Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
«Μάρτυς μου ο Θεός», του Μάκη Τσίτα με τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη
Διαφ.

Γράφει: Αγγελική-Ειρήνη Μήτση

Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Το βιβλίο Μάρτυς μου ο Θεός.
Ο συγγραφέας Μάκης Τσίτας.
Το θέατρο VΑULT Theatre Plus.

Μάρτυς μου ο Θεός, Μάκης Τσίτας, θέατρο Vault, Εκδόσεις Κίχλη

Το μικρό πουλί με το όμορφο κελάηδισμα, την κίχλη -πιο γνωστό ως τσίχλα-, επέλεξαν οι εκδόσεις Κίχλη να τους αντιπροσωπεύει στις βιβλιόφιλες πτήσεις τους. Συμπληρώνοντας επτά χρόνια ζωής στο χώρο του βιβλίου, έχοντας αγκαλιάσει κάτω από τα φτερά τους σημαντικούς έλληνες και ξένους συγγραφείς, οι εκδόσεις Κίχλη ανέλαβαν την έκδοση του μυθιστορήματος του Μάκη Τσίτα, “Μάρτυς μου ο Θεός”. Το εξώφυλλο κοσμεί ένα ζωγραφικό έργο, το “Mann-Fisch-Tisch” (άντρας-ψάρι-τραπέζι), του Michael Sowa, αποδίδοντας τα χαρακτηριστικά του ήρωα, του Χρυσοβαλάντη. Ένας άντρας στα 50, ευτραφής, με βλέμμα χαμένο στο κενό, σε μια τραπεζαρία που έχει μόνο μία καρέκλα, αυτή στην οποία κάθεται. Πάνω στο τραπέζι βρίσκεται ένα ψάρι φρέσκο -υποδηλώνει το θρησκευτικό στοιχείο- ένα μπουκάλι κλειστό και ένα τασάκι άδειο -οι ηδονές που δεν του επιτράπηκε να έχει, αλλά τις απόλαυσε κρυφά! Σε ένα δωμάτιο άδειο, με πάτωμα σαν σκακιέρα, όπως το παιχνίδι που του παίζει η ζωή, κι αυτός είναι μόνο το πιόνι που θυσιάζεται.

Τυπωμένο πολυτονικά, ταίριαξε με τον τρόπο γραφής του συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποιεί εδάφια του Ευαγγελίου και γλώσσα αρχαΐζουσα και καθαρεύουσα, μαζί με τη νεοελληνική. Η γραφή είναι εκφραστική και με έντονη γλωσσοπλαστική διάθεση, που καθιστά την ανάγνωση απολαυστική. Δεν υπάρχουν κεφάλαια στο βιβλίο, παρά μόνο μικρές παύσεις, οι σιωπές στο μυαλό του αφηγητή, τα εφαλτήρια για το επόμενο θέμα ή για την επανάληψη κάποιων σκέψεών του, τις οποίες συνεχώς εμπλουτίζει. Ο Χρυσοβαλάντης εξομολογεί στον αναγνώστη τη ζωή του, τα όνειρά του, τις φαντασιώσεις του, τις εμμονές του.

Σε μια Ελλάδα μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ένας πενηντάρης άνεργος λιθογράφος, με κλονισμένη υγεία, προσπαθεί να στηριχτεί στο όνειρο, για να μπορέσει να αντέξει την πραγματικότητα. “Η Ελλάδα έχει υποπέσει σε λοιμό. Πνευματικό και υλικό. Η Αθήνα ακόμα χειρότερα”.

Το βιβλίο ξεκινάει με τον άνεργο ήρωα, τον προστάτη του βιβλίου και της γραφιστικής, Χρυσοβαλάντη, να διαπραγματεύεται το θέμα των εργοδοτών. “Υπάρχουν τεσσάρων ειδών αφεντικά: οι πετυχημένοι, οι χρεωμένοι, τα καθίκια και οι τρελοί. Εγώ έπεσα στο τέταρτο”. Το αφεντικό που ονομάζει Εξαποδώ -γιατί τον βασάνιζε ψυχικά και σωματικά με τα καψόνια που του έκανε- είναι δυστυχώς -στην υπερβολή πάντα- ένα μοντέλο αφεντικού στην πατρίδα μας. Και όταν υπάρχουν τέτοιου είδους εργοδότες, οι εργαζόμενοι θα είναι καταπιεσμένοι και ανολοκλήρωτοι άνθρωποι.

Η σχέση που έχει ο ήρωας με τον Θεό είναι άμεση: “Ο Θεός λέει «περίμενε», λέει «όχι», λέει «ναι- εδώ και τώρα, αδυνάτισε να πέσει το σάκχαρο, φτιάξε τα δόντια σου». Μια φορά μου είπε «έχεις όμορφο πρόσωπο, είσαι καλλιεργημένο άτομο, αλλά η ομπρέλα σου είναι σπασμένη». Ναι. Το ξέρω κι εγώ”. Όμως τους ιερείς τους διαχωρίζει από το θείο: “Οι ιερείς (θέλω να το τονίσω αυτό) είναι οι πιο σκληροί εργοδότες. Μαζί με τους πρώην κομμουνιστές και τους νεόπλουτους. Οι χειρότεροι εργοδότες”. Για τον Χρυσοβαλάντη είναι αυτοί που του έμαθαν την τέχνη του λιθογράφου στα εφηβικά του χρόνια, μέσα από προσβολές και βία, λεκτική και σωματική.

Η ξενοφοβία του ήρωα -κυρίαρχη στο βιβλίο- συνδυάζεται, κυρίως, με την αγάπη που τρέφει για το βιβλίο: «Το βιβλίο, που είναι πνευματική τροφή, δεν μπορεί να ανατίθεται σε έναν αλλοδαπό. Όμως όλοι τώρα πια τους παίρνουν στη δούλεψή τους – είναι πιο φτηνοί. Δηλαδή πάμε σ’ ένα τυπογραφείο και παραλαμβάνει τη δουλειά απ’ τον πελάτη ο Αλβανός – αυτομάτως πέφτει το ίματζ της εταιρείας και του προϊόντος. Δεν μπορείς να αναθέτεις τη δουλειά σε έναν άσχετο. Αισθάνομαι πολύ άσχημα· δεν μπορεί ένας χώρος ιερός, όπως αυτός του βιβλίου, να είναι περικυκλωμένος από μια φάρα ανθρώπων που δεν έχουν και ούτε θα έχουν –τουλάχιστον για τα επόμενα εκατό χρόνια– καμιά σχέση με το βιβλίο».

Μέσα στις συνεχείς σκέψεις του, κάνει και απλές διαπιστώσεις για τη ζωή: “Αγόρασα από την Πανεπιστημίου μιά μικρή τυρόπιτα. Πλήρωσα ένα ευρώ και τριάντα λεπτά. Δηλαδή τετρακόσιες τριάντα δραχμές. Η ίδια τυρόπιτα πρίν αλλάξει το νόμισμα στοίχιζε εξήντα πέντε δραχμές. Και οι μισθοί έχουνε μείνει ακριβώς οι ίδιοι, έχουν παγώσει εντελώς. Που θα πάει αυτό το πράγμα;”

Παλινδρομώντας στην εξομολόγησή του, σκαρώνει ποιήματα, τα οποία συνήθως αναφέρονται στα πάθη του από τις γυναίκες:

Δεν ξέρω τι θα κάνω στη ζωή μου
ποιο δρόμο ο καημένος θα διαβώ;
Δεν κελαηδάει πλέον το πουλί μου
μια γυναίκα, έτσι όπως είμαι, πού θα βρω;

Οι γυναίκες είναι το μεγάλο του μαρτύριο: η Ευμορφία, η Ρωρώ, το Μαρινάκι! Τον εκμεταλλεύτηκαν όταν είχε λεφτά, αλλά μετά την ανεργία μόνο τις ονειρεύεται. Οι πουτάνες στα μπουρδέλα είναι γι' αυτόν η πιο ευχάριστη ανάμνηση από το γυναικείο φύλο. Το όνειρό του είναι -όντας και καλός Χριστιανός- να παντρευτεί μια σεμνή κοπέλα, Γαλλίδα, Αγγλίδα ή Σουηδέζα: “Θέλω, αν γίνεται, σ’ ένα χρόνο να έχω παντρευτεί και να ‘χω αφήσει έγκυο τη γυναίκα μου, να γίνω σύντομα πατέρας. Να δώσω στον εαυτό μου μια καταξίωση, και πιστεύω πως το αιδοίο θα μπορέσει να μου την προσφέρει. Ελπίζω να μην κάνω λάθος. Θέλω επίσης ένα σπίτι δικό μου για να ζω με τη γυναίκα και το παιδί μου. (Δε γίνεται να ζήσουμε με τους γονείς μου και τις αδερφές μου, δεν είναι πρέπον). Ένα σπίτι μικρό και ταπεινό, κάπου παραλιακά, μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου ή ένα διαμερισματάκι, των πενήντα έστω τετραγωνικών, στο Λονδίνο”.

Ο Χρυσοβαλάντης μέσα στην ανάγκη του να ζήσει το δικό του New Deal, πηγαίνει σε ψυχίατρο και έχει αλλάξει τρεις φορές πνευματικό.“Ήμουν σίγουρος ότι στα τριάντα μου θα απολάμβανα άνεση παραμυθένια (της υψηλής αριστοκρατίας), ότι θα είχα βάρκα με ρόδες που, μόλις θα έβγαινε από τη λίμνη, θα γινόταν αυτοκίνητο Τζέιμς Μποντ. Σε τέτοια ζωή πίστεψα”. Και για αυτό το όνειρο είναι υπεύθυνη η οικογένειά του.

Ως άνθρωπος του φαίνεσθαι, ξεκινάει την περιγραφή της οικογένειάς του σεμνά, παραθέτοντας όλα τα θετικά χαρακτηριστικά των μελών της: “Η μητέρα μου είναι ένας άγιος άνθρωπος ... Η αδερφή μου η μεγάλη είναι καθηγήτρια θεολόγος. Κοπέλα της μελέτης. Αυστηρή και σεμνή ... Η μικρή μου αδελφή τώρα πια ασχολείται με το σπίτι ... Ο πατέρας μου τώρα είναι ογδόντα έξι ετών, απόστρατος αξιωματικός, άνθρωπος της οικογένειας, της μελέτης και της Εκκλησίας. Ήσυχη ζωή. Πάντα με φρόντιζε, μου δάνειζε και με εξυπηρετούσε”! Για όλα τα στραβά που του συμβαίνουν, πάντα βγάζει “σκάρτη” την κοινωνία.

Βέβαια, αντιλαμβανόμαστε ότι η αλήθεια είναι διαφορετική. Έτσι, μέσα από την αφήγησή του ξεδιπλώνει την προσωπικότητά του και αναγνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά του: είναι ξενοφοβικός, δειλός, όχι απλά θεοσεβούμενος, αλλά σε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό -με τον οποίο συνομιλεί-, ποιητής πορνοποιημάτων, ερωτύλος, βιασμένος συναισθηματικά. Παίρνοντας φόρα, ξεκινάει και μιλάει για το αληθινό πρόσωπο της οικογένειάς του. Νιώθει την προδοσία από τους οικείους του να πλησιάζει. Αυτό που πραγματικά είναι, του χτυπάει την πόρτα και αυτός αποδιοργανώνεται!

Η φιγούρα του πατέρα λοιπόν αποκαλύπτεται: “Όταν ήμουν μικρός δε μου έδινε δραχμή, ενώ όλες οι παρέες του καλοπερνούσαν με τα λεφτά του. Τα έτρωγε όλα στις πουτάνες... ούτε να γίνω παπάς, όπως ονειρευόμουν, με άφησε, αλλά ούτε και να σπουδάσω. Με έστειλε από μικρό να δουλέψω για να φέρνω λεφτά στο σπίτι ... Ανοίξαμε ένα μικρό ατελιέ. Εγώ δούλευα σαν τον μαύρο από νωρίς το πρωί ... Εκείνος το έπαιζε αφεντικό, έδινε μόνο εντολές. Ξόδεψα όλες μου τις οικονομίες. Εκείνος δεν έβαλε δραχμή. Ακόμη κι όταν στριμώχτηκα οικονομικά και δεν μπορούσα να πληρώσω το ΤΕΒΕ, ακόμη και τότε δε με βοήθησε, αν και μπορούσε -το ήξερα καλά”.

“Η μητέρα κατάπεσε πολύ μετά τη γέννα της μικρής.... το πρόσωπό της έγινε ανέκφραστο, το βλέμμα της απόμακρο”.

Οι αδελφές του, απηυδησμένες από τον συντηρητικό τρόπο ζωής που έκαναν, αλλάζουν σελίδα:“Τότε τις έβαλε κάποιος πονηρός τραπεζικός και στην παγίδα των πιστωτικών καρτών, οπότε εμένα με αγνόησαν εντελώς κι έκαναν μια απότομη στροφή στη ζωή τους. Όλη τη μέρα ήταν στα μαγαζιά, ψώνιζαν και γέμιζαν τις ντουλάπες τους με ρούχα”. Η αλλαγή αυτή τις κάνει τόσο αδιάφορες απέναντι στον αδελφό τους, που τελικά τον διώχνουν από το πατρικό και ας γνωρίζουν ότι είναι άρρωστος.

Προς το τέλος του βιβλίου, ο Χρυσοβαλάντης αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια: “«Δεν είσαι καλό παιδί, δεν είσαι σωστός γιος, δεν είσαι επιμελής μαθητής, είσαι ψεύτης και φυγόπονος». Η παιδική μου ηλικία – μια φυλακή”. Αυτά τα τόσο σημαντικά χρόνια της ζωής του ανθρώπου που τον κυνηγούν μια ζωή, γι' αυτόν ήταν φυλακή!

Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, ο τραγικός ήρωας Χρυσοβαλάντης μας κάνει να γελάμε με τα παθήματά του, αλλά και να προβληματιζόμαστε. Ο κυκλοθυμικός αυτός ήρωας τελικά “ζει” το όνειρό του να χειροτονηθεί Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο σπαραγμός αυτού του ανθρώπου τελειώνει: “Άξιος! Άξιος! Άξιος!”, αναφωνούν όλοι.

Ο εξευτελισμός του ανθρώπου πότε θα τελειώσει;

“Δυστυχώς ο σημερινός Έλληνας έχει καταντήσει να μην αγαπάει καταβάθος ούτε τη θρησκεία, ούτε την πατρίδα του, ούτε την οικογένεια. Ο Θεός να μας λυπηθεί”.

Μάρτυς μου ο Θεός, Μάκης Τσίτας, θέατρο Vault, Εκδόσεις Κίχλη

Μάκης Τσίτας

Γεννήθηκε στα Γιαννιτσά το 1971. Σπούδασε δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη και ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο. Από το 1994 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται στο χώρο των εκδόσεων. Ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Περίπλους (1994-2005) και συνεκδότης του περιοδικού Index (2006-2011). Διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τον πολιτισμό diastixo.gr.

Κείμενά του (διηγήματα, θεατρικά, ποιήματα) έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μονόπρακτό του “Στην πλατεία” και “Η τηλεόραση” παίχτηκαν στο Θέατρο των Καιρών (σε σκηνοθεσία Έρσης Βασιλικιώτη). Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα ισπανικά, τα αγγλικά, τα εβραικά, τα σουηδικά και τα φιλανδικά. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Τάκη Σούκα και την Τατιάνα Ζωγράφου.

Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων “Πάτυ εκ του Πετρούλα”, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996, και πολλά βιβλία για παιδιά: (2014) “Βρες ποιος είμαι!”- Πατάκης, (2014) “Ο αδέσποτος Κώστας”- Ψυχογιός, (2014) “Απ’ έξω κι ανακατωτά”- Ψυχογιός, (2013) “Αχ, αυτοί οι γονείς”-Ψυχογιός, (2012) “Μην Ταλαιπωρείς τον Αϊ Βασίλη”- Ψυχογιός, (2012) “Πάρε με κι εμένα μαζί σου!”-Ψυχογιός, (2011) “Γιατί δε μετράς προβατάκια;”-Ψυχογιός, (2009) “Μη φεύγεις”- Ψυχογιός, (2007) “Βρες ποιος είμαι!”- Ελληνικά Γράμματα, (2006) “Ο Κοκκινούλης”- Κάστωρ, (2006) “Οι φίλοι”- Ψυχογιός, (2005) “Δε μου αρέσει το γάλα”- Ψυχογιός, (2005) “Ποιανού είναι αυτή η σούπα;”- Ψυχογιός, (2005) “Χριστούγεννα στο νηπιαγωγείο”- Σαββάλας, (2004) “Η Δώρα και ο Οδυσσέας”- Ελληνικά Γράμματα, (2003) “Τ' όνομά μου είναι Δώρα”, Ελληνικά Γράμματα.

Για το μυθιστόρημα “Μάρτυς μου ο Θεός” έλαβε το βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 (European Union Prize for Literature 2014).

Μάρτυς μου ο Θεός, Μάκης Τσίτας, θέατρο Vault, Εκδόσεις Κίχλη

Το θεατρικό

Το θέατρο Vault, είναι ένας χώρος φιλόξενος, γεμάτος θετικούς ανθρώπους. Δεν πηγαίνεις μόνο για να παρακολουθήσεις μια παράσταση, αλλά και για να συζητήσεις γι' αυτήν, στο καφέ του ισογείου. Δεν είναι ένα κλασικό θέατρο, αλλά ένα καταφύγιο, όπου η τέχνη του θεάτρου κάνει τον θεατή μέλος του θιάσου. Ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης εδώ και τρία χρόνια δίνουν στέγη σε  θεατρικές παραστάσεις με άποψη και ποιότητα. Μία από αυτές είναι η θεατρική απόδοση του  βιβλίου του Μάκη Τσίτα, “Μάρτυς μου ο Θεός”.

Ευφυής ήταν η σκηνοθετική προσέγγιση του ήρωα, από τη σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη. Ζωντάνεψε τον Χρυσοβαλάντη, βάζοντάς τον να ψάλλει τα εδάφια του Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει τη σχέση του ήρωα με τον Θεό τόσο αληθινά, καθιστώντας την κομποσκοίνι-αποκούμπι του, ως το τέλος της παράστασης. Μια θεατρική απόδοση λιτή, χωρίς περιττά σκηνικά, με την επιλογή ενός ηθοποιού στο σανίδι, ο οποίος μεταφέρει το βιβλίο εξομολογούμενος γλαφυρά τα δεινά ενός νεοέλληνα!

Η ερμηνεία του Ιωσήφ Ιωσηφίδη είναι καθηλωτική. Η γνώση της βυζαντινής μουσικής από τον ηθοποιό, τον οδήγησε στη δημιουργία ενός Χρυσοβαλάντη που ψάλλει με άνεση, ανάμεσα στους συλλογισμούς που κάνει. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης χειρίστηκε εκπληκτικά τα δραματικά και κωμικά στοιχεία του έργου, ώστε να μας τα παρουσιάζει άρτια, στις γρήγορες εναλλαγές τους. Η χαρακτηριστική ατάκα του ήρωα “Ναι, αυτό!” στο τέλος κάθε σωστού συλλογισμού -ειπωμένη με την ανασφάλεια που τον χαρακτηρίζει- εκτός από ένα πικρό γέλιο, κοινώνησε στους θεατές και την ανάγκη για λύτρωση.

Ο συγγραφέας επιμελήθηκε και την δραματουργική επεξεργασία. Ένας μονόλογος 264 σελίδων που ήθελε γενναίες αποφάσεις για να γίνει θεατρικό. Ο Μάκης Τσίτας θέλησε να κρατήσει τα πιο δραματικά κομμάτια από το βιβλίο του και όχι τα σατυρικά. Θέλησε να προβληματίσει και όχι να αφήσει τον θεατή με ένα γέλιο που θα τον κάνει να αποχωρήσει χωρίς κάθαρση.

Οι προβληματισμοί του ήρωα, γίνονται άμεσα δικοί μας. Η κρίση που έπληξε την πατρίδα μας και τα αμέτρητα γιατί, ξεπηδούν: απαξίωση των θεσμών, εξευτελισμός του ανθρώπου, φτώχεια, ανεργία, ξενοφοβία, πίστη και δογματισμός, προδοσία στους κόλπους της οικογένειας. Το κοινό αναγνωρίζει δικά του χαρακτηριστικά στον ήρωα, θέλει να δώσει τέλος στον εξευτελισμό αυτού του ανθρώπου. Η κάθαρση του ήρωα έρχεται με την χειροτονία του σε  Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, έστω και αν είναι στην φαντασία του! Η κάθαρση του κοινού; Να μην απομακρύνεται από τα όνειρά του, να μη ξεχνά ότι είναι κομμάτι της κοινωνίας που θέλει να αλλάξει! Και οι αλλαγές έρχονται με την ενδοσκόπηση και όχι με την κριτική.

ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο - δραματουργική επεξεργασία: Μάκης Τσίτας

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη

Μουσική επιμέλεια: Κατερίνα Πολυχρονοπούλου

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Σκηνογραφική επιμέλεια: Σοφία Καραγιάννη - Λίνα Παγώνη

Βοηθός σκηνοθέτη: Μυρτώ Αθανασοπούλου

Φωτογραφίες: Νικολέττα Γιαννούλη

Αφίσα παράστασης: Νικολέττα Γιαννούλη, Αλέξανδρος Βενιέρης

Συμπαραγωγή : VAULT και εταιρεία θεάτρου GAFF

Ερμηνεύει ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης

31 Οκτωβρίου - 10 Ιανουαρίου 2016
Σάββατο στις 18:00 και Κυριακή στις 21:00 έως 10 Ιανουαρίου 2016

Διάρκεια: 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Πληροφορίες-κρατήσεις: 213 0356472 / 6949534889
(για τηλεφωνικές κρατήσεις 11:00- 14:00 και 17:00-21:00)

Τιμές Εισιτηρίων

Γενική είσοδος: 10,00 ευρώ

Μειωμένο: 8,00 ευρώ (Φοιτητές/ Μαθητές / Σπουδαστές/ Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ)/ ΑμΕΑ

Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ): 5,00 ευρώ

Προπώληση VIVA: 8,00 ευρώ www.viva.gr

ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ VAULT Theatre Plus
Μελενίκου 26 Γκάζι, Βοτανικός τ.κ 10447

Μάρτυς μου ο Θεός, Μάκης Τσίτας, θέατρο Vault, Εκδόσεις Κίχλη

Μιλήσαμε με τον πρωταγωνιστή Ιωσήφ Ιωσηφίδη.

E: Ποια είναι η σχέση σας με το βιβλίο, αλλά και ποια διαδικασία περνάτε κατά την ανάγνωση ενός βιβλίου;

Η σχέση μου με το βιβλίο είναι μια σχέση όσφρησης στην κυριολεξία. Δεν υπάρχει περίπτωση ανοίγοντας ένα βιβλίο να μην μυρίσω το χαρτί, πάντα έτσι ξεκινάει για μένα η διαδικασία της ανάγνωσης. Επίσης όσο εξαντλητική κι αν είναι η μέρα μου οπωσδήποτε θα διαβάσω έστω και ελάχιστες σελίδες από κάποιο βιβλίο. Αγαπάω την λογοτεχνία αλλά έχω μια μεγάλη αδυναμία, σχεδόν εμμονή, στο αστυνομικό και αστυνομικοιστορικό μυθιστόρημα, το λατρεύω αυτό το είδος και έχω διαβάσει εκατοντάδες τέτοια βιβλία.

Ένα καλό βιβλίο είναι ένα ωραίο ταξίδι και μια γνωριμία με πρόσωπα που μπορεί και να μας θυμίζουν κάτι, ένα τέτοιο πρόσωπο είναι και ο Χρυσοβαλάντης στο “Μάρτυς μου ο Θεός” του Μάκη Τσίτα που προτείνω στο αναγνωστικό κοινό.

E: Γιατί επιλέξατε να πρωταγωνιστήσετε στην θεατρική απόδοση του βιβλίου του Μάκη Τσίτα “Μάρτυς μου ο Θεός”;

Όταν διάβασα το βιβλίο του Μάκη Τσίτα ήθελα να μπω στην κυριολεξία μέσα στις σελίδες και να αγκαλιάσω τον ήρωα του, να τον παρηγορήσω λίγο, να του πω “Μη σε νοιάζει πέστα σε μένα”. Πιστεύω πως ο Τσίτας μέσα από αυτό το βιβλίο έδωσε ένα ψυχογράφημα της ελληνική κοινωνίας των τελευταίων δέκα χρόνων. Η φόρμα της γραφής του, ο ρυθμός του και κυρίως ο τρόπος που παρουσιάζει την ζωή και την πορεία του αντιήρωα Χρυσοβαλάντη είναι δέλεαρ ώστε να θέλεις να εμπλακείς θεατρικά με ένα τέτοιο σπουδαίο έργο.

E: Νιώσατε να έχετε κοινά σημεία με τον Χρυσοβαλάντη;

Κοινό σημείο με τον Χρυσοβαλάντη είναι μόνο η οικειότητα που έχω με τον ήχο της βυζαντινής μουσικής.

E: Τί είναι για σας Πίστη;

Η Πίστη είναι για τον καθένα από μας κάτι που δεν είναι εύκολο να περιγράψεις με λόγια. Ακόμα κι αν ζεις ερήμην της έρχεται πάντα μια στιγμή, συνήθως δύσκολη, που έχεις ανάγκη να πιστέψεις κάπου, κάτι, κάποιον. Νομίζω πως το πρώτο και πιο δύσκολο βήμα είναι καταρχήν η πίστη στον ίδιο σου τον εαυτό, αυτός είναι και ο θεός που κουβαλάμε μέσα μας και μ’ αυτόν ή που θα τα βρούμε ή που θα είμαστε πάντα σε μια αντιπαλότητα που θα μας βασανίζει. Πάντως έχω μια πολύ ωραία προσωπική σχέση με το Θεό και τα λέμε καμιά φορά.

E: Ζούμε μια εποχή που η εισρροή προσφύγων είναι καθημερινή στη χώρα μας, και η ξενοφοβία όλο και αυξάνεται. Ο Χρυσοβαλάντης είναι ξενοφοβικός. Σε μια πολυπολιτισμική Ευρώπη, πώς μπορούμε να διώξουμε τέτοιους φόβους;

Ο φόβος, όπως δείχνουν τα πράγματα και οι εξελίξεις, θα μεγαλώνει. Προσωπικά νομίζω πως ο μόνος τρόπος για να τον διώξουμε είναι να προσπαθήσουμε να έρθουμε στην θέση όλων αυτών των ανθρώπων που από τη μια μέρα στην άλλη χάνουν σπίτι και πατρίδα και προσπαθούν να «κολυμπήσουν» για μια νέα ζωή. Εξάλλου κι έμενα οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο και γνώρισα από πρώτο χέρι (από τις διηγήσεις τους και κυρίως από το βλέμμα τους) τις δυσκολίες και τον καημό της προσφυγιάς. Και να μη ξεχνάμε πως οι λαοί είναι πάντα τα θύματα στον πόλεμο των μεγάλων συμφερόντων.

E: Ποιό είναι το μέλλον που βλέπετε να έχει το ανθρώπινο είδος πάνω στη Γη; Ποιά θεωρείτε ότι είναι η θέση που πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης στο παγκόσμιο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι;

Το ανθρώπινο είδος θα συνεχίσει να υπάρχει αλλά προφανώς πιο υποβιβασμένο αν σκεφτεί κανείς πως τα κράτη και οι κυβερνήσεις ασκούν πολιτική με κέντρο τις τράπεζες και όχι τον άνθρωπο.  Εύχομαι κάτι να αλλάξει προς το καλύτερο κάποια στιγμή. Οσο για τους καλλιτέχνες δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο αλλά μπορούν να αφυπνίζουν και να προσφέρουν χαρά και δημιουργία.

E: Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;

Θα συνεχίσω το ‘ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ’ στο VAULT κάθε Σάββατο στις 6.00μμ και Κυριακή στις 9.00μμ, καθώς και την άλλη παράσταση που παίζω αυτόν τον καιρό το ‘ΌΛΗ Η ΒΙΒΛΟΣ (ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ)’, στο θέατρο ΧΟΡΝ κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.00μμ και από 19 Δεκεμβρίου θα ξεκινήσω παραστάσεις και στο ‘Marvin’s Room’ σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά στο VAULT.

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα