Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Για το συλλογικό διήγημα με τίτλο «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει», γραμμένο στην τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού μας μίλησαν οι οκτώ συγγραφείς του, μέλη του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος.

Το διήγημα αυτό είναι γραμμένο σε τεχνοτροπία δομημένου ρεαλισμού β επιπέδου. Θα μας πείτε σε τί διαφέρει από το πρώτο επίπεδο; Και δυο σύντομα λόγια για τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία.
Η τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού στηρίζεται αφενός στην υπέρβαση του κλασικού ρεαλισμού της αποτύπωσης, αφετέρου στην αντίστοιχη υπέρβαση του νατουραλισμού της λεπτομέρειας. Συνθέτει μία κεντρική εικόνα πραγματικότητας με όρους τεχνητής δόμησης τέτοια ώστε να μην επιτρέπεται δεύτερη ερμηνεία στον αναγνώστη, ενώ παράλληλα εμβαθύνει στο ιστορικό γεγονός με λεπτομέρειες του χώρου και του χρόνου της δράσης ώστε ο αναγνώστης να παρακολουθεί στιγμή τη στιγμή ανάπτυξης και κορύφωσης ενός γεγονότος. Στο επίπεδο β επιδιώκεται η συμβολοποίηση προσώπων και καταστάσεων και καθαυτής της ιστορικής πράξης, προκειμένου ο αναγνώστης να υποχρεωθεί να αναμετρηθεί με τη συναισθηματική και ψυχολογική οριοθέτηση της ίδιας της περιγραφής, έτσι ώστε οι ενέργειες του δρώντος υποκειμένου να καθρεφτίζουν την ιστορική και φιλοσοφική διάσταση της αναπαριστώμενης πράξης, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία χρονοβόρα και τις απαιτήσεις που προκύπτουν εξαιρετικά επίπονες για την πνευματική πρακτική.
Αντώνης Ε. Χαριστός
Ποιές είναι οι δυσκολίες που συναντά κανείς στη συγγραφή ενός συλλογικού έργου;
Αρχικά, η βασική δυσκολία αφορά το επίπεδο της έρευνας. Οι συγγραφείς οφείλουν να ενσκήψουν στις ιστορικές πηγές και να αντλήσουν το σύνολο των πληροφοριών που απαιτείται προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο επίπεδο αλήθειας της ιστορικής μαρτυρίας. Αυτή η διαδικασία συνοδεύεται από κριτική οπτική ανάλυσης των πηγών, γεγονός το οποίο καθιστά την έρευνα εξαιρετικά επίπονη, καθώς για κάθε πηγή χρειάζεται η αντιστοίχιση με την πολλαπλή της τεκμηρίωση. Επομένως, επρόκειτο για διεργασία πολύμηνη. Έπειτα, η δυσκολία προκύπτει από την ίδια την τεχνοτροπία. Εξαιρετικά αυστηρή η διατύπωση των περιγραφικών λεπτομερειών, ασφυκτικοί περιορισμοί στη ρεαλιστική καταγραφή των δεδομένων, χωρο-χρονική αποτύπωση τέτοια που να ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις και τους στόχους μεταφοράς μιας ολάκερης εποχής στη σημερινή ερμηνευτική προσέγγιση, δίχως να υπονομεύεται ο πυρήνας νοηματοδότησης του εκάστοτε γεγονότος. Τέλος, η μεγαλύτερη δυσκολία στο επίπεδο β της τεχνοτροπίας δεν είναι άλλη από τον περιγραφικό συμβολισμό, την υποχρέωση των συγγραφέων να κατασκευάσουν μία ολάκερη αναπαράσταση με όρους πραγματολογικής ενσωμάτωσης της ιστορικής διάστασης της πραγματικότητας, όπως προκύπτει από τις πηγές.
Αντώνης Ε. Χαριστός
Πιστεύετε ότι σε όλες τις εποχές υπήρξαν τέτοια φωτεινά παραδείγματα αυτοθυσίας; Ακόμη και σήμερα;
Η αυτοθυσία που απαντάται ως συμπεριφορά ζώντων οργανισμών στη φύση, άλλοτε ως αποτέλεσμα μητρικής ή πατρικής φροντίδας, άλλοτε πάλι ως συμπεριφορά συλλογικότερης προστασίας λ.χ. επιβίωση αγέλης, απαντάται προφανώς διαχρονικά και ως ίδιον συμπεριφοράς του ανθρώπου, ο οποίος λειτουργώντας ως νοήμον όν, έχει προσδώσει στη λέξη χαρακτηριστικά, ενίοτε θρησκευτικής πεποίθησης (λ.χ. σταύρωση Ιησού - μετέπειτα θρησκευτικά μαρτύρια), άλλοτε κοινωνικού αγώνα (λ.χ. γαλλική επανάσταση: liberte – egalite – fratenrite), κάποιες φορές εθνικής αρετής (λ.χ. ελληνική επανάσταση: θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία) ή ακόμα και κοινωνικοπολιτικής αντίδρασης (λ.χ. περίοδος ελληνικής χούντας: ψωμί - παιδεία - ελευθερία).Όποιο πάντως παρελθοντικό παράδειγμα ανθρώπινης αυτοθυσίας κι αν επιλέξουμε, θα πρέπει να το συσχετίσουμε με μιαν εκάστοτε ρομαντική αντίληψη η οποία αποτέλεσε βασικό συστατικό γνώρισμα αντίδρασης, με τον μελλοθάνατο να είναι αφενός προετοιμασμένος να περάσει μέσα από την πράξη του θανάτου του, ύψιστο κατά τη θεώρησή του, θρησκευτικό, κοινωνικό, εθνικό ή και πολιτικό μήνυμα, τόσο στους συνανθρώπους–συναγωνιστές, όσο και στον αμφιταλαντευόμενο αμέτοχο τρίτο, αφετέρου με τις μετά θάνατον αναγνωρίσεις όπως αυτές της ηρωοποίησης ή αγιοποίησης ή και ωραιοποίησης να αποτελούν ιδανικά, δημιουργήματα δηλαδή ρομαντικής σκέψης και συνείδησης. Σε ό,τι αφορά στο σήμερα, η σύγχρονη δυτική πολιτισμική κουλτούρα δεν επηρεάζεται πλέον από ρομαντικές τάσεις και αντιλήψεις, αποδεχόμενη και υιοθετώντας την ιδέα της παγκοσμιοποίησης και μέσω αυτής της ομογενοποίησης πληθυσμών, λαών, πολιτικών, αντιλήψεων, θρησκειών, πρακτικών, επικοινωνίας και ιδεών. Κατά συνέπεια στον ενδογενή δυτικό πολιτισμό δεν ταιριάζει, αλλά και σπανίζει, ο ρομαντισμός ως νοοτροπία, με την όποια ιδέα του αυτοθυσιασθέντα ήρωα, να αντιμετωπίζεται από τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας ως γραφική. Παρά ταύτα, οι συμπεριφορές αυτοθυσίας παραμένουν σε παγκόσμιο επίπεδο, πλην όμως αφορούν πάσχουσες κοινωνικά ομάδες όπως μεταναστών-προσφύγων, πληθυσμών που βιώνουν εμπόλεμες καταστάσεις, πείνα, πολιτικούς και θρησκευτικούς διωγμούς, με τη δυτική κουλτούρα να αντιμετωπίζει αυτές άλλοτε επικριτικά, άλλοτε με απάθεια και ενίοτε, όταν η κατάσταση φτάνει να την αγγίζει και να την επηρεάζει κυρίως οικονομικά, με κάποια σχετική συμπάθεια. Οι εποχές που τα ιδανικά καθόριζαν δηλαδή τη στάση, έχουν σήμερα παρέλθει, ανεπιστρεπτί ή όχι, το μέλλον και πιθανότατα οι προκύπτουσες σε αυτό κοινωνικές δυσκολίες, θα δείξουν.
Νίκος Καψιάνης
Τί ήταν τελικά αυτό που έδωσε τέτοια ψυχική δύναμη στους διακόσιους εκτελεσθέντες προκειμένου να αντιμετωπίσουν με τόσο θάρρος το εκτελεστικό απόσπασμα; Η αγάπη στην πατρίδα; Η ιδέα της ελευθερίας; Ή η ιδεολογία κα τα ιδανικά;
Η ψυχική δύναμη που επέδειξαν οι 200 εκτελεσθέντες της Καισαριανής δεν ήταν προϊόν ενός μόνο ιδεολογικού ή συναισθηματικού μοχλού. Νομίζω ότι ήταν ένας συνδυασμός των παραπάνω, όπου το ένα υπερίσχυε του άλλου. Ήταν μια συναισθηματική και ιδεολογική σύνθεση που δυνάμωσε την ψυχή τους. Μια βαθιά ριζωμένη πίστη ότι η Ελλάδα άξιζε μια ελεύθερη ύπαρξη, όχι μόνο βασισμένη σε μια εθνική ανεξαρτησία, αλλά ελευθερία στη σκέψη, στην έκφραση, στην επιλογή. Μια δυνατή αίσθηση ότι πολεμούσαν για το αύριο των παιδιών τους και της πατρίδας. Ως μέλη της Αντίστασης -κυρίαρχα οι κομμουνιστές- είχαν χτίσει μια ταυτότητα βασισμένη σε αξίες ισότητας, δικαιοσύνης και θυσίας. Οι ιδέες τους έγιναν καταφύγιο και ασπίδα την ύστατη στιγμή. Τα στοιχεία αυτά δε λειτουργούσαν με διακριτά όρια· το ένα επικαλυπτόταν από το άλλο, είτε ακούσια, είτε συνειδητά, και τελικά ενσωματώνονταν σε ένα ενιαίο ψυχικό κράμα που τους όπλισε με θάρρος και αξιοπρέπεια την ύστατη στιγμή. Το ένα στοιχείο αγκάλιαζε το άλλο: η αγάπη στην πατρίδα γεννούσε ελευθερία, η ελευθερία τροφοδοτούσε την ιδεολογία, και όλα μαζί διαμόρφωσαν ανθρώπους που κοιτούσαν τον θάνατο ως συνέχεια της ζωής τους μέσα στον συλλογικό αγώνα. Αντί να δρουν ως ξεχωριστές δυνάμεις, οι αξίες αυτές σχημάτισαν έναν αδιαίρετο πυρήνα. Η συγκλονιστική ιστορία των 200 της Καισαριανής είναι ένα βαθύ μάθημα ανθρώπινης αντοχής και ψυχικής δύναμης. Ο τρόπος που στάθηκαν απέναντι στον θάνατο δεν εξηγείται απλώς με μία λέξη ή έννοια - ήταν μια σύνθεση απόλυτα προσωπική, μα ταυτόχρονα συλλογική.
Άννα Πετρίδου
Τι εννοούσε ο Ναπολέοντας Σουκατζίδης, κατά τη γνώμη σας, με την ακόλουθη φράση που είπε λίγο πριν τους οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Στον πόλεμο πάμε σύντροφοι, στον πόλεμο, αυτό βάλτε το καλά στο νου σας, και όχι για εκτέλεση»;
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, μέσα από την εξέλιξη του μυθιστορήματος, αλλά και από τη γενικότερη δράση του, υπήρξε μια πολυδιάστατη και δυναμική προσωπικότητα, με ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοπατρίας, της αγωνιστικότητας και του ανθρωπιστικού φρονήματος. Όλες του οι ενέργειες είχαν ως σημείο αναφοράς την αγάπη για την πατρίδα και τον άνθρωπο. Σύμφωνα με αυτά τα πιστεύω, πάλευε κι αγωνιζόταν για ένα σκοπό, την απελευθέρωση της χώρας από τον γερμανικό ζυγό και αυτός ο αγώνας ήταν ιερός, μέσω του οποίου πλησίαζε όλο και πιο κοντά στο στόχο του. Η έννοια του πολέμου αποτέλεσε γι’ αυτόν μια αέναη προσπάθεια αποτίναξης του δυνάστη και είχε ταυτιστεί με το είναι του, σε επίπεδο όχι αποτρεπτικό, αλλά αναγκαίο και επιβεβλημένο, θα μπορούσα να πω ως και ευχάριστο, γιατί ένιωθε ότι έτσι επιτελεί ένα ευάρεστο έργο, ότι πρέπει και μπορεί να προσφέρει στον τόπο του κι αυτή η πεποίθηση τον ενδυνάμωνε με θέρμη, θέληση, πίστη και τόλμη, κάνοντάς τον πιο δυνατό και αποτελεσματικό. Η διπλή αναφορά «στον πόλεμο πάμε, στον πόλεμο» δείχνει πως είχε πεισθεί μέσα του ότι μοναδική αξία έχει ο αγώνας που κάνεις για να κερδίσεις την ελευθερία σου, ανεξάρτητα απ’ το αποτέλεσμα κι επεδίωκε να πείσει και τους συντρόφους του πως σημασία έχει η πορεία, η μάχη, η πάλη, το ταξίδι της διαδρομής, εκεί προσδίδει το νόημα της ζωής, μέχρι το τέλος, που στην προκειμένη περίπτωση επισφραγίζεται με την εκτέλεση, η οποία δεν τον πτοεί. Κατά κάποιο τρόπο καθαιρεί την ίδια τη ζωή και απαξιώνει τον θάνατο, όχι γιατί δεν τον φοβάται, αλλά γιατί αρνείται να αποδεχτεί μια ζωή μένοντας άπραγος κι αμέτοχος σε μια υποδουλωμένη πατρίδα. Προτιμά να αγωνιστεί κι ας πεθάνει. Το τετράπτυχο πατρίδα, αγώνας, ελευθερία, θάνατος είναι το σχήμα μιας εξιδανικευμένης ζωής, κάτω υπό τις συνθήκες υποταγής. Ο θάνατος λειτουργεί σαν επιστέγασμα επίτευξης του στόχου, γι’ αυτό δεν αποτελεί απειλή στο μυαλό και στην ψυχή του ήρωα· τον αποδέχεται στωικά, σαν μέσο για την εκπλήρωση μιας ιδανικής πραγματικότητας. Το αίσθημα της ελευθερίας τον θρέφει τόσο ψυχικά, όσο και πνευματικά, κι αυτό τον τονώνει ηθικά, θεωρεί χρέος να βοηθήσει τον τόπο του, ν’ αντισταθεί, συνεχώς να πολεμά. Έτσι ενθαρρύνει, παροτρύνει και προτρέπει τους συγκρατούμενούς του να δουν τα πράγματα κάτω απ’ το δικό του πρίσμα, όχι ως μελλοθάνατοι, αλλά ως μαχητές που αφήνουν το αποτύπωμά τους στον βωμό μιας προοπτικής για ελεύθερη ζωή, που κι αν ακόμα δεν είναι άμεσα εφικτή, θα υπάρξει στο μέλλον και το έπαθλο της νίκης, μέσω των αγώνων τους, θα καρπωθούν οι επόμενες γενιές. Έτσι, όλοι μαζί οδηγούνται ενωμένοι και αποφασισμένοι στο εκτελεστικό απόσπασμα, θυσιαζόμενοι, πλήρως ικανοποιημένοι για την εκπλήρωση του χρέους τους απέναντι στην πατρίδα και στους συνανθρώπους τους.
Μάντυ Τσιπούρα
Σύμφωνα με την τεχνοτροπία του δομημένου ρεαλισμού πρέπει να υπάρχει ένα μονάχα σκηνικό, ένας μονάχα χώρος δράσης για τους ήρωες. Γιατί επιλέξατε αυτό να είναι το δωμάτιο κράτησης και όχι το ίδιο το εκτελεστικό απόσπασμα, ένα, ενδεχομένως, ακόμα πιο φορτισμένο συναισθηματικά σκηνικό;
Το δωμάτιο κράτησης των εκτελεσθέντων ως σκηνικό, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της υπόθεσης, αποτελεί το πιο σπουδαίο και κατάλληλο σημείο αναφοράς στην εξέλιξη της ιστορίας κι επελέγη για να μεταδώσει και μεταφέρει στον αναγνώστη, βήμα βήμα, όλα τα ψυχολογικά στάδια απ’ τα οποία πέρασαν οι κρατούμενοι μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής τους. Μέσα από τα μάτια του δρώντος υποκειμένου που βιώνει συνεχείς ψυχολογικές μεταπτώσεις και ασταθείς, μεταβαλλόμενες συναισθηματικές καταστάσεις μαζί με τους συγκρατούμενούς του, όπως νοσταλγία, θύμησες, αναμνήσεις, οικογενειακές στιγμές, αγώνες, χαρμολύπης, συγκινήσεις, συνήθειες, συναντήσεις, μετακινήσεις σε φυλακές, ταλαιπωρία, βασανιστήρια, κακουχίες, που συζητούν καθημερινά, εκεί μέσα μεταξύ τους, ο αναγνώστης, βιώνει κι αυτός, σα να είναι ο ίδιος παρών, όλη ετούτη την κλιμάκωση συναισθημάτων μέχρι να οδηγηθεί στο τελικό στάδιο κορύφωσης τού έργου, το εκτελεστικό απόσπασμα. Με τις λεπτομερείς περιγραφές και τη χρήση τής εικονοποιίας, οι εικόνες περνούν μία μία μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία μέσα από φακό και ολοκληρώνουν το παζλ της εξέλιξης της ιστορίας. Οι σύντροφοι, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με πολύ ισχυρούς δεσμούς, ενώνουν τις φωνές τους, δένονται σε μια γροθιά και παλεύουν για τα ίδια ιδανικά. Μοιράζονται τις σκέψεις τους, συμφωνούν, διαφωνούν, αντιδρούν, υποχωρούν, φοβούνται, δακρύζουν, κλαίνε, γελούν, ελπίζουν, τραγουδούν, χορεύουν, αναλαμβάνουν ρόλους, γενικά έχουν μια αλληλεπίδραση μέσω της οποίας φωτίζονται οι προσωπικότητες τους κι έτσι μπορούμε να εμβαθύνουμε στους χαρακτήρες και να αισθανθούμε την αγωνία, τους προβληματισμούς και τα θέλω τους. Τα κοινά πιστεύω, ο αγώνας για ελευθερία, το χρέος κι η αγάπη για την πατρίδα, τους δυναμώνουν κι όλοι μαζί λειτουργούν όχι σαν ομάδα πια, αλλά σαν ένα πρόσωπο. Αν επιλεγόταν ως σκηνικό, ο τόπος εκτέλεσης, παρόλο που προκαλεί έντονη συναισθηματική φόρτιση, δε θα επέτρεπε στον αναγνώστη να βιώσει κλιμακωτά όλα αυτά τα συναισθήματα, που αναπτύσσονται μέσα στον θάλαμο κρατουμένων μέχρι τη στιγμή τού θανάτου τους οι οποίοι τον δέχονται περήφανα και πανηγυρικά, δίχως να μπορεί να ερμηνευτεί αυτή η στάση τους, ούτε να φανούν λεπτομερώς όλες οι ψυχολογικές αντιδράσεις που είχαν προηγηθεί, ώστε να φωτίσουν όλες τις πτυχές της εξέλιξης.
Μάντυ Τσιπούρα
Θα μας πείτε δυο λόγια για τη φωτογραφία που επιλέξατε να βάλετε στο εξώφυλλο του βιβλίου;
Επιλέξαμε τη συγκεκριμένη φωτογραφία από τα αρχεία του Κ.Κ.Ε., γιατί αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη των συγκρατούμενων. Οι άνθρωποι αυτοί, με προσεγμένο ντύσιμο κοιτούν απευθείας τον φακό και στέκονται απέναντι στον φωτογράφο με τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια του ήρωα που πολέμησε για την πατρίδα και είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον θάνατο. Στο κέντρο, εξάλλου, της ομάδας των ανδρών που πρωταγωνιστούν στο συλλογικό διήγημα και συμμετέχουν στη φωτογραφία βρίσκεται ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο βασικός από τους πρωταγωνιστές του διηγήματος, που δεν εγκατέλειψε την ομάδα του, όταν του δόθηκε η ευκαιρία.
Αφροδίτη Διαμαντοπούλου-Μαρία Καραθανάση
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο γεγονός να ασχοληθείτε;
Το συγκεκριμένο γεγονός αποτελεί μια μαύρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Η αιματοβαμμένη πρωτομαγιά του 1944 σηματοδοτήθηκε από την εκτέλεση 200 πατριωτών από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Οι εκτελέσεις αυτές αποτέλεσαν αντίποινα για τη δράση της αντιστασιακής οργάνωσης, τον ΕΛΑΣ. Τα θύματα ήταν κυρίως κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) οι οποίοι παραδόθηκαν από τις ελληνικές αρχές στους Γερμανούς εισβολείς. Είναι λοιπόν λογικό να ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο γεγονός που αποτελεί ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των ναζί στην Ελλάδα και με αφορμή αυτό να εμβαθύνουμε στην ιστορία του τόπου μας και να φωτίσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε αυτό το έγκλημα. Παράλληλα, μας ενέπνευσε η προσωπικότητα των ανθρώπων αυτών, η προσωπική ιστορία του καθενός και η γενναία στάση και η αξιοπρέπεια που έδειξαν μπροστά στον θάνατο. Πρόκειται για ένα γεγονός με ιστορικό βάρος και πολιτικό νόημα. Συμπληρωματικά, η επιλογή αυτού του γεγονότος ταιριάζει απόλυτα με τη φράση του τίτλου: «Κι ήθελε πολύ φως να ξημερώσει», που αποτελεί στίχο ενός σημαντικού ποιητή, του Μ. Αναγνωστάκη.
Αφροδίτη Διαμαντοπούλου-Μαρία Καραθανάση
Με ποιόν τρόπο δομούνται οι χαρακτήρες του έργου και πώς προσδιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο;
Καταρχήν, να διευκρινίσω ότι πολλοί από τους ήρωες των διηγημάτων βασίστηκαν σε υπαρκτά πρόσωπα, με βάση πλούτο πληροφοριών, είτε γραπτών, είτε φωτογραφιών κ.λπ., ώστε να σκιαγραφήσουμε όσο το δυνατόν μία πιστότερη εικόνα του εαυτού τους, άλλα παρόλα αυτά, δεν παύουν να είναι μοναδικά, αυτοτελή νοητικά κατασκευάσματα της φαντασίας των δημιουργών. Ο δημιουργός στον δομημένο ρεαλισμό δεν έχει ως αυτοσκοπό να ξεσηκώσει κανέναν από τον τάφο του, να του φορέσει, σώνει και καλά, ένα σαρκίο λευκό ή μελαμψό, να τον περιγράψει ψηλό ή κοντό, με φαλάκρα ή μακριά μαλλιά, να τον ντύσει με ρούχα της ανάλογης εποχής, να τον παντρέψει, να θάψει τους γονείς του ή να ανασύρει από τον ψυχισμό σχολικές περιπέτειες, έρωτες, τραύματα κλπ. ώστε να δομήσει στο τέλος έναν πολύπλευρο και ενδιαφέρων χαρακτήρα. Βεβαίως, έχουν κι αυτά τη σημασία τους, άλλα κάτω από το πρίσμα που θέτει ο δημιουργός. Τί είναι ωφέλιμο και τί όχι, αυτό το γνωρίζει μονάχα εκείνος, υστέρα από επιστάμενη ερευνά που έχει προηγηθεί, και την αλήθεια που θέλει να διαφωτίσει. Δηλαδή, θέλω να πω, ότι: τα άυλα αυτά δημιουργήματα, που άλλοτε είναι ισχνά σαν πέπλο που τα διαπερνάει το φως και φαίνεται ότι παραστρατούν και άλλοτε συμπαγή και ακλόνητα σαν βράχος, είναι απλώς ένα από τα εργαλεία που εξυπηρετούν τους σκοπούς του δημιουργού και κατ’ επέκταση τον δομημένο ρεαλισμό. Λέγοντας αυτά, το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των κρατουμένων-ηρώων των διηγημάτων, Κι ήθελε πολύ φως ακόμη να ξημερώσει, πράγμα που αιτιολογεί και κατά πολλοίς την από καιρό διαμορφωμένη ψυχοσύνθεσή τους, την απαρέγκλιτη στάση που κρατούν απέναντι στην επικείμενη εκτέλεση, είναι ότι όλοι τους, ή σχεδόν όλοι, ασπάζονταν τις κουμμουνιστικές ιδέες εκείνης της εποχής, όντας μάλιστα, πολλοί από αυτούς και μέλη του κουμμουνιστικού κόμματος. Μιλάμε δηλαδή για άτομα, πολίτες, που στην πλειοψηφία τους, χρόνια νωρίτερα από τη φυλάκισή τους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (που έμελλε να είναι και το τελευταίο τους κολαστήριο), από τους εγχώριους εντεταλμένους και διορισμένους συνεργάτες του ναζιστικού καθεστώτος, είχαν ήδη βιώσει κατ’ επανάληψη από προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, δικτατορικές ή κατ’ επίφαση δημοκρατικές, την εξορία, τα βασανιστήρια, τη φυλάκιση, όπως λόγου χάρη στην Ακροναυπλία, φυλακές Λάρισας και αλλού. Το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής τους, πολλοί από τους εκτελεσθέντες, μιας και οι περισσότεροι ήταν κουμουνιστές που είχαν μεταφερθεί από τις φυλακές της Ακροναυπλίας, διώκονταν για τις ιδέες τους και την κουμμουνιστική τους δράση. Έτσι, ο θεμέλιος λίθος στο χτίσιμο των χαρακτήρων φαίνεται να υπερισχύει των υπολοίπων γνωρισμάτων, χωρίς φυσικά να τα εκμηδενίζει. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε, ξεχωριστά για ορισμένους από αυτούς τους ήρωες, όπως φαίνεται και στα σημεία των διηγημάτων όπου οι κρατούμενοι κουμουνιστές γράφουν το ύστατο γράμμα στους οικείους τους ή όταν σε άλλα σημεία συνδιαλέγονται μεταξύ τους, και συνομιλούν για το παρελθόν τους, φέρνοντας στο προσκήνιο προσωπικές τους ιστορίες, πράγμα που από τη μία δίνει βάθος στον χαρακτήρα, αλλά στην ουσία χρησιμοποιείται από τον δημιουργό ως αντίβαρο, για να μετρήσει στην αξιακή ζυγαριά, το ηθικό βάρος, δηλαδή, τι υπερισχύει εντός των ηρώων και για ποιες αιτίες. Κατά την ίδια λογική, ο χώρος, ο θάλαμος κράτησης, έρχεται να αξιοποιηθεί ως ένα ακόμα εργαλείο στα χέρια του δημιουργού, για να ενισχύσει την παραπάνω άποψη, το κυρίαρχο και αταλάντευτο χαρακτηριστικό στον ψυχισμό των ηρώων, αυτή τη φορά, με άμεσες, αλλά και έμμεσες, προεκτάσεις. Το στενό, μονοχωρικό, πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν μέρος το σύνολο των διηγημάτων, δίνει τη δυνατότητα στον δημιουργό, από τη μία να περιτοιχίσει το στοιχείο της κουμμουνιστικής δράσης των χαρακτήρων, με όλες τις προεκτάσεις που απορρέουν από μια τέτοια επιλογή, επιτρέποντας μόνο από τις στενές χαραμάδες των παραθύρων να εισέλθει ο αγέρας της λησμονιάς, και από την άλλη, με τρόπο αυτή τη φορά συμβολικό, να συνταυτίσει τη σωματική και ψυχική φθορά των ηρώων με εκείνη του θαλάμου κράτησης. Υπάρχει βέβαια, και το ζήτημα του εξωτερικού, κοντινού περιβάλλοντος, δηλαδή όσων συμβαίνουν έξω από τον θάλαμο, πίσω από τα καγκελόφραχτα παραθύρια και μέχρι την πύλη τού στρατοπέδου, και πως αυτό επιδρά στην ψυχοσύνθεσή τους, αλλά και το πιο μακρινό, πέρα από τα τείχη, τα ερεθίσματα που έρχονται λαθραία, άλλοτε κρυμμένα μέσα στη ζεστή ψίχα του ψωμιού, άλλοτε στο πέταγμα ενός πουλιού, άλλοτε με ένα αχνό σύννεφο και άλλοτε στο φεγγάρι. Ο χρόνος, τέλος, μετάβαση από πράξη σε πράξη, και από διήγημα σε διήγημα, λειτουργεί κυρίως συνδετικά και αναπόφευκτα, αλλά είναι χρόνος αρκετός ώστε οι κρατούμενοι κουμουνιστές, να βιώσουν, πέρα των άλλων, και την λεγόμενη κάθαρση. Να αναμετρηθούν με τον εσωτερικό τους κόσμο για τελευταία φορά. Εδώ πρέπει να γινεί αντιληπτό, ότι μιλάμε για χαρακτήρες που γνωρίζουν, εν πλήρη συνειδήσει, ότι αργά ή γρήγορα θα πεθάνουν, είτε από ασιτία, είτε από αρρώστια, είτε από βασανιστήρια, είτε από δολοφονία. Έτσι, ο συγγραφικός χρόνος, η κίνηση δηλαδή σε παροντικό χρόνο και χώρο, οι εναλλαγές, κ.λπ., ως το αναπόφευκτο τέλος, είναι η προσπάθεια αιτιολόγησης μιας ιδέας, όχι μοναδικής, ούτε απολυτής, όπως την απόδωσε ο δημιουργός του δομημένου ρεαλισμού, με πολύ συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους. Κλείνοντας, να πω, εντελώς συνοπτικά και χωρίς να αιτιολογήσω τη σκέψη μου, ότι η εκτέλεση των αγωνιστών στην Καισαριανή έλαβε χώρα την πρωτομαγιά του 1944. Αυτό το ιστορικό γεγονός κρύβει μέσα του και μια ιστορική συγκύρια ή ειρωνεία· η αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών, έγινε μονάχα λίγο καιρό αργότερα.
Γιάννης Πολύζος
Πόσο περιοριστικό ήταν το πλαίσιο έρευνας και πώς οργανώσατε τη δομή τής συγγραφής;
Το μεγαλύτερο μέρος τής δομής και του τρόπου αφήγησης ανέλαβε ο Γιάννης Πολύζος. Το πλαίσιο όμως τής έρευνας ήταν πράγματι πολύ περιοριστικό και δύσκολο για τον εξής λόγο. Έπρεπε να βρούμε αναφορές όχι τόσο για τα γεγονότα, που ήταν το εύκολο κομμάτι χάρη στις εξαιρετικές μελέτες που υπάρχουν από εγχώριους ιστορικούς και ερευνητές, όσο για την ψυχοσύνθεση και τη χαρακτηροδομή αυτών ανθρώπων που ήταν πραγματικοί εραστές τής ελευθερίας – δηλαδή αγωνιστές και αγωνίστριες. Για παράδειγμα, είναι τουλάχιστον άξιο θαυμασμού το θάρρος και ο τρόπος αντιμετώπισης του θανάτου ακόμα και λίγα λεπτά πριν την εκτέλεση. Η έρευνα δεν είναι εύκολη διαδικασία, γιατί αν διατηρείς τις βασικές ανθρώπινες ευαισθησίες συγκλονίζεσαι, εξοργίζεσαι, συγκινείσαι. Όλα αυτά τα αισθήματα αναζωπυρώνονταν ταυτόχρονα κάθε φορά που έπεφτα πάνω σε συγκλονιστικές ιστορίες όπως αυτή της επονίτισσας Άννας Θωμάκου-Παυλάκου – (περισσότερα στο: Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι δωσίλογοι: Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2024). Ένας από τους κεντρικούς μας ήρωες που έχει την ιδιότητα του σαλταδόρου, είχε και τη μεγαλύτερη δυσκολία, γιατί έπρεπε να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού-αντάρτη που, λίγο σαν παιχνίδι, λίγο σαν συνειδητή Αντίσταση, μάχεται καθημερινά μέσα στους δρόμους τής πόλης για να κάνει δύσκολη τη ζωή των κατακτητών και παράλληλα να κλέψει όση τροφή μπορεί για τους συνανθρώπους τους που πεθαίνουν στο δρόμο από την πείνα. Όταν σ’ ένα στάδιο της ιστορικής έρευνας είδα ξανά την ταινία Το ξυπόλυτο τάγμα [1954] την σταμάτησα στη σκηνή [15:00] που τα δύο ορφανά αδέρφια επιστρέφουν στην κρυψώνα τους και το κοριτσάκι, κρατώντας στα χεράκια του μια κούκλα, λέει στον μικρό αδερφό της με λυγμούς «πεινάω». Η έρευνα οδήγησε αυτομάτως στο άλλο γνωστό ερώτημα του τί ήταν αυτό που έκανε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους να συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς αντίσταση και σε πλήρη υποταγή στους κατακτητές. Πώς ήταν η καθημερινότητα ενός παιδιού και ενός ανήλικα που λαμβάνει μέρος στην Αντίσταση και πώς η ζωή του συμβιβασμένου και του συνεργάτη –βλ. χωροφύλακες, ταγματασφαλίτες, χαφιέδες, μαυραγορίτες– των κατακτητών; Προς όφελος της επιστημονικής έρευνας και της καλύτερης κατανόησης της ιστορίας να αναφέρουμε ένα εξαιρετικό και πολύ βοηθητικό βιβλίο το οποίο μας προσέφερε πολλές απαντήσεις: Φ. Σκούρας - Α. Χατζηδήμος - Α. Καλούτσης - Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία τής πείνας, του φόβου και του άγχους, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1991.
Ευστράτιος Τζαμπαλάτης
Σας ευχαριστώ όλους θερμά!


































Πρόσκληση φίλων