Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε
Βιβλίο Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
09-01-2024 22:30
Υπέρ  Συναρπαστικό, Ενδιαφέρον, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Ευχάριστο, Γρήγορο, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
10-06-2021 09:42
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Ανατρεπτικό, Ευχάριστο, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
04-11-2020 23:56
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με το γνωμικό του Οδ.Ελύτη:«αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά,ένα αμπέλι και ένα καράβι,που σημαίνει ,με άλλα τόσα την ξανά φτιάχνεις».Η ερμηνεία τού θα μπορούσε να είναι η ζωή του Αγγελή Βαμβακά,του πρώτου ήρωα που συναντάμε στο καινούριο βιβλίο της κυρίας Κόντζογλου.το "ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΕ" της διλογίας "ΣΚΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΦΙ".

Μια προσταγή,«βάλε φωτιά Αντώνηηηηηηη», σηματοδοτούν το τέλος και την αρχή της ζωής του Αγγελή.Μια φράση γεμάτη ένταση και δραματικότητα,αγωνία και συναίσθημα,έτσι ακριβώς όπως είναι γραμμένο και το πρώτο μέρος της διλογίας.Όλα ξεκινούν το 1824,λίγο πριν την καταστροφή των Ψαρών.Η περιγραφή του νησιού και της εποχής, που διαδραματίζεται η ιστορία , είναι γεμάτη ρεαλισμό και ζωντάνια.Ο Αγγελής,ο φίλος του Αντώνης,η αδελφή του η Αυγουστίνα,η μάνα ,ο καπετάνιος αποτελούν πρόσωπα που σκιαγραφούν τον τόπο και τους ανθρώπους των Ψαρών,τα πολιτιστικά και κοινωνικά στοιχεία του νησιού, την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιέχει μια συγκλονιστική στιγμή,αυτή της τελευταίας μάχης στο κάστρο των Ψαρών.Πρόκειται για μια περιγραφή που συγκλονίζει με την ζωντάνια και την τραγικότητά της.Οι τελευταίες στιγμές ,πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, ανυψώνουν τους ήρωες σε θεότητες-ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός.Τραγικοί ήρωες, που γνωρίζουν το τέλος τούς, αλλά, δεν θα δεχτούν ποτέ να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας τους,άγριος,λεβέντικος,παλικαρίσιος.Τολμώ να πω ότι είναι η πρώτη φορά, που διαβάζοντας ένα βιβλίο,συγκινούμαι τόσο βαθιά από τις πρώτες σελίδες τού.Θα μνημονεύσω μια σκηνή της πολιορκίας.Η μάνα και η αδελφή του Αγγελή,στοιβαγμένες στα υπόγεια του κάστρου,ο Αγγελής μάχεται τους Τούρκους και ζει στη δίνη της μάχης όταν η μάνα του τον καλεί κοντά της.Όλα σταματούν μπροστά στην επιθυμία της μάνας και η σκηνή θυμίζει στίχους από την Ιλιάδα,όταν ο Αχιλλέας καλείται από την Θέτιδα,τη μητέρα του.Μια στιγμή γεμάτη δέος και ιερότητα.

'Ο,τι μένει από την καταστροφή των Ψαρών είναι ένα καράβι με λίγους ζωντανούς νεκρούς,ένα σημάδι στο μέτωπο του Αγγελή, από τρεις κουκκίδες αίμα-το αποτύπωμα της Αγίας Τριάδας-που θα μείνει για πάντα στο μέτωπό του, για να θυμάται και η εικόνα από το άνυδρο αμπέλι του.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου λαμβάνει χώρα στην Εύβοια,στην Ερέτρια,όπου οι πρόσφυγες βρίσκουν τόπο για να ζήσουν(;).Ο Αγγελής καλείται να ζήσει μια νέα ζωή με το βάρος και τις τύψεις να ορίζουν την πορεία της,με τις αναμνήσεις να πετρώνουν την ψυχή του.Δεν θα καταφέρει να κλάψει για πολλά χρόνια.Θα γίνει μια σκιά χωρίς συναισθήματα.Ο ήρωας αυτός, της κυρίας Κόντζογλου, περιέχει αρκετές αλληγορίες.Αντικατοπτρίζει τους ανθρώπους που βιώνουν τον βίαιο ξεριζωμό.Κουβαλούν την ζωή που έζησαν και έχασαν,την πίκρα του χωρισμού και της απώλειας.Υπερτερεί το αίσθημα της αυτοσυντήρησης από αυτό της δημιουργίας.Η επιβίωση αποτελεί κύριο μέλημά τους και η επιτυχία είναι το στοίχημα που βάζουν με τον εαυτό τους.Η προσπάθειά τους να τα καταφέρουν είναι η απάντηση που θα δώσουν στους γηγενείς του τόπου εγκατάστασής τους.Σε αυτούς που τους βλέπουν με λύπηση,με φόβο,με καχυποψία.Το πείσμα τούς γιγαντώνει τις προσπάθειες προς απόδειξη της αξίας τους.Ο Αγγελής, κρύβει τα όνειρά του κάτω από τη θλίψη.Η δουλειά είναι μια πράξη λύτρωσης,λήθης και αποξένωσης.Η πρώτη περίοδο της ζωής του στην Εύβοια είναι,κατά κάποιον τρόπο,"διερευνητική" για τον Αγγελή.Είναι η φάση του στεριώματος,της διεκπεραίωσης,της "αναστήλωσης¨"..Ζει με την προσταγή.Αυτή που άκουσε και είπε για τελευταία φορά στα Ψαρά.Όλα είναι φωτιά στο μυαλό και την ζωή του.Ό,τι κάνει έχει την αύρα του "πρέπει".Ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει τις αρχές,τα ήθη και τα έθιμα της απελεύθερης Ελλάδας στα γεννοφάσκια της.Η συγγραφέας αποτυπώνει με ευκρίνεια και ζωντανή γραφή το κοινωνικό και λαογραφικό πλαίσιο της εποχής στην επαρχία.Διακρίνονται καθαρά τα απομεινάρια της τουρκικής αλλά και της ενετικής κατοχής στην Εύβοια.Ο Αγγελής,ζώντας με τις αρχές της μητριαρχίας και την Τουρκική κυριαρχία, στο νησί καταγωγής του, βρίσκεται απέναντι στη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας σε μια άλλη κατάσταση.Παρ΄όλα αυτά,οι αρχές και τα ήθη, που τον έχουν μεγαλώσει, θα παραμείνουν απαρέγκλιτα στα χρόνια που θα ζήσει και θα καθορίσουν, τελικά, πολλές από τις αποφάσεις που θα πάρει και όχι μόνο.Θα καθορίσουν τον χαρακτήρα τον δικό του αλλά και των παιδιών του στο μέλλον,για καλό ή για κακό.

Όταν η ζωή του θα πάρει τον δρόμο της ευτυχίας-τα πρέπει τού είναι πάντα καθοριστικά- αρχίζει να διακρίνει και να ζει και για το "θέλω" του.Και επισημαίνω το "θέλω"γιατί ο Αγγελής δεν είναι, στην πραγματικότητα, ένας φιλόδοξος άντρας.Αρκείται στα δεδομένα της εποχής.Μια μεγάλη οικογένεια,που να τον σέβεται και να τον υπακούει,καλές προίκες για τα παιδιά του,καλούς γαμπρούς για τα κορίτσια του-αυτούς που ο ίδιος θα επιλέξει-,δουλευταράδες και άξιους γιους, για να τους διαφεντεύει στο εμπορικό του.Στο δεύτερο μέρος της ζωής του ο Αγγελής είναι εξαγνισμένος,καθαρός και ελεύθερος απ΄όσα τον καταδυνάστευαν.Η Τερέζα,η δεύτερη γυναίκα του είναι η "Κρυσταλία πηγή του".Μέσα από το πρόσωπό της βρίσκει τον έρωτα,την αγάπη,καταφέρνει να εξιλεωθεί απέναντι στις τύψεις του,απέναντι στις Ερινύες, που τον ακολουθούν, μετά την επιβίωσή του.Έτσι το μοναδικό του "θέλω" είναι το ψαριανό κρασί.Το μοναδικό του όνειρο είναι να φτιάξει το κρασί που θα τον κάνει "να κοινωνήσει τη λήθη".Η κυρία Κόντζογλου εστιάζει την αξία του κρασιού σ΄ένα ιδεολογικό στοιχείο, θα μπορούσα να πω.«Όλη η νοσταλγία για τους νεκρούς του και την πατρίδα είχαν επικεντρωθεί σε ένα τσαμπί σταφύλια»

Ένα αμπέλι.Ένα ιερό αμπέλι δένει τον άνθρωπο με το παρελθόν.Το αμπέλι είναι ιερό στην αρχαιότητα.Είναι το σύμβολο του θεού Διόνυσου.Είναι ιερό και στο Χριστιανισμό.Αποτελεί εορτολογικό και τελετουργικό ορόσημο.Είναι το μέσο για να ενωθεί ο Αγγελής με τους νεκρούς του.Το χώμα που θρέφει τις ρίζες του θρέφει και το όραμά του, να αναγεννήσει τα Ψαρά μέσα από το κρασί του.Να κάνει το μνημόσυνο, που ποτέ δεν κατόρθωσε να κάνει, στους αγαπημένους του ανθρώπους.

Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι πολλά.Όλα έχουν κάποια θέση στην ιστορία.Έκαστος εφ ω ετάχθη.Η συγγραφέας τους πλάθει και τους τοποθετεί την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση για να εξυπηρετήσουν την πλοκή.Σαν οντότητες μεμονωμένες, ο καθένας, αποτελεί σημείο αναφοράς και όλοι μαζί "χτίζουν" τη βάση για να πορευθεί η ιστορία.Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το ιστορικό πλαίσιο που "ντύνει" το βιβλίο.Ο αναγνώστης ανακαλύπτει την Ελλάδα επί της βασιλείας του Όθωνα και της Αμαλίας,μέχρι τη βίαιη εκθρόνισή τους.Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πηγαίνει με μια μηχανή του χρόνου πίσω,στην Αθήνα που διατηρεί απομεινάρια της τουρκικής επιβολής,αλλά και τη διαδικασία οικοδόμησης της νέας πρωτεύουσας του κράτους.Η παλιά Αθήνα εμφανίζεται ζωντανή,γεμάτη παραλλαγές.Δρόμοι,σοκάκια,άνθρωποι του μόχθου,ελίτ,επαναστάτες,μποέμ,κυρίες των τιμών,παλιοί ήρωες του ΄21.Το λαογραφικό στοιχείο είναι ένας πίνακας ζωγραφικής με λεπτομέρειες και χρώμα που ζωντανεύει μια εποχή κοινωνικής και πολιτικής ανακατάταξης.Δεν θα πω περισσότερα ως προς αυτό.Η αφήγηση της κυρίας Κόντζογλου πιστεύω πως θα σας συναρπάσει.

Διαβάζοντας τα βιβλία, που έχει γράψει η συγγραφέας, ανακάλυψα τον τρόπο που "οικοδομεί" σιγά σιγά τους ήρωες των έργων της.Όλες οι ηρωίδες τής,έχουν κάτι το προσωπικό.Θέλω να πω πως τις δημουργεί όχι έχοντας απέναντί της τα πρόσωπα,αλλά μπαίνοντας μέσα στις ζωές τους η ίδια.Γι΄αυτό και είναι τόσο ζωντανές,τόσο οικείες.Νομίζω πως η κυρία Κόντζογλου μετουσιώνεται κάθε φορά,σε σώμα και ψυχή των ηρώων της, για να τα ζωντανέψει μπροστά στα μάτια μας.Στο "ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΕ",γίνεται μάνα του Αντώνη και της Αυγουστίνας.Τα μεγαλώνει και τα ανατρέφει,τα φροντίζει και τα διαπαιδαγωγεί ώστε να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους.Μεγάλα παιδιά πια, τους δείχνει τον δρόμο για να πορευθούν και μετά από κάποιο σημείο τα παρακολουθεί μαζί μας να πληγώνονται,να ονειρεύονται,να φιλοδοξούν και να κάνουν λάθη,να αγγίζουν τους στόχους τους, να πέφτουν στις παγίδες που τα ίδια έφτιαξαν.Κλαίει και γελάει μαζί τους,κρίνει τα λάθη τους αλλά δεν παρεμβαίνει στις αποφάσεις τους.Είναι περήφανη για τα "παιδιά" της, αλλά αφήνει τον αναγνώστη να τα κρίνει.Σε αυτό το σημείο όμως γίνεται το θαύμα-εγώ τουλάχιστον σαν αναγνώστης έτσι το εκλαμβάνω.Καταφέρνει να με κάνει να κρίνω τον Αντώνη και την Αυγουστίνα όπως θα τα έκρινε εκείνη:σαν μάνα.Αυτό αποτελεί για μένα στοιχείο θαυμασμού.Είναι σαν να προκαλεί τον αναγνώστη να διαβάσει μαζί της την ιστορία των "παιδιών¨της.Θα έλεγα πως αυτό είναι ένα αποτέλεσμα αμφότερα επιθυμητό.Και μάλλον επίτευγμα για ένα συγγραφέα.Να προκαλεί άμεση επικοινωνία, μια ακούσια συνάντηση με το κοινό της.Αλλά ας επανέλθω στα "παιδιά"της συγγραφέως.

Ο Αντώνης, ενώ αρκετές φορές γίνεται μάλλον αντιπαθής, με τη φιλαργυρία,την αμετροέπεια,την κομπορρημοσύνη,την φιλοδοξία του,κάνει τον αναγνώστη να τον κοιτάξει με συμπάθεια,να τον χαρακτηρίσει τραγικό ήρωα..Στην ουσία δεν είναι ένας κακός χαρακτήρας.Είναι έρμαιο των παθών και των φιλοδοξιών του. Είναι πολυμήχανος,πανέξυπνος και ορθολογιστής.Αν και δηλώνει την ανεξαρτησία του και τη διεκδικεί με όποιο τρόπο-θεμιτό ή αθέμιτο-μπορεί,στην ουσία το όνειρό του είναι να πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα του.Να αξιωθεί στα μάτια του.Δεν έχει μέτρο,δε σταματάει πουθενά,αλλά τις περισσότερες φορές δικαιολογείται με παιδιάστικο τρόπο ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό.Αυθυποβάλλεται και πιστεύει ότι του αξίζει να είναι ο νικητής,ο καλύτερος και χρησιμοποιεί τις ζωές των ανθρώπων που αγαπά για να πετύχει.Γίνεται αδίστακτος,σκληρός αλλά η εφηβική και αργότερα το νεαρό της ηλικίας του, τον εξαγνίζει για τα λάθη του.Μπορεί να αντιδράσει βλέποντας την αλλαγή των πραγμάτων και ανεξαρτητοποιείται για να λάβει μέρος,να γίνει συνεργός της νέας Ελλάδας και όχι θεατής της.

Από την άλλη είναι η Αυγουστίνα.Θα μπορούσε να είναι η ηρωίδα ενός ηθογραφικού διηγήματος της εποχής.Φαίνεται πως και στη συνέχεια της διλογίας είναι ένα δραματικό πρόσωπο.Οροθετείται ως μέσο επίτευξης.Η ευαισθησία και η απόλυτη αγάπη και αφοσίωση προς τον αδελφό της εξαφανίζουν, σχεδόν, την προσωπικότητα και τις αξιώσεις της, από τη ζωή.Αρκετές φορές έχει μεταφυσική υπόσταση.Έχει οράματα που κατευθύνουν τις πράξεις της,Είναι σαν να είναι το σώμα που έχει εγκατασταθεί η θεία της η Αυγουστίνα,που χάθηκε στα Ψαρά.Είναι μια ρομαντική ηρωίδα .Διάγει βίον ενάρετον, κατά κυριολεξία,μέσα σ΄ένα παιχνίδι που τους όρους έχουν βάλει άλλοι για εκείνη.Ακόμα και τις στιγμές που θέλει να κάνει κάτι για τον εαυτό της, μπροστά της, σηκώνεται ο τοίχος του "πρέπει".Έτσι ενώ θα μπορούσε να είναι η μετενσάρκωση της χαράς, της ομορφιάς και της ελευθερίας γίνεται στα χέρια των άλλων ένα άβουλο και μοιραίο πλάσμα.Βέβαια, για να πω και την αλήθεια,η Αυγουστίνα είναι σαν να ψάχνει πάντα κάποιον για να ερμηνεύσει την ατολμία της.Έτσι τη μια είναι οι αυστηρές αρχές του πατέρα της,την άλλη είναι η βασίλισσα Αμαλία,ο αδελφός της ο Αντώνης και τα όνειρά του, που γίνονται και δικά της.Είναι ένα κορίτσι που της έχει δοθεί η ευκαιρία αρκετές φορές να εξελιχθεί,μέσα στα πλαίσια της εποχής της, αλλά συνεχώς κάποιος άλλος γίνεται τροχοπέδη. Η κυρία Κόντζογλου μέσα από τη σκέψη του Θεράποντος Χατζηγιαννάτου,μελλοντικού πεθερού τηςΑυγουστίνας,παρουσιάζει το κορίτσι με τα πιο ιδανικά λόγια για τη θέση και το σκοπό της στην ιστορία αυτή:« να διευκρινίσουμε όμως πως κανείς από τους δύο μελλοντικούς εταίρους δεν ήθελε την Αυγουστίνα Βαμβακά να οδηγηθεί ως πρόβατο επί σφαγή.Έλπιζαν μόνο να είναι κάτι σαν "ανθρώπινη φιλοσοφική λίθος".Με το σμίξιμό της με τον Μάνο θα μεταμόρφωνε αυτόν σε άγιο και τον αδελφό της σε επιτυχημένο άνθρωπο».Αυτά ως προς τις βουλές των ανθρώπων.Προς το τέλος αφήνεται να φανεί πως "άλλα ο Θεός ορίζει".Η Αυγουστίνα,αποτελεί ,θα έλεγα,μια αλληγωρική προσωπικότητα.Ένα έρμαιο,κατά τη σύστασή της.Το μικρό δέντρο της Ευρώπης,ανάμεσα σε όρια δύο χωραφιών.Της ανατολής και της δύσης.

