Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Παρασκευή Κούρτη, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Η Υπηρέτρια»
Διαφ.

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Η Παρασκευή Κούρτη είναι συγγραφέας από την Πτολεμαΐδα, γεννημένη το 1971. Έχει σπουδάσει βρεφονηπιαγωγός και εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών. Ασχολείται με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων και σεναρίων για ταινίες. 

Το μυθιστόρημα της Παρασκευής Κούρτη«Η υπηρέτρια», μάς μεταφέρει στη δεκαετία του ’50, αν και η αφήγηση γίνεται εκ των υστέρων, αρκετά χρόνια μετά, με την κεντρική ηρωίδα, την Φώτω, να μας εξιστορεί τα πάθη της ζωής της. Μικρή αναγκάζεται να φύγει από τον τόπο της και να γίνει υπηρέτρια (ή αλλιώς ψυχοκόρη, όπως λεγόταν τότε) σε ένα αρχοντικό. Θα γνωρίσει τον πόλεμο, τη φτώχεια, αλλά και την καθημερινή συντριβή των ονείρων για ένα καλύτερο μέλλον. Δε θα σταματήσει όμως να διεκδικεί την αγάπη, την καλοσύνη και τη συμπόνια. Συναισθήματα που θα ορίσουν τη ζωή της.

Η εικόνα εξωφύλλου είναι έργο του Νικηφόρου Λύτρα, «Η προσμονή», και εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα, συγκινητικό, που θέτει προβληματισμούς, που θίγει συγχρόνως και υπαρξιακά ερωτήματα που το καθιστά τροφή για σκέψη. Επίσης, είναι άμεσο αφού είναι γραμμένο στο α’ πρόσωπο.

Παρασκευή Κούρτη, Η υπηρέτρια, Έναστρον

Κυρία Κούρτη ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Ποια ήταν η αφορμή που γράψατε αυτό το μυθιστόρημα; Μια προσωπική εμπειρία ή μια ιστορία που σας προκάλεσε το ενδιαφέρον; 

Η αφορμή για τη συγγραφή του μυθιστορήματός μου ήταν η θεατρική μεταφορά του διηγήματος του Γεώργιου Βιζυηνού, «Το Μόνον Της Ζωής Του Ταξείδιον» σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη. Το συγκεκριμένο διήγημα, ένα από τα αγαπημένα μου, αποδόθηκε εξαιρετικά στη σκηνή με τη σπαρακτική ερμηνεία της Ιωάννας Παππά να δημιουργεί έντονη συναισθηματική φόρτιση. Έχοντας στο επόμενο διάστημα αυτή την παράσταση διαρκώς στη σκέψη μου, εμπνεύστηκα τον χαρακτήρα της υπηρέτριας στα πολύ βασικά του σημεία. Ούτε κι εγώ γνωρίζω πως έγινε αυτή η σύνδεση μέσα μου. Το μόνο κοινό στοιχείο που μπορώ να βρω με το αριστούργημα του Βιζυηνού είναι ότι κι εκεί υπάρχει ένα παιδί, αγόρι, που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για να εργαστεί. Είναι από αυτές τις μαγικές, ακατανόητες στιγμές της έμπνευσης και της δημιουργίας.  

Η ηρωίδα μου είναι φανταστικό πρόσωπο. Γνώριζα βεβαίως για τις ψυχοκόρες, όπως όλοι μας, μεταξύ άλλων από παλαιότερες τηλεοπτικές εκπομπές, που παρουσίαζαν την κακοποίηση αυτών των κοριτσιών. Επίσης και στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες έβλεπα αυτά τα ζωηρά κορίτσια και η παρουσία τους μου ήταν οικεία. Το θέμα λοιπόν ήταν γνωστό αλλά μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός πως με εξαίρεση ορισμένες αξιόλογες μα σποραδικές κοινωνιολογικές μελέτες το φαινόμενο αυτό σε μεγάλο βαθμό παραμερίστηκε λογοτεχνικά. Σαν να ήταν μια πληγή της ελληνικής κοινωνίας που έπρεπε να ξεχαστεί.  

Στο μυθιστόρημά σας, τα κορίτσια της δεκαετίας του ’50 παρουσιάζονται ως ψυχοκόρες ή υπηρέτριες, θυσιασμένα σχεδόν για να ζήσει η υπόλοιπη οικογένεια. Τι σημαίνει για εσάς να ξαναδίνετε φωνή σε αυτές τις γυναίκες, που έζησαν στη σιωπή και στο σκοτάδι; Και πόσο επίκαιρος πιστεύετε πως είναι αυτός ο συμβολισμός σήμερα; 

Πρώτα από όλα θέλησα να αποκαταστήσω μια αδικία. Τα κορίτσια αυτά παρουσιάζονταν στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες συνήθως χαρούμενα, αφελή, ως καρικατούρες που προκαλούσαν το γέλιο με τις αδόκιμες φράσεις τους. Αλλά έτσι δε βλέπαμε τι πραγματικά είχαν να αντιμετωπίσουν. Δίνοντας φωνή σ’ αυτά τα κορίτσια, ερχόμαστε ταυτόχρονα αντιμέτωποι με ερωτήματα που έμειναν αναπάντητα. Πώς βίωναν άραγε αυτή την τρομακτική για την ηλικία τους αλλαγή και πόσο δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν; Πώς τα αντιμετώπιζε η γειτονιά και η τοπική κοινωνία; Πόσο ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά το κράτος με τις δομές πρόνοιας που διέθετε, ή μάλλον που δε διέθετε, εκείνη την εποχή; Ποια ήταν η καθημερινότητά τους και οι σχέσεις τους με τα μέλη της οικογένειας στην οποία πήγαιναν; Ποιες ήταν οι ελπίδες, οι σκέψεις και τα όνειρά τους; Πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας τους μέσα από αυτή την αλλαγή, τι έχασαν και τι κέρδισαν και με ποιους τρόπους αντιμετώπιζαν τις δυσκολίες καθώς μεγάλωναν; Τι γινόταν όταν μεγάλες πια έμεναν μόνες και έβλεπαν τις ελπίδες για μια καλύτερη ζωή να σβήνουν και τα όνειρά τους να συντρίβονται; Πώς είναι να ξοδεύεις όλη σου τη ζωή υπηρετώντας τη ζωή των άλλων; 

Πάντα με ενοχλούσε η έπαρση των δυνατών. Γι’ αυτό μου αρέσει να δίνω βήμα για να ακουστεί η φωνή των απλών ανθρώπων που περνούν αθόρυβα, απαρατήρητοι και δεν αφήνουν το σημάδι τους στην ιστορία. Των απόκληρων της ζωής που τίποτε δεν τους χαρίστηκε αλλά, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, κατορθώνουν να επιδρούν στο περιβάλλον τους με την καλοσύνη και τη δοτικότητά τους. 

Και δυστυχώς, όχι μόνο οι γυναίκες αλλά και τα παιδιά και κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε αδυναμία και αναγκάζεται να υποστεί συνθήκες δυσάρεστες είναι μια θεματική πάντα επίκαιρη. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις καταστάσεις άσκησης ακραίας σωματικής βίας αλλά και σε περιπτώσεις απολύτως χειριστικών ανθρώπων που περιορίζουν την ελευθερία των άλλων. Η θέση της γυναίκας σήμερα είναι σε καλύτερη μοίρα σε σχέση με το παρελθόν αλλά δεν είναι εκεί που θα έπρεπε να είναι. Η σχετική καθημερινή ειδησεογραφία δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία. Αρκεί να σκεφτούμε ότι δεν έρχονται στο φως όλες οι ιστορίες κακοποίησης ή παραμέλησης αλλά κάποιες από αυτές παραμένουν  πίσω από κλειστά παραθυρόφυλλα, για πάντα στο σκοτάδι. Επομένως, ο συμβολισμός παραμένει επίκαιρος όσο υφίσταται η αδιαφορία απέναντι στην αδικία, τον πόνο και την αγωνία των άλλων.

Αναδύεται η εικόνα της γυναίκας ως χορεύτρια υπό καταναγκασμό, όπως η αρκούδα με τον χαλκά που μαθαίνει να διασκεδάζει τους άλλους με το σώμα και τον πόνο της. Όλοι και όλες έχουμε αυτήν την εικόνα ως παιδιά στα πανηγύρια, μα τότε δεν καταλαβαίναμε τον συμβολισμό της. Ποια είναι για εσάς η σημασία αυτής της μεταφοράς στη φεμινιστική αφήγηση; Και πώς μπορεί η λογοτεχνία να συμβάλει στην απελευθέρωση αυτής της χορεύτριας; 

Είναι πολύ ενδιαφέρον να γράφεις έχοντας κάτι συγκεκριμένο στον νου σου και ο αναγνώστης να βλέπει κάτι διαφορετικό. Ούτε που πέρασε από το μυαλό μου ο δικός σας συμβολισμός και αυτό είναι το ενδιαφέρον με τη λογοτεχνία, ότι κάθε ιστορία επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες. Εγώ απλά ήθελα να δείξω τη θλίψη που βίωνε η ηρωίδα μου για κάθε πλάσμα που υπέφερε, αλλά και το πόσο ανήμπορη ένιωθε, γιατί ως παιδί δε θα μπορούσε να σταματήσει αυτή την κακοποίηση. Αυτή η αδυναμία να μπει μπροστά, να διεκδικήσει κάτι για τον εαυτό της και για τους άλλους ορίζει όλη της τη ζωή και ερμηνεύει την αδράνεια και τον φόβο της απέναντι σε κάθε αλλαγή. 

Τώρα αν η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες να απελευθερωθούν από καταστάσεις εγκλωβισμού, δεν ξέρω. Σίγουρα η λογοτεχνία μάς προκαλεί να μπούμε στη θέση ανθρώπων που διαφορετικά θα αγνοούσαμε μιας και δεν είναι μια στεγνή καταγραφή γεγονότων αλλά μια αναλυτική περιγραφή της ανθρώπινης φύσης και των συναισθημάτων. Έτσι μας βοηθά να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση και αυτοδυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερους θύτες. Με αυτό το σκεπτικό, ναι, η λογοτεχνία βοηθάει. Ένας κόσμος με λιγότερους θύτες είναι ένα αισιόδοξο σενάριο. 

Γράφετε στη σελίδα 151 «Θα ζητήσω του κυρίου σου να μας δώσει περισσότερα λεφτά. Εγώ τη ζωή σου τους έδωσα.» Εδώ η μητέρα εμφανίζεται σχεδόν ως μεσάζουσα ανάμεσα στο παιδί και τον κόσμο, φορώντας ρόλο διαπραγματευτή και όχι προστάτη. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια μάνα όταν η ανάγκη τη σπρώχνει στα όρια; Και ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη μητρική αγάπη και την εξουσιαστική απαίτηση; 

Η ανάγκη είναι κάτι το τρομακτικό και μπορεί να αλλάξει τους ανθρώπους. Πάντα, όμως, θα υπάρχουν και αυτοί που θα παλεύουν με τον εαυτό τους και τα πιστεύω τους μέχρι τέλους και για μένα αυτό είναι πολύ συγκινητικό. Είναι οι Δον Κιχώτες κάθε εποχής. Μια μάνα μπορεί να υποκύψει στην ανάγκη και να κάνει κάτι που δε θα αποφάσιζε κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες. Απόδειξη, σχετική με το θέμα του βιβλίου μου, είναι ότι το κοινωνικό φαινόμενο της ψυχοκόρης εμφανίστηκε περίπου από τα μέσα του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60.  

Βέβαια, όταν  δεν έχουμε βρεθεί σε παρόμοια ανάγκη μπορούμε εύκολα να στηλιτεύουμε συμπεριφορές άλλων και να επικρίνουμε, νιώθοντας ηθικά ανώτεροι,  γιατί είμαστε σίγουροι πως εμείς ποτέ δε θα λειτουργούσαμε έτσι. Γι’ αυτό για μένα ο ρόλος της μάνας στην ιστορία μου είναι  ξεχωριστός. Είναι μια γυναίκα που για χρόνια αγωνίζεται και κονταροχτυπιέται ανελέητα με τον εαυτό της, την εποχή της, την αθλιότητα, τους ανθρώπους τους άξεστους και τη σκληρή τη μοίρα ακόμα κι όταν αναγκαστικά υποκύπτει. Τώρα τα όρια ανάμεσα στη μητρική αγάπη και την εξουσιαστική απαίτηση είναι συνήθως θολά, δυσδιάκριτα και γεμάτα από καλές προθέσεις.  

«Αλίμονο σ’ αυτούς που η ψυχή τους είναι γαντζωμένη απ’ τον φόβο γιατί δεν ξέρουν αν τα παιδιά τους θα είναι ζωντανά και αύριο. Ψυχή είναι αυτή. Ευαίσθητο πράγμα. Μαλακό σαν ζυμάρι». Ο φόβος εδώ γίνεται καθημερινός σύντροφος, και η ψυχή κάτι που κινδυνεύει να παραμορφωθεί. Για εσάς, η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο ή ως καθρέφτης για αυτές τις ψυχές; 

Όταν κάποιος άνθρωπος βρίσκεται σε έσχατη ανάγκη και παλεύει καθημερινά για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειάς του, δε νομίζω ότι είναι σε θέση να πάρει ένα λογοτεχνικό βιβλίο και να ξεχαστεί ή να παρηγορηθεί με αυτό. Είναι τόσο πιεστικό το παρόν που δεν του επιτρέπει να συγκεντρωθεί και να έχει τη διάθεση να μπει στη ζωή κάποιου άλλου. Γι’ αυτό πάντα η ανάγνωση σχετιζόταν με ανθρώπους που είχαν λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα και μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα και να απολαύσουν ένα βιβλίο. Να λειτουργήσει η λογοτεχνία ως καθρέφτης αυτών των ψυχών, ναι. Αυτό πιστεύω είναι και το βασικό γνώρισμά της που μας επιτρέπει να πάρουμε μια γεύση από πολλές και διαφορετικές ζωές, ξένες προς τη δική μας και να ακούσουμε τη φωνή και τον λυγμό των χαρακτήρων. Και ίσως αυτό να μας κάνει πιο ανεκτικούς με τους άλλους και κατά συνέπεια καλύτερους ανθρώπους. 

Η πλεξούδα που πλέκει τα κομμάτια της ψυχής τους μοιάζει να κρατά ζωντανές τις ιστορίες και τα τραύματά τους. Ποια είναι η δική σας προσωπική σχέση με αυτό το σύμβολο; Πώς νιώθετε όταν γράφετε για τις γυναίκες που συνδέονται με αυτή την εικόνα του δεσμού και της θύμησης; 

Πεζογραφήματα που αναφέρονται στον κόσμο των γυναικών, ακόμα κι όταν περιγράφουν την αδυναμία τους να ορίσουν τη θέση τους, έχουν ένα άλλο βάρος γιατί μιλούν γι’ αυτό το σύμπαν το παράλληλο δημιουργημένο από γυναίκες, με μια δυναμική που αξίζει να γίνει λογοτεχνία. Έτσι και στο δικό μου βιβλίο, θέλησα να συμπεριλάβω πολλές γυναίκες διαφορετικές μεταξύ τους αλλά με ένα κοινό σημείο αναφοράς που ήταν η αποτυχία τους να αποφασίζουν για αυτές, κληροδοτημένη από την εποχή και το περιβάλλον στο οποίο έζησαν. Η παρουσία τόσων γυναικών στο μυθιστόρημά μου με κάνει να νιώθω ζεστασιά και ασφάλεια.

Μου φέρνει μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια που τα σπίτια αντηχούσαν από τις φωνές τους, πάντα αεικίνητες  να πηγαινοέρχονται βιαστικές, ελέγχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Είναι σαν να συνδεόμαστε μαζί τους με μια αόρατη κλωστή γιατί μπορεί να ανήκαν σε μια άλλη εποχή, αλλά κάτι από την ανθεκτικότητα και την αφοσίωση στα αγαπημένα τους πρόσωπα, μέσα από αυτά τα βιώματα, έχει περάσει και σ’ εμάς. Άλλωστε οι γυναίκες πατροπαράδοτα σε αυτή τη χώρα αποτελούσαν το δομικό συστατικό της εστίας. Κι όπως χαρακτηριστικά λέει και η ηρωίδα μου: «Γιατί εύκολο δεν είναι να κρατάς στα δυο σου χέρια μόνο ολόκληρο έναν κόσμο». Κι όμως το έκαναν και συνεχίζουν να το κάνουν. 

Συχνά οι ψυχοκόρες στη ζωή και την ιστορία βιάζονται σωματικά ή πνευματικά από τις μορφές εξουσίας που τις “προστατεύουν”. Εσείς αντί να επαναλάβετε το μοτίβο, τον «χτίσατε» αλλιώς. Να τη βλέπει χωρίς να την κατέχει. Ήταν αυτό συνειδητή απόφαση; Θέλατε να στρέψετε την προσοχή των αναγνωστών σε άλλα πρόσωπα; Ποια ανάγκη ή επιθυμία άραγε γεννά αυτό το ξαναγράψιμο; 

Με εξαντλεί ψυχικά η προβολή ακραίας βίας στην εποχή μας, ακόμη και σε περιπτώσεις που λογικά δε δικαιολογείται, σε σειρές, ταινίες, βιβλία. Και το ακόμα πιο τρομακτικό, και κατά τη γνώμη μου προβληματικό, είναι ότι συχνά η παρουσία ακραίας σωματικής βίας θεωρείται αναγκαίο συστατικό της επιτυχίας. Ο δικός μου στόχος δεν είναι να προκαλέσω και να διατηρήσω ζωντανό το ενδιαφέρον για την ιστορία μου σοκάροντας τους αναγνώστες.

Οπότε ναι, ήταν απολύτως συνειδητή η επιλογή μου να μη συμπεριλάβω σωματική βία εκτός από μια μικρή σκηνή που την έκρινα απαραίτητη. Και κάποιοι από τους αναγνώστες του βιβλίου μου, μου δήλωσαν την έκπληξη και την ανακούφισή τους γι’ αυτό. Κάποτε η χρήση σωματικής βίας λειτουργούσε ως ανατροπή στην πλοκή. Εξαιτίας όμως της υπερχρήσης της εδώ και πολλά χρόνια και των όλο και πιο ακραίων σχετικών σκηνών, είναι η απουσία σωματικής βίας που παραδόξως λειτουργεί πια ως ανατροπή και όχι το αντίθετο.Το βιβλίο μου ήθελα να είναι περισσότερο ένα ψυχογράφημα. Μια ανθρώπινη ιστορία. Ήθελα η ηρωίδα μου να δίνει απλόχερα αγάπη και γι’ αυτό να αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό. 

Ποια φράση ή εικόνα μέσα στο μυθιστόρημα λειτουργεί για σας σαν ξόρκι; 

Νομίζω είναι όλες οι σκηνές της ηρωίδας μου που εκφράζουν την αγάπη, τη φροντίδα της για τους άλλους τυλίγοντάς τους μέσα σε ένα χουχουλιάρικο κουκούλι  καλοσύνης. Όπως το να περιμένει έξω στη βροχή, τον αέρα και το τσουχτερό κρύο γράμμα από τον Αλεξάκο, να στέκει ανήσυχη με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι μέχρι να επιστρέψει η Ανθή, να επιτρέπει στα παιδιά να τη χτενίζουν γεμίζοντας τα μαλλιά της με πολύχρωμες κορδέλες και κοκαλάκια και να μην την πειράζει που μοιάζει σαν την τρελή και τόσα άλλα.Αυτό που με συγκινεί πια είναι η καλοσύνη των ανθρώπων που εκδηλώνεται πολλές φορές απρόσμενα ακόμη και από αγνώστους. Μια ευγενική κουβέντα και μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο κατανόησης ή ένα πειραχτικό κλείσιμο του ματιού όταν νιώθεις πως ξέμεινες από οξυγόνο, ένα απλωμένο  χέρι προς το μέρος σου για να κρατηθείς την ώρα που το έχεις ανάγκη, ένα ζεστό βλέμμα, αυτά νομίζω ότι μπορούν να ξορκίσουν τη μοναξιά και τα σκοτάδια μας και να κάνουν τον κόσμο μας πιο ανθρώπινο. 

Ποια είναι η γνώμη σας για το Bookia, όσον αφορά την προβολή των συγγραφέων και των έργων τους; 

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κοινωνικό δίκτυο το οποίο με τον διαδραστικό του χαρακτήρα αποτελεί κόμβο επικοινωνίας για τους φίλους του βιβλίου, προσφέροντας ταυτόχρονα βήμα έκφρασης στους συγγραφείς και πολύτιμες πληροφορίες στους αναγνώστες. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική την πολιτισμική προσφορά του Bookia και εύχομαι να συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμη η λειτουργία του.

Σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω για το βιβλίο μου απαντώντας στις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας. 

Ευχαριστώ κι εγώ κυρία Κούρτη για τη συζήτηση και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο. 

«Τι κι αν ήταν όλα της δικής τους ζωής κομμάτια. Τα πλέκω περίτεχνα σαν πλεξούδα με τα δικά μου. Και πια δεν ξεχωρίζω πού είμαι εγώ και πού οι άλλοι». 

«Τόσα χρόνια μόνο ακούω και μαθαίνω, μα σπάνια μιλώ. Κι αν δεν μιλάς και δε λες ανοιχτά το παράπονό σου, όλα γρήγορα ξεχνιούνται. Τα λόγια είναι που καίνε κι αφήνουν πληγές ανοιχτές. Αλλά αν σιωπάς, όλα σιγά- σιγά ξεθωριάζουν. Και πείθεις και τον εαυτό σου πως δεν έγιναν. Λες πως το φαντάστηκες κι έφυγε και πάει».  

«Κουράγιο Φώτω. Κανείς δεν πρέπει να καταλάβει τη φουρτούνα μέσα σου. Ησύχασε. Τίποτα δεν ξέρουν. Δεν μπορεί να το ξέρουν. Είσαι καλή στο να κρύβεσαι. Το ‘μαθες από μικρή. Από τότε που δεν είχες κανέναν να μοιραστείς τη λύπη σου, τη χαρά σου, τις έγνοιες σου και μόνο υπομονή έκανες. Έτσι και τώρα. Θα κάνεις υπομονή και θα περάσει. Θα πάρει καιρό, το ξέρω. Μα θα περάσει».

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα