Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Γιάννης Μόσχος, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου για το «Αμνοί και λέοντες»
Διαφ.

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Ο Γιάννης Μόσχος γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στη Γάβριανη του νομού Μαγνησίας. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στο ΑΠΘ και εργάζεται στην Αθήνα. Γράφει στίχους και ιστορίες.

Το 2019 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Τοκορόρο», το οποίο συμπεριλήφθηκε στη μικρή λίστα βραβείων του περιοδικού «Αναγνώστης», κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι». Το 2021 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημά του με τίτλο «Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι». Το 2022, το διήγημά του «Κανέλα στο βραστό» διακρίθηκε στον διαγωνισμό του PEN Greece με θέμα «1922 - 2022 ξεριζωμός και προσφυγιά». Το 2025 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος το μυθιστόρημα «Αμνοί και Λέοντες».

Διάφορα διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους. Δημιουργός του podcast “Crime Fiction: Explained” όπου συνομιλεί με ανθρώπους του βιβλίου και αναλύουν θεωρητικά θέματα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Ε.Λ.Σ.Α.Λ. (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας).

Ο συγγραφέας επιστρέφει με αυτό το μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στη δράση και τη λυρικότητα, φτιάχνοντας μια αφήγηση που θυμίζει ελληνικό γουέστερν και ταυτόχρονα κοινωνικό χρονικό. Μέσα από σύνθετους χαρακτήρες και πυκνή γλώσσα, ανασύρει από τη λήθη μορφές και στιγμές της Ιστορίας που έμειναν στο περιθώριο: ληστές, Σαρακατσάνους, στρατιώτες και γυναίκες που σιωπούν ή αντιστέκονται.

Το παρόν βιβλίο διαδραματίζεται τον Σεπτέμβριο του 1925, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Η ομάδα ληστών υπό τον Μάρκο Μπόμποτα καταδιώκεται από τους χωροφύλακες και ζητά καταφύγιο στο μοναστήρι της Παναγίας Πελεκητής. Από εκεί ξεκινά μια επική και σκληρή διαφυγή προς τα ορεινά Άγραφα, ενώ ταυτόχρονα κυνηγιέται από το "Τάγμα Κυνηγών" της κυβέρνησης Πάγκαλου, μια ομάδα με αμφιλεγόμενη ηθική, που προσφέρει αμνηστία σε ληστές εναντίον των πρώην συντρόφων τους.

Όπως στα βουνά των Αγράφων, που ο αέρας κόβει σαν μαχαίρι και η σιωπή βαραίνει περισσότερο από το βουητό της πόλης, έτσι ο ίδιος αέρας ανασαίνει στο «Αμνοί και Λέοντες» (εκδ. Τόπος). Οι σελίδες του μοιάζουν να κουβαλούν τη μυρωδιά της καπνιάς και της φτέρης, να αντηχούν τα βήματα ανδρών που κρύβονται από τον νόμο και οικογενειών που παλεύουν να επιβιώσουν στις πλαγιές. Δεν κυνηγά το φως της Ιστορίας αλλά αναζητά τις σκιές της, εκεί που ζουν οι φωνές των ανώνυμων, των περιθωριακών, των ανθρώπων που γράφουν την Ιστορία χωρίς να τους ανήκει. Μέσα από τη γραφή του, το τοπίο δεν είναι φόντο αλλά ψυχή.

Οι πλαγιές, τα ποτάμια, οι φωνές των ζώων και των ανθρώπων δίνουν ρυθμό στην αφήγηση. Γι' αυτόν τον λόγο θα συγκινήσει -όσοι/όσες ακόμη δεν το διάβασαν-. Το αναγνωστικό κοινό που αγαπά την ιστορία αλλά και αυτό που λατρεύει την αστυνομική πλοκή, πιστεύω πως θα το ευχαριστηθούν. Γιατί οι «Αμνοί και Λέοντες» δεν είναι μόνο μια αφήγηση εποχής αλλά είναι ένας καθρέφτης του τόπου και των ανθρώπων του, μια υπενθύμιση ότι πίσω από κάθε ξεχασμένο όνομα υπάρχει ένας χτύπος καρδιάς, ένα ίχνος πάνω στη γη. Μίλησα με τον συγγραφέα για  το ταξίδι του στον χρόνο και στον τόπο, για την επιλογή να φωτίσει την άγρια πλευρά της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και για τον τρόπο που βλέπει τη λογοτεχνία σήμερα.

Γιάννης Μόσχος, «Αμνοί και λέοντες», Τόπος

Στο νέο σας βιβλίο «Αμνοί και Λέοντες» ο αναγνώστης/ αναγνώστρια βαδίζει σε μονοπάτια ορεινά, νιώθει το κρύο της αυγής και το τρίξιμο των όπλων μέσα στη σιωπή. Τι σας οδήγησε να φωτίσετε το 1925 και να στήσετε εκεί την ιστορία σας;

Καταρχήν οι αφηγήσεις των παππούδων μου και των γονιών μου, Σαρακατσάνοι κι αυτοί, ζούσαν με τα τσελιγκάτα στα βουνά, στη φύση. Επίσης, η αγάπη για το western, το αντίστοιχο του οποίου στην Ελλάδα είναι η εποχή της ληστοκρατίας. Και φυσικά το γεγονός ότι η εν λόγω εποχή έχει ελάχιστα απασχολήσει την ελληνική λογοτεχνία. 

Οι ληστές του βιβλίου σας μοιάζουν με φιγούρες βγαλμένες από παλιούς θρύλους, αλλά έχουν μια ανθρώπινη αδυναμία που τους κάνει οικείους. Από ποια πηγή αντλήσατε αυτούς τους χαρακτήρες;

Από τη ζωή και φυσικά από την Ιστορία. Οι ληστές σε πολλές περιπτώσεις έκαναν αυτό που αναφέρει ο Hobsbawm ως «κοινωνική ληστεία». Μέσα στη βία της τότε εξουσίας υπήρξαν πηγή μιας δικαιοσύνης βασισμένης σε μια άλλου τύπου ηθική, σίγουρα πιο αποδεκτή από τους πολίτες από αυτή της εξουσίας. Ποτέ μη ξεχνάμε, όμως, ότι ταυτόχρονα ήταν δολοφόνοι, πολλές φορές σφαγείς αθώων. Τους προσεγγίζω και με τις δύο τους ιδιότητες. 

Ο τίτλος σας, «Αμνοί και Λέοντες», υποδηλώνει αντιθέσεις: αθωότητα και αγριότητα, θύμα και θύτης. Πώς διαπερνούν αυτές οι έννοιες την αφήγησή σας;

Ναι, στο μυθιστόρημα κυριαρχεί η αντίθεση. Τα δύο κεφάλαια είναι οι «παράλληλες πορείες» και οι «ομόκεντροι κύκλοι». Αθωότητα και αγριότητα, κυνηγοί και κυνηγημένοι. Μέχρι που στο τέλος αντιλαμβάνονται την κοινή τους μοίρα έναντι μιας κοινωνίας που μετασχηματίζεται και αποβάλλει καθετί που αρνείται να αλλάξει. Όπως εξάλλου και σήμερα. 

Οι Σαρακατσάνοι του βιβλίου κουβαλούν μια βουβή τραγωδία. Τι σας συγκίνησε περισσότερο στην ιστορία τους;

Το πώς στάθηκε η μάνα απέναντι στις συμφορές. Η μετανόηση του Μήτρου Γρίβα. 

Το ύφος του βιβλίου έχει χαρακτηριστεί «ποιμενικό γουέστερν», ένας σπάνιος όρος για την ελληνική λογοτεχνία. Εσείς πώς θα περιγράφατε το λογοτεχνικό του τοπίο;

Άκουσα αυτόν τον όρο από τον Άρη Μαραγκόπουλο. Ο ίδιος το έχει εντάξει στο λογοτεχνικό τοπίο και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Κατά τον Μαραγκόπουλο είναι ένα υβριδικό μυθιστόρημα με στοιχεία ποιμενικού γουέστερν, ψυχολογικού δράματος, page turner περιπέτειας, αλλά κυρίως, ηρωικού έπους. 

Ο ρυθμός της αφήγησής σας είναι σφιχτός, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί λυρικές ανάσες. Πώς ισορροπείτε τη δράση με τη σιωπή, τη βία με την ποίηση;

Είναι μια απεγνωσμένη κραυγή για σωτηρία. Μέσα σε έναν δυστοπικό κόσμο η ποίηση είναι σωτηρία. Αυτή θα μας σώσει. Στον κόσμο των αμνών και των λεόντων, στη δεδομένη βία της εποχής, η σιωπή, η ποιητικότητα, ο λυρισμός είναι ακριβώς αυτό που λέτε. Ανάσες. Ενέσεις ζωής. Βγαίνει εντελώς αυθόρμητα στο γράψιμό μου. Διότι ακόμη και η μεγαλύτερη ασχήμια έχει την ομορφιά της. 

Στο κείμενό σας ακούγονται διάλεκτοι, λαϊκές εκφράσεις, ψίθυροι εποχών. Τι ρόλο παίζει για εσάς η γλώσσα στη διαμόρφωση του κόσμου σας;

Είναι το πιο σημαντικό στοιχείο. Η γλώσσα εντάσσει το μυθιστόρημα στην εποχή. Είναι η ψυχή κάθε ιστορίας. Πέρα από τους διαλόγους, θέλω η γλώσσα της αφήγησης να έχει στοιχεία της τότε εποχής, της φύσης, λαϊκές εκφράσεις. 

Από το Τοκορόρο και το Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι φτάσατε στους Αμνούς και Λέοντες. Ποια διαδρομή ακολούθησε η συγγραφική σας πένα για να φτάσει εδώ;

Τρία εντελώς διαφορετικά βιβλία. Το Τοκορόρο, ένα αστυνομικό του Αμερικανικού νότου, της Κούβας. Το Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι, ένα αστυνομικό στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με τα χουντικά σκάνδαλα και τα απόνερα της επταετίας και τώρα το Αμνοί και λέοντες. Φαίνονται διαφορετικά βιβλία αλλά τα ενώνει το κοινό τους θέμα που με απασχολεί πιο πολύ απ’ όλα. Η δράση απέναντι στην κατάχρηση της εξουσίας. Απέναντι στη βία του εξουσιαστή. Τι κάνει ο άνθρωπος; Πως το αντιμετωπίζει; Τι κάνει όταν βλέπει τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα;

Τα πρόσωπά σας ζουν στο περιθώριο της Ιστορίας. Σας ενδιαφέρει να αφηγείστε πάντα τις ζωές των «σιωπηλών», όσων δεν έχουν θέση στα επίσημα χρονικά;

Ναι, γιατί έτσι νιώθω ότι εκπληρώνω ένα χρέος απέναντί τους. Κάτι σαν τον Καισαρίωνα του Καβάφη. 

Οι περιγραφές σας θυμίζουν κινηματογραφικές σκηνές. Σκέφτεστε ποτέ τις ιστορίες σας σε άλλη μορφή, όπως ταινία ή θέατρο;

Μου αρέσει πάρα πολύ όταν συναντώνται οι Τέχνες. Το εξώφυλλό μου είναι από τον πίνακα «Βρέχει στη Βάλια Κάλντα» ενός σπουδαίου ζωγράφου, του Φραγκίσκου Δουκάκη. Φυσικά θα μου άρεσε κάποιο βιβλίο μου να γίνει θεατρική παράσταση ή ταινία. 

Πώς είναι η καθημερινότητά σας ως συγγραφέα; Σας επισκέπτονται οι ιστορίες τη νύχτα ή τις χτίζετε μεθοδικά, σαν να χτίζετε πέτρα-πέτρα ένα καλύβι;

Δεν πιστεύω στην έμπνευση, ούτε στις «νυχτερινές επισκέψεις» και τις φαεινές ιδέες. Μόλις μπω στην ιστορία, στον κόσμο που χτίζω, θα έχω να γράψω. Το θέμα είναι να πιάσεις το μυστρί. Εάν το πιάσεις, θα χτίσεις. Το τι θα χτίσεις εξαρτάται από το τι χτίστης είσαι όχι από κάποιου είδους μεταφυσική έμπνευση. 

Πώς διαβάζετε τις κριτικές και τα σχόλια των αναγνωστών; Τις βλέπετε ως συνοδοιπόρους ή ως εμπόδια στον επόμενο δρόμο που ανοίγετε;

Πολύ μεγάλη συζήτηση. Καταρχήν είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Τα σχόλια αναγνωστών με ενδιαφέρουν πολύ και τα αναζητώ. Στην κριτική, το θέμα είναι ποιος την κάνει. Υπάρχουν οι «κανονικοί», θεωρητικά καταρτισμένοι κριτικοί λογοτεχνίας και υπάρχει και η «κριτική των social media», των βιβλιο-ομάδων, των «insta book reviews» όπου δεν έχουν ούτε τεχνική κατάρτιση, ούτε βαθιά γνώση της λογοτεχνίας, δεν γνωρίζουν τι είναι κριτική και ποια η τεράστια σημασία της στη λογοτεχνία. Τους πρώτους τους λαμβάνω πολύ σοβαρά υπόψη μου, τους δεύτερους καθόλου.  

Τι καινούριο ετοιμάζετε; Θα μείνετε στη βουή της Ιστορίας ή θα αναζητήσετε μια εντελώς νέα διαδρομή;

Δεν μπορώ να γράψω για το σήμερα, θέλω να κατασταλάξει η εποχή. Να κατακάτσει ο κουρνιαχτός. Υπ’ αυτή την έννοια, θα ανατρέξω πάλι στη βουή της Ιστορίας όπως λέτε. Αυτός είναι ο καμβάς που στήνω τις ιστορίες μου. 

Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία έχει κάνει μεγάλα άλματα χάρη στους συγγραφείς του είδους, που προσωπικά τους θεωρώ ισάξιους των ξένων. Πιστεύετε πως η Πολιτεία έχει κάνει τα απαραίτητα βήματα για την προβολή τους στο εξωτερικό;

Δεν κάνει ούτε τα βασικά. Προφανώς, δεν είναι μόνο ευθύνη της πολιτείας, στο ίδιο καζάνι βράζουν και οι συγγραφείς με τους εκδότες αλλά η πολιτεία έχει τον βασικό ρόλο, το χρέος αν θέλετε, να στήσει ένα σχέδιο, να ανοίξει το μονοπάτι. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολιτεία που μισεί θανάσιμα τον πολιτισμό. Νομίζει ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι δέκα celebrities, την ενδιαφέρει μόνο το φωσφορίζον με νέον όνομα στη μαρκίζα. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε τρέφω αυταπάτες.

Η κουβέντα μου με τον Γιάννη Μόσχο μοιάζει να τελειώνει όπως ξεκίνησε. Με εικόνες βουνών και ανθρώπων που περπατούν στο όριο του νόμου και της μοίρας τους. Καθώς μιλά, διακρίνεις έναν συγγραφέα που δεν τον ενδιαφέρει μόνο η πλοκή, αλλά η μνήμη. Εκείνη που φωλιάζει στη γλώσσα, στα πρόσωπα και στις ιστορίες των περιθωριακών. Σου μένει η αίσθηση ότι χτίζει τα βιβλία του όπως χτίζει κανείς καλύβια στα Άγραφα. Πέτρα-πέτρα, λέξη-λέξη, με σεβασμό στη γη και στον άνθρωπο. Και ίσως αυτό να είναι το μυστικό της γραφής του· η υπομονή, η ακρίβεια και η αγάπη για όσα χάνονται εύκολα από το βλέμμα μας. Κλείνοντας τη συζήτηση, μένει μια αίσθηση σιωπηλής συνομιλίας με τον χρόνο. Σαν να περπάτησες κι εσύ στα Άγραφα, να κάθισες μαζί του σε ξεχασμένο καφενείο, να άκουσες ψιθύρους ληστών και τραγούδια τσελιγκάδων. Και εσύ αναγνώστη/αναγνώστρια, όταν κλείσεις το βιβλίο, θα νιώσεις κάτι από αυτή τη βουή της μνήμης που μένει να σε ακολουθεί. Ως άνεμος που περνά και σβήνει τα ίχνη, μα δεν ξεχνά. Καλοτάξιδο να είναι!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα