Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Γεωργία Συμεωνίδου, μιλάει στην Λεύκη Σαραντινού
Διαφ.

Γράφει: Λεύκη Σαραντινού

Η Γεωργία Συμεωνίδου γεννήθηκε στις Σέρρες στις 20 Νοεμβρίου του 1961. Στα φοιτητικά της χρόνια έζησε στη Θεσσαλονίκη και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή. Κατά διαστήματα συνεργάζεται με την εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης». Θεατρικά της έργα έχουν ανεβεί στην Κομοτηνή και στον Βόλο. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στον Βόλο.

Μας μίλησε στο Bookia για το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Η κόρη της Μαρίας Κάλλας (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης, 2020), το οποίο πραγματεύεται τη δύναμη των fake news μέσα από μία πρωτότυπη μυθιστορία που αφορά μία πτυχή της ζωής της Μεγάλης Ντίβας της όπερας.

Ποια ήταν η θεματική συγγραφική σας αφετηρία; Πρωτίστως, δηλαδή, στόχος σας ήταν να γράψετε ένα βιβλίο για τη ζωή της Κάλλας ή για τη δύναμη που έχουν στη σημερινή εποχή τα fake news;

Κυρία Σαραντινού κι εσείς ως συγγραφέας το γνωρίζετε πως η αφετηρία, η «ιδέα» μπορεί να είναι μία, αλλά στη συνέχεια καταργείται η απόλυτη προσήλωση στον αρχικό σχεδιασμό και οδηγούμαστε σε δρόμους που αποτελούν έκπληξη ακόμη και για εμάς που υποτίθεται ότι ελέγχουμε την πλοκή και την πορεία του μυθιστορήματός μας.

Ίσως αυτό να αποτελεί και ένα από τα γοητευτικά στοιχεία της μυθοπλασίας. Θα σας φανεί κάπως περίεργο, όμως η ιδέα ξεκίνησε ως σαρκασμός για κάποια βιβλία που κυκλοφόρησαν για την Κάλλας και την εμφάνιζαν μητέρα ενός αγοριού. Όταν είδα την ημερομηνία γέννησης αυτού του φανταστικού και σχεδόν συνομήλικού μου παιδιού, σκέφτηκα «και γιατί αγόρι και όχι κορίτσι και γιατί άλλο κορίτσι και όχι εγώ;

Στην εποχή μας μπορούμε να ισχυριστούμε ό,τι θέλουμε». Αυτές ακριβώς οι σκέψεις μού δημιούργησαν την επιθυμία να γράψω την «κόρη της Μαρίας Κάλλας». Δηλαδή, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, η αφετηρία ήταν ο θυμός που ένιωσα για την ασέβεια απέναντι στο πρόσωπο της Κάλλας, αλλά και απέναντι σε όποιον άνθρωπο θυματοποιείται επειδή κάποιος στρεβλός νους συλλαμβάνει και στήνει μία ψεύτικη ιστορία εις βάρος του.

Συνειδητοποιώντας δε ότι δυνητικά όλοι μας, ανά πάσα στιγμή, ενδέχεται να πρωταγωνιστήσουμε σε μια πλαστή και κατασκευασμένη εκδοχή της δικής μας ζωής, μιας εκδοχής που θα συλλάβει και θα διαδώσει για κάποιον λόγο το οποιοδήποτε γνωστό μας ή άγνωστο πρόσωπο, θεώρησα ότι ήθελα να γράψω κάτι, για να υπογραμμίσω την προσωπική μου αγωνία και αν θέλετε να προειδοποιήσω για τον κίνδυνο που διατρέχουμε.

Καταλαβαίνετε βέβαια ότι η Κάλλας είναι, για κάποιους λόγους που και εγώ ακόμη αγνοώ, ένα σημαντικό πρόσωπο της ζωής μου, έχω ασχοληθεί και έχω διαβάσει πολλές βιογραφίες της και ακριβώς αυτός ήταν ο πρώτος λόγος που την επέλεξα ως τη βουβή και πάσχουσα ηρωίδα του βιβλίου μου. Φυσικά, εκτός του θαυμασμού που της έχω, την ήθελα στο βιβλίο μου επειδή ακριβώς είναι μία από τις διασημότερες γυναίκες στην υφήλιο. Ουσιαστικά, επιθυμώντας να δώσω τη δική μου απάντηση, με τον δικό μου τρόπο σε αυτόν τον διασυρμό, τη θυματοποίησα και εγώ με τη σειρά μου.

Δυστυχώς κυκλοφόρησε και καινούριο βιβλίο τελευταία, κατά πολύ χειρότερο από τα προηγούμενα, που αφήνει αιχμές και υπονοούμενα ντροπιαστικά για την ηθική της ίδιας και της οικογένειάς της. Βέβαια η ντροπή επιστρέφεται, ως έχει, στους συγγραφείς, αλλά εν τω μεταξύ έχουν επιτύχει τους σκοπούς τους που, σε αυτή την περίπτωση, είναι η αναγνωσιμότητα και το κέρδος. Πολύ φθηνά κίνητρα για ένα καταστροφικό αποτέλεσμα.

Το βιβλίο σας διαθέτει και μία ιστορική χροιά, αφού αναφέρεται σε κάποια σημεία για τη βουλγαρική κατοχή στη Βόρειο Ελλάδα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Αυτό σας προέκυψε κατά τη διάρκεια της συγγραφής ή επρόκειτο για κάτι που δεν είχατε αποφασίσει όταν ξεκινούσατε τη συγγραφή;

Αυτό το οφείλω στον πατέρα μου και στις ιστορικές αναφορές που υπήρχαν πάντα όταν μας αφηγούταν γεγονότα της δικής του ζωής. Τίποτε το επικό, μη φανταστείτε. Οι διηγήσεις του όμως χαράχτηκαν στη μνήμη μου από τότε που ήμουν παιδί. Μέσα σε αυτές υπήρχαν και οι αναμνήσεις του από τη Βουλγαρική κατοχή στις Σέρρες.

Όταν μου έγινε ξεκάθαρο ότι μόνο μία θα μπορούσε να είναι η πατρίδα της Πένης, δηλαδή η δική μου πατρίδα, και άρχισα να χτίζω την ιστορία του βιβλίου, διαπίστωσα ότι τα χρόνια της κατοχής, η ύπαρξη και δράση της μεραρχίας Πινερόλο και ο εμφύλιος πόλεμος ήταν τα στοιχεία που έκαναν αληθοφανή την ύπαρξη του Τζουζέπε, κεντρικού και κομβικού προσώπου του μυθιστορήματος. Βλέπετε, από την αρχή ακόμη, επέλεξα με τον τίτλο του βιβλίου, να δηλώσω ξεκάθαρα ότι αυτό που ακολουθεί είναι μυθοπλασία, είναι ένα ψέμα.

Παράλληλα ήθελα να μην αμφισβητηθεί η ιστορία ούτε λεπτό, να μην υπάρχουν κενά. Λέγοντας δηλαδή στον αναγνώστη ότι διαβάζει ένα ψέμα έπρεπε συγχρόνως να του δημιουργώ την εντύπωση ότι βρίσκεται στην καρδιά των γεγονότων και ενώπιον μίας αποκάλυψης και να διατηρώ την αγωνία του για την επόμενη σελίδα, την αγωνία τού «τι τελικά θα συμβεί». Χάρη στον Τζουζέπε λοιπόν, μου δόθηκε η ευκαιρία να συμπεριλάβω στο βιβλίο ιστορικές αναφορές, κάτι που το επιθυμώ και το επιδιώκω γενικότερα, μια που είναι πεποίθησή μου ότι όλοι είμαστε φορείς γεγονότων έστω και εάν δεν τα έχουμε ζήσει, πράξεων ακόμη και με την απραξία μας και, συνειδητά ή ασυνείδητα, κουβαλάμε και διαιωνίζουμε βιώματα προηγούμενων γενεών.

Ως άνθρωπος που κατοικώ κι εγώ μακριά από τη γενέτειρά μου, ομολογώ πως με άγγιξαν ιδιαίτερα στο βιβλίο σας τα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας Πένης που επιστρέφει στη γενέτειρά της μετά από χρόνια και βιώνει από τους δικούς της την πραγματικότητα που περιγράφετε έξοχα στο εν λόγω απόσπασμα: “Δεν ήταν πια κομμάτι της καθημερινότητάς τους, ήταν μια επισκέπτρια, ευπρόσδεκτη όταν ερχόταν, που όμως δεν τους έλειπε όταν ήταν μακριά τους…. Έκλειναν την ψυχή τους λίγο λίγο, ώσπου κάποια στιγμή τους έγινε συνήθεια να μην την έχουν δίπλα τους…”.
Πιστεύετε ότι η απόσταση πράγματι αποξενώνει τους ανθρώπους και ότι ισχύει το περίφημο «Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται»;

Νομίζω πως «γράφοντας» την Πένη κι εγώ συνειδητοποίησα το ακριβές κόστος της φυγής και της πολύχρονης απουσίας από την ιδιαίτερη πατρίδα μου. Το διαπίστωνα, αλλά δεν τολμούσα να ξεστομίσω τις λέξεις, ώσπου ήρθε η Πένη και εξέφρασε, τόλμησε να εκφράσει, το μέγεθος της μοναξιάς που νιώθουμε εμείς που κάποτε θελήσαμε να χαράξουμε δικές μας πορείες, μακριά από τους τόπους μας, επιλέγοντας να μπούμε στη διαδικασία της απώλειας.

Τόπος δεν είναι μόνο η γη, είναι οι πρώτοι δικοί μας άνθρωποι, είναι οι μνήμες, οι πρώτες εμπειρίες μας, τα πιο αγνά συναισθήματα μας. Δεν είναι ότι μειώνεται η αγάπη, είναι ότι χάνεται η συνέχεια. Διακόπτεται ο χρόνος, αδειάζει ο χώρος. Υπάρχει παρελθόν, όμως το παρόν είναι αποσπασματικό και εξαντλείται σε ολιγοήμερες επισκέψεις. Παύουμε να είμαστε η καθημερινότητα στα όμορφα και στα δυσάρεστα γεγονότα. Αυτό είναι το τίμημα που δικαίως χρεωνόμαστε για τις νέες εμπειρίες που θέλουμε να χαρίσουμε στους εαυτούς μας. Κάτι στερούμε από τους ανθρώπους μας, κάτι θα στερηθούμε και εμείς. Με τον ίδιο τρόπο που ανοίγουν τα φτερά μας για να προχωρήσουμε, κλείνουν οι αγαπημένες αγκαλιές που αφήνουμε πίσω μας.

Αν με ρωτούσατε αν θα άλλαζα κάτι από τη ζωή μου, θα έλεγα όχι. Το σήμερά μου, όποιο και αν είναι αυτό, το χρωστώ στις επιλογές μου και στις εμπειρίες που συνέλεξα από τη φυγή μου. Πιθανότατα να ήταν καλύτερα εάν δεν έπαιρνα αυτή την απόφαση τότε. Δεν θα το μάθω ποτέ, αλλά δεν θυσιάζω ούτε στιγμή από τη ζωή που έζησα.

Πόσο ευάλωτοι είναι οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι στα fake news; Μήπως πιστεύουμε, τελικά, ότι θέλουμε ή ότι μας βολεύει να πιστέψουμε;

Θέλω να πιστεύω ότι οι δημοσιογράφοι, ακριβώς λόγω του επαγγέλματός τους, δεν είναι καθόλου ευάλωτοι σε τέτοιου είδους ειδήσεις. Στις μέρες μας όμως δεν ξέρω εάν έχουμε και πολλούς δημοσιογράφους που ψάχνουν, αναλύουν, κριτικάρουν την είδηση ή απλώς βιάζονται να τη μεταδώσουν πρώτοι από όλους, ειδικά όταν είναι «πιασάρικη». Μετράει η κατανάλωσή της και όχι η εγκυρότητά της. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι άδικο το ζήτημα των «fake news», να χρεώνεται στους δημοσιογράφους. Η πατρότητα ίσως, η συνέχεια όμως νομίζω πως τους έχει ξεπεράσει. Η ευθύνη τους και όχι η ευαλωτότητά τους έγκειται στην ευκολία με την οποία τα πολλαπλασιάζουν. Θυμάστε τον-την κουτσομπόλη-α της γειτονιάς; Στις μέρες μας δείχνουν «άγιοι».

Μετά εμφανίστηκαν οι λασπολόγοι, άνθρωποι πιο επικίνδυνοι που επεδίωκαν να θίξουν και να βλάψουν τους ανθρώπους που έβαζαν στο στόχαστρό τους και τώρα εκείνη τη λάσπη τη χρησιμοποιούμε ως υλικό για να φτιάξουμε το οικοδόμημα των «fake news». Μία πλαστή ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος, ελκυστική, προκλητική, βασισμένη εν μέρει σε γεγονότα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και περισσότερο στη νοσηρή φαντασία μας.

Αυτό το γερό και ανθεκτικό κατασκεύασμα στη συνέχεια το ταξιδεύουμε χρησιμοποιώντας ό,τι μέσο διαθέτουμε και στην εποχή μας διαθέτουμε πολλά. Για ποιο λόγο; Για κέρδος, για να βλάψουμε, για να βρεθούμε στο προσκήνιο, για να γίνουμε αρεστοί, επίκαιροι, επειδή μπορούμε. Οι λόγοι είναι πολλοί και φυσικά όλοι ευτελείς.

Σκεφτείτε λοιπόν τον κουτσομπόλη, τον λασπολόγο, τον ευκολόπιστο, τον αφελή, όλους εμάς που χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο με τι χαρά και πόση προθυμία γινόμαστε πολλαπλασιαστές και αναμεταδότες, έχοντας στη διάθεσή μας όλα τα μέσα που μας παρέχει η τεχνολογία. Καμία δύναμη δεν μπορεί να αναστρέψει και να αντιστρέψει την πορεία. Καμία διάψευση δεν πρόκειται να μηδενίσει ή έστω να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις. Το νερό έχει μπει στο αυλάκι. Και ναι, είναι μεγάλη ευκολία να πιστεύουμε ό,τι θέλουμε ή ό,τι μας βολεύει. Ειδικά όταν γίνεται αποδόμηση προσώπων που πολλές φορές μπορεί και να θαυμάζουμε.

Αυτή η δυνατότητα να γινόμαστε «θεατές της κλειδαρότρυπας» και να ανακαλύπτουμε - αποκαλύπτουμε αδυναμίες και ξένα μυστικά, να ετεροκαθοριζόμαστε, να καθιστούμε σημαντική τη δική μας ύπαρξη ισοπεδώνοντας άλλες, να είμαστε οι γνώστες, να κρίνουμε αλλά να μην κρινόμαστε, φαίνεται ιδιαίτερα προκλητική. Στην ουσία όλο αυτό είναι το άσκοπο ξόδεμα ενέργειας που δηλητηριάζει και μικραίνει τις ζωές όλων μας.

Μόνο η δημιουργία προσφέρει ικανοποίηση και γαλήνη. Αντίθετα η συμβολή μας σε οτιδήποτε καταστροφικό, μπορεί να μας χαρίζει παροδικά την ευχαρίστηση ότι επιβεβαιώσαμε την ύπαρξή μας και τη σημαντικότητά της, οδηγεί όμως πολύ γρήγορα σε καινούρια αδιέξοδα, στο ανικανοποίητο και σε εσωτερικές συγκρούσεις.

Τι μπορούμε να κάνουμε, κατά τη γνώμη σας, έτσι ώστε να προφυλάξουμε τους εαυτούς μας από την παραπληροφόρηση, ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο της πανδημίας που κάθε λογής συνωμοσιολογίες οργιάζουν;

Η απάντηση στην ερώτησή σας είναι εύκολη και μία. Επιστρατεύουμε τη λογική, τη γνώση και την ικανότητα να κρίνουμε. Παίρνουμε μία απόσταση ασφαλείας από ό,τι ακούμε, διαβάζουμε, βλέπουμε και βάζουμε στο τέλος ένα ερωτηματικό. Η αμφισβήτηση είναι δικαίωμα και υποχρέωση, αρκεί να την ακολουθεί αναζήτηση και τεκμηρίωση. Όσο για την περίοδο της πανδημίας ένιωσα το ίδιο μόνη με όλο τον κόσμο και πήρα τις δικές μου αποφάσεις, αφήνοντας εκτός όσους αποπειράθηκαν να με τρομοκρατήσουν. Τον πρώτο και μόνο λόγο για μένα τον είχαν οι επιστήμονες.

Μιλήστε μας για τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια.

Να πω το βασικό. Γράφω γιατί μου είναι αδύνατο να μην το κάνω. Αυτόν τον καιρό δουλεύω ένα θεατρικό και το τρίτο από τα διηγήματα του βιβλίου μου με τίτλο «Ο τέλειος άντρας». Παράλληλα σημειώνω και αναπτύσσω κάποιες καινούριες ιδέες που θέλω να κάνω διηγήματα ή μυθιστορήματα. Το γνωρίζετε και εσείς εκ πείρας ότι οι πιο σημαντικές μας μέρες είναι εκείνες που αρχίζει και παίρνει ζωή στο χαρτί η «περίεργη ιδέα» που μας τριβελίζει το μυαλό και δε μας αφήνει να ησυχάσουμε όλο το εικοσιτετράωρο.

Η μέρα που αρχίζουν αυτά τα φανταστικά πρόσωπα να παίρνουν σάρκα και οστά, να ζουν, να ενεργούν, να νιώθουν. Νομίζω ότι αυτά είναι τα πραγματικά συγγραφικά μου όνειρα. Να δώσω ζωή στα πλάσματα της φαντασίας μου και στις ιστορίες τους, να μην αφήσω κανένα αποκλεισμένο, κανένα φυλακισμένο στο δικό μου μυαλό.

Κυρία Συμεωνίδου σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας!

Σας ευχαριστώ και εγώ κυρία Σαραντινού που μου δώσατε την ευκαιρία με τις ερωτήσεις σας να τοποθετηθώ για ζητήματα που με απασχολούν και που αναζητώ απαντήσεις.

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα