Γράφει: Γιάννης Ρουσιάς
Πριν λίγες ημέρες παρουσίασα το βιβλίο του Σπύρου Πλακούδα για τον ελληνικό εμφύλιο, «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946-1949)».
Ο συγγραφέας με τιμά απατώντας σε κάποιες ερωτήσεις μου.

Θεωρείτε τον ελληνικό εμφύλιο ως το πρώτο ουσιαστικά γεγονός, το πεδίο μάχης, του ψυχρού πολέμου. Θεωρείτε ότι ήταν το πρώτο γεγονός ενός πολέμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις που μόλις ξεκινούσε;
Ο Εμφύλιος Πόλεμος όντως αποτελεί το πρώτο πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου. Προστιβές υπήρξαν ουκ ολίγες μεταξύ των υπερδυνάμεων μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (π.χ. η Ιρανική Κρίση ή η Κρίση των Στενών των Δαρδανελίων). Οι εν λόγω προστριβές, όμως, εκτονώθηκαν με την αναίμακτη υποχώρηση της ΕΣΣΔ.
Στην Ελλάδα, όμως, ήδη από το 1946 διεξαγόταν ένας «πόλεμος δια αντιπροσώπων» μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων – αρκετά νωρίτερα, δηλαδή, από την επίσημη διαίρεση της Ευρώπης δια του Σχεδίου Μάρσαλ και της Πρώτης Κρίσης του Βερολίνου. Εν αντιθέσει μάλιστα με τις προηγούμενες θερμές κρίσεις, στον εν λόγω «πόλεμο δια αντιπροσώπων» η Μόσχα και η Ουάσινγτον ενεπλάκησαν στρατιωτικά: η πρώτη έμμεσα δια του Τίτο, του «υπεργολάβου» του Στάλιν στα Βαλκάνια έως το 1948, και η δεύτερη άμεσα δια του Δόγματος Τρούμαν (Μάρτιος 1947).
Αναλύετε τον εμφύλιο πόλεμο από τη πλευρά της στρατηγικής, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της ιστοριογραφίας. Τι σας οδήγησε στην ανάλυση αυτή και σε ποια συμπεράσματα οδηγηθήκατε;
Κατά τις διδακτορικές σπουδές μου στο εξωτερικό, πραγματεύτηκα την έκβαση των ανταρτοπολέμων (στρατιωτική νίκη, ειρηνευτική νίκη ή τέλμα) λόγω της δημοφιλίας του εν λόγω θέματος.
Διαπίστωσα, λοιπόν, πως ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελεί μία εκ των σπανιότερων περιπτώσεων μιας μόνιμης νίκης έναντι ενός αντάρτικου κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ως εκ τούτου, αποφάσισα να εξετάσω εις βάθος των εν λόγω πόλεμο ώστε να διαπιστώσω υπό ποια έννοια διαφέρει η εμφύλια αυτή διένεξη έναντι των υπολοίπων ενδοκρατικών συγκρούσεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και υπό ποιες συνθήκες ηττάται ένα αντάρτικο δεδομένης της αποτυχίας των Μεγάλων Δυνάμεων στο Βιετνάμ, το Αφγανιστάν κ.ο.κ.
Η εν λόγω προσέγγιση με απάλαξε επιπρόσθετα από το βάρος των αντιπαραθέσεων στην ιστοριογραφία. Παραδείγματος χάρη, ο χαρακτηρισμός ενός ένοπλου μη κρατικού δρώντα ως τρομοκρατική ομάδα ή αντάρτικη οργάνωση υπό τη σκοπία της υψηλής στρατηγικής προστατεύει τον συγγραφέα από τυχόν κατηγορίες περί μεροληψίας.
Εν ολίγοις, εξήγα δύο χρήσιμα συμπεράσματα – ένα ιστορικό και ένα στρατηγικό. Ως προς την υψηλή στρατηγική, λοιπόν, διαπίστωσα πως ένα αντάρτικο είναι δυνατόν να ηττηθεί υπό συγκεγκριμένες προϋποθέσεις – πρωτίστως, δια της απομόνωσης των ανταρτών από τον φίλιο πληθυσμό. Ως προς την ιστοριογραφία, διαπίστωσα πως η έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου ήταν προδιαγεγραμμένη ήδη από το 1947 εξαιτίας των δυσμενών συντελεστών ισχύος εις βάρος των ανταρτών.
Με ποια άλλα γεγονότα του ψυχρού πολέμου θα μπορούσε να συγκριθεί ο ελληνικός εμφύλιος και πως θα μπορούσαμε να τα αντιπαραβάλουμε;
Ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την απαρχή και εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου. Παραδείγματος χάρη, η όξυνση της σύγκρουσης στην Ελλάδα το θέρος του 1947 ήταν συνδεδεμένη άμεσα με την έναρξη του Σχεδίου Μάρσαλ και την επισημοποίηση της διαίρεσης της Γηραιάς Ηπείρου σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Παρομοίως, η ίδρυση του ΝΆΤΟ το πρώτο ήμισυ του 1949 προκάλεσε την «επίθεση ειρήνης» του Γκρομύκο προς τις ΗΠΑ εντός και εκτός του ΟΗΕ και το αυστηρό διάγγελμα του Στάλιν προς τον Ζαχαριάδη για τον τερματισμό της σύγκρουσης λόγω του (δίκαιου) φόβου περί διάχυσης του πολέμου στην Αλβανία.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος έλαβε χώρα την ίδια ακριβώς εποχή με έναν απείρως σημαντικότερο πόλεμο στην άλλη άκρη της υδρογείου: τον Κινεζικό Εμφύλιο Πόλεμο. Στο πλαίσιο της στρατηγικής της ανάσχεσης (strategy of containment), οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να αναχαιτίσουν ότι εκλάμβαν ως «πολέμους δια αντιπροσώπων» τις ΕΣΣΔ για την επέκταση της επιρροής της.
Το 1949 οι ΗΠΑ γεύτηκαν μια νίκη και μια ήττα.
Μια νίκη στο μέτωπο της Ελλάδας και μια ήττα στο μέτωπο της Κίνας. Ειδικά η ήττα των τοπικών συμμάχων των ΗΠΑ στην Κίνα από τον Μάο Τσε Τουνγκ περιέπλεξε έτι περαιτέρω το status quo στην Άπω Ανατολή. Η νίκη στην Ελλάδα διατήρησε την Ανατολική Μεσόγειο στη σφαίρα επιρροής της Δύσης και οδήγησε αργότερα στη συγκρότηση της Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Ποιόν αντίκτυπο είχε ο ελληνικός εμφύλιος στον επακόλουθο Ψυχρό Πόλεμο και στις διεθνείς σχέσεις της εποχής εκείνης;
O Εμφύλιος Πόλεμος, αν και υπομελετημένος εν σχέσει με διασημότερους ανταρτοπολέμους όπως το Βιετνάμ, προκάλεσε έναν «σεισμό» εκείνη την εποχή και συνοδεύτηκε από αρκετές πρωτιές.
Πρώτον, οι ΗΠΑ επενέβησαν για πρώτη φορά εν καιρό ειρήνης υπέρ μιας τρίτης χώρας που απειλείτο από εξωτερική και εσωτερική επιβουλή στο όνομα του αγώνα κατά του κομμουνισμού.
Δεύτερον, ο ΟΗΕ ίδρυσε για πρώτη φορά στη (σύντομη τότε) ιστορία του τις πρώτες αποστολές παρατηρητών για μια ενδοκρατική σύγκρουση σε κράτος-μέλος του.
Τρίτον, η Βρετανία υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από το πρώτο προτεκτεράτο της στην Ανατολική Μεσόγειο το 1947 ένεκα της κομμουνιστικής πίεσης.
Και τέλος, ο Εμφύλιος Πόλεμος προκάλεσε, εν μέρει, το σχίσμα μεταξύ Τίτο και Στάλιν και, κατ’ επέκταση, την πρώτη ρωγμή στην μονολιθική δομή του κομμουνιστικού στρατοπέδου.
Εν αγνοία της κοινής γνώμης στην χώρα μας, ο Εμφύλιος Πόλεμος επηρέασε τις επιχειρήσεις των Αγγλο-Αμερικανών στη Νοτιο-Ανατολική Ασία. Πράγματι, οι Άγγλοι εφήρμοσαν αρκετά από τα επιχειρησιακά διδάγματα του Εμφυλίου στον αγώνα τους εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών στην Μαλαισία (The Malayan Emergency) από το 1948 και εντεύθεν, ενώ οι Αμερικανοί ήθελαν να εφαρμόσουν την ίδια ακριβώς αντι-αντάρτικη στρατηγική στο Βιετνάμ (την «Ελλάδα της Νοτιο-Ανατολικής Ασίας σύμφωνα με τον Πρόεδρο Τζόνσον) το 1960’ και 1970’ – δίχως όμως επιτυχία εν τέλει.
Τι επακόλουθα έφερε για τη χώρα μας;
Ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελέσε μια καταστροφή κολοσσιαιών διαστάσεων. Οι νεκροί της εμφύλιας αυτής διένεξης υπερβαίνουν τους νεκρούς της Μικρασιατικής Καταστροφής (με την εξαίρεση βέβαια των νεκρών αμάχων κατά την Γενοκτονία των Ελλήνων από τους Τούρκους).
Ο Εμφύλιος επιδείνωσε τα ήδη σοβαρά προβλήματα της χώρας: στα εκατομμύρια των πυρόπληκτων, πεινασμένων και τραυματιών της Κατοχής προστέθηκαν περίπου 700.000 «συμμοριτόπληκτοι» (1 στους 10 Έλληνες και 1 στους 4 κατοίκους της βορείου Ελλάδας) και 50.000 πολιτικοί κρατούμενοι συν οι δεκάδες χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες και τα χιλιάδες παιδιά του «παιδομαζώματος» στις χώρες του Σιδηρούν Παραπετάσματος. Οι συνέπειες για το μέλλον της χώρας ήταν εξίσου κρίσιμες.
Η χώρα απέφυγε την δια των όπλων ένταξή της στην κομμουνιστική παράταξη και επέτυχε την επωφελή ένταξή τους στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΕΕ και ΝΑΤΟ) – όμως πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα η ούτως ή αλλως καχεκτική δημοκρατία της χώρας. Όπως συμβαίνει σε αρκτές περιπτώσεις ενδοκρατικών συγκρούσεων με αδύναμα κοινοβουλευτικά καθεστώτα, δύο εξωκοινουβουλευτικοί δρώντες (ο στρατός και το παλάτι) αυτονομήθηκαν επικίνδυνα και επενέβησαν ουκ ολίγες φορές στις πολιτικές υποθέσεις της χώρας. Η δράση των δύο αυτών πόλων εξουσίας μετά το 1949 ευθύνεται εν πολλοίς για την ταραγμένη πολιτική περίοδο της χώρας έως το 1974.
Θέλοντας να συγκρίνουμε τον πόλεμο αυτό με τον ανταρτοπόλεμο της εποχής μας σε ποια συμπεράσματα οδηγούμαστε;
Παρά την σχετική φιλολογία εκ μέρους ορισμένων ακαδημαϊκών, οι ανταρτοπόλεμοι του 21ου αιώνα δεν διαφέρουν από τους αντίστοιχους του προηγούμενου αιώνα παρά μόνον ως προς την επιχειρησιακή και τακτική διάστασή τους (π.χ. την χρήση του ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εκ μέρους των ανταρτών στον 21ο αιώνα). Η στρατηγική των ανταρτοπολέμων, τουτέστιν η δια της βίας προσπάθεια για την ανατροπή της κυβέρνησης εν ονόματι των αιτημάτων ενός μαζικού λαϊκού κινήματος (π.χ. η εθνική απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό), δεν έχει αλλάξει διόλου.
Άρα, ο Εμφύλιος Πόλεμος παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ σε μια εποχή ανταρτοπολέμων (insurgent era). Όντως, εν έτει 2017 μόνο ανταρτοπόλεμοι μαίνονται ανά την υφήλιο. Επομένως, η μελέτη του Εμφυλίου Πολέμου αποτελεί έναν χρήσιμο οδηγό για τις απαρχές, την εξέλιξη αλλά και την έκβαση ενός ανταρτοπολέμου στη σύγχρονη εποχή. Το αξίωμα πως η νίκη (ή ήττα) του ανταρτοπόλεμου εξαρτάται από την υποστήριξη (ή μη) του τοπικού πληθυσμού δεν αφορά μόνο τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα αλλά και τον αντίστοιχο στην Υεμένη, στη Συρία, στην Τουρκία κ.ο.κ.
Σύμφωνα με την εύστοχη παρομοίωση του Μάο Τσε Τουνγκ, οι αντάρτες είναι τα «ψάρια» και ο πληθυσμός το «νερό»· άρα δίχως το «νερό», δηλαδή την υποστήριξη του (τοπικού) πληθυσμού, τα «ψάρια», δηλαδή οι αντάρτες, θα πεθάνουν αναπόδραστα. Οπότε μια κυβέρνηση πρέπει να «αποξηράνει» το «νερό» ώστε να ηττηθεί το αντάρτικο – όχι να «καμακώσει» τα «ψάρια». Η αποξήρανση αυτή δύναται να λάβει βίαιο (π.χ. μαζικές σφαγές εις βάρος του φίλιου πληθυσμού) ή καταναγκαστικό χαρακτήρα (π.χ. εκτοπίσεις του τοπικού πληθυσμού σε καταυλισμούς μακριά από την επιρροή των ανταρτών).
Στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο διαχωρισμός των αναρτών από τον φίλιο πληθυσμό επετεύχθη με τις εκτοπίσεις περίπου 700.000 χωρικών (κυρίως της βορείου Ελλάδας) σε καταυλισμούς υπό την επιτήρηση του κράτους. Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμού αποτέλεσαν τον κυριότερο λόγο της ήττας του αντάρτικου.
Κατά τον 21ο αιώνα, ο ανταρτοπόλεμος συνιστά τον πιο διαδεδομένο τύπο πολέμου παγκοσμίως, προκαλώντας αέναες διαφωνίες ως προς την καταλληλότερη μέθοδο αντιμετώπισής του. Οπότε, ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949) χρίζει ιδιαίτερης προσοχής ένεκα της διττής μοναδικότητάς του: είναι το πρώτο πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επίσης μια σπάνια περίπτωση ήττας ανταρτών κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Εν συντομία, το βιβλίο ανά χείρας αναλύει σε βάθος, πρώτον, πώς η Ελλάδα πρωταγωνίστησε στις διεθνείς εξελίξεις παρά το μικρό μέγεθός της και, δεύτερον, πώς ένα ισχυρό αντάρτικο ηττήθηκε εντός μόλις 4 ετών.
Σε αντίθεση με ομοειδή έργα, το βιβλίο αυτό ερμηνεύει τον Εμφύλιο Πόλεμο υπό το πρίσμα της Στρατηγικής – όχι της Ιστορίας ή της Πολιτικής. Ως εκ τούτου, το βιβλίο αυτό θα αποδειχθεί λίαν χρήσιμο τόσο στους λάτρεις της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας όσο και στους μελετητές των Διεθνών Σχέσεων και της Στρατηγικής – ιδίως στους μελετητές του ανταρτοπόλεμου.
Ο Δρ Σπυρίδων Πλακούδας είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στο American University in the Emirates και αντιπρόεδρος του ΚΕΔΙΣΑ.
Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις του αφορούν τη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, το Κουρδικό Ζήτημα και την (υψηλή) στρατηγική με έμφαση στον ανταρτοπόλεμο και την τρομοκρατία.


































Πρόσκληση φίλων