Γράφει: Δημήτρης Μπουζάρας
Η Κέλλυ Πάλλα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε φιλολογία και ζει ως σήμερα. Συντονίζει βιβλιοφιλικές ομάδες και δράσεις. Βιβλιοκρισίες της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Έχει γράψει τα: Σκόνη του τίποτα – Επτά επάλληλες ιστορίες, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013 και Γιούκα, η ηδονοβλεψίας, μυθιστόρημα, εκδ. Νησίδες, 2017.
Το νέο σας βιβλίο "Το σκαμνί", το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Αρμός", δεν είναι η πρώτη συγγραφική σας προσπάθεια. Θυμάστε τι ήταν το πρώτο που γράψατε; Τι ανάγκες κάλυψε;
Αν ως πρώτη συγγραφική προσπάθεια εννοείτε την πρωτόλεια λογοτεχνική μου απόπειρα, αυτή πάει πολύ πίσω, στην πρώτη παιδική μου ηλικία, όταν μια μέρα, καιρό πριν μάθω να γράφω, ζήτησα από τη δασκάλα, τότε, μητέρα μου να καταγράψει κάποιες φρασούλες που είχα σκαρώσει· θυμάμαι ακόμη καθαρά την εγωτική εκείνη πεποίθηση ότι είχα κάτι αξιομνημόνευτο να πω. Αν πάλι εννοείτε την πρώτη εκδοτική μου απόπειρα, αυτή ήταν η «Σκόνη του τίποτα», κυκλοφόρησε το 2013, και ήταν μια συλλογή επάλληλων αφηγήσεων που εκτυλίσσονται σε ένα νοσοκομείο. Σ’ αυτό το βιβλίο η πρωταγωνίστρια της πρώτης ιστορίας περνάει σαν κομπάρσα στη δεύτερη, η κομπάρσα της πρώτης γίνεται πρωταγωνίστρια στη δεύτερη κ.ο.κ. Το θέμα της συλλογής είναι το πώς ορίζεται η σωματική υγεία και η αρτιμέλεια και, όπως το σκέφτομαι σήμερα, ρίχνει φως στην άρνησή μας να μιλήσουμε ανοιχτά για ζητήματα αναπηρίας, ασθένειας και εξάρτησης απ’ τους άλλους.
Πώς γεννιέται ένας συγγραφέας;
Δεν ξέρουμε ακριβώς, γιατί αν το ξέραμε, θα μπορούσαμε ακολουθώντας τη σίγουρη συνταγή να «παράγουμε» διαρκώς συγγραφείς. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι πως η διαμόρφωση της λογοτεχνικής φωνής είναι μια μακρά διαδικασία. Προϋποθέτει καλή ακοή, για ν’ ακούει κανείς τις ιστορίες των άλλων απ‘ όπου θα αντλήσει υλικό, ένα τουλάχιστον προσωπικό επώδυνο βίωμα, για να αναγκαστεί να στοχαστεί πάνω σ’ αυτό και να διερευνήσει τα ανθρώπινα συναισθήματα, τέλος ένα ιδιωτικό περιβάλλον εντατικού διαβάσματος και άφθονου σβησίματος. Ο συγγραφέας μετριέται με τις σελίδες που πέταξε, όχι μ’ αυτές που έγραψε κι ακόμη λιγότερο μ’ αυτές που εξέδωσε.
Μια ιδέα είναι αρκετή για να δημιουργηθεί ένα μυθιστόρημα;
Αν κρίνω από τη δική μου εμπειρία, παλιότερα καταιγιζόμουν από περισσότερες ιδέες, αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου δε με ικανοποιούσε. Με άλλα λόγια ιδέες είχα, αλλά δυσκολευόμουν πολύ να σταματήσω το δραστικό σβήσιμο, μια και προηγουμένως ανέφερα το σβήσιμο σαν προϋπόθεση για την επαρκή γραφή. Θα έλεγα πως η αρχική ιδέα είναι μάλλον ο σπόρος που πρέπει να πέσει σε «γη αγαθή», για να καρπίσει. «Γη αγαθή» εννοώ κατ’ αρχάς τη βαθιά, υπαρξιακή σχεδόν, δέσμευση με το θέμα, μετά τη σίγουρη γνώση του ιστορικού πλαισίου όπου θα τοποθετηθεί η δράση και, το πιο σημαντικό, την ευκαιρία, που μόνο ο ίδιος ο συγγραφέας θα δώσει στους ήρωές του, να ψιθυρίσουν στο αυτί του τις ιστορίες τους.
Έχετε σπουδάσει φιλολογία. Η ενασχόληση σας με τη διδασκαλία, σάς έχει επηρεάσει ως συγγραφέα; Έχει βάλει φρένο στην ικανότητα της συγγραφέα - καθηγήτριας να αφουγκράζεται τη διαίσθηση της;
Κατ’αρχάς για μένα οι σπουδές Φιλολογίας δεν ταυτίζονται με τη διδασκαλία, αν και κατανοώ ότι η επί δεκαετίες απορρόφηση των πτυχιούχων Φιλολογίας στη Μέση Εκπαίδευση έχει συμβάλλει σ’ αυτή την ταύτιση. Για πολλά χρόνια η θεωρητική κατάρτιση στάθηκε για μένα εμπόδιο στη γραφή. Η γνώση των αφηγηματικών τεχνικών και η ενασχόληση με αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνικό «κανόνα» μου προκαλούσε μάλλον αμηχανία και τορπίλιζε τις συγγραφικές μου προσπάθειες. Εκείνο που όξυνε τη λογοτεχνική μου διαίσθηση, για να επαναλάβω τη λέξη που χρησιμοποιήσατε εσείς, δεν ήταν τόσο η εμπειρία μου από την τάξη όσο η εμπλοκή μου, ως μέλους αρχικά και ως συντονίστριας στη συνέχεια, με τις λέσχες ανάγνωσης. Έμαθα πολλά διαβάζοντας, αλλά ακόμη περισσότερα ακούγοντας το πώς διαβάζουν οι άλλοι στο πλαίσιο των λεσχών.
Τι είδους έρευνα απαιτήθηκε για τη συγγραφή του βιβλίου και πόσο διήρκεσε; Προέκυψαν προβλήματα; Αν ναι, τι είδους;
Πράγματι, ιστορική έρευνα προηγήθηκε της συγγραφής του «Σκαμνιού» και στο τέλος του βιβλίου αναφέρω τα ονόματα όσων με θωράκισαν με τη σιγουριά, ώστε να καταπιαστώ με γεγονότα που απέχουν 250 χρόνια από σήμερα· εννοώ τον ιστορικό και λαογράφο Δημήτρη Κύρου, τη φιλόλογο Ηλέκτρα Παπαθανασίου, τον π. Σύμβουλο Α’/θμιας Εκπ/σης Κώστα Παπάζογλου, τη λαϊκή υφάντρια Χαρίκλεια Δημητρακούδη. Εκείνο όμως που μετέτρεψε τις πληροφορίες σε μυθοπλασία, ήταν η χρόνια έκθεσή μου στις προφορικές διηγήσεις των ανιόντων συγγενών μου, οι οποίες σαν το σπόρο της ζύμης ωρίμασαν μέσα μου τα πορτρέτα των ηρώων του βιβλίου. Η τελική φάση της καταγραφής στο χαρτί διήρκεσε περίπου 4 χρόνια.
Επιλέξατε να κάνετε μια «βουτιά» στην ιστορία. Για ποιους λόγους κάνουμε τέτοιου είδους βουτιές στο παρελθόν; Τι ζητάμε εφόσον ήδη έχουμε φύγει από εκεί και η εποχή μας αντιλαμβάνεται τις έννοιες πλέον διαφορετικά, τόσο σε εμπειρικό όσο και αξιακό επίπεδο; Είναι η ιστορία νεκρή κατά τη γνώμη σας;
Οι βουτιές στο παρελθόν είναι, συνήθως, βουτιές αυτογνωσίας, μια προσπάθεια να ορίσουμε την ταυτότητά μας. Το παρελθόν του τόπου καταγωγής μας, της οικογένειάς μας το κουβαλάμε μέσα μας. Έτσι και τις έννοιες, τις οποίες λέτε ότι η εποχή μας τις αντιλαμβάνεται διαφορετικά, μπορεί σήμερα να τις αντιμετωπίζουμε κριτικά, αλλά είναι η σκευή μας, η πρώτη ύλη από την οποία είναι φτιαγμένο το παρόν μας. Η ιστορία παραμένει ζωντανή όσο παραμένει ζωντανός ο άνθρωπος.
Κάνοντας λοιπόν τη “βουτιά” στην ιστορία, προφανώς «μιλήσατε» με τον, ή τους ήρωες που «συναντήσατε». Απευθύνατε ερωτήσεις και «λάβατε απαντήσεις». Τι είδους συναισθήματα αναδύθηκαν, τι αποκομίσατε;
Η αλήθεια είναι ότι η λογοτεχνία που μας συγκινεί δεν είναι αυτή που αγαπά τις απαντήσεις, αλλά αυτή που επιδιώκει τις ερωτήσεις. Το κύριο συναίσθημα από τη συνάντηση με τους ήρωές μου ήταν η έκπληξη, γιατί δεν τους έπλασα εγώ, αλλά αναδύθηκαν ολοκληρωμένοι ανάμεσα από τις λέξεις. Είχαν ένα πλήρες βιογραφικό κι εγώ δεν είχα παρά να το καταγράψω. Πολλές φορές με αιφνιδίασαν με τη φλυαρία τους, κάποια γεγονότα της ζωής τους τα παρέλειψα, σε άλλα επέμεινα για λεπτομέρειες. Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι ο ρόλος μου ήταν μάλλον βοηθητικός.
Άλλη εποχή, άλλοι άνθρωποι· θεωρείτε ότι έχουμε κοινά με τους ανθρώπους της εποχής που περιγράφετε, θα αντιδρούσαμε παρόμοια σε παρόμοιες καταστάσεις, έχουμε τις ίδιες αντοχές;
Το βιβλίο αποτελείται από τρεις αυτόνομες ιστορίες που συνδέονται μέσω της ύπαρξης ενός σκαμνιού. Πρόθεσή μου, καλύπτοντας ένα χρονικό άνυσμα 200 ετών, δεν ήταν τόσο να αναδείξω τις ανθρώπινες πράξεις σε κάθε μια από αυτές, όσο το πώς με το πέρασμα του χρόνου οι αντιδράσεις των ηρώων σε παρόμοιες καταστάσεις τροποποιούνται, αλλά ένας σκληρός εσωτερικός πυρήνας ανθίσταται και παραμένει αναλλοίωτος. Οι άνθρωποι πάντα φοβόταν, προσδοκούσαν, χαίρονταν, ζήλευαν και πάντα θα φοβούνται, θα προσδοκούν, θα χαίρονται, θα ζηλεύουν και θα το εκφράζουν σε κάθε εποχή με διαφορετικό τρόπο, αλλά το αντίστοιχο συναίσθημα του φόβου, της προσδοκίας, της χαράς, της ζήλιας δε θα αλλάξει. Αυτή η ακινησία μέσα στη μεταβολή είναι κάτι που με απασχόλησε πολύ και η μόνη δυνατότητα που είχα να την αναπαραστήσω ήταν η διαφορετική γλωσσική έκφραση του εκάστοτε αφηγητή. Κάθε ιστορία έχει το δικό της ύφος, το δικό της εκφραστικό στίγμα, εκείνο που ταιριάζει στην εποχή όπου τοποθετείται η δράση.
Από ένα σημείο και μετά είναι αναγνωρίσιμο το πρόσωπο, ο κεντρικός σας χαρακτήρας, για τον οποίο γίνεται λόγος. Είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Για ποιους λόγους έγινε η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου; Τι θα θέλατε να αποκομίσει ο αναγνώστης από αυτή τη συνάντηση;
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι το σκαμνί, το οποίο ανήκε στον Κοσμά τον Αιτωλό, ο ίδιος όμως εμφανίζεται μόνο στην πρώτη από τις τρεις ιστορίες. Η σκιά του βέβαια πλανάται από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα της αφήγησης, γιατί ο πατρο-Κοσμάς δε σταμάτησε να πλανάται στις «ποδιές» του Χολομώντα 250 χρόνια τώρα. Στη συνείδηση των κατοίκων της ορεινής Χαλκιδικής είναι ο δικός τους άγιος και ειδικά για την οικογένεια της μητέρας μου υπάρχει τοπικός θρύλος ότι φιλοξενήθηκε από τον προπάτορά της, που για να τιμήσει τον σεβάσμιο φιλοξενούμενο, βάφτισε παιδιά και εγγόνια στο όνομά του. Η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου ανήκε σ’ εκείνη τη διαδικασία βαθιάς ωρίμανσης που ανέφερα παραπάνω, μια ανεπίγνωστη εσωτερική κίνηση που μου επέβαλε, σχεδόν χωρίς τη θέλησή μου, να μην μπορώ να τον αφαιρέσω από τις παιδικές μου αναμνήσεις, τις οποίες για έναν ανεξήγητο λόγο ήθελα να αξιοποιήσω. Εκτός όμως από την προσωπική εμπλοκή με το συγκεκριμένο πρόσωπο, επιθυμούσα να μοιραστώ με τον αναγνώστη την αίσθηση ότι τα γεγονότα που σφραγίζουν τις ζωές μας είναι η αόρατη ενορχήστρωση μιας πληθώρας διασταυρωνόμενων επιλογών διαφορετικών ανθρώπων. Πέρα και πάνω από αυτές τις επιλογές ο πατρο-Κοσμάς εξείχε σαν ένα περίβλεπτο μετέωρο.
Η επιλογή του προσώπου αυτού, σας διευκόλυνε ή σας δυσκόλεψε; Ενίσχυσε το αίσθημα της ευθύνης τόσο απέναντι στο πρόσωπο όσο και στην κατάλληλη τοποθέτηση του στην πλοκή;
Ωραία ερώτηση. Η αγιότητα εγείρει αίσθημα ευθύνης σε όποιον αποφασίσει να καταπιαστεί μαζί της. Φέρνω στον νου μου τον μεγάλο Ταρκόφσκι, ο οποίος διάνοιξε νέους τρόπους αναπαράστασής της πίστης. Εκείνο που έδινε σε μένα σιγουριά στη λογοτεχνική διαπραγμάτευση ενός προσώπου όπως ο πατρο-Κοσμάς ήταν ο σεβασμός στις ιστορικά διασταυρωμένες πληροφορίες γι’ αυτόν, τα βιογραφικά στοιχεία, τις περιοδείες ανά τον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό, τις διδαχές του. Με βάση αυτές οικοδόμησα το πορτρέτο ενός ρακένδυτου, ανιδιοτελούς καλόγερου που περπατάει σε βουνά και λαγκάδια με ένα συγκεκριμένο γλωσσικό και παιδαγωγικό όραμα. Έτσι παρουσιάζεται στους υπόλοιπους ήρωες των «Πρώιμων καιρών» . Η δικαίωση των ρήσεών του, των λεγόμενων προφητειών του, ήρθε, βεβαία, αιώνες μετά τον θάνατό του και ακόμη αργότερα η αγιοποίησή του, γεγονός που περνάει σαν υπόμνηση στους «Όψιμους καιρούς». Για να γίνει πειστική η λογοτεχνία σε θέματα πίστης δεν μπορεί παρά να μιλήσει υπαινικτικά και σίγουρα όχι διδακτικά.
Οι ιστορικές σκηνές που παρουσιάζονται στη λογοτεχνία ή στον κινηματογράφο αποδίδουν κάποια πραγματικά γεγονότα, ενώ αποσιωπώνται άλλα. Είναι δε, εξαιρετικά εντυπωσιακές, γεγονός, που τις καθιστά περισσότερο δημοφιλείς από τη «βαρετή» και «περίπλοκη» ιστορία των επιστημόνων ιστορικών. Πώς διασφαλίζεται ότι ο αναγνώστης θα λάβει την αντικειμενική ιστορική αλήθεια;
Το ζήτημα που θέτετε είναι τεράστιο, ανάγεται στη σχέση λογοτεχνίας και επιστήμης της ιστορίας και επ’ αυτού έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Για να απαντήσω όσο γίνεται πιο συνοπτικά θα έλεγα ότι η επιστήμη της ιστορίας καταπιάνεται με τη δημόσια σφαίρα και τα μεγάλα γεγονότα, κάτι που ίσως την καθιστά, όπως λέτε, «βαρετή» και «περίπλοκη» για τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία από την άλλη καταπιάνεται με το ιδιωτικό, με τα μικρά γεγονότα της καθημερινής ζωής κι αυτό διευκολύνει την ταύτιση του αναγνώστη με τα εξιστορούμενα. Επειδή ακριβώς στην τέχνη, λογοτεχνία, κινηματογράφο κ.λ.π., επιτρέπεται η αποσιώπηση, ο διδακτισμός, ο συναισθηματικός χειρισμός του θέματος, ως προς τα μεγάλα γεγονότα την προσεγγίζουμε με επιφύλαξη, δηλαδή θεωρούμε ότι είναι αναξιόπιστη και απέχει από την πραγματικότητα. Εκείνο όμως που καθιστά τη λογοτεχνία αναντικατάστατη για τον αναγνώστη στη γνώση της αντικειμενικής ιστορικής αλήθειας είναι η αναπαράσταση της εποχής, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας γύρω από τα πρόσωπα, του χαρακτήρα τους, λεπτομέρειες γνήσιες, τις οποίες όμως η επιστήμη της ιστορίας παραβλέπει θεωρώντας τες άχρηστες. Αυτές οι άχρηστες είναι ταυτόχρονα και απαραίτητες καθιστώντας τη λογοτεχνία (αλλά και άλλες μορφές τέχνης) ενδιαφέρουσες και δημοφιλείς ως ιστορικές πηγές. Έτσι ο συνδυασμός της ανάγνωσης της ιστορίας των επιστημόνων με την ιστορία που προκύπτει από την ανάγνωση της λογοτεχνίας εξασφαλίζουν πληρέστερη εικόνα της αλήθειας.
Όσοι «στεγάζονται κάτω από τα ίδια κεραμίδια» έχουν και την ίδια μοίρα, εξέλιξη, είχατε σημειώσει σε παλαιότερη συνέντευξη σας, το γεγονός αυτό, είναι πράγματι κάτι σύνηθες. Τι είναι αυτό που ενδεχομένως κατά τη γνώμη σας θα μπορούσε να σπάσει αυτή τη ροή της συνέχειας, να δείξει νέους δρόμους, πιο φωτεινούς ίσως, πιο ευκολοδιάβατους και εν τέλει, διαφορετικούς;
Στην ίδια συνέντευξη θα διαβάσατε επίσης τον όρο πολιτισμικό μιμίδιο, που δεν είναι προσωπική μου άποψη, αλλά η επιστημονικά τεκμηριωμένη διαπίστωση ότι υπάρχουν ελάχιστες μονάδες συμπεριφοράς, πολιτισμικών αντιλήψεων και ιδεών που σε κλειστές κοινωνικές ομάδες κληρονομούνται δια της μίμησης. Αυτή η ροή, που σε παλιότερες εποχές έμοιαζε σχεδόν νομοτελειακή, είναι δυνατόν να διακοπεί αν κάθε μέλος της ομάδας μπορέσει να αντιμετωπίσει με μια καλώς εννοούμενη καχυποψία τον εαυτό του και τις πράξεις του, με άλλα λόγια να μην έχει την αταλάντευτη σιγουριά ότι είναι αλάθητος. Η εποχή μας, νομίζω, αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια από άλλες για αυτο-υπονόμευση και αναστοχασμό.
Το βιβλίο το οποίο λειτουργεί ως άλλο καλειδοσκόπιο, μας επιτρέπει να δούμε έστω και για λίγο μίαν άλλη εποχή. Μας παρουσιάζει πολλές ζωές στην πορεία του χρόνου, με τέτοιο τρόπο, που μπορούμε μέσω της ανάγνωσης, σκέψεων, συμπεριφοράς, να κατανοήσουμε σε βάθος τους ήρωες. Οι ήρωες, που ενώ είναι απλοί και καθημερινοί, παλεύουν στη δίνη της πολυπλοκότητας των σχέσεων τους. Είναι τελικά τόσο δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις;
Σίγουρα είναι δύσκολες, γιατί είναι σύνθετες. Πρόθεσή μου, γράφοντας το βιβλίο, ήταν να αναδείξω τη διαφορά αντίληψης που έχουν τα εκάστοτε πρόσωπα αντιμετωπίζοντας τα ίδια γεγονότα, την πίεση που ασκεί η ομάδα στο άτομο ειδικά στις παραδοσιακές κοινωνίες, την καθοριστική σημασία που έχουν για την ενήλικη ζωή τα βιώματα των παιδικών χρόνων, με άλλα λόγια το απρόσμενο αποτέλεσμα που φέρει η αλληλεπίδραση των διαφορετικών ψυχισμών μεταξύ τους. Είναι αλήθεια ότι οι όροι με τους οποίους σχετίζονται οι άνθρωποι μεταβάλλονται στο διάβα των αιώνων, αλλά τα προβλήματα των σχέσεων ποτέ δεν επιλύονται, απλώς μετατοπίζονται.
Ποιος ενδεχομένως από τους ήρωες ή τις ηρωίδες σας δυσκόλεψε και κάποιος σας "καθοδήγησε";
Η πρωταγωνίστρια της τρίτης ιστορίας που δρα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αν και πλησιέστερη σε μένα, παραδόξως με δυσκόλεψε περισσότερο από τους ήρωες που απέχουν 100 ή ακόμη και 250 χρόνια από σήμερα. Αυτή η εγγύτητα λες και αφαιρούσε από την ηρωίδα τη λογοτεχνική γοητεία που ασκούσαν πάνω μου οι παλιότεροι ήρωες, ένας αγράμματος π.χ. μελισσοκόμος των τελών του 18ου αιώνα ή ένας φυματικός αγωγιάτης των αρχών του 20ού. Μια νεαρή γυναίκα, που ζει με τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, κινδυνεύει να φανεί χαρακτήρας ανεπαρκής, το σκηνικό μη πειστικό, οι συγκρούσεις χάρτινες, γιατί το ένστικτο και η εμπειρία του αναγνώστη μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αληθοφάνεια της αφήγησης. Αντίθετα, η χρονική απόσταση λες και προσθέτει μια πατίνα γνησιότητας και πειστικότητας στη δράση των προσώπων, που ως τέτοια με καθοδήγησε ευκολότερα στο ξετύλιγμα της πλοκής.
«Ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος όταν του δείξεις ποιος είναι», έλεγε ο Τσέχοφ. Μπορεί η λογοτεχνία να μας αλλάξει;
Η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να αλλάξει τους επιμέρους ανθρώπους, που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ένα καλό βιβλίο μας δίνει την ευκαιρία να ζήσουμε διαφορετικές ζωές, να πλουτίσουμε την εμπειρία μας, κατ’ επέκταση να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και να κατανοήσουμε τον άλλο, αυτό που δεν είμαστε εμείς. Όμως όλα αυτά είναι μια ευκαιρία, μια δυνατότητα. Ευθύνη του ανθρώπου, του υποθετικού αναγνώστη, είναι να επιλέξει και να πράξει το σωστό, δηλαδή να γίνει καλύτερος.
Τι λειτουργεί καταλυτικά για την επιτυχία ή αποτυχία ενός μυθιστορήματος κατά τη γνώμη σας, μια δυνατή και ενδιαφέρουσα πλοκή, ή ένας σωστά διαμορφωμένος χαρακτήρας;
Επιτυχία εννοείτε τις υψηλές πωλήσεις ή την αποδοχή της επίσημης κριτικής, γιατί αυτά τα δύο, ως γνωστόν, δε συμβαδίζουν. Τώρα, αν πρέπει να πάρω θέση στο δίλημμα που μου θέσατε, θα έλεγα ότι αν ο συγγραφέας συλλάβει έναν τουλάχιστον ξεκάθαρο ακόμη και στις λεπτομέρειες του ψυχισμό, αυτός θα του υπαγορεύσει και την ενδιαφέρουσα πλοκή. Ο συγγραφέας οφείλει να ξέρει για τους ήρωες του υπερδιπλάσια απ’ όσα θα φανερώσει στον αναγνώστη του γι’ αυτούς.
Από ποιους συγγραφείς έχετε επηρεασθεί;
Από πολλούς έχω επηρεαστεί και αρκετούς έχω ζηλέψει, ενδεικτικά: από τους Έλληνες συγγραφείς τον Νίκο Μπακόλα για την ικανότητα να συναιρεί σε μια πρόταση το εδώ με το εκεί, το τότε με το τώρα, τη Ζυράννα Ζατέλη για τη γλωσσική διατύπωση του ανείπωτου, τον Αλέξη Πανσέληνο για τις ευφάνταστες περιπλοκές της αφήγησης. Από τους ξένους μαθήτευσα στον Λάσλο Κρασναχορκάι, τον Αντόνιο Αντούνες, τον Καζούο Ισιγκούρο.
Ποιο κατά τη γνώμη σας είναι το σημαντικότερο πρόβλημα του 21ου αιώνα;
Εκτός από την κλιματική αλλαγή, που πραγματικά με φοβίζει, βλέπω να μας σαρώνει η σύγχυση του εικονικού με το πραγματικό, του ιδιωτικού με το δημόσιο και η αυτοαπασχόληση, τις οποίες επέφερε και εμπεδώνει η μαζική χρήση των κοινωνικών δικτύων.
Τι ετοιμάζετε για το μέλλον;
Το ιστορικό αρχείο του Δημήτρη Κύρου για την ορεινή Χαλκιδική είναι πλούσιο. Κάπου εκεί μέσα αναζητώ την προσωπική μου εμπλοκή και περιμένω δυνητικούς ήρωες να ψιθυρίσουν την ιστορία τους στο αυτί μου.



































Πρόσκληση φίλων