Γράφει: Δημήτρης Μπουζάρας
Η Αφροδίτη Παπαντωνίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Σέρρες. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και έκτοτε ζει μόνιμα εκεί. «Σπούδασα για να μπορώ να κάνω μάθημα σε μικρά παιδιά μιας και το σχολείο το αισθανόμουν ανέκαθεν σαν δεύτερο σπίτι μου. Δέκα χρόνια αργότερα σπούδασα και πάλι για να μπορώ να κάνω ακόμα καλύτερα αυτό το μάθημα. Λίγα χρόνια αργότερα κάθισα και πάλι στα θρανία για να μπορώ να κάνω μάθημα σε παιδιά που έχουν περισσότερες ανάγκες από τα συνηθισμένα. Κάθε χρονιά συναντώ στην τάξη μου περίπου είκοσι παιδιά και δύο τα δικά μου στο σπίτι είκοσι δύο. Προσπαθώ να δίνω σε όλα τον καλύτερό μου εαυτό και κάτι που επιδιώκω πάντα είναι να ενεργοποιώ τη σκέψη των παιδιών μέσα από το παιχνίδι», λέει η ίδια για τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη δουλειά της, και ειδικά για το βιβλίο της για παιδιά, «Μη μας συγκρίνεις», «Την ιστορία αυτήν την έγραψα έχοντας αυτό στο μυαλό μου και ελπίζω ως έναν βαθμό να τα κατάφερα».
Το “Μη μας συγκρίνεις” εκδόσεις Βάρφη είναι το δεύτερο παιδικό σας βιβλίο. Τι είναι αυτό που σας ώθησε στη γραφή και ειδικά στο παιδικό βιβλίο;
Το γεγονός ότι ζω μέσα στον κόσμο των παιδιών, αφού είμαι εκπαιδευτικός και το ότι αισθάνομαι και εγώ πολλές φορές σαν ένα μεγάλο παιδί. Ζώντας λοιπόν στον κόσμο τους εισπράττω καθημερινά τα ερωτήματά τους, τις απορίες τους, παρατηρώ τη συμπεριφορά τους και προσπαθώ να εντοπίσω τις ανάγκες τους. Όλα αυτά μαζί, σε συνδυασμό με την αγάπη μου προς τα παιδιά και μια στιγμή έμπνευσης με οδήγησαν στο χαρτί και στο μολύβι, με οδήγησαν στο να γράψω την πρώτη μου ιστορία, το «Μ΄αγαπάς; Σ΄αγαπώ!».
Ποια τα συναισθήματα όταν έφτασε το πρώτο αντίγραφο στα χέρια σας; Πόσο σας επηρεάζει μια αρνητική κριτική;
Τα συναισθήματα, όταν κρατάς στα χέρια σου το πρώτο αντίγραφο από κάθε βιβλίο σου, είναι η χαρά και η περηφάνια. Σε δεύτερο επίπεδο έρχονται η αγωνία και η ανυπομονησία για την αποδοχή που μπορεί να έχει από το αναγνωστικό κοινό και στη συνέχεια φυσικά έρχονται και οι κριτικές. Μία αρνητική κριτική μπορεί να με στεναχωρήσει αλλά μπορεί και όχι, το σίγουρο είναι πάντως ότι θα με προβληματίσει και θα τη λάβω υπόψιν μου. Θα προσπαθήσω να τη διερευνήσω και να την “εκμεταλλευτώ”.
Τι είναι συγγραφέας, διαφέρει ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων;
Συγγραφέας είναι μια πολύ σημαντική ιδιότητα με πολλούς διαφορετικούς ορισμούς, με πολλές ερμηνείες, με πολλά πρόσωπα. Από το αν γεννιέται κάποιος ή αν γίνεται στην πορεία μέχρι το αν είναι πλάσματα θαυμαστά ή επαγγελματίες της γραφής. Τώρα στη ερώτηση, αν διαφέρει ένας συγγραφέας που ασχολείται με το παιδικό βιβλίο από κάποιον που δε ασχολείται θα έλεγα πολύ απλά πως δεν διαφέρει. Εγώ προσωπικά δεν έγραφα από μικρή. Διάβαζα όμως συνεχώς. Θυμάμαι ότι ο δάσκαλός μας στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού όχι απλώς μας προέτρεψε αλλά μας “διέταξε” να γραφτούμε στη βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη ήταν στο δρόμο μου από το σχολείο στο σπίτι. Έχω διαβάσει πολλά βιβλία μέχρι να μπω στη διαδικασία να γράψω. Σίγουρα το παιδικό βιβλίο είναι σε στενή συνάφεια με τη δουλειά μου, αλλά το πρώτο μου κείμενο που δεν έχει εκδοθεί, είναι μια σειρά διηγημάτων για ενήλικες.
Πόσο εύκολο είναι το παιδικό αναγνωστικό κοινό; Είναι απαιτητικό; Έχει άποψη;
Θεωρώ ότι το παιδικό αναγνωστικό κοινό είναι και ώριμο και απαιτητικό. Τα παιδιά διαθέτουν μια άδηλη γνώση για το ποιο βιβλίο είναι ενδιαφέρον γι΄αυτά, είναι αυτό που θα τα ταξιδέψει, θα τα κάνει να γελάσουν, που θα εξάψει τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και την κριτική τους σκέψη. Τα παιδιά όπως λέει και η Θ. Χορτιάτη στο πολύ ωραίο ποίημα της για το βιβλίο “βρίσκουν ένα φίλο σε κάθε φύλλο” του βιβλίου.
Γιατί συγκρίνουμε τα παιδιά μας; Τι ζητάμε, τι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε;
Τις περισσότερες φορές πέφτουμε στην παγίδα των συγκρίσεων έχοντας στο μυαλό μας την ελπίδα ότι με αυτόν τον τρόπο θα κινητοποιήσουμε το παιδί και θα το κάνουμε να αλλάξει τη συμπεριφορά του. Συνηθίζουμε να τονίζουμε τις αρετές που έχει ένας φίλος του, ένας αδελφός του και με αυτό τον τρόπο ελπίζουμε ότι θα μπορέσει να δει το άλλο άτομο σαν πρότυπο προς μίμηση. Δυστυχώς όμως τα πράγματα αποδεικνύονται ότι δεν λειτουργούν με αυτό τον τρόπο.
Ως γονείς αλλά και ως εκπαιδευτικοί, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι πρέπει να δίνουμε αξία στην προσπάθεια και στην πρόοδο που κάνει το ίδιο το παιδί, στην αξία της επιμονής και όχι μόνο στο αποτέλεσμα.
Οι συγκρίσεις πολλές: σύγκριση για τις ικανότητες,τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας,της εμφάνισης,τη σωματική ανάπτυξη.Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα;
Οι συγκρίσεις λοιπόν που αφορούν, είτε στα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, είτε στα χαρακτηριστικά προσωπικότητας είναι πολλές. Στη πορεία της ζωής μας κάποια από τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας μας θα αλλάξουν, η σωματική μας ανάπτυξη θα βελτιωθεί, το ίδιο και οι ικανότητες μας, εφόσουν το επιδιώξουμε και το προσπαθήσουμε. Η μεγαλύτερη παγίδα για μένα είναι η σύγκριση της εμφάνισης, καθώς τις περισσότερες φορές η σύγκριση αυτή γίνεται με επιφανεικά και στερεότυπα κριτήρια έχοντας αρνητικές συνέπειες ειδικά για τα παιδιά που βρίσκονται στην εφηβεία.
Ωφελεί η συνεχής σύγκριση; Γίνονται τα παιδιά μας καλύτερα έτσι; Υπάρχει υγιής σύγκριση;
Δυστυχώς, πολύ συχνά οι γονείς μεταφράζουν τη σύγκριση ως ένα κίνητρο για να γίνει το παιδί τους καλύτερο, αλλά είναι πολύ πιθανόν η συνεχής σύγκριση να επιφέρει αρνητικά συναισθήματα και να λειτουργεί αποθαρρυντικά για εκείνο.
Αν αποφύγουμε ανούσιες και συνεχείς συγκρίσεις τόσο με συνομηλίκους του, όσο και με τα αδέλφια του, μειώνουμε έτσι τα συναισθήματα άγχους, φόβου, υποτίμησης, απόρριψης και ματαίωσης που θα προκληθούν στο ίδιο το παιδί. Σκοπός μας δεν είναι ένα παιδί με μειωμένη αυτοεκτίμηση, έλλειψη πίστης στον εαυτό του και κατ΄επέκταση ένας επισφαλής ενήλικας, που θα αναζητά διαρκώς την επιβεβαίωση. Ένα παιδί με τη βοήθεια μας πρέπει να εντοπίσει τις δικές του αρετές και να τις καλλιεργήσει. Εμείς καλούμαστε να το βοηθήσουμε να ανακαλύψει τα δικά του ταλέντα και όχι να εντοπίζουμε και να μεγεθύνουμε τις αδυναμίες του.
Από την άλλη μεριά η σύγκριση είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, πολλές φορές μπορεί να είναι χρήσιμη διότι μέσω αυτής μπορούμε να αυτοπροσδιοριστούμε, να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στη θέση του σε σχέση με τους άλλους, να αναπροσαρμόσουμε τους στόχους μας, να βελτιωθούμε και να εξελιχθούμε. Η σύγκριση είναι μέσα στη φύση μας και το παιδί τη χρησιμοποιεί από μικρό καθώς προσαρμόζεται στο περιβάλλον, για παράδειγμα στο περιβάλλον της τάξης του. Αυτή η σύγκριση είναι η υγιής σύγκριση και ναι φυσικά και υπάρχει.
Πόσο διαταράσσει αυτό την ποιότητα της σχέσης, αλλά και την ψυχική υγεία των παιδιών; Τι μηνύματα στέλνει;
Καταρχήν με τη συνεχή σύγκριση, η οποία εντοπίζει αδυναμίες και ελλείμματα υπονομεύουμε την αυτοπεποίθηση του παιδιού. Με αυτόν τον τρόπο το κάνουμε να αισθάνεται μειονεκτικά και δεν το βοηθάμε να βρει τις δικές του αρετές. Επιπλέον μέσω της σύγκρισης καλλιεργούμε την ανταγωνιστικότητα. Το παιδί επιλέγει να ανταγωνιστεί τους γύρω του, έχει συνεχόμενη ανάγκη για επιβεβαίωση και με αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται και η αξία της συνεργασίας και της ομαδικότητας. Πολύ σημαντικό είναι επίσης ότι διαταρράσονται και βλάπτονται οι αδερφικές σχέσεις, όταν ένα παιδί βλέπει εχθρικά το “ικανό” αδερφάκι του.
Ποια είναι τα “δομικά υλικά” μιας σύγκρισης -εκλαμβάνοντας την ως τελικό αποτέλεσμα- ζήλια, έλλειψη, προσωπική αποτυχία, ανεκπλήρωτα όνειρα, εγωισμός, αναζήτηση αποδοχής; Τι είδους αποτέλεσμα είναι αυτού του είδους η συμπεριφορά, μόρφωσης, οικονομικού επιπέδου, οικογένειας, κοινωνίας;
Τα δομικά υλικά μιας σύγκρισης μπορεί να είναι εν δυνάμει όλα τα παραπάνω. Ήδη πριν από τη γέννηση του παιδιού μας, οραματιζόμαστε πολλά για την εικόνα του και το τι θα καταφέρει όταν μεγαλώσει. Οι προσδοκίες των γονιών, η προσωπική αποτυχία ή και επιτυχία, η αναζήτηση της αποδοχής δημιουργούν πολλά όνειρα για το νεογέννητο, τα οποία σε ένα επίπεδο είναι βοηθητικά, ωστόσο είναι δυνατό, αν είναι πολλά και πολύ αυστηρά, να μπλοκάρουν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού.
Ήδη από τις πρώτες ημέρες του βρέφους στη ζωή, οι γονείς κάνουν συγκρίσεις με άλλα βρέφη, στη συνέχεια έρχεται το σχολείο και οι συγκρίσεις με συμμαθητές σχετικά με τους βαθμούς και τη διαγωγή, μέχρι και τις αδιάλειπτες συγκρίσεις μεταξύ των αδελφών.
Ο τρόπος που οι γονείς θα συμπεριφερθούν στο παιδί τους βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με τον χαρακτήρα τους αλλά και με το μορφωτικό-οικονομικό τους επίπεδο και με τον τρόπο που οι ίδιοι έχουν αντιμετωπίσει ως τώρα τη ζωή τους και έχουν αντιληφθεί τον εαυτό τους: πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να επιθυμούμε πράγματα που έχουν οι άλλοι, υποτιμώντας όσα έχουμε αποκτήσει οι ίδιοι, με αποτέλεσμα να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας και να βιώνουμε το λεγόμενο συναίσθημα της ζήλιας.
Και ενώ όλοι λίγο πολύ γνωρίζουν ή νομίζουν πως γνωρίζουν τι δημιουργούν, με την πρώτη ευκαιρία υποτροπιάζουν. Πόσο εύκολο είναι να αλλάξει αυτή η συμπεριφορά και πως μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Όλοι το παθαίνουμε, ας μη γελιόμαστε. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε κάθε φορά που υποτροπιάζουμε ότι η σύγκριση εντοπισμού αδυναμιών δεν αφυπνίζει μόνο, αλλά πιθανό να αποθαρρύνει. Κάθε παιδί έχει τις δικές του ικανότητες και τους δικούς του ρυθμούς, οπότε πρέπει να επιτρέψουμε στο παιδί μας να εξελιχθεί στο δικό του χρόνο.
Θα πρέπει να εντοπίσουμε τις κλίσεις του παιδιών μας, να φροντίσουμε να τις αξιοποιήσουμε, έτσι ώστε να δούμε το παιδί να ενθαρρύνεται και να νιώθει ικανό και γεμάτο αυτοπεποίθηση. Σίγουρα επιτρέπουμε στο παιδί να εκφράζει το γνήσιο συναίσθημά του είτε είναι θυμός, ζήλια, μελαγχολία, χαρά και αποφεύγουμε τις “ταμπέλες”.
Κάπου διάβασα δύο κανόνες για τη σωστή ανατροφή των παιδιών: πρώτον, δε συγκρίνουμε τα παιδιά μας. Δεύτερον, και σημαντικότερο, δε συγκρίνουμε ποτέ τα παιδιά μας. Τι είναι αυτό που πραγματικά χρειάζεται ένα παιδί;
Κομβικό σημείο στην ερώτηση αποτελεί η έννοια της αποδοχής: αποδοχή του παιδιού με τις ικανότητες, τα ταλέντα, τις επιθυμίες, τις κλίσεις, τις δεξιότητες που έχει το καθένα. Έχοντας με αυτόν τον τρόπο ρεαλιστικές προσδοκίες από το ίδιο, ακολουθεί η ενθάρρυνση στην ανάπτυξη των ήδη υπαρχόντων ή νέων δεξιοτήτων και η ενθάρρυνση της προσωπικής του προσπάθειας και κόπου. Αν συγκρίνεις το παιδί μόνο με τον εαυτό του, αν εστιάζεις στα θετικά του σημεία, στις δυνατότητες και στις αντοχές του νομίζω πως έχεις βρει τη λύση για τη σωστή του ανατροφή. Κλείνοντας θα ενέπλεκα με τα παραπάνω και την αγάπη, τη θετική ενίσχυση και τον έλεγχο που αντανακλά το αληθινό ενδιαφέρον.
Ποιες είναι οι επιλογές σας ως αναγνώστρια; Τι διαβάζετε αυτή την περίοδο;
Συνήθως επιλέγω Έλληνες συγγραφείς και αγαπημένος μου όλων είναι ο Μ. Καραγάτσης. Μου ταιριάζουν περισσότερο τα βιβλία με διηγήματα αλλά δε θα πω όχι και σε ένα μυθιστόρημα κυρίως ιστορικού περιεχομένου. Αυτήν την περίοδο που υπάρχει και παραπάνω χρόνος λόγω των Χριστουγεννιάτικων διακοπών διαβάζω το «Γκιάκ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, το οποίο εμπεριέχει διηγήματα στρατιωτών που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία. Εξαιρετικό βιβλίο.
Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;
Συνήθως δουλεύω δύο με τρία κείμενα ταυτόχρονα. Με αφορούν πολύ ιστορίες που διαπραγματεύονται τα συναισθήματα, όπως το θυμό, την αγάπη, την αλλαγή χαρακτηριστικών προσωπικότητας κ.ά. Τώρα τελευταία ξεκίνησα να γράφω και μια ενδιαφέρουσα, ελπίζω, ιστορία φαντασίας.



































Πρόσκληση φίλων