Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Καλλιόπη Αναστασάκη, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Διάφανες κλωστές»
Διαφ.

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Η Καλλιόπη Αναστασάκη ζει στην Τήνο, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Εργάστηκε και συνταξιοδοτήθηκε από τον Δημόσιο φορέα, με σπουδές στη γαλλική γλώσσα, στον Ελληνικό Πολιτισμό (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο), καθώς και με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων του ίδιου Πανεπιστημίου και στη Δημιουργική Γραφή (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας).

Ασχολείται με τη συγγραφή κι αφήγηση παραμυθιού καθώς και με τη διδακτική χρήση του σε παιδιά, ως μέσου ενίσχυσης της φαντασίας και του λόγου τους. Έχει εκτεθεί συγγραφικά, πρώτη φορά συμμετέχοντας στη συλλογική έκδοση «Ένα βιβλίο ποίησης» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης), στις συλλογές διηγημάτων «Οδός δημιουργικής γραφής 2» (Εκδόσεις Οσελότος) και «Ανθολόγιο διηγήματος» (Εκδόσεις Γραφομηχανή). Το πρώτο της βιβλίο μυθιστόρημα με τίτλο τα Πέδικλα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γραφομηχανή και είναι σε διαδικασία επανέκδοσης. Δημοσιεύει κείμενά της, παράλληλα, σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά λογοτεχνίας.

Καλλιόπη Αναστασάκη, «Διάφανες κλωστές», Τρι.ενα πολιτισμού

«Η καθαριότητα στην ψυχή μας δεν φαίνεται, αλλά βαραίνει»:

Το βιβλίο διηγημάτων «Διάφανες κλωστές» της Καλλιόπης Αναστασάκη είναι το δεύτερο βιβλίο της. Το πρώτο της, "Με πέδικλα" είχε εκδοθεί το 2021 από τις εκδόσεις Γραφομηχανή, ενώ πρωτύτερα συμμετείχε σε συλλογικά έργα διηγήματος και ποίησης. Το προκείμενο βιβλίο αποτελεί την νέα της συγγραφική πρόταση. Τράβηξε πλώρη βόρεια βρίσκοντας  εκδοτική στέγη στην «ΤΡΙ.ΕΝΑ πολιτισμού»,  με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης. Τα ιδρυτικά μέλη του εκδοτικού αυτού ελπιδοφόρου οίκου στοχεύουν στη διάδοση, προαγωγή, ανάπτυξη και ουσιαστική προβολή της τέχνης και του πολιτισμού, του τουρισμού, της επιστήμης και της οικολογίας σε όλες τις μορφές της σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Τα διηγήματα της συλλογής ξεδιπλώνουν με λεπτότητα τις αόρατες, αλλά ουσιαστικές, συνδέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις μνήμες τους. Η συγγραφέας πλέκει με ευαισθησία ιστορίες που ακουμπείναι ούν τις ρωγμές της ψυχής, την αναζήτηση ταυτότητας και την επιθυμία για γνήσια επαφή. Το εξώφυλλο που σχεδίασε η Αθηνά Ριζοπούλου είναι αυτό που με προκάλεσε να το διαβάσω. Δεν είναι διακοσμητικό. Κάνει ορατό αυτό που στο κείμενο είναι αόρατο. Τις  ψυχές και τις σχέσεις, που είναι ως κλωστές διάφανες αλλά συνάμα ισχυρές, που συγκρατούν τον μονόδρομο της ανθρώπινης ύπαρξης, που αλλιώς θα κατέρρεε.

Παραπέμπει στις λεπτές γραμμές που συνδέουν τις ζωές στην αφήγηση: μνήμες, αγάπη, απώλειες και ελπίδα, όλα στοιχειοθετούν νημάτια που συνυφαίνονται για να συγκρατήσουν τις προσωπικές ιστορίες. Θα το κατανοήσει ο αναγνώστης/ αναγνώστρια αφού διαβάσει τα διηγήματα. Η γραφή της Αναστασάκη είναι διαυγής, σχεδόν ποιητική, με εικόνες που ζωντανεύουν και συναισθήματα που αγγίζουν τον αναγνώστη βαθιά. Μέσα από τον συμβολισμό των «διάφανων κλωστών», αλλά και άλλων που θα συναντήσετε κατά την ανάγνωση, το βιβλίο μιλά για τις λεπτές, σχεδόν αθέατες, δυνάμεις που μας ενώνουν, είτε αυτές είναι οικογενειακές σχέσεις, είτε μνήμες, είτε ακόμα και τραύματα που συρράπτονται αργά μέσα μας. Αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων με ευαισθησία και αληθοφάνεια, χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με μια αίσθηση βαθιάς κατανόησης και στοχασμού. Είναι μια ανάγνωση που μπορεί να αγγίξει τον κάθε αναγνώστη/αναγνώστρια, ειδικά όσους αναζητούν μια λογοτεχνία που μιλά στην καρδιά.

Εικοσιπέντε ιστορίες σαν ψίθυροι από στόματα που ήθελαν να μιλήσουν -και τώρα επιτέλους ακούγονται. Κλωστές από μνήμη, αγάπη, απώλεια, ελπίδα. Οι ήρωες της περπατούν με σκασμένα χέρια και βλέμματα που κουβαλούν μυστικά, μέσα σε αυλές, εστιατόρια, δωμάτια μνήμης και σιωπών. Γυναίκες και άντρες που κρατούν τη ζωή στα χέρια τους και την απλώνουν σαν σεντόνι σε ταράτσες και πεζούλια. Μητέρες, κόρες, φίλες, ερωμένες, γιοί και πατεράδες, σύντροφοι και χαμένες ψυχές, που αναζητούν το φως σε φτηνούς καθρέφτες και φωτογραφίες σε ασημένιες κορνίζες.  Τα διηγήματά της μοιάζουν με χαμηλόφωνες εξομολογήσεις, με μια λιτή, σχεδόν πειθαρχημένη πρόζα που ραγίζει από μέσα. Οι ηρωίδες της βάζουν "τα πάντα σε σειρά" λίγο πριν φύγουν,  όχι από καθήκον, αλλά από αξιοπρέπεια. Υπάρχουν βιβλία που σου μιλούν σιγανά, σαν μια ανάσα που διαπερνά το χρόνο και τις μνήμες.

Το «Διάφανες κλωστές» είναι ένα από αυτά, αφού ξεδιπλώνουν με ευαισθησία τις λεπτές συνδέσεις που πλέκουν τις ζωές μας, τις αθέατες ρωγμές που κρύβουν μνήμες και συναισθήματα. Καταγράφει το γυναικείο τραύμα, ιδιαίτερα  εκείνου που γεννιέται και θεριεύει στη σκιά της οικογένειας. Με λόγο λιτό μας ξεναγεί σε μια στοχαστική χαρτογράφηση της ενδοοικογενειακής βίας, της παιδικής κακοποίησης, της ψυχικής καταστολής, αλλά και της σπαρακτικής προσπάθειας των ηρωίδων της να επινοήσουν τρόπους διαφυγής — νοερούς ή υπαρξιακούς. Από το «Το πρέπον» έως την «Επιλογή» και από την «Κληρονομιά» έως τον «Θάλαμο 327», η βία δεν είναι ποτέ κραυγαλέα. Είναι εγγεγραμμένη στα βλέμματα, στις κινήσεις, στις παραλείψεις.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες, κυρίως γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι κουβαλούν το άρρητο και αναμετριούνται με αυτό. Τολμά να φέρει στο φως αθέατες ιστορίες: γυναίκες που δεν τόλμησαν να φύγουν, κορίτσια που ωραιοποίησαν  τον θύτη, μητέρες που κληροδότησαν ενοχές, πατέρες που «δεν ήταν εκεί» ή ήταν υπερβολικά εκεί.

Στο «Μια πρέζα αλάτι» και στο «Σχέδιο διαφυγής», η μαγειρική ή το πλέξιμο μετατρέπονται σε κώδικες ψυχικής επιβίωσης. Στο «Ένας αλλιώτικος Άι Βασίλης» και στον «Ερωτευμένο γίγαντα», το φαντασιακό εμφανίζεται σαν καταφύγιο παιδιών που δεν βρίσκουν καμία αλήθεια στη σκληρή πραγματικότητα. Στο «Πλησιάζω τον Θεό» ή στον «Θάλαμο 327», η πίστη και η αρρώστια γίνονται καθρέφτες ενοχής και μετάνοιας· ενώ στην «Επιλογή» ή την «Κληρονομιά», η ματαίωση μιας άλλης ζωής καίει βαθιά και αθόρυβα. Όμως παρά τον πόνο, η συλλογή δεν βυθίζεται στη μοιρολατρία. Φωτίζει σκιές, ενεργοποιεί ερωτήματα, δημιουργεί ρωγμές στο κανονιστικό. Οι γυναίκες της Αναστασάκη είναι φωνές που αρχίζουν να αρθρώνονται, όσο κι αν τρέμουν. Με μια δεύτερη ανάγνωση θα νιώσετε τα μηνύματά τους. Όπως η δυνατότητα της αλλαγής, της επιλογής, της απελευθέρωσης, που μπορεί να καθυστερήσει αλλά έρχεται. Η κουβέντα με τη συγγραφέα, που αντάμωσα εδώ στο νησί των Τεχνών και μιας μαγικής αύρας που σε συνεπαίρνει, φιλοδοξεί να φωτίσει τα νήματα που συνδέουν τις ιστορίες αυτές.

Καλλιόπη Αναστασάκη, τι σε ενέπνευσε να γράψεις τις «Διάφανες κλωστές»; Ποια ήταν η αρχική ιδέα ή εικόνα που σου κέντρισε το ενδιαφέρον;

Πρώτα απ’ όλα ένα ειλικρινές ευχαριστώ για την παρουσία σου στην πλεύση του νέου μου βιβλίου αγαπητή μου Μάγδα. Η πρώτη εικόνα που με καθήλωσε θα μπορούσα να πω και ότι με προκάλεσε ήταν εκείνης της  μιας γυναίκας που εν δυνάμει στέκεται εμπρός στο παρελθόν της, όχι για να το ανασκαλέψει, όχι για να το παρατηρήσει, αλλά για να το κατανοήσει. Από αυτή την εικόνα ξετυλίχθηκαν σταδιακά μέσα μου διάφορες φωνές και πρόσωπα που γέννησαν ιστορίες και  που φαινομενικά δεν είχαν κοινά σημεία, όμως όλες τους έμοιαζαν να συνδέονται με μια αόρατη, σχεδόν διάφανη, κλωστή. Αυτή ήταν και η μεταφορά που μου χάρισε τον τίτλο: εκείνες οι λεπτές, εύθραυστες αλλά ισχυρές συνδέσεις που κρατούν τους ανθρώπους, τις σχέσεις και τις μνήμες τους,  δεμένες.

Με ενδιέφερε λοιπόν στη διαδρομή της γραφής τους,  να φωτίσω εκείνες τις στιγμές που δεν κάνουν θόρυβο όμως με κάποιον τρόπο κάθε φορά αφήνουν βαθιά σημάδια. Ήθελα να δώσω χώρο στις σιωπές, στα ανείπωτα, στις μικρές πράξεις που κουβαλούν μεγάλο φορτίο. Η αρχική ιδέα δεν ήταν ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια ανάγκη να μιλήσω για όσα δεν λέγονται, για ιστορίες που χάνονται στη ρουτίνα ή στη ντροπή, στη σιωπή της οικογένειας, στην εσωτερική πάλη του καθένα μας. Και κάπως έτσι προέκυψαν οι Διάφανες Κλωστές. Μια χαμηλόφωνη συνομιλία με το άρρητο. Μία προσπάθεια να πλέξω λογοτεχνικά εκείνα τα νήματα που διασχίζουν τις ζωές μας, άλλοτε γλυκά και τρυφερά κι άλλες φοράς σαν μια βαθιά πληγή.

Στο βιβλίο διακρίνονται λεπτές αποχρώσεις των ανθρώπινων σχέσεων. Πώς διαχειρίζεσαι τη δυσκολία να αποτυπώσεις αυτές τις πολυπλοκότητες χωρίς να γλιστρήσεις στον μελοδραματισμό;

Το ανθρώπινο συναίσθημα είναι όπως καλά όλοι ξέρουμε κάτι βαθύ και συχνά εύθραυστο. Στη γραφή, ο μεγαλύτερος κίνδυνος ειδικά όταν ο συγγραφέας καταπιάνεται με τραύματα, με απώλειες ή ακόμα και με οικογενειακές ρωγμές, είναι να μήπως και πέσεις σε εκείνην την παγίδα του μελοδραματισμού. Το συνειδητοποιούσα αυτό σε κάθε μου διήγημα. Τι δηλαδή; Ότι ο ρόλος μου δεν είναι να "συγκινήσω", αλλά να κατανοήσω. Και να το μεταδώσω με τρόπο που να εμπιστεύεται τον αναγνώστη. Προσπαθώ να γράφω με πειθαρχία. Να αφήνω χώρο στη σιωπή, στο βλέμμα, στη λεπτομέρεια, σε μια απλή κίνηση που λέει περισσότερα από έναν έντονο διάλογο. Δεν θέλω να εξαντλώ το συναίσθημα, αλλά να του επιτρέπω να υπάρχει, σχεδόν υπόγεια, κάτω από τις λέξεις. Αυτό σημαίνει πως κρατώ αποστάσεις εκεί όπου η συγκίνηση μπορεί να γίνει χειριστική. Δεν αποφεύγω το δύσκολο συναίσθημα, αλλά το εμπιστεύομαι περισσότερο όταν αναδύεται φυσικά, χωρίς εξηγήσεις.

Γι’ αυτό και συχνά επιλέγω την λιτή πρόζα, τη χαμηλόφωνη αφήγηση, το υπαινικτικό. Έχω την αίσθηση ότι οι πιο δυνατές ιστορίες είναι εκείνες που δεν φωνάζουν, αλλά αγγίζουν χωρίς να πιέζουν.

Η γραφή σου έχει μια ποιητική διάσταση. Νιώθεις πως μέσα από αυτήν εκφράζεις όχι μόνο λέξεις αλλά και συναισθήματα που αλλιώς θα έμεναν ανείπωτα;

Ναι, συχνά νιώθω ότι η γραφή ειδικά όταν αγγίζει τα όρια της ποιητικής πρόζας είναι ένας τρόπος να ειπωθούν όσα δεν βρίσκουν φωνή αλλιώς. Δεν εννοώ μόνο τις λέξεις, αλλά και τη σιωπή ανάμεσά τους . Εκεί κρύβονται συχνά τα πιο ουσιαστικά συναισθήματα. Η ποιητική διάσταση στη γραφή μου δεν είναι εσκεμμένη. Είναι μάλλον ένας τρόπος να πλησιάσω προσωπικά εκείνο  που πονά, που φοβίζει, που δύσκολα αποτυπώνεται ευθέως. Ο ποιητικός λόγος άλλωστε έχει την ιδιότητα να λέει τα πιο βαθιά πράγματα με τον πιο υπαινικτικό τρόπο. Πολλές φορές η εικόνα, ο ρυθμός, η ελλειπτικότητα αποκαλύπτουν περισσότερα απ’ ό,τι ένας εξαντλητικός ρεαλισμός. Μέσα από αυτήν τη γραφή προσπαθώ να δίνω χώρο σε συναισθήματα που διαφορετικά ίσως θα έμεναν διάχυτα στον λόγο. Άλλωστε πιστεύω ότι έτσι λειτουργεί και η ίδια η μνήμη ή η ψυχική εμπειρία κυματιστά και καθόλου γραμμικά, χωρίς τη σιγουριά αλλά με θραύσματα. Αυτά τα θραύσματα προσπαθώ να ενώσω, όχι για να φτιάξω μια απόλυτη αλήθεια, αλλά για να φωτίσω τις ρωγμές που γεννιόνται στο διάβα μας.

Στο «Διάφανες κλωστές» μιλάς για μνήμες που δένουν ή τραυματίζουν. Πόσο σημαντικό είναι για σένα να μοιραστείς τον τρόπο με τον οποίο οι μνήμες μας πλάθουν και επηρεάζουν τις επιλογές μας;

Οι μνήμες θεωρώ ότι μοιάζουν , είναι κάτι σαν υπόγειες ρίζες. Μπορεί να μην τις βλέπουμε, αλλά καθορίζουν προς τα πού θα στραφεί το σώμα, το βλέμμα, η επιθυμία, η απόφαση, η ζωή μας ίσως.  Στο Διάφανες κλωστές, ήθελα να φωτίσω αυτήν ακριβώς τη λεπτή τους γραμμή. Πώς δένουν δηλαδή ανθρώπους, αλλά και πώς τους τραυματίζουν ή τους φυλακίζουν ή απλά τους ακολουθούν. Άποψή μου είναι ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για επιλογές χωρίς να αναμετρηθούμε με τη μνήμη μας.  Είτε ως προσωπική, είτε ως συλλογική, οικογενειακή εμπειρία. Πολλοί από τους ήρωες της συλλογής μου θα σου πω ότι κουβαλούν πράγματα που δεν είναι καν δικά τους.

Είναι οι σκιές μιας άλλης εποχής ή μιας οικογενειακής σιωπής. Κι όμως αυτά καθορίζουν τις πράξεις τους ή την ακινησία τους. Το να μοιραστώ αυτό μέσα από τη γραφή είναι μια πράξη κατανόησης και αναγνώρισης. Γιατί μόνο αν δούμε τι κουβαλάμε ως άνθρωποι, ως γυναίκες, ως παιδιά, ως ενήλικες θα μπορέσουμε κατά τη γνώμη μου να επιλέξουμε διαφορετικά. Για παράδειγμα, στο διήγημά μου «Η Κληρονομιά», βλέπουμε ότι το παρελθόν και οι μνήμες μιας οικογένειας δεν είναι απλώς αναμνήσεις αλλά βαριές κληρονομιές που πλέκουν τα νήματα της καθημερινότητας και των σχέσεων. Η ηρωίδα αναμετράται με αυτά τα αόρατα δεσμά που την περιορίζουν, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει τον δικό της δρόμο ανάμεσα σε όσα έχει κληρονομήσει.

Υπήρξε στιγμή κατά τη διάρκεια της συγγραφής όπου ένιωσες να «ξεγυμνώνεσαι» ή να εκτίθεσαι περισσότερο απ’ όσο είχες φανταστεί;

Ναι υπήρξαν πολλές τέτοιες στιγμές. Η γραφή για μένα δεν είναι απλώς τεχνική ή δημιουργία ιστοριών  αλλά  μια διαδικασία πολύ προσωπική, σχεδόν καθαρτική. Όταν δουλεύεις με θέματα όπως η οικογενειακή βία, η σιωπή γύρω από τον πόνο, οι ενοχές και οι απώλειες, είναι αναπόφευκτο να νιώσεις πως «ξεγυμνώνεσαι». Καθώς έγραφα υπήρξαν στιγμές που ένιωθα ότι αγγίζω κομμάτια του εαυτού μου  που φοβόμουν να κοιτάξω από κοντά. Η γραφή γίνεται καθρέφτης, αλλά και παράθυρο ταυτόχρονα. Αποκαλύπτει και προστατεύει. Η έκθεση που νιώθω δεν είναι μόνο δική μου, αλλά αφορά και τους ήρωες, τις ιστορίες τους, τα μυστικά που βγαίνουν στο φως. Αυτό που με βοηθούσε ήταν η συνειδητοποίηση ότι αυτή η «γυμνότητα» δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη. Μία  πρόσκληση για ειλικρίνεια και σύνδεση με τον αναγνώστη.

Γιατί επίλεξες τη φόρμα του διηγήματος για να πεις αυτές τις ιστορίες;

Γιατί πιστεύω ότι η σύντομη αφήγηση έχει μια ιδιαιτερότητα και μια πυκνότητα που ταιριάζει πολύ με τις συγκεκριμένες ιστορίες που ήθελα να πω. Τα διηγήματα δίνουν τη δυνατότητα να φωτιστούν στιγμές, συναισθήματα και καταστάσεις με έναν συμπυκνωμένο, σχεδόν ποιητικό τρόπο, χωρίς να διασκορπίζονται σε πολλές λεπτομέρειες.

Οι «Διάφανες κλωστές» είναι ιστορίες που αγγίζουν τα αόρατα, τα υπόγεια, τις λεπτές συνδέσεις  και το διήγημα, με τη μορφή του μικρού αλλά δυνατού αφηγηματικού στιγμιότυπου, μπορεί να αποδώσει ακριβώς αυτήν τη διακριτικότητα και ένταση. Επίσης, μέσα από τα πολλά μικρά κομμάτια δημιουργείται μια μεγαλύτερη σύνθεση, σαν ένα ψηφιδωτό που αναδεικνύει τη συνολική εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης και των σχέσεων.

Πιστεύεις ότι το σώμα της γυναίκας στο διήγημα φέρει τη μνήμη της βίας περισσότερο από τη γλώσσα;

Ναι αλήθεια μπορώ να πω αυτό ακριβώς. Το σώμα της γυναίκας στο διήγημα φέρει τη μνήμη της βίας με έναν τρόπο που πολλές φορές η γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει. Το σώμα κρατάει σημάδια  όχι μόνο εξωτερικά, αλλά κυρίως εσωτερικά, στο συναίσθημα, στις κινήσεις, στο βάδισμα, στην ανάσα, στην σιωπή. Η βία αφήνει αποτυπώματα που είναι βαθιά ριζωμένα και που συχνά δεν εκφράζονται με λόγια, είτε γιατί ο ίδιος ο πόνος δημιουργεί μια σιωπή προστασίας ή άρνησης είτε γιατί απλά δεν αντέχεις να τα πεις. Μέσα από το σώμα διαφαίνεται η αλήθεια εκείνη που παραμένει κρυμμένη, μια αθέατη γλώσσα του πόνου και της μνήμης. Στο διήγημα, ήθελα να αναδείξω αυτήν τη σωματική μνήμη σαν μια άλλη διάσταση της αφήγησης, που κάνει τη βία παρούσα και αληθινή χωρίς να χρειάζεται να την επιβεβαιώνει με λόγια.

Σε ποιο βαθμό η κοινωνική επιταγή καθορίζει τη μορφή που παίρνει η βία εντός του σπιτιού;

Πολύ ενδιαφέρουσα η ερώτηση . Η κοινωνική επιταγή προφανώς και παίζει καθοριστικό ρόλο στη μορφή που παίρνει η βία εντός του σπιτιού. Οι κανόνες, οι ρόλοι και οι προσδοκίες που επιβάλλει η καθώς πρέπει κοινωνία μας , ειδικά σε σχέση με το φύλο, την εξουσία και την οικογένεια, διαμορφώνουν τον τρόπο που η βία εκδηλώνεται, κρύβεται ή ακόμα και δικαιολογείται. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, η βία αποκτά μια «σιωπηλή» και υποδόρια μορφή, γιατί οι κοινωνικές νόρμες πραγματικά επιβάλλουν τη διατήρηση της εικόνας της «εύρυθμης οικογένειας» και την προστασία της ιδιωτικότητας, με αποτέλεσμα τα θύματα να αισθάνονται παγιδευμένα και αόρατα. Στο Διάφανες κλωστές προσπάθησα να δείξω ότι αυτή ακριβώς η κοινωνική πίεση δεν αφήνει μόνο σημάδια στα σώματα, αλλά και στα μυαλά, στις σχέσεις, στις μνήμες. Είναι ένα πλαίσιο που συχνά παγιδεύει και καθιστά την αλλαγή δύσκολη όσο απαραίτητη και να κρίνεται ότι είναι.

Τι σημαίνει για εσένα «μια πρέζα αλάτι»; Είναι το μέτρο του φόβου; Είναι κάτι που διαπερνά τα πάντα χωρίς να φαίνεται;

Η «πρέζα αλάτι» για μένα είναι ένας μικρός, αλλά ουσιαστικός παράγοντας που μπορεί να αλλάξει τη γεύση, την ένταση, ακόμα και την ίδια την εμπειρία της ζωής. Είναι αυτή η λεπτή δόση, είτε του φόβου, είτε της ελπίδας, είτε της αγάπης που διαπερνά τα πάντα χωρίς να γίνεται συνήθως αντιληπτή με την πρώτη ματιά. Μπορεί να είναι το μέτρο του φόβου που κρατάει τους ανθρώπους διστακτικούς ή φυλακισμένους, αλλά και ταυτόχρονα η μικρή σπίθα που κρατάει ζωντανή την επιθυμία για αλλαγή και αντίσταση. Είναι κάτι που προστίθεται αθόρυβα, αλλά έχει τη δύναμη να αλλάξει την πορεία, να δώσει νόημα ή να αφήσει τραύμα. Είναι ακριβώς όπως μια πρέζα αλάτι δίνει τη γεύση στην μπουκιά μας εκεί στο μεσημεριανό μας τραπέζι.  Στο διήγημα, αυτή η «πρέζα αλάτι» γίνεται ο κώδικας της ψυχικής επιβίωσης. Ένα τόσο δα μικρό στοιχείο που, παρά την ταπεινότητά του, έχει μεγάλο βάρος και σημασία.

Σε ενδιαφέρει να δείχνεις τη βία με υπαινιγμό, ή πιστεύεις πως η ευθύνη της γραφής είναι να την κατονομάσει ευθέως;

Η σχέση μου με τη βία στη γραφή είναι μια συνεχής αναζήτηση ισορροπίας. Την φοβάμαι είναι αλήθεια. Δεν θέλω να την φωνάξω δυνατά και να την κάνω κραυγή που εξαντλείται σε ωμές περιγραφές, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορώ να την κρύψω ή να την υποβαθμίσω. Πιστεύω βαθιά πως η ευθύνη της γραφής είναι να κατονομάζει τη βία, να της δίνει φωνή μιας και η σιωπή ή  η άρνηση συντηρούν πάντα το όποιο πρόβλημα. Όμως επιλέγω να το κάνω με σεβασμό στη δύναμη της σιωπής και του υπαινιγμού. Αυτά αφήνουν χώρο στον αναγνώστη να συμμετέχει, να νιώσει και να σκεφτεί πέρα από τα λόγια. Η γραφή για μένα γίνεται ένας διάλογος ανάμεσα στον δημιουργό που αφήνει σημάδια, θραύσματα, ψίθυρους  και στον αναγνώστη που  είναι εκείνος που τα γεμίζει με τη δική του εμπειρία και τα δικά του συναισθήματα. Αυτή η αλληλεπίδραση κάνει τη βία πιο αληθινή, πιο ζωντανή, και ίσως πιο δυνατό μοχλό αλλαγής

Η βία ως κληρονομιά Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα αόρατα “τελετουργικά” με τα οποία μεταβιβάζεται αυτή η βία από γενιά σε γενιά;

Η βία ως κληρονομιά. Με εντυπωσιάζουν οι ερωτήσεις σου αγαπητή μου Μάγδα και με ιντριγκάρουν να πω την αλήθεια. Δεν είναι μόνο οι φανερές πράξεις ή οι φωνές που ακούγονται. Είναι κυρίως αυτά τα αόρατα “τελετουργικά” οι ανεπίγνωστες συμπεριφορές, οι σιωπές, οι παραλήψεις και οι τρόποι που οι οικογένειες συνηθίζουν να αντιμετωπίζουν τον πόνο και τις συγκρούσεις. Είναι οι επαναλαμβανόμενες ατάκες που λέγονται ή που δεν λέγονται, τα βλέμματα που αποφεύγονται, οι απαγορεύσεις στο να εκφραστούν συναισθήματα, η άρνηση της αλήθειας, ή ακόμα και ο τρόπος που οι άνθρωποι μαθαίνουν να “αντέχουν” τη δυσκολία χωρίς να την συζητούν. Αυτά όπως τα χαρακτήρισες εύστοχα, τα τελετουργικά, δημιουργούν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο η βία γίνεται σχεδόν αόρατη, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί και  να διαμορφώνει χαρακτήρες, να καθορίζει επιλογές, να βαθαίνει τα τραύματα. Στο βιβλίο μου προσπάθησα να φωτίσω αυτές τις λεπτές δομές, γιατί πιστεύω πως μόνο όταν αναγνωρίσουμε αυτά τα αόρατα νήματα, μπορούμε να αρχίσουμε να τα κόβουμε και να απελευθερωνόμαστε.

Στο διήγημα «Σχέδιο διαφυγής», πώς αποτυπώνεται στο κείμενο η σχέση ανάμεσα στην επιθυμία για απελευθέρωση από έναν βίαιο ή καταπιεστικό πατέρα και την παγίδα μιας σχέσης που συνδέεται με πόνο και ψευδή αγάπη; Ποιο είναι το μήνυμα που θέλεις να μεταδώσεις μέσα από αυτήν την αντίφαση;

Πράγματι σε αυτό το διήγημα προσπάθησα να αποτυπώσω τη βαθιά αντίφαση ανάμεσα στην επιθυμία για απελευθέρωση από έναν δύσκολο πατέρα και την παγίδα που δημιουργεί η σύνδεση με μια σχέση γεμάτη πόνο και ψευδή αγάπη. Είναι αυτή η σύγκρουση που βιώνουν πολλοί ήρωες και ηρωίδες. Η ανάγκη τους να ξεφύγουν και ταυτόχρονα η αίσθηση τους  ότι δεν μπορούν να αποκοπούν από μια σχέση που έχει σημαδέψει την ψυχή τους. Το κείμενο προσπαθεί να δείξει ότι η απελευθέρωση δεν είναι πάντα απλή ή άμεση. Ότι πολλές φορές είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει πένθος, φόβο, και ουσιαστικά την αναγνώριση των τραυμάτων. Η ψευδής αγάπη, αυτή που είναι δεμένη με τον πόνο και την καταπίεση,  συνήθως λειτουργεί ως ένα αόρατο σχοινί που συγκρατεί κι ας προκαλεί τόσο πόνο .  Το μήνυμα που θέλω να μεταδώσω μέσα από αυτήν την αντίφαση είναι πως η απελευθέρωση είναι δυνατή, αλλά απαιτεί θάρρος, συνειδητοποίηση και συχνά αναζητά τη στήριξη από τους ανθρώπους μας.  Η διαφυγή δεν είναι μόνο φυσική απομάκρυνση, αλλά και εσωτερική διαδικασία αποδέσμευσης από τα δεσμά της βίας και του ψεύδους. Είναι μια πράξη αυτοσεβασμού και ελπίδας για μια νέα αρχή.

Στο διήγημα «Ένας αλλιώτικος Άι Βασίλης», πώς προέκυψε η ιδέα να χρησιμοποιήσεις τον Άι Βασίλη ως κεντρικό σύμβολο μέσα σε ένα θέμα τόσο σοβαρό όσο η ενδοοικογενειακή βία;

Η ιδέα να χρησιμοποιήσω τον Άι Βασίλη ως κεντρικό σύμβολο στο διήγημα «Ένας αλλοιώτικος Άι Βασίλης» προέκυψε από την επιθυμία να αναδείξω το παράδοξο και την ένταση ανάμεσα στην εικόνα της παιδικής ή ανθρώπινης γενικά αθωότητας και τη σκληρή πραγματικότητα της ενδοοικογενειακής βίας. Ο Άι Βασίλης, ως σύμβολο χαράς, ελπίδας και μαγείας των γιορτών, λειτουργεί εδώ ως αντίστιξη. Μια μορφή που κουβαλά μέσα της τα όνειρα και τις προσδοκίες μας . Παράλληλα, η παρουσία του σε ένα περιβάλλον βίας και φόβου γίνεται ένας τρόπος να φωτιστούν οι αντιφάσεις και οι πόνοι που συχνά κρύβονται πίσω από κλειστές πόρτες και σιωπές. Με τη χρήση αυτού του συμβόλου θέλησα να δείξω πόσο εύθραυστη είναι η αθωότητα και πώς, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές, η φαντασία μπορεί να προσφέρει μια ανάσα ελπίδας ή διαφυγής. Ο Άι Βασίλης εδώ δεν είναι απλώς ένας μύθος, αλλά ένας καθρέφτης που αναδεικνύει τη βαθιά ανάγκη για προστασία, αγάπη και κατανόηση, πράγματα που συχνά λείπουν σε οικογένειες που βιώνουν τη βία στην καθημερινότητά τους.

Γράφεις πως “η καθαριότητα στον χώρο και στην ψυχή μας ήταν και είναι δύσκολη υπόθεση”. Πιστεύεις πως για τις γυναίκες, και ιδιαίτερα στις παλαιότερες γενιές, η καθαριότητα ήταν κάτι πολύ πιο υπαρξιακό απ’ ό,τι πρακτικό;

Απόλυτα. Για πολλές γυναίκες, ειδικά στις παλαιότερες γενιές, η καθαριότητα δεν ήταν απλώς ένα πρακτικό καθήκον ή μια κοινωνική υποχρέωση. Ήταν μια υπαρξιακή ανάγκη, ένας τρόπος να διατηρήσουν τον έλεγχο και την τάξη σε έναν κόσμο που συχνά φαινόταν ασταθής και απειλητικός για εκείνες. Η φροντίδα του σπιτιού ήταν το  μέσο για να εκφράσουν αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και επιμονή, ακόμα και όταν η ζωή τους ήταν γεμάτη περιορισμούς, θλίψη και απελπισία. Η «καθαριότητα» ήταν μια μικρή ανάσα ελευθερίας, μια μορφή αντίστασης στη χαοτική πραγματικότητα που πολλές φορές δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Ταυτόχρονα, αυτή η ανάγκη να κρατήσουν τα πράγματα «καθαρά» και «σε σειρά» μπορούσε να μετατραπεί σε βάρος. Ήταν ουσιαστικά κατά την άποψή μου φυσικά, μια ατέρμονη προσπάθεια να συμμαζέψουν όχι μόνο το φυσικό χώρο, αλλά και τις πληγές, τις σιωπές και τα μυστικά της οικογένειάς τους. Στο βιβλίο μου ήθελα να αποδώσω αυτή τη διττή φύση της καθαριότητας. Ως πράξη φροντίδας από τη μία , αλλά και ως σύμβολο της εσωτερικής μάχης που δίνουν πολλές γυναίκες από την άλλη μεριά.

Τι θα ήθελες να κρατήσει ο αναγνώστης, όχι απλώς ως ιδέα, αλλά ως συναίσθημα μετά την ανάγνωση του βιβλίου σου;

Ο αναγνώστης μου πραγματικά θα επιθυμούσα  να κρατήσει, πάνω απ’ όλα, την αίσθηση της σύνδεσης . Εκείνη ακριβώς όπως λέει και ο τίτλος μας , τη λεπτή, τρυφερή «διάφανη κλωστή» που μας ενώνει όλους, παρότι συχνά μένει αόρατη. Να νιώσει ότι ακόμα και μέσα στις πιο σκοτεινές στιγμές όλων μας υπάρχει χώρος για ελπίδα, κατανόηση και την ανάγκη να ακουστούμε πραγματικά. Επιθυμώ να φύγει με το συναίσθημα ότι η ανθρώπινη εμπειρία είναι πολυδιάστατη  και ότι ο πόνος, η απώλεια και η βία δεν είναι το τέλος της ζωής του , αλλά κομμάτια μιας βαθύτερης ιστορίας που μπορεί να οδηγήσουν  στην αλλαγή και την απελευθέρωσή του εάν και εφόσον το επιθυμήσει και αγωνιστεί γι αυτό. Τέλος, θέλω να νιώσει ότι μέσα από τις σιωπές και τις ρωγμές που αποκαλύπτονται, η φωνή της αξιοπρέπειας μπορεί να ακουστεί και ότι αυτό το φως μπορεί να γεννηθεί μέσα από την ίδια την ανάγνωση του βιβλίου.

Έχεις σπουδάσει Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Πιστεύεις πως η γραφή μπορεί πράγματι να διδαχθεί; Τι γίνεται όταν λείπει το ταλέντο ή η φαντασία; Μπορεί η τεχνική και η επίμονη δουλειά να αντικαταστήσουν το φυσικό χάρισμα;

 Ναι κατέχω τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στη Δημιουργική Γραφή-συγγραφή από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας και είναι μια εμπειρία που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η γραφή, σε μεγάλο βαθμό, μπορεί πράγματι να διδαχθεί. Όχι με την έννοια του να ακολουθεί κάποιος μια συνταγή επιτυχίας, αλλά με το να αποκτήσει τα απαραίτητα εργαλεία, να εκπαιδεύσει τη συγγραφική φωνή του, να κατανοήσει την τεχνική και τη δομή και να καλλιεργήσει πειθαρχία και αυτοπαρατήρηση. Το ταλέντο ή η φαντασία είναι σίγουρα σημαντικά. Όμως μπορούν να λειτουργήσουν ως σπίθα, ως αφετηρία. Αλλά χωρίς τεχνική γνώση και διαρκή δουλειά, το ταλέντο παραμένει συχνά ανεκμετάλλευτο. Αντίθετα, κάποιος που ίσως δεν ξεκινά με ένα "εκρηκτικό" ταλέντο, αλλά επιμένει, διαβάζει, γράφει, ξαναγράφει, και κυρίως μαθαίνει να ακούει και να δέχεται ανατροφοδότηση, μπορεί να εξελιχθεί εξαιρετικά. Η γραφή είναι τέχνη, αλλά είναι και τεχνική. Όπως ένας μουσικός χρειάζεται εξάσκηση, έτσι και ένας συγγραφέας χρειάζεται εκπαίδευση και χρόνο. Η επιμονή και η αγάπη για το γράψιμο μπορούν να φέρουν αποτελέσματα που ίσως ξεπερνούν και το αρχικό "φυσικό" χάρισμα.

Τα ράφια των βιβλιοπωλείων γεμίζουν διαρκώς με νέες εκδόσεις. Οι νέοι Έλληνες συγγραφείς πληθαίνουν, αλλά το αναγνωστικό και αγοραστικό κοινό φαίνεται να μειώνεται. Για ποιον γράφουμε τελικά; Γράφουμε για τον εαυτό μας, για τους λίγους που θα μας διαβάσουν, ή για μια ανάγκη που υπερβαίνει το κοινό και τον καιρό του;

Είναι αλήθεια ότι βιώνουμε μια εποχή υπερπαραγωγής κειμένων και βιβλίων, την ίδια στιγμή που οι ρυθμοί της ζωής και η κόπωση της καθημερινότητας φαίνεται να περιορίζουν το αναγνωστικό κοινό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι φυσικό να αναρωτηθεί κανείς: «Για ποιον γράφουμε τελικά;» Πιστεύω ότι στην αρχή τουλάχιστον, γράφουμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Η γραφή είναι ανάγκη μας, σχεδόν βιολογική. Είναι τρόπος να βάλουμε τάξη στο χάος, να δώσουμε φωνή σε ό,τι δεν λέγεται εύκολα, να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας. Αν έρθει μετά κι ένας αναγνώστης έστω και ένας και νιώσει κάτι από αυτά, τότε το κείμενο αποκτά έναν δεύτερο, εξίσου σημαντικό λόγο ύπαρξης.

Προσωπικά δεν γράφω μετρώντας το κοινό, ούτε με οδηγό τις τάσεις της αγοράς. Γράφω επειδή κάτι μέσα μου ζητά να ειπωθεί. Αν αυτό που γράφω αγγίξει λίγους, ή ακόμα και έναν άνθρωπο, που θα αναγνωρίσει τον εαυτό του στις λέξεις μου, τότε η πράξη της γραφής έχει ήδη δικαιωθεί κι ας ακούγεται αυτό όπως. Και ίσως εκεί βρίσκεται και η απάντηση ότι τελικά  γράφουμε από ανάγκη, αλλά και με την ελπίδα ότι κάποιος, κάπου, κάποτε θα μας διαβάσει και θα πει "ναι, αυτό το ένιωσα κι εγώ". Γράφουμε, τελικά, για να μη νιώθει κανείς αλλά πρωτίστως εμείς, μόνος/οι

Υπάρχουν μελλοντικά έργα ή ιδέες που ήδη δουλεύεις και θα ήθελες να τις μοιραστείς μαζί μας;

Ναι, υπάρχουν ήδη έργα στα σκαριά – ή μάλλον, κάποια έχουν ήδη ολοκληρωθεί και περιμένουν την επόμενη ημέρα τους.  αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε διαδικασία έκδοσης μιας νέας συλλογής, που κινείται στη μικροφόρμα και στην ποίηση, έναν χώρο που με ενδιαφέρει βαθιά για τη συμπύκνωση και την ένταση που απαιτεί. Είναι μια δουλειά πιο εσωστρεφής, αλλά και τολμηρή με τον δικό της τρόπο, έτσι πιστεύω τουλάχιστον και χαίρομαι που θα πάρει σύντομα τον δρόμο της προς το κοινό. Παράλληλα, εδώ και περίπου έξι μήνες, δουλεύω τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος – μιας μεγάλης φόρμας που με προκαλεί και με κρατά δημιουργικά σε εγρήγορση. Είναι μια αργή, απαιτητική διαδικασία, αλλά νιώθω πως ό,τι έχω γράψει ως τώρα με οδηγεί εκεί: σε αυτή τη μεγάλη αφήγηση που ζητά χρόνο, βάθος και απόλυτη αφοσίωση. Δεν βιάζομαι. Θέλω κάθε επόμενο βήμα να έχει λόγο ύπαρξης. Όσο γράφω, αισθάνομαι ότι παραμένω παρούσα – και αυτό, τελικά, είναι για μένα το πιο σημαντικό. 

Κλείνοντας την κουβέντα με την Καλλιόπη Αναστασάκη, μένει μέσα μας η αίσθηση πως η συγγραφή, όπως και η ζωή, είναι συχνά πράξη αντίστασης μέσα στη σιωπή. Τις "Διάφανες κλωστές" ο αναγνώστης/ αναγνώστρια, δεν θα τις δει μόνο ως λογοτεχνία αλλά ως υπενθύμιση πως κάθε γυναίκα, κάθε παιδί, κάθε φωνή που αγωνίζεται να ειπωθεί, κουβαλά μια κλωστή. Και η κλωστή αυτή, αν τη δούμε, αν την ακούσουμε, μπορεί να γίνει το νήμα αλλαγής. Καλοτάξιδη να είναι η συλλογή!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα