Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Είναι μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε; Να δούμε αν εμείς οι απόγονοι δικαιώσαμε τον αγώνα τους; Η ιστορία τελικά πάντα θα επαναλαμβάνεται γιατί κάπου πήραμε λάθος δρόμο; Κάπου χάσαμε το μήνυμα τους για τις αξίες και τα ιδανικά που μας παρέδωσαν;
Η Αλεξία Καλογεροπούλου, ποιήτρια και επιμελήτρια αυτής της όμορφης ανθολογίας, απάντησε στα ερωτήματα μου.
Αλεξία Καλογεροπούλου, να που ξαναβρεθήκαμε να μιλήσουμε με αφορμή την ανθολογία που επιμελήθηκες για την Επανάσταση του 1821.Πώς ήρθε η ιδέα γι αυτό το συλλογικό έργο, ήταν δική σου ιδέα αυτή η συνομιλία με τους ήρωες και αν ήταν δύσκολο αυτό το εγχείρημα μέχρι να εκδοθεί;
Να που ξαναβρεθήκαμε, Μάγδα, και είναι πάντα μεγάλη η χαρά μου να συζητώ μαζί σου. Η ιδέα γι΄ αυτό το συλλογικό έργο προέκυψε μέσα από μια σειρά από εύλογες απορίες που με απασχόλησαν με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Μεταξύ άλλων, αναρωτιόμουν τι σημαίνει σήμερα το 1821, αν υπάρχει χώρος για ταυτίσεις, αν μπορούν τα πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης να συνομιλήσουν με τον σύγχρονο Έλληνα και τη σύγχρονη Ελληνίδα και τι θα μπορούσαν να πουν μαζί τους. Για να πάρω απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα στράφηκα σε είκοσι συγγραφείς (είκοσι έναν μαζί με εμένα) που υπολήπτομαι όχι μόνο για τη γραφή τους αλλά και για την προσωπικότητά τους. Και τις πήρα. Στο βιβλίο «Συνομιλίες με τα πρόσωπα του 1821», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24γράμματα, κάθε συγγραφέας, με τον δικό του τρόπο, συνομιλεί με ένα ή περισσότερα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στον Αγώνα για την Ελευθερία. Είναι ένα επετειακό, εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, ένα απάνθισμα καλογραμμένων ιστοριών που συνθέτουν συναρπαστικές εικόνες.
Στον πρόλογο της ανθολογίας γράφεις: «Άξιζε η Επανάσταση; Τι θα ήμασταν χωρίς αυτή;» Άξιζε τελικά να χάσουν περιουσίες και βιος ώστε να είμαστε εμείς ελεύθεροι, ή σχεδόν ελεύθεροι;
Προφανώς εκείνοι, οι αγωνιστές, έκριναν ότι ήταν προτιμότερο να διακινδυνεύσουν βίο και βιος για την ελευθερία. Για να πάρει κανείς μια τέτοια απόφαση, σημαίνει ότι είχε φτάσει σε ένα οριακό σημείο, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται ορισμένοι, ότι δηλαδή στην Τουρκοκρατία ο κόσμος περνούσε καλά. Η ζωή έπρεπε να αλλάξει. Για εμάς σίγουρα άξιζε, γιατί χάρη στις δικές τους θυσίες και στους δικούς αγώνες απολαμβάνουμε την ελευθερία που απολαμβάνουμε και έχουμε μια ταυτότητα διακριτή και ανεξάρτητη.
Η Μαρία Αθανασοπούλου συνομιλώντας με τον Γέρο του Μωριά, μας φέρνει τον Κολοκοτρώνη, να οργίζεται για τις φιέστες που ετοιμάζει η Επιτροπή για τον εορτασμό. Και δεν έχει άδικο. Τι θα μείνει τελικά στον πολίτη από όλες αυτές τις φιέστες από τον αγώνα τους, αν δεν διαβάσει κάποια βιβλία που θα τον προβληματίσουν;
Οι φιέστες είναι μέρος του εορτασμού, με την προϋπόθεση όμως ότι γίνονται με σεβασμό στην ιστορία, στη σημασία της επετείου και στον Αγώνα που έδωσαν κάποιοι για να τραγουδάμε εμείς σήμερα ας κρατήσουν οι χοροί. Δεν μπορεί να είναι μόνο δημόσιες σχέσεις και εμπορευματοποίηση. Δεν είναι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αυτό που, κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται είναι προβληματισμός, αναστοχασμός, να δούμε πού βρισκόμαστε διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 ως σύνολο, ως έθνος, αλλά και ο καθένας χωριστά. Να εξετάσουμε, με δυο λόγια, τον συλλογικό μας βίο και τη δική μας θέση μέσα σε αυτόν.
Είκοσι ένας συγγραφείς, όλοι με αξιόλογο έργο, δέχτηκαν την πρόσκληση σου, γι αυτό το ταξίδι στην Ιστορία. Ξεδίπλωσαν την ψυχή τους και έδωσαν το ξεχωριστό τους ύφος. Έρχομαι απέναντι και ρωτώ: Γιατί οι συγγραφείς επιλέγουν τον δρόμο της συγγραφής για να περάσουν τους προβληματισμούς τους και δεν θέλουν να βγουν στους δρόμους όπως άλλοτε; Είναι η προστασία τους πίσω από το χαρτί γιατί δεν θέλουν να χαρακτηριστούν επικίνδυνοι από τα ΜΜΕ;
Νομίζω ότι ούτε και στο παρελθόν έβγαιναν στους δρόμους οι συγγραφείς, τουλάχιστον όχι όλοι και όχι πάντοτε. Ο καθένας επιλέγει έναν τρόπο για να αγωνιστεί και να ακουστεί η φωνή του. Οι συγγραφείς το καταφέρνουν αυτό πρωτίστως με την πένα τους.
Χθες οι κοτζαμπάσηδες και οι δοσίλογοι, σήμερα τα μνημόνια και η πανδημία. Πάντα και παντού οι ξένοι προστάτες; Τελικά, γιατί δεν άλλαξε κάτι;
Όσο κι αν θα θέλαμε να είναι διαφορετικά τα πράγματα, πάντοτε θα υπάρχουν ανισότητες, πάντοτε θα υπάρχει η δύναμη του ισχυρού που προσπαθεί να κάμψει την αντίσταση του αδυνάτου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε και να αντιδρούμε στην αδικία και στην ανισότητα απ' όπου κι αν προέρχονται. Κάποιες φορές, όπως στην Επανάσταση του 1821, οι φαινομενικά αδύναμοι κερδίζουν.
Η Δήμητρα Διδαγγέλου γράφει για τον θησαυρό στο σεντούκι. Μόνο που δεν είναι χρήματα, όπως αναζητούμε εμείς οι απόγονοι αλλά ιδανικά αξίες και αγώνες. Μήπως τελικά αυτόν τον θησαυρό πρέπει ν’ αναζητούμε κι όχι χρήματα όπως μας έχει συνηθίσει η παγκοσμιοποίηση;
Συμφωνώ με τη Δήμητρα, η ευτυχία είναι μια εσωτερική κατάσταση, ξεκινάει εκ των έσω, από τον συναισθηματικό μας κόσμο, από την καλή και ισορροπημένη σχέση με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Με αυτήν την έννοια, καλό είναι να αναζητάμε εσωτερικά κίνητρα και εσωτερική γαλήνη για να νιώσουμε ευτυχισμένοι. Από την άλλη, τα χρήματα είναι ένα αναγκαίο κακό, ας το πούμε έτσι, από τη στιγμή που αποτελούν το αντίτιμο που καταβάλουμε για βασικά αγαθά, απαραίτητα για την επιβίωσή μας, αλλά και για λιγότερο βασικά, αν είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να έχουμε περίσσευμα, για την εκπλήρωση των επιθυμιών μας, που μας δίνει κι αυτή μια πρόσκαιρη ευτυχία. Η άπληστη αναζήτηση όλο και περισσότερων χρημάτων σε βάρος των δικαιωμάτων των άλλων, δεν αφορά μόνο την εποχή της παγκοσμιοποίησης αλλά κάθε εποχή, τον ατελή άνθρωπο εν γένει. Η διαφορά είναι ότι κάποτε η συμπεριφορά αυτή ήταν κατακριτέα, μπορεί να οδηγούσε ακόμα και στην απομόνωση ή στον εξοστρακισμό του άπληστου από την κοινωνία, ενώ σήμερα είτε γίνεται αποδεκτή με απάθεια είτε επαινείται.
«Αν δεν ελευθερωθείς μέσα σου απ’ ότι σε περιορίζει , πάντα σκλάβος θα είσαι». Ελευθερωθήκαμε ή είμαστε πιο σκλάβοι από τότε και δεν το έχουμε καταλάβει;
Νομίζω ότι ούτως ή άλλως γεννιόμαστε με περιορισμένη ελευθερία. Ερριμμένοι, για να θυμηθούμε τον Χάιντεγκερ, στον Κόσμο, σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, μαζί με άλλους, σε δοσμένες συνθήκες που δεν έχουν καθοριστεί από εμάς, οι επιλογές μας είναι ήδη περιορισμένες. Κατά συνέπεια, για ποια ελευθερία ακριβώς μιλάμε; Τουλάχιστον όμως σήμερα δεν έχουμε κάποιον κατακτητή πάνω απ’ το κεφάλι μας, όχι εμφανώς, τηρούνται, αν μη τι άλλο, τα προσχήματα.
Στο δικό σου διήγημα συνομιλείς με τον Νικόλαο Σκουφά. Σε πίκρανε η αλήθεια που σου ομολόγησε ο Σκουφάς ή σε προβλημάτισε ότι πρέπει να κάνεις το χρέος που σου αναλογεί; Και πώς θα το κάνει ο καθένας μας για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο όταν υπάρχει το εγώ κι όχι το εμείς;
Όχι, δεν με πίκραναν τα λόγια του Σκουφά. Αντιθέτως, ενίσχυσαν την άποψή μου ότι όλοι οι αγώνες μας αξίζουν, ακόμα και οι πιο μικροί. Είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα να αλλάξει κανείς τον κόσμο, είναι ουτοπικό, ωστόσο κάθε γενιά που έρχεται θεωρώ ότι έχει άγραφο χρέος, ηθικό, να αφήσει κάτι καλύτερο στη γενιά που ακολουθεί. Να έχει αγωνιστεί να αλλάξει κάτι προς το βέλτιον, για όλους, για το εμείς όχι μόνο για το εγώ, όπως έκαναν οι αγωνιστές του '21. Εξάλλου, τίποτα δεν μας ανήκει. Όλα είναι δανεικά. Εύχομαι να ήταν και ιδανικά, αλλά δεν είναι.
Εκείνοι έπαιρναν τα κουμπούρια για να μας ελευθερώσουν ενώ εμείς κάνουμε συζητήσεις και ψάχνουμε συμβιβαστικές λύσεις, υποχωρώντας όλο και περισσότερο γιατί αυτό επιτάσσουν πάλι οι μεγάλες δυνάμεις. Τι πιστεύεις πώς άλλαξε στην ψυχή του Ελληνικού λαού;
Είτε το θέλουμε είτε όχι ζούμε σε ένα διεθνές πλαίσιο, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο, που το ένα διαπλέκεται και συνδιαλέγεται με το άλλο. Δεν είναι εύκολο να πάρει κανείς τα κουμπούρια σήμερα, δεσμεύεται από διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες. Αντ' αυτού προτάσσονται οι διπλωματικές λύσεις, οι οποίες πιθανόν να απαιτούν και συμβιβασμούς. Και δεν βρίσκω τίποτα κακό σε αυτό, το προτιμώ μάλιστα, αρκεί οι λύσεις που προτείνονται να μην υποσκάπτουν τα ελληνικά δίκαια και την ελευθερία. Όσον αφορά την ψυχή του ελληνικού λαού, δεν έχω σαφή απάντηση. Μην ξεχνάμε ότι η Τουρκοκρατία διήρκησε πάνω - κάτω τετρακόσια χρόνια και, παρότι γίνονταν μικρότερες, αποτυχημένες επαναστάσεις, χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες και να έρθει εκείνη η μαγική στιγμή που μίλησε στις ψυχές της πλειοψηφίας των Ελλήνων και τους οδήγησε στον Αγώνα. Σήμερα, έχω την αίσθηση ότι παγωμένοι από τις σοκαριστικές εξελίξεις που έφεραν στην κοινωνία μας οι δυο απανωτές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, η οικονομική και η υγειονομική, νιώθουμε πιο αδύναμοι από ποτέ. Εξουθενωμένοι και ρημαγμένοι από τον φόβο, την αβεβαιότητα και τις ενοχές, φτάσαμε να μην διεκδικούμε πλέον ούτε τα αυτονόητα.
Η Επανάσταση είναι γένους θηλυκού, όπως η Ελευθερία, η ανεξαρτησία. Ο Αυδίκος συνομιλεί με τη Λενιώ Μπότσαρη, η Μαριαλένα Σπυροπούλου, με τη Μαντώ Μαυρογένους και η Σαρίτα Χαίμ με τη Μπουμπουλίνα. Όλες έδωσαν για τον αγώνα μα δεν είχαν ισότιμη θέση στις αποφάσεις λόγω προκαταλήψεων. Μήπως η Επανάσταση ήταν απλά ξεσηκωμός γιατί έμειναν άλυτα τα θέματα της ισότητας και του σεβασμού στο άλλο φύλλο;
Σαφώς και δεν μπορεί να υποτιμήσει κανείς την αξία της Επανάστασης επειδή κάποιοι πολιτικάντηδες της εποχής εκείνης δεν έδειξαν σεβασμό στις Αγωνίστριες. Νομίζω ότι ο κόσμος, σε γενικές γραμμές, είχε σε υπόληψη τις γυναίκες του Αγώνα, όχι μόνο όσες έχουν γραφτεί με έντονα γράμματα στα κατάστιχα της ιστορίας αλλά και πολλές άλλες που δεν γνώρισαν ιδιαίτερη δημοσιότητα. Όσον αφορά την ισοτιμία της γυναίκας, είναι ένα θέμα που ακόμα μας απασχολεί ως κοινωνία. Παρά τα σημαντικά βήματα προόδου που έχουν αδιαμφισβήτητα συντελεστεί, οι πατριαρχικές αντιλήψεις, τα έμφυλα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις καλά κρατούν και στις μέρες μας. Δεν έχει παρά να ρίξει μια ματιά κανείς τριγύρω για να το διαπιστώσει.
Η Ιφιγένεια Τέκου μιλά στο διήγημα της για τη σημερινή σκλαβιά, του εμβολίου, της τηλεκπαίδευσης, της μη ανεξαρτησίας μας. Πώς φαντάζεσαι ότι θ’ αντιδρούσαν οι ήρωες του 21, στη “σκλαβιά” που βιώνουμε σήμερα;
Νομίζω ότι δεν υπάρχει σύγκριση. Μπορεί να βιώνουμε μια δύσκολη περίοδο με φόβο, εγκλεισμούς και απαγορεύσεις αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί, κατά τη γνώμη μου, με την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τα δεινά της.
Η σωστή παιδεία και ο Πολιτισμός είναι ικανά όπλα για να μας φέρουν πιο κοντά στο μήνυμα των ηρώων, επώνυμων ή ανώνυμων;
Οι ήρωες δεν νομίζω ότι μετέφεραν κάποιο μήνυμα. Είχαν έναν στόχο: να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, να ελευθερωθούν οι ίδιοι και να ελευθερώσουν την πατρίδα. Η Παιδεία και ο Πολιτισμός ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά στις καρδιές των Ελλήνων και οδήγησε στην Επανάσταση. Ας μην ξεχνάμε τη συμβολή των λογίων στην προπαρασκευή του Αγώνα. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, έτσι και πάντα, η Παιδεία και ο Πολιτισμός που καλλιεργούν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στην κριτική σκέψη, είναι ισχυρά όπλα για τη διεκδίκηση ενός ελεύθερου και αυθεντικού τρόπου ζωής.
Υπάρχει τελικά ένα αισιόδοξο μήνυμα για τα 200 χρόνια από την επανάσταση; Μπορούμε να διώξουμε το εγώ για να δικαιώσουμε τους αγωνιστές;
Νομίζω ότι οι άνθρωποι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, είμαστε από τη φύση μας φτιαγμένοι να λογαριάζουμε το εγώ μας. Και οι Αγωνιστές πρότασσαν κάποιες φορές το εγώ τους. Στο τέλος όμως νικούσε το εμείς, και το εγώ ξεθώριαζε μπροστά στη δύναμη της αλληλεγγύης και της σύμπνοιας. Το ζητούμενο είναι να προσπαθούμε κάθε μέρα να βάζουμε λίγο πιο πίσω το εγώ για χάρη του εμείς, όχι μόνο στα μεγάλα πράγματα αλλά και στα πιο μικρά, τα καθημερινά.
Σ’ ευχαριστώ Αλεξία Καλογεροπούλου για την κουβέντα αυτή και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο.
Κι εγώ σε ευχαριστώ, Μάγδα, για τις καίριες και τολμηρές ερωτήσεις, και το Bookia, βέβαια, για τη φιλοξενία.