Η παράλληλη αφήγηση βοηθάει σε πολλά σημεία,τόσο την ιστορία καθεαυτή,όσο και την εξιλέωση του Αντώνη στα μάτια του αναγνώστη.Το βιβλίο είναι γραμμένο έτσι ώστε να αφηγείται την ιστορία ο Αντώνης Βαμβακάς σε μεγάλη ηλικία,λίγο πριν πεθάνει.Έχει πραγματοποιήσει το όνειρό του και το "ποτό" είναι πια το καλύτερο του κόσμου.Η εναλλαγή των διηγήσεων,από τις σκέψεις του παρόντος στην αναδρομή του παρελθόντος,λειτουργεί σαν γέφυρα, που ενώνει την πορεία της ιστορίας,αλλά έχει και ένα τεχνικό ρόλο θα έλεγα,μιας και το βιβλίο δεν χωρίζεται σε κεφάλαια.Η αφήγηση του Αντώνη στο παρόν,το 1889,λειτουργεί ως έξυπνο συγγραφικό κόλπο.Από τη μια "ξεκουράζει" τον αναγνώστη,από την άλλη-και το πιο βασικό νομίζω-δίνει τη δυνατότητα στον Αντώνη να εξιλεωθεί στα μάτια του αναγνώστη,μέσα από τη μεταμέλεια για τα τεκταινόμενα,τις αποφάσεις και τις πράξεις του παρελθόντος.

Όσον αφορά τη γραφή του βιβλίου,είναι απλή και όπως πάντα περιέχει το στίγμα της κυρίας Κόντζογλου ,ως προς το ύφος.Η διήγηση διακόπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις με τον δεύτερο πληθυντικό που χρησιμοποιεί,όπως θα έκανε ένας παλιός παραμυθάς του μεσαίωνα,καθισμένος στη μέση μιας ομήγυρης,για να προκαλέσει τους ακροατές (εδώ αναγνώστες) να πάρουν μέρος και αυτή στην ιστορία,με ένα επιφώνημα,ένα γελάκι,ένα μικρό σχολιασμό.Έτσι επικοινωνεί με αμεσότητα την ιστορία της.Το βρίσκω πολύ "τσαχπίνικο" το εύρημα αυτό.Οι παραπομπές σε ιστορικά γεγονότα είναι μικρές και έτσι δεν δημιουργούν διακοπές και ανακολουθία στην ανάγνωση.

Το τελευταίο που θα ήθελα να πω για το ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΕ είναι πως, πλέον, στις φιάλες των κρασιών ψάχνω να βρω το χρώμα από το χρυσάφι του έρωτα και τη σκουριά της αμαρτίας,κατά τα λεγόμενα του Αντώνη Βαμβακά.........(συνεχίζεται)
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  4
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
03-11-2020 18:57
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Ανατρεπτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Η οικογένεια Βαμβακά έχει αρχίσει να παίρνει τον δρόμο της, με τα εμπορικά στη Χαλκίδα και τον Πειραιά μα κυρίως με την ποτοποιία που αρχίζει να αναπτύσσεται να τους αποφέρει κέρδη και κύρος. Η αστική τάξη αρχίζει να διαμορφώνεται, το εμπόριο να αναπτύσσεται, νέες αγορές αποζητούν προϊόντα και οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος ακολουθούν τα μονοπάτια τους. Σε ποιο σημείο θα φτάσει η οικονομική άνθιση; Ποιοι παράγοντες θα την μπολιάσουν και ποιοι θα την αναχαιτίσουν; Ποιοι είναι οι δυνατοί και ποιοι οι αδύναμοι; Ποιο είναι το μυστικό του Ποτού που θα εκτοξεύσει τις πωλήσεις και τη φήμη τους; Πώς θα καταφέρει η οικογένεια να παραμείνει ενωμένη μέσα από τις νέες τρικυμίες;

Τα δύο μυθιστορήματα, υπό τον ενιαίο τίτλο «Σκουριά και χρυσάφι», εκτυλίσσονται κυρίως σε Χαλκίδα (Νεγρεπόντε) και Πειραιά (Πόρτο Λεόνε) από το 1824 έως το 1899 και καταγράφουν το χρονικό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας εμπόρων, που αντιμετωπίζει προκλήσεις, επιτυχία, εμπόδια, έρωτες, τραγωδίες και κοινωνική αναγνώριση. Η μελέτη της εποχής, του τόπου και της κοινωνίας είναι για άλλη μια φορά σοβαρή, τεκμηριωμένη και σωστά εντεταγμένη στις ατραπούς της πλοκής με τρόπο που μόνο ένα εύστροφο μυαλό μπορεί να πλάσει. Η συγγραφέας έχει ήδη δοκιμαστεί στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος με τις υπέροχες «Μαγεμένες» και με την αξέχαστη τριλογία «Τα παλιά ασήμια», έτσι επιστρέφει ανανεωμένη, διαβασμένη και ευρηματική. Έχει έρωτα αλλά αποφεύγει να γίνει ρομαντική, έχει ιστορικά γεγονότα αλλά δεν κουράζει, έχει εξελίξεις, όλες όμως απαραίτητες και σφιχτά δεμένες στο άρμα της Μοίρας. Ο διαχωρισμός μάλιστα του έργου σε δύο τόμους αφήνει αρκετό περιθώριο, χωρίς ποτέ να ξεφεύγουμε από την κεντρική ιδέα και χωρίς να δίνει άσκοπες περιγραφές για να γεμίζει χωρίς ουσία σελίδες επί σελίδων, να ταξιδέψει τον αναγνώστη λίγο περισσότερο σε Χαλκίδα, Αθήνα και Πειραιά, να του συστήσει τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του τότε, να περιγράψει αντικείμενα, επαγγέλματα και μαγαζιά που συγκροτούν με συναρπαστικό και άκρως ρεαλιστικό τρόπο το φόντο του μυθιστορήματος.

Την ιστορία την καταγράφει εν έτει 1899, παρεμβαίνοντας με τη δική του πρωτοπρόσωπη γραφή σε παρένθετα κεφάλαια, ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος. Καταλαβαίνουμε αμέσως πως είναι κάποιος από τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια αλλά περισσότερα στοιχεία έρχονται στο φως σε κατοπινές σελίδες. Η ταυτότητά του αναδεικνύεται διά της εις άτοπον απαγωγής και το κείμενό του γεμίζει αφηγηματικά κενά, προχωράει γρηγορότερα τις εξελίξεις, συμπληρώνει ψυχογραφίες με την εμπειρία του χρόνου που κυρτώνει τους ώμους του. Καταγράφει ακριβοδίκαια, αναπολεί, μετανιώνει, παραδέχεται λάθη και χάρη σε αυτό το εύρημα το τέλος του μυθιστορήματος και του συνολικού έργου δίνεται με έναν τόσο συγκινητικό τρόπο που θα μου μείνει αξέχαστος!

Στο «Πόρτο Λεόνε», τον ανερχόμενο Πειραιά, μας μεταφέρει το δεύτερο βιβλίο της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι» που εξακολουθεί να μας ταξιδεύει σε μια δύσκολη και προκλητική εποχή, τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνθιση του εμπορίου, την ανάπτυξη του εφοπλιστικού κλάδου και την ανάρρηση της αστικής τάξης στη διεθνή πραγματικότητα. Πρόκειται για το συμπυκνωμένο έπος μιας οικογένειας που αυξάνεται και μειώνεται σε αριθμό μελών, που πλουτίζει και ρισκάρει, που εκμεταλλεύεται πρόσωπα και καταστάσεις (χωρίς να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς μιας τέτοιας πορείας), που καλωσορίζει νέα πρόσωπα στις ζωές τους. Η φλογερή Σιμόν, ο επαναστάτης Μάρκος Πόθος, ο τυφλωμένος από τον τζόγο Μάνος, ο Ανδρέας Σινάνογλου και άλλοι είναι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που προχωράνε την πλοκή ένα βήμα παρακάτω ενώ ο καθένας τους έχει μια ποικιλία από καταβολές και αντιλήψεις, κάτι που μετατρέπει το μυθιστόρημα σε πολύχρωμο χαλί χαρακτηριστικών φυσιογνωμιών της εποχής και των αντιλήψεων.

Ευτυχώς η συγγραφέας προσπερνά τον σκόπελο να αφηγηθεί εκτενώς τις ζωές όλων των Βαμβακάδων και δε βαραίνει το κείμενο με πολλές και ίσως περιττές λεπτομέρειες. Επικεντρώνεται στους πρωτότοκους, όπως και στο πρώτο βιβλίο, ενώ οι υπόλοιποι είτε αναφέρονται συνοπτικά σε καίρια σημεία του μυθιστορήματος είτε λαμβάνουν μέρος σε σημεία καμπής και εμπλέκονται με την οικογενειακή επιχείρηση ή με τα συμφέροντά της με ζυγισμένο τρόπο. Πλέον δίνεται έμφαση στην αξία και τη σημασία της οικογένειας, στους ηθικούς φραγμούς που απαιτούνται, στη σύμπνοια και την εργατικότητα αλλά και στον χαμό που επιφέρει ένα απαγορευμένο πάθος, μια λάθος τακτική, μια κακή χρονική ή οικονομική συγκυρία.

Η Αυγουστίνα μπλέκεται συναισθηματικά μεταξύ δύο αντρών αλλά παρουσιάζεται με μέτρο και ακριβοδίκαια. Σύντομα όμως θα χρειαστεί να πληρώσει το τίμημα ενώ απρόσμενα γεγονότα θα ανατρέψουν για πάντα τη δική της ζωή. Πρόκειται για έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ήρωες του μυθιστορήματος και για μια γυναίκα ταγμένη στο συμφέρον της οικογένειάς της. Έχει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα και περνά πολλές δοκιμασίες που με συγκίνησαν και με έκαναν να τη θαυμάσω. Ο αδερφός της, Αντώνης, παγιδεύεται σ’ ένα ανομολόγητο πάθος, το φορτίο του οποίου θα κουβαλάει μια ζωή, με ανυπολόγιστες συνέπειες στην προσωπική και την οικογενειακή του ζωή. Ο Μάνος Χατζηγιαννάκος φαντάζει η ιδανική επιλογή γαμπρού και το αλισβερίσι του με τους Βαμβακάδες κρύβει πολλά συμφέροντα ενώ ο ίδιος είναι μπλεγμένος στα νύχια του τζόγου. Κι απ’ την Κεφαλονιά, που δωρίζεται με τα υπόλοιπα Επτάνησα στην Ελλάδα με την ανακήρυξη του Γεωργίου ως του επόμενου βασιλιά της χώρας, εμφανίζεται ο Μάρκος Πόθος, με ταιριαστό όνομα: είχε πάθος για την ελευθερία, τις γυναίκες, την οινοποιία. Γεμάτος επαναστατικές ιδέες, έρχεται πάντα σε ρήξη με τον πατέρα του, που παραμένει προσκολλημένος στα προ πολλού χαμένα μεγαλεία του παρελθόντος. Σπουδάζει στην Αθήνα κι έρχεται σε επαφή με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, με την ιδέα της ελευθερίας του ατόμου, τον ορθολογισμό, την επιστήμη κι έτσι οι εκάστοτε βασιλείς: «…όχι μόνο ήταν χαραμοφάηδες και άχρηστοι, στην πραγματικότητα ήταν ο εχθρός» (σελ. 145).

Αυτά τα αδρά σκιαγραφημένα πρόσωπα δρουν σε μια ενδιαφέρουσα εποχή και σε μια πόλη που δε σταματά να αλλάζει και να γεμίζει αντιθέσεις, αρκετά μεγάλες μεταξύ τους. Το καλοκαίρι του 1863 είχαμε τον εμφύλιο μεταξύ Πεδινών και Ορεινών που στοίχισε 250 νεκρούς και καταβαράθρωσε το κύρος της χώρας διεθνώς. Το 1872 εμφανίστηκε στον επιχειρηματικό κόσμο ο Ανδρέας Συγγρός που συνοδεύεται από την υπόθεση Τζιανμπαντίστα Σερπιέρη και το σκάνδαλο με τα μεταλλεία Λαυρίου που έφερε την απόλυτη ένδεια και τη χρεωκοπία. «Μέσα σε έναν κόσμο που άλλαζε, διαμορφωνόταν μια νέα πραγματικότητα, μια νέα τάξη σχηματίζεται, αυτή που είχε βάση το χρήμα, οι τίτλοι ευγενείας που είχε φέρει ο Όθων ξεθώριαζαν ήταν παλιοί και άχρηστοι, άφησε που ήταν και ελάχιστοι» (σελ. 478). Νέα Υόρκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη είναι οι νέοι τόποι εμπορίου ενώ ταυτόχρονα δε φεύγουμε από την πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα φτωχών και πλουσίων. Το Μεταξουργείο, με την ολοφώτιστη έπαυλη Χατζηγιαννάκου, μιας και ήταν το πρώτο σπίτι που έβαλε φωταέριο, περιγράφεται γλαφυρότατα: «…αν και εκεί λειτουργούσε ήδη ένα εργοστάσιο μεταξιού, ένα ορφανοτροφείο και λίγο μακρύτερα το εργοστάσιο παραγωγής φωταερίου, μετά το μεσημέρι η περιοχή ερήμωνε απελπιστικά… Η έπαυλή τους, όπως αρεσκόταν να την ονομάζει, μπορεί να ήταν κρυμμένη μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος από πεύκα, κυπαρίσσια, ελαιόδεντρα, δάφνες και μυρτιές, όμως τις νύχτες έλαμπε σαν το φεγγάρι στον ουρανό» (σελ. 90). Από την άλλη, στα Μεσόγεια: «…αγρότες οι άνθρωποι δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με την πολιτική, τους απασχολούσε η ξηρασία του θέρους, οι παγωνιές του χειμώνα και οι πλημμύρες της άνοιξης. Αν δεν κάρπιζαν οι σπορές τους, θα πέθαιναν της πείνας» (σελ. 146).

Κι όλα αυτά συνοδεύονται από λυρικές περιγραφές τόπων, ψυχών και γεγονότων, μεταφορές και καλολογικά στοιχεία που στολίζουν το κείμενο. Διάλογοι απέριττοι, κοφτοί, περιορισμένοι στις άκρως απαραίτητες λέξεις που θα ζωντανέψουν τη στιγμή και θα φωτίσουν τον ομιλούντα, προσεκτικά καταστρωμένες εισαγωγές και εξέλιξη των επιμέρους σκηνών, με άφθονες ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές λεπτομέρειες για πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, μελετημένη και ενδελεχής αναπαράσταση της Αθήνας από αρχιτεκτονικής, κοινωνικής και διοικητικής άποψης είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα του μυθιστορήματος. Τα ιστορικά γεγονότα είναι εντελώς απογυμνωμένα από ανούσιες λεπτομέρειες και η συγγραφέας είτε τα παραθέτει μέσω των σκηνών του βιβλίου είτε σε υποσημειώσεις μόνο με λέξεις-κλειδιά και δωρικές επεξηγηματικές φράσεις, που παρακινούν όποιον θέλει να μάθει παραπάνω πράγματα να το ψάξει περισσότερο κι έτσι ο αναγνώστης κάνει κατά τόπους σύντομα εγκυκλοπαιδικά διαλείμματα και αφοσιώνεται ξανά στην ανατρεπτική αφήγηση.

Ούτε σε αυτό το βιβλίο λείπουν οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις: «Άνοιξε την πόρτα της αυλής και εκείνη τον καλωσόρισε με ένα κουρασμένο τρίξιμο, τόσα χρόνια, τόσα παιδιά, άνοιξε-κλείσε…» (σελ. 245). Η συγγραφέας συνεχίζει να παρεμβαίνει με τον δικό της τρόπο στα δρώμενα: «Α, ναι… Ξεχάσαμε να σας πούμε…» (σελ. 38) ή «Και εμείς που γνωρίζουμε λίγο καλύτερα την ιστορία…» (σελ. 144). Και φυσικά το χιούμορ εξακολουθεί να ελαφραίνει σε κρίσιμα σημεία την αφήγηση: «Ο νέος μονάρχης της χώρας, με τα τόσα πολλά και τόσο σοβαρά προβλήματα, ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Πάρε και κατάλαβε δηλαδή…» (σελ. 126).

«Πόροτ Λεόνε» λοιπόν, η συνέχεια και το τέλος της διλογίας «Σκουριά και χρυσάφι», ένα μυθιστόρημα που καταγράφει και ζωντανεύει τις επιτυχίες και τις αναποδιές της οικογένειας Βαμβακά, τους έρωτες και τους συμφέροντες γάμους, χωρίς ακρότητες και υπερβολές όμως, μιας και δεν έπαψαν να είναι άνθρωποι, ούτε να στηρίζουν την οικογένεια. Ταξίδια σε Πόλη και Νέα Υόρκη, νέοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στις ζωές τους προχωρώντας την πλοκή παρακάτω δημιουργούν αξέχαστα αφηγηματικά μοτίβα. Δεν έγιναν πάμπλουτοι, μιας και το εμπόριο δεν έφερνε πολλά κέρδη, κάτι τα κοντράτα, κάτι οι ασφάλειες και τα ναύλα, κάτι η φορολογία, απλώς το όνομά τους ακουγόταν όλο και περισσότερο, νέα παιδιά κι εγγόνια δημιουργούσαν νέες χαρές αλλά και απαιτήσεις, μυστικά και κατάθλιψη, όλα εδώ, με τη σωστή πένα της Μαίρης Κόντζογλου. Γιατί το «Πόρτο Λεόνε» δε συμβολίζει μόνο το λιμάνι του Πειραιά με το ξακουστό λιοντάρι του αλλά και τα ίδια τα λιοντάρια που τρώνε τις σάρκες τους και διαρκώς παλεύουν μεταξύ τους για την επιβίωση.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
07-09-2020 20:55
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
16-07-2020 21:04
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Ανατρεπτικό, Διδακτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή, Τεκμηριωμένο
Κατά  
Μαίρη Κόντζογλου-Σκουριά και χρυσάφι- εκδόσεις Μεταίχμιο

Γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Το τελευταίο βιβλίο της που είχα διαβάσει ήταν οι «Μαγεμένες», μια άγνωστη ιστορία της Θεσσαλονίκης που αγνοούσε το περισσότερο αναγνωστικό κοινό. Αριστοτεχνικά λοιπόν με την υπέροχη γραφή της, ξέθαψε πάλι από το σεντούκι της ιστορίας άγνωστα ιστορικά κομμάτια της πλούσιας ιστορίας μας, μετά από μεγάλη έρευνα και τα φέρνει στην επιφάνεια για να μας γοητεύσει. Και τα καταφέρνει πάντα. Έτσι και τώρα, με τη «Σκουριά και το χρυσάφι». Μια διλογία, με πρώτο τον Νεγρεπόντε, που μόλις τελείωσα.

"Όταν πεθαίνει βασιλιάς, μη χαίρεσαι λαουτζίκο Μη λες πως θάν’ καλύτερος ο νυν από τον τέως. Πως θάναι το λυκόπουλο καλύτερο απ’ τον λύκο. Τότε μονάχα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος.» Κώστας Βάρναλης"

Αυτά τα λόγια του Βάρναλη μου ήρθαν στον νου τελειώνοντας το. Ένα βιβλίο 531 σελίδων γεμάτο άρωμα, ιστορία και έρωτα. Η συγγραφέας καταπιάνεται με μια πτυχή της Ελληνικής ιστορίας μέσα από τον μύθο που προσωπικά δεν γνώριζα, ούτε έχω συναντήσει σε μυθιστορήματα και με γοήτευσε. Αφηγείται την ιστορία των μελών της οικογένειας Βαμβακά που δημιούργησε το καλύτερο ποτό στον κόσμο, την εξέλιξή της μέσα από γεγονότα -σταθμούς του 19ου αιώνα. Παράλληλα ο αναγνώστης παρακολουθεί τη δημιουργία της αστικής τάξης στην Ελλάδα.

Τι κρύβεται πίσω από το Νεγρεπόντε; Ποια ιστορικά γεγονότα το ακολουθούν; Και ποιος ήταν ο Αγγελής Βαμβακάς που από σκλάβος, επαναστάτης, πρόσφυγας, γεωργός, κατάφερε να γίνει ένας ευυπόληπτος έμπορος της Χαλκίδας και να δημιουργήσει μια ευτυχισμένη, πολυμελή οικογένεια; Αμπέλι –σταφύλι-κρασί. Όπως μήτρα-παιδί-ζωή. Αυτές οι έξι λέξεις στάθηκαν οδηγός του Αγγελή Βαμβακά σε όλη την πορεία του. Δώδεκα τα παιδιά του από τις δυο γυναίκες της ζωής του. Την Άννα που την έχασε κάνοντας του τρία παιδιά αλλά δεν την αγάπησε και την δυναμική Τερέζα που στάθηκε μάνα σ’ όλα τα παιδιά και την ερωτεύτηκε. Τα κατάφερε με όλους και με όλα τα εμπόδια. Απ’ όλα τα παιδιά, ο γιος του, Αντώνης και η κόρη του, Αυγουστίνα, κατάφεραν να ανοίξουν τα φτερά τους και να φύγουν αλλάζοντας τη μοίρα τους. Ο χρόνος που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα είναι ο δέκατος ένατος αιώνας, από το 1824 ως το τέλος του, τότε που σημειώνονται κοσμογονικές αλλαγές στην Ελλάδα και οι μεγάλοι πολιτικοί κλυδωνισμοί που τη διαλύουν. Τα χρήματα του κράτους συγκεντρώνονται σε λίγα χέρια. Η μετακίνηση του πλούτου, η εγκατάσταση Δωδεκανησίων εφοπλιστών στον Πειραιά, οι τυχαίες ή μεθοδευμένες πολιτικές κινήσεις, όπως οι εύνοιες του βασιλιά και η εκμετάλλευση του μόχθου των άλλων, επέδρασαν στη δημιουργία της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Ενώ οι τόποι που εκτυλίσσεται είναι τα Ψαρά και η θυσία των κλεισμένων στο γενοβέζικο Κάστρο. Εκεί, συνταρακτικές εικόνες εκτυλίσσονται με τον νεαρό Βαμβακά να αγωνίζεται και να έρχεται σε δίλημμα: να σώσει τη μητέρα και την αδελφή του Αυγουστίνα ή να πολεμήσει για την πατρίδα; Πόσο πιο έντονα και παραστατικά μας θα μπορούσε να μας ταξιδέψει νοερά σ’ εκείνη την εποχή; Σαν να είσαι εκεί και να θέλεις να σταθείς δίπλα στον αγώνα τους. «Γιατί έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, ίσαμε την τελευταία πνοή ελπίζει πως θα υπάρχει αύριο. Περίμεναν κάτι να γενεί και δεν ήθελαν να πιστέψουν πως το δικό τους μέλλον το’ λεγαν «θάνατο». Μετά μας πηγαίνει στη Χαλκίδα, που είναι πια ελληνική και ο Βαμβακάς στήνει τα όνειρα του με πολλούς κόπους αλλά με τους εφιάλτες να τον κυνηγούν. Οι αγαπημένες του μορφές έρχονται στον ύπνο του και τον δίνουν δύναμη, τον ατσαλώνουν τη θέληση και ανέρχεται στους κύκλους της πόλης. Γίνεται υπολογίσιμος κι όλοι τον θέλουν να τον βάλουν στο σπίτι τους. Μετά από χρόνια μας μεταφέρει στον Πειραιά που έχει γίνει ανερχόμενο λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Εκεί ο Αντώνης, δίπλα στον Σαραφόπουλο, σκαλί-σκαλί γίνεται επιτυχημένος έμπορος με ιδέες που αφήνει άφωνο όλο τον επιχειρηματικό κόσμο. Παράλληλα μας σεργιανά στην Αθήνα, που ανασαίνει κάτω από τον Παρθενώνα, που είναι πρωτεύουσα του βασιλείου, και καλοδέχεται την αδελφή του Αυγουστίνα, ως κυρία των Τιμών. Υπέροχες σκηνές, ποιητικές θα έλεγα. Ακόμη και στην Αθήνα του Όθωνα, ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τα ανάκτορα, τις βασιλικές άμαξες και τα κάρα, τις καβαλίνες και τους βόθρους, τους προύχοντες και τους εργάτες, δείχνοντας τις μεγάλες ταξικές διαφορές αλλά και την αφοσίωση του κόσμου στον βασιλιά, η Κόντζογλου ξέρει να μας παίρνει από το χέρι και να μας οδηγεί στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Ακολουθούμε την Αυγουστίνα που μαθαίνει ξένες γλώσσες, ιππασία κι άλλα εφόδια που τα χρειάστηκε αργότερα στη ζωή της. Την ακολουθούμε στους περιπάτους της με τη βασίλισσα και τον Ζέφυρο, ακούμε τις επευφημίες και τη λατρεία στη βασίλισσα, βλέπουμε την Αυγουστίνα να βάζει τη ζωή της ασπίδα ώστε να τη σώσει από τους αντιδραστικούς. Αλήθεια; Πώς γίνεται αυτός ο λαός, βουτηγμένος στη φτώχια, να προσκυνά τους βασιλείς; Ένα κράτος ρημαγμένο μετά από τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και δέχεται τους ξένους βασιλιάδες. Ραγιάδες ακόμη και πώς να το βγάλουν από πάνω τους; Σελ.133 «Έκανε τις κληματόβεργες να πέφτουν στο χώμα, να σέρνονται σαν εμάς που ήμασταν ραγιάδες στον Τούρκο, ραγιάδες και ξεχασμένοι στο μέσο του πελάγους, πόση δύναμη να είχαμε;…» Τι μπορεί να περιμένει κανείς από ένα λαό που η βασίλισσα διαχειρίζεται χωρίς σύνεση τα χρήματα του και να επιμένει να ζει στα ροζ συννεφάκια του; Μου άρεσαν οι ήρωες της, ιδιαίτερα ο Αντώνης που το Ψαριανό ποτό, το όνειρο του πατέρα του, έγινε στοίχημα ζωής. Που με την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια σε πολλά επίπεδα της αδελφής του, προσπάθησε σκληρά και κατάφερε να γίνει βιομήχανος. Αλλά με στενοχώρησε που άφησε τον παιδικό του έρωτα, την Βικτωρία, για να ικανοποιήσει τα θέλω της οικογένειας. Μια πατριαρχική οικογένεια που όλοι υπάκουαν τον Αγγελή Βαμβακά, που όλοι προσανατολίζονταν στην αγάπη με γνώμονα το κέρδος ώστε να ανελιχθούν στην κοινωνία της εποχής. Όλα γινόταν σχεδιασμένα. Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα. Πολιτικές έριδες και επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι, πτωχεύσεις και διχόνοιες. Έμποροι και εφοπλιστές, πολιτικοί και αγωνιστές του ‘21, ποιητές και αναρχικοί, Έλληνες και Φράγκοι, Φαναριώτες και ξωμάχοι, «Ορεινοί» και «Πεδινοί», βασιλείς και επαναστάτες συνθέτουν το κάδρο του μυθιστορήματος, μέσα στο οποίο γεννήθηκαν μεγάλοι έρωτες και ταπεινά συναισθήματα. Προβάλλονται γενναίες και υποχθόνιες συμπεριφορές, υπογράφονται δοξαστικές και ντροπιαστικές συμβάσεις ζωής, στο όνομα της πραγματοποίησης ενός σκοπού. Σκηνές έντονες όπου ο παλμός της καρδιάς του αναγνώστη ανεβαίνει και άλλοτε ερωτικές που τον χαλαρώνουν και τον οδηγούν σε άλλα μονοπάτια. Καλοτάξιδο Μαίρη Κόντζογλου και θα περιμένω με αγωνία το Πόρτο Λεόνε.

«Χρυσάφι ατόφιο που, κατά λάθος –αλλά μπορεί και εσκεμμένα–,μέσα του έπεσε λίγη σκουριά. Το κόκκινο της σκουριάς τού έδωσε τη γλύκα, την πλάνη της αμαρτίας. Και έτσι, καθώς τίποτα δεν υπάρχει ατόφιο, ούτε χρώμα ούτε χαρά, μα ούτε και λύπη, όλοι σταλάξαμε λίγη σκουριά στη ζωή μας. Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα.»

Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
1
Το έχουν
11
Το θέλουν
3
Αγαπημένο τους
2
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
8
Το διαβάζουν
1
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα