Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Ηλίας Μαγκλίνης, μιλάει στην Λεύκη Σαραντινού για «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι»
Διαφ.

Γράφει: Λεύκη Σαραντινού

Ο Ηλίας Μαγκλίνης γεννήθηκε το 1970 στην Κινσάσα της Λαϊκής Δηµοκρατίας του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Μεγάλωσε στη Γλυφάδα και σπούδασε στην Αγγλία και τη Σκοτία.

Το 2005 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το αποσπασµατικό µυθιστόρηµα Σώµα µε σώµα. Η νουβέλα Η ανάκριση (Κέδρος 2008, Μεταίχµιο 2020) µεταφράστηκε στα αγγλικά και τα σερβικά και µεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο το 2019 από τον σκηνοθέτη Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, µε τους Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιώργο Κέντρο και Θεµιστοκλή Πάνου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το µυθιστόρηµα Πρωινή γαλήνη (Μεταίχµιο, 2015) τιµήθηκε µε το βραβείο Ουράνη της Ακαδηµίας Αθηνών, το Βραβείο Μυθιστορήµατος του διαδικτυακού βιβλιολογικού περιοδικού Ο Αναγνώστης και το Βραβείο Μυθιστορήµατος του λογοτεχνικού περιοδικού Η Κλεψύδρα. Το µη µυθοπλαστικό µυθιστόρηµα Είµαι όσα έχω ξεχάσει. Μια αληθινή ιστορία (Μεταίχµιο 2019) τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος και µε το Βραβείο Βιβλιοπωλών του Public.

Από το 1999 γράφει στην εφηµερίδα Καθηµερινή. Από το 2013 είναι αρχισυντάκτης του πολιτιστικού ένθετου «Τέχνες και Γράµµατα» της κυριακάτικης Καθηµερινής.

Ζει στο Μετς µε τη γυναίκα του, τις δύο του κόρες και τρεις γάτες.

Στο Bookia μας μίλησε για το νέο του βιβλίο «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι».

Ηλίας Μαγκλίνης, το μόνο της ζωής τους ταξίδι, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Από όσα δηλώνετε στο βιβλίο σας, η ιδέα για τη συγγραφή του νέου σας πονήματος γεννήθηκε ως αδήριτη συναισθηματική ανάγκη μετά το προηγούμενο βιβλίο σας «Είμαι όσα έχω ξεχάσει». Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.

Το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει», ενώ το δούλευα πριν κάμποσα χρόνια χωρίς να πηγαίνει πουθενά, επρόκειτο να συμπεριλάβει και την ιστορία του «Μόνου της ζωής τους ταξιδιού». Η ιδέα ήταν ότι ένα πρόσωπο –ο Νίκος Μαγκλίνης– συμπύκνωνε πάνω του δύο κορυφαία ιστορικά γεγονότα για τη χώρα, τη Μικρασιατική εκστρατεία-καταστροφή και τον Εμφύλιο. Με έλκυε αυτή η ιδέα, διότι ήταν πάρα πολλοί σαν κι αυτόν τον άγνωστο παππού που έζησαν στο πετσί τους το μικρασιατικό και αργότερα τον Εμφύλιο. Για τους ανθρώπους της γενιάς του δηλαδή αυτό ήταν και λίγο κοινός τόπος. Ένα πρόσωπο λοιπόν θα συνέδεε τις δύο ιστορίες. Αλλά αφηγηματικά αυτό δεν μου έβγαινε. Ήταν ένας χυλός. Ουσιαστικά ήταν δύο διαφορετικές αφηγήσεις κι ας συνδέονταν από το ίδιο πρόσωπο. Οπότε αποφάσισα να «θυσιάσω» το μικρασιατικό και να επικεντρωθώ στον φόνο του το 1944 και τι σήμαινε αυτό για τον πατέρα μου και κατ’ επέκταση για όλη την οικογένεια. Πώς δηλαδή το τραύμα «ταξιδεύει» μέσα στον χρόνο. Μάλιστα, πίστεψα για ένα διάστημα ότι δεν θα γράψω ποτέ τελικώς το μικρασιατικό μέρος. Το εγκατέλειψα. Αλλά δεν με εγκατέλειψε αυτό. Ξεσκαρτάροντας χαρτιά και σελίδες με τράβηξε ξανά μέσα του. Ήρθε και μια πρόσκληση από τον φίλο Θανάση Τριαρίδη για μια σειρά έξι διαδικτυακών σεμιναρίων με θέμα τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, σε συνεργασία με τον φίλο ιστορικό Τάσο Σακελλαρόπουλο, και το πάθος αναζωπυρώθηκε. Το «Μόνο της ζωής τους ταξίδι» ήταν σχεδόν γραμμένο στα τέλη του 2021, αλλά ως σύνθεση ήταν ακόμα ένα χάος. Είχα τέτοια θέματα να λύσω κυρίως τους τελευταίους μήνες και, ευτυχώς, οδηγήθηκα σε μια μορφή με την οποία ένιωσα καλά. Τότε κατάλαβα ότι είχα πια βιβλίο στα χέρια μου.

«Όταν πας ένα ταξίδι, κάτι αφήνεις πίσω σου. Όταν επιστρέφεις από ένα ταξίδι, κάτι αφήνεις πίσω σου πάλι» γράφετε στο βιβλίο σας. Όπως όλα τα ταξίδια σας, έτσι και το συγκεκριμένο ήταν ένα ταξίδι αυτογνωσίας; Πάντα γυρίζουμε διαφορετικοί στον τόπο μας έπειτα από ένα ταξίδι;

Αυτογνωσίας δεν ξέρω αν ήταν το συγκεκριμένο ταξίδι. Έψαχνα για εικόνες που με κάποιο τρόπο θα με συνέδεαν με τα γεγονότα της εποχής – έστω μέσα μου, στο φαντασιακό μου. Μιλώντας για ταξίδια γενικότερα, προσωπικά έχω μια αμφίθυμη σχέση με τα ταξίδια. Λίγο νευρωτική. Αυτό επιδεινώθηκε μετά την περιπέτεια με τη λευχαιμία της μεγάλης μου κόρης, που κράτησε λίγο παραπάνω από δύο χρόνια, και, βέβαια, με τις καραντίνες λόγω πανδημίας. Είχα πάντοτε και ένα αγοραφοβικό σύνδρομο, ελαφρό αλλά όχι αμελητέο, οπότε η σχέση με το ταξίδι κάπου χάλασε για τα καλά. Σήμερα, ας πούμε, δεν θα ξεκινούσα να ταξιδέψω στην Τουρκία όπως το έκανα το καλοκαίρι του 2012, με τουρκικά ΚΤΕΛ και αλλάζοντας πόλη κάθε 3-4 μέρες. Νομίζω αυτή η νεύρωση σχετίζεται με αυτό που γράφω στο βιβλίο: ναι, πάντοτε κάτι αφήνουμε πίσω μας όταν φεύγουμε για ταξίδι, κάτι επίσης αφήνουμε και στονπροορισμό που αναζητήσαμε όταν επιστρέφουμε σπίτι μας και πάλι. Δεν είμαστε ακριβώς οι ίδιοι. Αυτές οι εσωτερικές μετατοπίσεις, όσο ανεπαίσθητες κι αν είναι, φοβίζουν, ειδικά εμένα. Όμως, εκ των υστέρων, είναι ευλογημένες αν θες να γράφεις ιστορίες, βιβλία.

Ποια είναι η αναγνωστική σας σχέση με την Ιστορία; Διαβάζετε Ιστορία και ιστορικό μυθιστόρημα; Κι αν ναι, ποια περίοδος σας ενδιαφέρει περισσότερο και γιατί;

Ιστορικό μυθιστόρημα σχεδόν καθόλου. Δεν με ενδιέφερε ποτέ, εκτός από τις φοβερές ιστορικές αφηγήσεις του Ρόμπερτ Γκρέιβς. Ιστορία, ναι, διαβάζω, από παιδί. Ως προς την ελληνική Ιστορία με ενδιαφέρουν δύο περίοδοι: η δεκαετία 1912-1922 και η δεκαπενταετία 1940-1955. Είμαι περίπου αναλφάβητος ως προς το 1821 και γνωρίζω ελάχιστα για την περίοδο της δικτατορίας, για παράδειγμα. Ως προς την παγκόσμια Ιστορία, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η ιστορία της Αφρικής αλλά και οι εξερευνήσεις της εποχής της Αναγέννησης είναι πράγματα στα οποία επιστρέφω πολύ. Εκείνο που με τον καιρό συνειδητοποίησα ότι με ενδιαφέρει δεν είναι τυχόν αίτια, ερμηνείες, εξηγήσεις κτλ. γύρω από ένα ιστορικό γεγονός, αυτά αφορούν τους ιστορικούς που κατέχουν και τη μεθοδολογία που εγώ αγνοώ, αλλά οι μικροϊστορίες των ανωνύμων. Οι απόκρυφες πτυχές. Ειδικά συγγραφικά μιλώντας, δεν με ενδιαφέρει ο Βενιζέλος, π.χ., αλλά ο ανώνυμος στρατιώτης στη Μικρά Ασία. Τώρα, το γιατί με ενδιαφέρουν αυτές οι περίοδοι: νομίζω πολύ κόσμο αυτές οι περίοδοι τον ενδιαφέρουν. Δεν ενέχει καμιά πρωτοτυπία να σε ενδιαφέρει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το αντίθετο μάλλον. Η Αφρική, και ειδικά το πρώην βελγικό Κονγκό, με ενδιαφέρει λόγω της δικής μας οικογενειακής ιστορίας, ο πόλεμος της Κορέας λόγω της συμμετοχής του πατέρα μου σε αυτόν. Το θέμα είναι πώς τα «ανοίγεις» αυτά τα πεδία, να ξεφύγουν δηλαδή από το οικογενειακό πλαίσιο και την πατρική σκιά. Νομίζω πάντως ότι με ενδιαφέρουν περίοδοι με έντονες συγκρούσεις και η ανθρώπινη υπόσταση κάτω από ακραίες συνθήκες.

Τελικά με ποιο είδος της λογοτεχνίας θεωρείτε εσείς πιο δύσκολο να καταπιαστεί κανείς, το nonfiction, το οποίο αναδιηγείται και εστιάζει σε αληθινά γεγονότα ή το fiction, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στη φαντασία του συγγραφέα;

Και τα δύο είδη δύσκολα είναι. Η διήγηση αληθινών γεγονότων είναι σαν να περπατάς σε κινούμενη άμμο. Το ίδιο ισχύει και όταν ο συγγραφέας στηρίζεται αποκλειστικά στη φαντασία του – πράγμα όμως που, κατά τη γνώμη μου, δεν συμβαίνει ποτέ. Ακόμα και μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας ή μια ιστορία υπερφυσικού τρόμου, όλα φέρουν κάτι από την εσωτερική ζωή του συγγραφέα. Και σε ό,τι αφορά τη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία, η επινόηση διεισδύει σαν νερό έπειτα από πλημμύρα.

Το οδοιπορικό που πραγματοποιήσατε στη Μικρά Ασία έγινε εξαιτίας του παππού σας που πολέμησε εκεί; Θα το πραγματοποιούσατε υπό άλλες συνθήκες, αν δεν είχε συμμετάσχει αυτός στη Μικρασιατική Εκστρατεία; Μιλήστε μας λίγο για το ταξίδι σας.

Όχι, δεν θα είχα αποπειραθεί ένα τέτοιο οδοιπορικό αν δεν υπήρχε η αφετηρία ή το πρόσχημα που αναφέρετε. Δεν είμαι ιστορικός για να ξεκινήσω να πάω να κάνω έρευνα πεδίου. Ως αφηγητής, πάντοτε αρχίζω από εκεί όπου φτάνουν τα χέρια μου αν τα τεντώσω. Στην πορεία, γράφοντας, ψάχνω να βρω τρόπους να διευρύνω αυτό το όριο. Τώρα, ως προς το ταξίδι το ίδιο αναφέρομαι εκτενώς στο βιβλίο. Σήμερα μου μοιάζει με τρομερή ταλαιπωρία, είχε κάτι εξωτικό, κάτι ανοίκειο αλλά και τρομερά οικείο συνάμα, δεν είχε δυσάρεστες εκπλήξεις, οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί, φιλόξενοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν. Έκανε φοβερή ζέστη, ήταν μέσα Ιουλίου. Αναλογιζόμουν συνεχώς τους Έλληνες στρατιώτες που διέσχισαν την Αλμυρά Έρημο καταμεσής του Αυγούστου. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο είναι και μια ιστορία για το βάσανο της δίψας.

Ομολογείτε στο βιβλίο σας ότι ο παππούς σας, αν και δεν τον γνωρίσατε ποτέ, ήταν μια μορφή που επηρέασε αρκετά την πορεία της δικής σας ζωής. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; Γιατί το παρελθόν της οικογένειάς μας μας επηρεάζει τόσο πολύ;

Διότι τα δοχεία είναι συγκοινωνούντα είτε το θέλουμε είτε όχι. Ένας πολύ καλός φίλος, με το που πέθαναν οι γονείς του, πέταξε τα πάντα. Τα πάντα όμως. Δεν κράτησε ούτε μια φωτογραφία, τίποτα. Πέταξε και όλα τα δικά του προσωπικά αντικείμενα, από την παιδική, την εφηβική και νεανική του ηλικία. Και το έκανε με μια αξιοζήλευτη ηρεμία και στερεότητα. Τον θαύμασα, τον ζήλεψα. Λίγους μήνες αργότερα άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού. Πολύ σοβαρές κρίσεις. Ανέτρεξε στην ψυχοθεραπεία. Δεν μετάνιωσε ποτέ για το ότι ξεφορτώθηκε όλο αυτό τον –περιττό εν πολλοίς– όγκο, αλλά κατάλαβε ότι μπορεί να λέμε ότι έχουμε τελειώσει με το οικογενειακό παρελθόν, αλλά το οικογενειακό παρελθόν δεν έχει τελειώσει με εμάς. Σήμερα πάντως είναι πιο ανάλαφρος από μένα που τα σκαλίζω συνεχώς.

Πιστεύετε ότι το γεγονός πως έχουμε επίγνωση της θνητότητάς μας κάθε στιγμή που περνά επηρεάζει με καθοριστικό τρόπο τα πεπραγμένα μας και τον τρόπο της ζωής μας; Πώς θα ήταν άραγε αν δεν είχαμε αυτό το τυραννικό χρονόμετρο να μετρά αντίστροφα τις ώρες μας, αν δεν μας πίεζε ο χρόνος;

Δεν μπορώ να φανταστώ τον ανθρώπινο βίο χωρίς το τέλος του, τη ζωή χωρίς τον θάνατο. Μου μοιάζει ανώμαλο, αφύσικο. Από ένα λουλούδι και ένα όστρακο έως εμάς τους ίδιους, τις φάλαινες, τα άστρα, τον Ήλιο μας, ολόκληρο το σύμπαν μας ακόμα, όλα κάποτε θα τελειώσουν. Το «Για πάντα», με τη στενή του έννοια, είναι κάτι ψευδές. Ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα ζώα, έχει επίγνωση, ξέρει ότι φέρει μέσα του το τέλος του από τη στιγμή που αρχίζει να καταλαβαίνει τον εαυτό του. Και όχι μόνο αυτό: όσο ζεις, όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις ότι συνεχώς κάτι χάνεις. Χάνεις την παιδική σου ηλικία, την αθωότητά σου, χάνεις αντοχές, χάνεις γονείς, φίλους, εραστές, σχέσεις, χάνεις δουλειές, ακόμα και τη χώρα σου, αν αναλογιστούμε την τραγωδία των προσφύγων σήμερα και διαχρονικά. Ώσπου στο τέλος χάνεις τη ζωή σου. Κι όμως η ζωή είναι ανεξάντλητη και έχει έναν πλούτο που μοιάζει αστείρευτος ακριβώς επειδή το ζεις μόνο μία φορά. Όσο χάνεις άλλο τόσο κερδίζεις μέσα σου. Αρκεί να είσαι έτοιμος να υποδεχθείς αυτό το «αλλιώς» που κρύβει η ζωή μέσα της. Δύσκολα πράγματα. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να προσεγγίζεις τον χρόνο όχι ως παράγοντα φθοράς αλλά διάρκειας. Όχι να βλέπεις τη μία μέρα να φεύγει μετά την άλλη, σαν σε αντίστροφη μέτρηση, αλλά να βλέπεις την κάθε μέρα σαν ένα είδος επανεκκίνησης. Γι’ αυτό μου αρέσει να ξυπνώ πολύ νωρίς. Κάθε αυγή έχει κάτι ελπιδοφόρο όσο άθλια κι αν ήταν η προηγούμενη ημέρα.

Τελικά, από όσα εσείς μελετήσατε για το συγκεκριμένο θέμα, ποια είναι η δική σας άποψη σχετικά με εκείνους στους οποίους επιρρίπτονται οι ευθύνες της Μικρασιατικής Καταστροφής;

Αυτή είναι ερώτηση που πρέπει να γίνεται σε ιστορικούς, οι οποίοι έχουν ευρεία και εις βάθος εποπτεία ενός ιστορικού γεγονότος ή μιας περιόδου. Εγώ μελέτησα την πορεία ενός ανθρώπου σε μια συγκεκριμένη στρατιωτική μονάδα, όχι την εκστρατεία στο σύνολό της. Είναι επίσης εύκολο, εκατό χρόνια μετά και από την ασφάλεια της γωνιάς μας, να υποδυθούμε τους κριτές ή τους δικαστές. Ούτε ο ιστορικός δεν το κάνει αυτό: ερμηνεύει, εξηγεί, αναλύει, αλλά δεν κρίνει με αυτή την έννοια. Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν την πολυτέλεια που έχουμε εμείς σήμερα: δεν ήξεραν τι θα συμβεί στη συνέχεια. Εμείς ξέρουμε τι συνέβη. Ξέρουμε το «τέλος της ταινίας». Αυτοί τότε έπαιρναν κρίσιμες αποφάσεις εν μέσω φωτιάς. Φυσικά, υπάρχουν ευθύνες, ειδικά για τις πιο επιμέρους αποφάσεις, αλλά και πάλι θα απέφευγα να εκφέρω άποψη. Αν μη τι άλλο, κάθε τόσο αλλάζω κι εγώ γνώμη. Στο βιβλίο αποφεύγω σαν τον διάολο να εκφέρω τέτοια κρίση, εκτός, ίσως, σε ό,τι αφορά την απόφαση της εκστρατείας στην Άγκυρα τον Αύγουστο του 1921, αλλά ακόμα και εκεί το προσεγγίζω από μια πιο ανθρώπινη πλευρά, από την πλευρά του απλού, καταπονημένου, φοβισμένου στρατιώτη. Είμαι πολύ περίεργος να έβλεπα πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν, π.χ., ο Βενιζέλος δεν έχανε τις εκλογές του 1920. Πάντως, σε ένα πολύ γενικό πλαίσιο, φοβάμαι ότι η Μικρά Ασία ήταν καταδικασμένη από το 1919 και η μετέπειτα πορεία δείχνει πως η ελληνική πλευρά έχανε συνεχώς επαφή με την πραγματικότητα τόσο του πεδίου της μάχης όσο και της διεθνούς διπλωματίας. Αυτή είναι μια καλή συνταγή για καταστροφή.

Κύριε Μαγκλίνη, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα