Γράφει: Πόπη Ξοφάκη
Το βιβλίο σας είναι καθαρά αυτοβιογραφικό και όχι μυθοπλασία. Είναι ίσως το δυσκολότερο είδος συγγραφής. Σας δυσκόλεψε εσάς;
Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι το συγκεκριμένο είδος είναι το δυσκολότερο. Για την ακρίβεια, νόμιζα ότι ήταν το ευκολότερο. Βέβαια στην περίπτωση της μυθοπλασίας ο συγγραφέας έχει την δυνατότητα να αλλάζει την πλοκή όσο προχωρά το βιβλίο, ενώ στις αληθινές ιστορίες όπως αυτή που έγραψα στο «Καλύτερα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη» δεν υπήρχε η δυνατότητα να ξεφύγεις από την αλήθεια. Στο σημείο αυτό αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες, στις οποίες αναφέρεστε.
Η ιστορία μου περιέχει μεν μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ωστόσο η θέση που πήρα ήταν δημοσιογραφική. Περιγράφω τις ενέργειες άλλων, τις δικαστικές καταθέσεις άλλων, παραθέτω κομμάτια από τις τότε εφημερίδες και πρακτικά από τις δίκες και σε κάποια σημεία μάλιστα αυτούσια τα λόγια αυτών από τους οποίους είχα την τύχη να πάρω συνέντευξη. Ορισμένα πράγματα έχουν παρουσιαστεί μετά από ανάλυση δική μου και διατυπωθεί με το δικό μου λεξιλόγιο. Αν αυτό μετράει στη λέξη «δυσκολότερο», τότε ευχαριστώ. Με την ευκαιρία το συγκεκριμένο είδος είναι το μόνο με το οποίο μπορώ να καταπιαστώ. Είμαι απολύτως ανίκανος να γράψω μυθοπλασία.
Καταφέρατε να παραμερίσετε τα προσωπικά σας πιστεύω ή συναισθήματα και να παραμείνετε αντικειμενικός;
Ήξερα ότι οι δικοί μου είχαν το δίκαιο με το μέρος τους. Έπειτα δεν είχα ποτέ την ψευδαίσθηση ότι η ιστορία μου θα κρινόταν από ευκολόπιστους. Τα «διασκευασμένα» φαίνονται. Μάλιστα, αν είχα δυο βιβλία και στο ένα έκανα τους γονείς μου Θεούς, ενώ το άλλο ήταν όπως το υπάρχον βιβλίο, ο ίδιοι οι γονείς μου- είμαι σίγουρος- θα διάλεγαν το υπάρχον.
Επιπλέον, είμαι αρκετά μεγάλος ώστε να γνωρίζω ότι όλοι κάνουμε λάθη και ότι κρινόμαστε συνολικά, τόσο από την ίδια την ιστορία, όσο και τις μετέπειτα γενιές. Αυτό από μόνο του με απελευθέρωσε από το συναίσθημα, σε μεγάλο βαθμό. Τέλος, ίσως το γεγονός ότι μένω στις ΗΠΑ τα τελευταία 43 χρόνια να έχει παίξει και αυτό το ρόλο του, αφού η απομάκρυνση από το περιβάλλον εκείνο και τους δικούς μου και η συναναστροφή με πολύ και διαφορετικό κόσμο από κάθε γωνιά του πλανήτη μου επέτρεψε να δω τα πράγματα με αντικειμενική ματιά.
Πώς έχουν αντιδράσει άτομα της ευρύτερης οικογένειά σας στην έκδοση του βιβλίου σας; Πώς σας επηρέασε η σκέψη τους κατά τη συγγραφή του βιβλίου;
Υπήρξαν πολλές και διαφορετικές αντιδράσεις. Είναι σίγουρο ότι αν ζούσε ο πατέρας μου θα ευχαριστιόταν και θα ξημεροβραδιαζόταν με το βιβλίο στα χέρια. Κάτι που σχεδόν έκανε ο μεγάλος μου αδερφός, ειδικά όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο. «Όταν είμαι ζοχαδιασμένος, διαβάζω ένα κεφάλαιο και ηρεμώ», μου λέει ακόμα.
Η μητέρα μου, που γενικά απέφευγε να μιλάει γι’ αυτή την ιστορία, ήταν μαζί μου στην Αμερική όταν η συγγραφή του βιβλίου βάδιζε προς την ολοκλήρωσή της. Επέστρεφα από το ιατρείο μου και μετά το φαγητό καθόμουν να γράψω. Ήξερε τι έγραφα και δεν μπορούσε να χωνέψει ότι εκείνη η ιστορία θα γινόταν βιβλίο. Αρνιόταν κατηγορηματικά να μου δώσει οποιαδήποτε πληροφορία ή λεπτομέρεια προσπαθούσα να της αποσπάσω. «Έχω τους πόνους στο πλευρό και στη μέση από τα αρθριτικά μου και τόσο καιρό κι εσύ και οι άλλοι γιατροί σου δεν έχετε κάνει τίποτα. Και θέλεις να γράψεις και βιβλίο για μια παλιοϊστορία! Και στα εγγλέζικα κιόλας. Όχι, δε σου λέω τίποτα!». Ανένδοτη. Ας είναι καλά η γυναίκα μου που κατάφερνε να της εκμαιεύει ό,τι μου χρειαζόταν, βάζοντας να δουν μαζί τη Γκόλφω στο βίντεο και πίνοντας παρέα αμέτρητες ποσότητες τσάι του βουνού.
Σε γενικές γραμμές, οι οικογενειακές αντιδράσεις ήταν καλοπροαίρετες. Επειδή όμως ο καθένας από όσους είχαμε ζήσει τα γεγονότα εξελίχθηκε με τα χρόνια διαφορετικά, άλλοι υποστήριξαν με θέρμη το συγγραφικό εγχείρημά μου, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν επιφυλακτικοί για το αν είναι ανάγκη να αναμοχλεύεις παλιές δυσάρεστες ιστορίες, οι οποίες είχαν διχάσει ένα ολόκληρο χωριό.
Υπήρξε και ο ενδοιασμός ορισμένων ότι πολλά προσωπικά μας θέματα θα βγουν στην επιφάνεια. Προσωπικά πίστευα και πιστεύω πως έπρεπε να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους, αφού αποτελούσαν κομμάτι της ιστορίας, η οποία άλλωστε είχε αναλυθεί εκτενώς στα δικαστήρια. Πίστευα πως αυτή είναι η ομορφιά της Ιστορίας: Η προσωπική ψυχολογική διαδρομή του καθενός από τους εμπλεκόμενους. Ακόμα κι αν κάποιος είχε αρχικά πάρει το μέρος του άδικου και αργότερα μετάνιωσε, είναι μια ανθρώπινη πραγματικότητα. Το να κάνουμε λάθη και να μετανοούμε και να μαθαίνουμε από αυτά είναι θεμιτό.
Είμαι ευτυχής που με τη γυναίκα μου σύμμαχο αντιστάθηκα σε οποιαδήποτε πίεση απόκρυψης ή ωραιοποίησης των γεγονότων. Αντιλαμβάνομαι ότι κάποιους τους δυσαρέστησα και λυπάμαι, αλλά όταν λες αλήθειες αυτά συμβαίνουν.
Το βιβλίο σας άνετα θα μπορούσε να γίνει μια τέλεια κινηματογραφική-δικαστική ταινία. Σας έχει γίνει κάποια πρόταση στην Αμερική που ζείτε;
Είναι αλήθεια ότι σχεδόν όλοι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο και με τους οποίους είχα την ευκαιρία να μιλήσω μου έχουν πει ακριβώς αυτό. Ότι, δηλαδή, το βιβλίο θα μπορούσε άνετα να γίνει ταινία. Μάλιστα, πολλοί αναγνώστες στο Amazon γράφουν ότι είναι μια ταινία με κινηματογραφική πλοκή. Κάποιοι από αυτούς εξέφρασαν και τις αμφιβολίες τους, αν όντως έτσι ήταν η ιστορία ή την έγραψα με αυτόν τον τρόπο με σκοπό να γίνει φιλμ.
Ναι, μου το έχουν ζητήσει εδώ στην Αμερική. Δηλαδή, θέλησαν να τους παραχωρήσω τα δικαιώματα. Τότε δεν το έκανα, αλλά πάντα έχω κατά νου αυτή την εκδοχή. Γιατί όχι; Αν βέβαια υπάρξει μια καλή πρόταση, μια ποιοτική παραγωγή, νομίζω ότι καλό θα ήταν το ευρύ κοινό να μάθει γι’ αυτή την πραγματική ιστορία ζωής.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το θέμα της ανισότητας των δύο φύλων μιας και βλέπουμε την ηρωίδα, την Παναγιώτα, να προτιμά τον θάνατο από τον χωρισμό με τον άντρα της μιας και ζούσε σε μια μικρή κλειστή κοινωνία. Θεωρείτε πως και τώρα στις μέρες μας, μια γυναίκα θα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο; Άλλαξε κάτι στις νέες γενιές;
Για να απαντήσω στην ερώτηση θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα: Οι τελευταίες στατιστικές κάνουν λόγο για αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας ανά τον κόσμο, με κύριο θύμα την γυναίκα. Αν και η αύξηση αυτή είναι ίσως πλασματική, αφού τελευταία οι υπηρεσίες καταγράφουν δια νόμου στα περισσότερα μέρη τέτοια περιστατικά, είναι ωστόσο ανησυχητική. Επίσης, το γεγονός ότι η Παναγιώτα έφτασε να πει το «Καλυτέρα Σκοτωμένη Πάρα Χωρισμένη» ήταν κάτι το ασυνήθιστο και ακραίο ακόμη και τότε. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που είναι ασυμβίβαστοι. Και η Παναγιώτα ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος, όπως και ο πατέρας μου. Υπήρχε DNA αυτού του είδους εδώ. Τέλος, θα ήθελα να διευκρινίσω το εξής: η απάντησή μου αφορά το τι ξέρω για την Ελλάδα και τη Δύση γενικότερα. Γιατί σε πολλά άλλα σημεία του κόσμου- ιδιαίτερα στον Τρίτο Κόσμο, δεν έχουν υπάρξει σχεδόν καθόλου αλλαγές. Τώρα, σχετικά με την Ελλάδα, θεωρώ ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Σήμερα, μια γυναίκα δεν χρειάζεται να κρατήσει τη σχέση της κρυφή, όπως στις μέρες της Παναγιώτας, ούτε υπάρχει η βιασύνη να οδηγηθεί στον γάμο για «λόγους ηθικής». Πλέον, η γυναίκα έχει τον χρόνο να μάθει με ποιον έχει να κάνει, και ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ο λόγος να κρατά τη σχέση της κρυφή, μπορεί να πάρει και τη γνώμη των δικών της ανθρώπων. Αυτό θα το έλεγα πρόληψη.
Έπειτα, έχει αλλάξει και η ψυχολογία της γυναίκας. Έχει μορφωθεί. Έχει ομορφύνει. Προσέχει την σιλουέτα της. Δουλεύει λιγότερο (τις περισσότερες φορές βέβαια) και πάντα σε καλύτερες συνθήκες από αυτές στο παρελθόν. Όλα τα παραπάνω την οδηγούν να στο να είναι ανεξάρτητη, να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και αυτοεκτίμηση. Πλέον, αναγνωρίζει όχι μόνο τι είναι η φυσική αλλά και η ψυχολογική και η σεξουαλική κακοποίηση. Η κοινωνία και ειδικότερα τα media
έχουν βοηθήσει τη γυναίκα να κατανοήσει ότι η Ψυχολογική κακοποίηση φέρνει την Φυσική, καθώς αδυνατίζει την αξιοπρέπεια και την αντίσταση.
Η κοινωνία είναι πολύ πιο ανοιχτή και οι συζητήσεις για ενδοοικογενειακά προβλήματα είναι πολύ πιο εύκολες πλέον. Δεν υπάρχει λόγος να τα «κρατά» μια γυναίκα «μέσα της», όπως έκανε η Παναγιώτα, η οποία δυο εβδομάδες πριν την δολοφονήσουν είπε σε μια συγχωριανή της: «Έχω πολλά βάσανα και δεν έχω κανέναν να τα πω». Ενώ είχε. Έπειτα, έχει αλλάξει και η νοοτροπία του άνδρα, ο οποίος έχει καταλάβει ότι η αυτοδιάθεση της γυναίκας είναι και για εκείνον καλό.
Επιπλέον, η δικαιοσύνη προστατεύει τη γυναίκα πολύ πιο πολύ. Της έχει δώσει δικαιώματα, σχετικά με την κοινή περιουσία του ζευγαριού, την προστασία τόσο της ίδιας, όσο και των παιδιών της- εφόσον έχει. Συνεπώς, δεν είναι υποχρεωμένη να υπομείνει την κακομεταχείριση για το χατίρι των παιδιών. Οι νόμοι είναι πολύ πιο δυνατοί στο να αναγκάζουν τον χωρισμένο σύζυγο να πληρώνει ό,τι πρέπει στη γυναίκα και παιδιά του. Έτσι στην σημερινή γυναίκα είναι πιο εύκολο αν χρειαστεί να πει «Αρκετά» και να γίνει μέρος του 25% των Ελληνίδων (στις ΗΠΑ είναι 50%, στην Πορτογαλία και Ουγγαρία 68%)και να χωρίσει. Είναι πάντα «Καλύτερα Χωρισμένη Πάρα Σκοτωμένη».
Έχετε κάποια σχέδια για το μέλλον ως προς τη συγγραφή;
Δεν προτίθεμαι να σταματήσω να γράφω. Έχω 2-3 ιστορίες που θέλω να διηγηθώ. Ιστορίες ζωής. Ιστορίες που έζησα ο ίδιος στην Ελλάδα και στα 43 χρόνια που ζω στις ΗΠΑ. Έχω μάλιστα ήδη ετοιμάσει ένα σκελετό για μια από αυτές, αλλά προτιμώ να καταλαγιάσουν κάπως οι υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν με αυτό το βιβλίο και που έχουν να κάνουν κυρίως με θέματα προβολής του, για να μπορέσω να ασχοληθώ περισσότερο με το νέο βιβλίο.
Και για να σας γνωρίσουμε λίγο περισσότερο:
Ζείτε πολλές δεκαετίες στην Αμερική, στο Κονέκτικατ όπου διαπρέπετε ως γιατρός. Τι σας έκανε να φύγετε από τη χώρα σας;
Τέλειωσα την Ιατρική στα 23 μου και ήμουν 27 όταν είχα τελειώσει το Στρατιωτικό και το Αγροτικό. Πολύ νέος για Ιατρός. Πίστευα ότι τα Ελληνικά όρια ήταν αρκετά στενά για τα όνειρα μου στην Ιατρική αλλά και στη ζωή γενικότερα. Επιπλέον, ο οικογενειακός κύκλος ήταν σε αρκετά πράγματα πολύ προστατευτικός και συντηρητικός. Θα αναγκαζόμουν να ενεργήσω, πολλές φορές, με έναν ορισμένο τρόπο που άρεσε στους άλλους και που ήταν αισθητά αν όχι αποπνικτικά παραδοσιακός. Και αν δεν το έκανα θα υπήρχαν παρεξηγήσεις και αρνητικές κριτικές. Δεν έχω πρόθεση να κατηγορήσω τις νοοτροπίες, τις συνήθειες και τις παραδόσεις εκείνες (που προέρχονταν από δικό μου κόσμο, τον οποίο αγαπούσα πολύ και που πολλές φορές αναπολώ με μεγάλο μάλιστα ρομαντισμό), αλλά είχα την διαίσθηση τότε ότι ήθελα λίγο μεγαλύτερο χώρο. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτή την απόφαση, δικαιώθηκα.
Έχετε δεσμούς με την πόλη καταγωγής σας; Την επισκέπτεστε τακτικά;
Ασφαλώς και έχω. Παρακολουθώ τα νέα μέσω των social media, διαβάζω Τύπο της περιοχής, όπως την τριμηνιαία τοπική εφημερίδα « Το Κουπάκι μας», τηλεφωνώ σε γνωστούς μου. Συνήθιζα να έρχομαι στην Ελλάδα πολλές φορές ( ακόμη και 3 φορές τον χρόνο, μερικές φορές), όσο ζούσε η μητέρα μου. Τα τελευταία χρονιά έρχομαι λιγότερο επειδή και η μητέρα μου δεν υπάρχει πια αλλά και επειδή υπάρχουν άλλες προτεραιότητες και υποχρεώσεις.
Τα παιδιά σας, δεύτερη γενιά μεταναστών, γνωρίζουν ελληνικά;
Ναι και είναι πολύ περήφανα που τα ομιλούν. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι Ελληνοαμερικανοί εδώ είναι πολύ πιο Έλληνες από τους Έλληνες που ζουν στην Ελλάδα. Τα παιδιά μου έχουν γίνει ακριβώς έτσι και μάλιστα χωρίς να τα πιέσει κανένας. Αν κάτι ακουστεί εναντίον της Ελλάδας (και δυστυχώς έχει συμβεί για τους γνωστούς λόγους τα τελευταία χρόνια) θα είναι πριν από εμένα και την μάνα τους (επίσης Ελληνίδα), που θα επαναστατήσουν και θα την υπερασπιστούν.
Σκέφτεστε να επιστρέψετε στη χώρα μας;
Προς το παρόν δεν έχω τέτοια σχέδια αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς.


































Πρόσκληση φίλων