέχω λόγω του αδίστακτου των επιλογών τους και της απάνθρωπης εν όλω ή εν γένει συμπεριφοράς. Σκοτάδι, μίσος, αρνητισμός κι απ’ την άλλη αγάπη, ελπίδα, αγώνας για ένα καλύτερο ηθικά αύριο. «Μαθήματα μίσους είναι εύκολο να δίνεις. Το αντίθετο, να διδάσκεις αγάπη σε έναν κόσμο μίσους, είναι το ζητούμενο» (σελ. 198). Στάχτη και νερό, αγάπη και μίσος, προδοσία και έρωτας, ψέμα και αλήθεια, όλα εδώ, όλα στρωτά και έντονα γραμμένα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  3
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
02-07-2019 16:16
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό
Κατά  
Σε μια μικρή κοινωνία όπως είναι το χωριό Λίθι στο βιβλίο της Κωνσταντίνας Μόσχου με τίτλο «Σταχτόνερο» οι άνθρωποι μοιάζουν με ακίνητες ακρίδες που παραμονεύουν πίσω από τα κουρτινάκια των κλειστών παραθύρων. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα τόσο μικρό χωριό όπως αυτό του βιβλίου μπορώ να κατανοήσω απόλυτα σε τι ακριβώς αναφέρεται η συγγραφέας. Όλοι γνωρίζουν τους πάντες και τα πάντα, όλοι τους ψιθυρίζουν μεταξύ τους αλλά ποτέ μπροστά στους ξένους, σε όσους δηλαδή δεν είναι από τον τόπο τους. Ξένοι για εκείνους είναι και όσοι κατάγονται από το Λίθι αλλά δεν μεγάλωσαν μέσα στα στενά πλαίσια του μικρού χωριού.

Ξένη ήταν και η Ξένια Μαρίνη, η νεαρή δημοσιογράφος, που στάλθηκε από τον αρχισυντάκτη της στο Λίθι για να καλύψει τη δολοφονία της Αντωνίας Κασκούρη. Με το που θα πατήσει το πόδι της στο χωριό θα έρθει αντιμέτωπη με τα σκληρά και καχύποπτα βλέμματα των κατοίκων της και θα βρεθεί μπροστά στα σφραγισμένα τους στόματα. Όσοι θα θελήσουν να μιλήσουν φαίνεται σαν να θέλουν να αποπροσανατολίσουν την Μαρίνη από τη μία και μοναδική αλήθεια. Η Ξένια θα θυμηθεί την παιδική και εφηβική της ηλικία, τότε που περνούσε τις διακοπές της στο μικρό χωριό των Ιωαννίνων, τότε που ήταν ερωτευμένη με τον Νάσο Παλυβό… το σύζυγο της Ντόνας όπως φωνάζουν οι ντόπιοι την θανούσα Αντωνία. Όταν θα έρθει ξανά σε επαφή μαζί του ερευνώντας την υπόθεση δολοφονίας της γυναίκας του το παλιό τους πάθος θα ξυπνήσει ξανά. Άλλωστε θα την αγαπήσουν πολύ και τα παιδιά του Νάσου. Θα δουν στο πρόσωπο της τη μητέρα που έχουν χάσει. Και εκείνη όμως θα τα λατρέψει σαν να είναι δικά της παιδιά.

Χωρίς να ξεχνάει όμως και την ιδιότητα της, η Ξένια, θα αναζητήσει την αλήθεια πίσω από το φονικό της Ντόνας. Ο δολοφόνος μπορεί να έχει ομολογήσει την πράξη του, μπορεί να βρίσκεται ήδη πίσω από τα σίδερα της φυλακής αλλά αυτό δεν φαίνεται να αρκεί καθώς ανακαλύπτει ότι όχι μόνο οι κάτοικοι του μικρού χωριού αλλά και η ίδια η οικογένεια της Ντόνας κρύβουν πολλά σκοτεινά μυστικά. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα που όλοι μιλούν για εκείνη με τα καλύτερα ή με τα χειρότερα λόγια; Πως είχε καταφέρει να απλώσει τα δίχτυα της πάνω σε όλους τους κατοίκους του χωριού; Καθένας τους έχει και κάτι να πει. Για άλλους ήταν μάγισσα και για άλλους άγια. Κάποιοι τη μισούσαν θανάσιμα και κάποιοι την αγαπούσαν παράφορα. Κανένας τους όμως δεν θα ομολογήσει τι πραγματικά συνέβη. Γιατί τα χείλη τους έχουν σφραγιστεί με μια σιωπηλή συμφωνία. Και η ξένη λειτουργεί ανάμεσα τους σαν το σταχτόνερο που θα «καθαρίσει» σε βάθος τις αμαρτίες τους, που θα φέρει στο φως την αλήθεια. Έστω και μια αλήθεια που ίσως της στοιχίσει τη δική της ζωή.

Η Κωνσταντίνα Μόσχου μιλάει στο βιβλίο της για την τοξικότητα των ανθρώπων που μας περιτριγυρίζουν και πως μας επηρεάζουν στην καθημερινότητα μας. Πόσο μάλλον όταν βρίσκονται μέσα στα στενά πλαίσια ενός μικρού χωριού όπως το Λίθι της ιστορίας της. Δημιουργεί ένα περιβάλλον που βριθεί από μίσος, υποκρισία, ανειλικρίνεια, προσποίηση, απόκρυψη και σιωπή. Ένα άρρωστο περιβάλλον γύρω από δύο μικρά παιδιά που τείνει να σημαδέψει ανεπανόρθωτα τις αθώες τους ψυχές. Άνθρωποι που παρομοιάζονται με τις ακρίδες που παραμένουν ακίνητες παραμονεύοντας την κατάλληλη στιγμή για να χιμήξουν πάνω τους και να τα κατασπαράξουν. Συμβολικός ο χαρακτηρισμός ακριβώς όπως και ο τίτλος του βιβλίου. Σταχτόνερο σημαίνει κάθαρση. Η αλισίβα, όπως αλλιώς ονομάζεται, χρησιμοποιείται γενικότερα για να καθαρίσει, να λευκάνει και να απολυμάνει σε βάθος. Και η συγγραφέας το χρησιμοποιεί εδώ για να μπορέσει η ηρωίδα της να διαλευκάνει την αλήθεια, να καθαρίσει το θολό τοπίο που τη σέρνουν οι κάτοικοι του χωριού και να φέρει στο φως τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν το χέρι του φονιά.

Μέσα από την πρωτοπρόσωπη γραφή η συγγραφέας φέρνει τους αναγνώστες πολύ κοντά στους ήρωες του βιβλίου της, τους βάζει στη διαδικασία να συμπάσχουν μαζί τους, να αισθάνονται την αγωνία τους, τους φόβους τους, τα ερωτήματα που τους βασανίζουν ψάχνοντας κι εκείνοι να βρουν τις απαντήσεις που θα τους οδηγήσουν στη λύτρωση. Η τοποθέτηση της ιστορίας που έχει πλάσει σε ένα μικρό ορεινό χωριό εντείνει περισσότερο εκείνη την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που δημιουργείται μέσα από την αφήγηση των γεγονότων καθώς η ηρωίδα της κινείται μέσα στα μικρά του σύνορα ευρισκόμενη κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των κατοίκων του. Δίνοντας διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητας του θύματος από τα στόματα τους αναδύει και ένα αίσθημα αμφιβολίας που πλανάται καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου όχι μόνο για το πρόσωπο που δολοφονήθηκε αλλά τελικά για όλους όσους εμπλέκονται στο θάνατο της.

Μια ιστορία που ίσως δεν απέχει και πολύ από την πραγματική ζωή με απτούς χαρακτήρες, με έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς και σωρεία συναισθημάτων που θα σας παρασύρει στην κατρακύλα της αφήγησης του. Αν και είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα μυστηρίου που μελετά σε βάθος την έννοια εκείνου που ονομάζουμε κλειστή κοινωνία με μια λιτή γραφή που κυλάει ευχάριστα ένιωσα σε ορισμένα κομμάτια του σαν να με περνάει απότομα σε κάποιες καταστάσεις. Τώρα αφηρημάδα ήταν, κούραση ήταν, τι να σας πω. Ούτε κι εγώ μπορώ να το ερμηνεύσω. Πάντως μου έλειπε εκείνη η μικρή γέφυρα που ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ώστε να ενώσει κάποια σημεία με τις κατάλληλες λέξεις για να προχωρήσει λίγο πιο ομαλά από το ένα στάδιο στο άλλο. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για ένα βιβλίο που σίγουρα θα ξυπνήσει μέσα σας εκείνη την έξαψη της αναζήτησης της αλήθειας αλλά και του πραγματικού ενόχου τραβώντας σας μέσα από τις λέξεις του σελίδα σελίδα μέχρι τη στιγμή που όλα θα αναδυθούν πεντακάθαρα μέσα από το «Σταχτόνερο».
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  3
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
25-06-2019 13:40
Λίθι. Μια μικρή, κλειστή κοινωνία της Ηπείρου. Ατμόσφαιρα μυστηρίου και κλειστοφοβίας. Πέπλο μίσους, υποκρισίας, κρυψίνοιας, ανειλικρίνειας, προσποίησης, απόκρυψης, έχθρας, συνυπευθυνότητας και σιωπής. Άνθρωποι ορεσίβιοι, πρωτόγονοι. Ένα φονικό. Πολλά αινίγματα και ψέματα.

Σε μια μικρή κοινωνία, όλα διογκώνονται… Ξεσπά πόλεμος σε κάθε αλλοίωση αρμονίας, κάθε ανατροπή, κάθε καινοτομία, καθετί νέο… Πόση ελευθερία χωρά δίπλα σε ερμητικά κλειστά μυαλά και καρδιές;

Ξένια Μαρίνη. Επιλέγει τον μακρύ και δύσκολο δρόμο προς την αποκάλυψη της αλήθειας. Μια πεισματάρα, περίεργη, φιλόδοξη, νεοβάπτιστη δημοσιογράφος, με αρχές, που καλείται να καλύψει το γεγονός του στραγγαλισμού μιας γυναίκας, της Αντωνίας Κασκούρη, στον τόπο καταγωγής της. Ξένη πια, “παράσιτο” στο Λίθι, θα έρθει αντιμέτωπη με τα σκληρά και καχύποπτα βλέμματα των άγρυπνων κατοίκων και με σφραγισμένα στόματα. Όσοι της μιλήσουν, σαν να θέλουν να την αποπροσανατολίσουν από την αλήθεια. Όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν θέλει να βρει τον μπελά του, γι’ αυτό τα στόματα μένουν κλειστά. Omertà… Θα αντέξει τις απειλές;

Έδειχναν να είναι όλοι εναντίον μου, σαν να έφταιγα εγώ που υπήρχε ο θάνατος. Αρχέγονα ένστικτα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, αφού ήταν έτοιμοι να φορτώσουν σ’ εμένα, την ξένη, τις αμαρτίες και τις κακοτυχίες τους, σαν να ήμουν ένας ακόμα αποδιοπομπαίος τράγος της Παλαιάς Διαθήκης ή σαν αρχαιοελληνικός φαρμακός στον εφιάλτη μιας πιθανής ανθρωποθυσίας. Νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου να μεταμορφώνεται το σπίτι των Κασκούρηδων σε αρχαίο παλάτι του καταραμένου γένους των Ατρειδών, μπροστά στο οποίο έπαιζαν τον τραγικό ρόλο τους οι γονείς-βασιλείς, ενώ ο χορός ένωνε τις φωνές του με το θρήνο τους.

Η αγωνία και ο κόμπος στον λαιμό της ηρωίδας υπάρχουν ως την τελευταία παράγραφο του βιβλίου. Διακινδυνεύει τη ζωή της, για να μάθει, εάν αυτός που ομολόγησε τον φόνο είναι όντως ο φονιάς. Γιατί την ενδιαφέρει τόσο πολύ η αποκάλυψη του πραγματικού ενόχου;

Τα άσχημα γεννούν τέρατα; Γίνονται θηρία όποιοι πονούν… Λύκοι όσοι δεν ακολουθούν τη μάζα…

Αντωνία (ή Ντόνα) Κασκούρη. Το θύμα. Η νεαρή γυναίκα, την οποία σκότωσε σύμφωνα με ομολογία του ο κουνιάδος της. Μια γυναίκα με πολλά πρόσωπα, για την οποία όλοι έχουν κάτι να πουν, που όλοι μιλούν για κείνη με τα καλύτερα ή με τα χειρότερα λόγια. Αγαπημένη, κατάλευκη περιστερά ή μισητή, πάντα ξεχωριστή. Μάγισσα ή αγία (μαντόνα); Πώς είχε καταφέρει να απλώσει τα δίχτυα της σ’ όλους τους κατοίκους του χωριού; Με τι τους αιχμαλώτιζε κοντά της ή μακριά της;

Σύγχυση κι αβεβαιότητα. Έγκλημα πάθους ή οικονομικό αλισβερίσι; Ποια είναι η αλήθεια και ποιος ο ένοχος;

Σταχτόνερο ή αλισίβα. Βρασμένο νερό και στάχτη καμένων ξύλων, ιδανικό για καθάρισμα παλιότερα. Κάνει για μέσο κάθαρσης όμως;;; Μπορεί να ξεπλύνει αμαρτίες;;; Νερό και στάχτη, ένα μυστηριώδες λίπασμα εμπειριών, που μας κάνει να είμαστε συνειδητοποιημένοι απέναντι στο κακό.

Εξακολουθούσε όμως να είναι ευγενικός όπως πάντα. Αλλά η ευγένεια στη συμπεριφορά και όχι στην ψυχή είναι ψυχρή, απροσπέλαστη, κλειδώνει συναισθήματα και ανοίγει λέξεις, απλώς γράμματα στη σειρά.

Είκοσι χρόνια μετά. Όσο περισσότερα χρόνια σκεπαστεί με στάχτη ένα κομμάτι της ζωής, τόσο πιο γόνιμο γίνεται. Πόσο εύφορο είναι το έδαφος σε καμένη γη! Όλα ξεχνιούνται κι από τις στάχτες βγαίνει πάντα κάτι καλό, γίνεσαι δυνατότερος. Τίποτα δε σταματά τη ζωή.

Η βία είναι παντού ίδια. Η βία που κοιμάται μέσα μας, μπορεί να ξυπνήσει όπως μια ακρίδα που παραμένει ακίνητη, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Τάχα αδιάφορη, μα ύπουλη. Βρώμικα κυκλώματα δράσης όπου δε χωρούν ξένοι. Χαρτοπαιξία, τοκογλυφία, ξέπλυμα μαύρου χρήματος…

Μπορεί να νικήσει το μίσος την αγάπη; Ίσως. Προσωρινά. Γιατί το μίσος είναι ένα ξέσπασμα, ενώ η αγάπη έχει βάθος.

Ένα βιβλίο δυνατής πλοκής και στρωτής γλώσσας. Γραφή α’ προσώπου, λιτή και άμεση, με έντονους προβληματισμούς κι έξυπνες ανατροπές που γεννούν πληθώρα συναισθημάτων. Με μεταφορές, με πετυχημένους συμβολισμούς, με ολοζώντανες περιγραφές, με απτούς χαρακτήρες, με μυριάδες ακρίδες στην ανοιχτή φύση. Ναι, ακρίδες. Μυστήριο υφασμένο από αμφιβολίες με εσάνς πικραμύγδαλου και άγριας ρίγανης. Βρίθει από αργό και υποδόριο σασπένς. Έχετε υπομονή;

Υπάρχουν τοξικοί άνθρωποι; Άνθρωποι που ζουν περιμένοντας, κολλημένοι πίσω από κουρτίνες και μισώντας; Πόσο μας επηρεάζουν; Έχουν τη δύναμη να μας μετατρέψουν σε μια χειρότερη έκδοση του εαυτού μας;

Με κέρδισε η δραματικότητα της ιστορίας, ο απόλυτα ταιριαστός τίτλος (μετά την ανάγνωση του βιβλίου), το λιτό εξώφυλλο. Με γοήτευσε η τοποθεσία, διότι κι εγώ απολαμβάνω ρίζες από την Ήπειρο. Κάπως αργή η ροή του, για τα γούστα μου τουλάχιστον, αλλά έτσι εντείνεται η προσοχή του αναγνώστη, που μπαίνει εύκολα στη θέση των πρωταγωνιστών, διερωτώμενος για τον δρόμο που θα ακολουθούσε ο ίδιος. Ωστόσο, έτσι βαριές είναι και οι παραλογές καθώς και τα δημοτικά τραγούδια ή μοιρολόγια της περιοχής, αργά, ασίκικα. Σοκαριστικές αλήθειες απομονωμένων κοινωνιών, σύνθετα δράματα λαβωμένων ηρώων τραγωδίας, εγκεφαλικά πολυεπίπεδα παιχνίδια, ανθρώπινα ψυχογραφήματα, προσωπικές κρίσεις διαλέγει να μας σερβίρει (μετά το Λέμον Πάι) η κυρία Μόσχου, πασπαλισμένα με αγωνία σε σωστές δόσεις.

Είδα το Νάσο, κάτω από το φως των κεριών και των ξύλων που καίγονταν, να προχωρά προς το παλιό πικάπ και να διαλέγει ένα δίσκο… Ne me quitte pas… Η φωνή του Ζακ Μπρελ γέμισε το δωμάτιο. Ανατρίχιασα! Γι’ αυτό με προόριζε; Για το ρόλο μιας άλλης; Ανασηκώθηκα ταραγμένη, σαν να ξύπνησα από τον βαθύ ύπνο του έρωτα.

Πόσο εύκολος στόχος είναι μια γυναίκα; Από κείνη πηγάζει η αμαρτία;

Πάθη, συνωμοσίες, έρωτες, μίσος, στενοί δεσμοί, συμφέροντα, χρήμα, καλοσύνη, χωρίς να ξέρει πού σταματά το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Αποκαθίστανται οι ισορροπίες, τελικά; Παύουν οι σκέψεις; Θα πρέπει να κάνεις τα πάντα για να φτάσεις στην αλήθεια…

Μέχρι να σταματήσει το παραμύθι της ζωής, φροντίστε να είναι το καλύτερο, και να μη σας νοιάζει για το τέλος.

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι τοξικοί. Άνθρωποι που ζουν περιμένοντας, παρακολουθώντας πίσω από τα παράθυρα και μισώντας. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν αρκετοί στο Λίθι. Και γνωρίζουν πολλά για το φονικό που συγκλόνισε τη μικρή κοινωνία τους. Αλλά θέλουν να τα κρατήσουν μόνο για τους εαυτούς τους. Όμως η δημοσιογράφος Ξένια Μαρίνη είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να φτάσει στην αλήθεια. Δε θα τη σταματήσει τίποτα. Και κανένας…

Οι Εκδόσεις BELL εγκαινιάζουν τη συνεργασία τους με τη συγγραφέα του Λέμον Πάι, Κωνσταντίνα Μόσχου, και παρουσιάζουν το νέο, συναρπαστικό μυθιστόρημά της. Το Σταχτόνερο είναι ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα μυστηρίου, όπου κυριαρχούν η αγωνία, τα μυστικά, τα ψέματα και οι αμφιβολίες για όλους και για όλα. Μια ιστορία χαρακτήρων και έντονων συναισθημάτων, που θα σας καθηλώσει από την πρώτη μέχρι και την τελευταία της σελίδα.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
2
Το έχουν
8
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
11
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα