Γράφει: Μαστοροδήμου Χρύσα
Κι απόψε εδώ.
Φυσούν από τα κόκαλα τη σκόνη.
Το χώμα από τα δόντια ξύνουν.
Τεντώνουν τις αρθρώσεις τους.
Τρέχουν στο χολ
και κύκλους κάνουν στο σαλόνι.
Ακουμπούν τα μάγουλα
στα απλωμένα ρούχα.
Καπνίζουν
και τα δάκτυλα βουτούν
στο βάζο με τη μαρμελάδα.
Σαν κουραστούν,
γίνονται πάλι χάρτινοι,
αφήνοντας στο τζάμι μία ρωγμή.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο Γιάννης Ζαραμπούκας, με αφορμή τη νέα του ποιητική συλλογή, «Οι άνθρωποι στις κορνίζες», από τις εκδόσεις Συρτάρι, απαντά στις ερωτήσεις μας, εκ μέρους του Bookia.
Οι άνθρωποι στις κορνίζες είναι η δεύτερη ποιητική σου συλλογή μετά «Το αναπόφευκτο της μοναξιάς». Τι είναι αυτό που σε οδηγεί να αποτυπώνεις τις σκέψεις σου με ποιητικό λόγο;
Η ενασχόληση μου με την ποίηση και συγκεκριμένα η χρήση της ως μέσο έκφρασης προέκυψε εντελώς αναπάντεχα, αυθόρμητα θα έλεγα, σαν να με περίμενε από πάντα, μόλις πέρασα το κατώφλι της ενηλικίωσης. Εκεί γύρω στα 18 έγραψα το πρώτο μου ποίημα.
Η ποίηση με βοήθησε στο να καταφέρω να αποφορτιστώ, εκφράζοντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα και γενικότερα τις ανησυχίες μου. Μέσω αυτής με ανακαλύπτω, σκάβοντας κάθε φορά που γράφω όλο και πιο βαθιά μέσα μου, γεγονός που συνέβαλε στο να με γνωρίσω καλύτερα, να με κατανοήσω, να με αγαπήσω.
Ιδιαίτερος τίτλος και εμφανής ο συμβολισμός του. Είναι οι άνθρωποι ακόμη και σήμερα θεωρείς υποχρεωμένοι να ζουν σε «κορνίζες», να ακολουθούν δηλαδή νόρμες;
Φυσικά. Παρότι μόλις ξεκίνησε το 2022, η ελληνική κοινωνία είναι ακόμη και σήμερα μία βαθιά πατριαρχική και συντηρητική κοινωνία παρότι φαινομενικά έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες προσπάθειες κατά καιρούς να σπάσουμε αυτές τις κοινωνικές νόρμες που μας κρατούν δέσμιους.
Πιστεύεις ότι μπαίνουμε εύκολα στο κάδρο του κοινωνικού καθωσπρεπισμού ή αντιστεκόμαστε με αξιοπρέπεια;
Δεν πιστεύω ότι μπαίνουμε στο κάδρο του κοινωνικού καθωσπρεπισμού κι αυτό γιατί θεωρώ πως γεννιόμαστε και ζούμε μέσα σε αυτό. Από πολύ μικρή ηλικία, από την εποχή που αναλαμβάνουμε τους πρώτους μας κοινωνικούς ρόλους, προσπαθούμε να είμαστε τέλειοι, αψεγάδιαστοι, αλάνθαστοι, ώστε να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις και τις φιλοδοξίες που έχουν κυρίως τα μέλη της οικογένειας στην οποία ανήκουμε για εμάς. Και αυτό είναι μία φαύλη διαδικασία που δυστυχώς συνεχίζεται στην πορεία της ζωής μας.
Η ανάγκη για ομοιότητα βαριά και μ’ έχει συνθλίψει. Δυνατοί στίχοι από το ποίημα Μπαμπάς. Πιστεύεις ότι είμαστε δέσμιοι των γονεϊκών προσδοκιών και πόσο εύκολα μπορεί να το ξεπεράσει κανείς αυτό;
Ναι, το πιστεύω. Είμαστε δέσμιοι. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί η αγάπη που μας προσφέρεται ζητά και ανταλλάγματα. Στην πραγματικότητα όμως, οι γονείς θα πρέπει να αγαπούν ανιδιοτελώς και άνευ όρων. Αυτή η αγάπη αξίζει σε κάθε παιδί, σε κάθε άνθρωπο γενικότερα. Δε θεωρώ πως είναι ένα πρόβλημα το οποίο έχει λυθεί. Ωστόσο, κάποια μικρά βήματα έχουν γίνει κυρίως γιατί πια μπορούμε και θίγουμε ανοιχτά και δημόσια τέτοιου είδους θέματα.
Κάποια ποιήματα σου έχουν ως θέμα τη γυναίκα όπως το Γυναίκα από γυαλί; Πιστεύεις ότι η γυναίκα είναι περισσότερο αναγκασμένη να ακολουθεί τις κορνίζες που έχουν ετοιμάσει οι άλλοι για αυτή;
Ζούμε στους κόλπους μίας πατριαρχικής κοινωνίας, η οποία έχει κατασκευάσει ένα συγκεκριμένο πρότυπο για τη γυναίκα, η οποία επωμίζεται μία πληθώρα ρόλων, τους οποίους και πρέπει να εκτελεί σωστά και με επιτυχία, για να θεωρείται κοινωνικά αποδεκτή. Θέλω να πιστεύω πως στις μέρες μας, έχει ξεκινήσει έστω σταδιακά να ξεριζώνεται από το κοινωνικό μας ασυνείδητο, μέσα από τις προσπάθειες που γίνονται. Παλαιότερα μία γυναίκα που εργάζονταν είτε για βιοποριστικούς ρόλους, είτε γιατί απλά ήθελε να εργαστεί και να δημιουργήσει μία καριέρα, αισθάνονταν τύψεις γιατί ίσως λόγω περιορισμένου χρόνου δεν μπορούσε να αφιερώνει αρκετό χρόνο στην ανατροφή των παιδιών της. Τύψεις που κατά κύριο λόγο αποτελούν ένα κοινωνικό κατασκεύασμα απόρροια της πατριαρχικής μας κοινωνίας, γιατί πολύ απλά μέχρι και προσφάτως επικρατούσε κυρίως στην επαρχία η πεποίθηση πως ο πατέρας είναι αυτός που θα πρέπει να εργάζεται και η μητέρα αυτή που θα μένει στο σπίτι για να μεγαλώσει τα παιδιά. Και έρχομαι, κι αναρωτιέμαι «Στην ανατροφή των παιδιών ο πατέρας τι ρόλο έχει; Γιατί να είναι απών; Γιατί να μην επωμίζεται το ίδιο βάρος τύψεων με τη μητέρα;».
Στα ποιήματά σου υποβόσκει η θλίψη για τη μοίρα των ανθρώπων. Είναι γενικά οι ποιητές απαισιόδοξοι και πως αντιλαμβάνεται ένας ποιητής της δικής σου γενιάς το μέλλον;
Νομίζω πως η πεποίθηση ότι οι ποιητές είναι απαισιόδοξοι είναι αρκετά στερεοτυπική. Οι ποιητές, ανεξάρτητα με τη γενιά στην οποία ανήκουν, είναι απλά άνθρωποι, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Είσαι αισιόδοξος γενικότερα για το μέλλον της ποίησης;
Όχι, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος, γιατί όσες προσπάθειες κι αν γίνονται στον λογοτεχνικό χώρο αναφορικά με την ποίηση δυστυχώς δε βρίσκουν γόνιμο έδαφος για να ανθίσουν. Είναι μία μορφή τέχνης αρκετά εσωστρεφής, γεγονός το οποίο οφείλεται στον τρόπο που λειτουργεί εσωτερικά το σύστημα. Σίγουρα, μεγάλο ρόλο παίζει και το ότι ζούμε σε μία χώρα όπου δεν καλλιεργείται η αναγνωστική κουλτούρα. Δυστυχώς, το σχολείο με τον τρόπο που χρησιμοποιεί για να διδάξει το μάθημα της λογοτεχνίας στρέφει τα περισσότερα παιδιά μακριά της.
Είναι η ποίηση μια προσπάθεια ελευθερίας;
Κρίνοντας από εμένα, σίγουρα η ποίηση είναι μία τολμηρή προσπάθεια για ελευθερία, αφού σε κάθε στίχο μου, σε κάθε ποίημα αφήνομαι. Αφήνω κομμάτια του εαυτού μου ελεύθερα, ελεύθερα να ταξιδέψουν μέσα από τις λέξεις και να βρουν το δικό τους προορισμό.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου ποιητές;
Θα αφήσω στην άκρη τους κλασικούς και τους καταξιωμένους από τον χρόνο, και θα σου αναφέρω μερικά ονόματα σύγχρονων Ελλήνων ποιητών που αγαπώ να διαβάζω. Η Λένα Καλλέργη, η Άννα Βασιάδη, η Μυρσίνη Γκανά, η Ράνια Ορφανάκου, ο Χρήστος Διαμαντής -που δυστυχώς έφυγε πολύ νωρίς-, η Χλόη Κουτσουμπέλη, η Μαρία Θ. Αρχιμανδρίτη είναι απ' τους ποιητές και τις ποιήτριες που διαβάζω και ξαναδιαβάζω συχνά.
Το αγαπημένο σου μότο;
Δε συμπαθώ τα μότο. Θα μοιραστώ ωστόσο μαζί σου ένα αγαπημένο μου απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΕΤΟ του αείμνηστου Βασίλη Αλεξάκη.
«Η εξήγηση μπορεί να είναι πιο απλή. Ανακάλυψα επίσης ότι η λήθη έχει την ίδια ρίζα με το λάθος. Η λήθη υποδηλώνει την πλάνη, την άγνοια του αληθινού, των πραγματικών γεγονότων. Στα ελληνικά αυτό που λησμονούμε παίρνει μόνο του την πρωτοβουλία να εξαφανιστεί, να διαφύγει της προσοχής μας. Δεν υπάρχει λόγος να ντρεπόμαστε επειδή ξεχνάμε, εφόσον οι αναμνήσεις μας έχουν την τάση να παίζουν κρυφτό μαζί μας.»
Αγαπάς πολύ το διάβασμα και συχνά σχολιάζεις σε διάφορες ιστοσελίδες βιβλία που αγαπάς. Αξιοθαύμαστο για ένα νέο, εργαζόμενο άνθρωπο. Ποια τρία βιβλία ξεχωρίζεις ως τα πιο σημαντικά αναγνώσματα σου;
Τρία βιβλία τα οποία με καθόρισαν τόσο ως αναγνώστη όσο και ως δημιουργό είναι τα: Η ιστορία της θεραπαινίδας - Μάργκαρετ Άτγουντ, Αδελφή μου, αγάπη μου - Τζόις Κάρολ Όουτς, Αγαπημένη - Τόνι Μόρισσον.
Ποιο βιβλίο ξεχώρισες από τη χρονιά που πέρασε;
Από τη χρονιά που μας πέρασε ξεχωρίζω το: Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι του Ocean Vuong.
Κλείνοντας θα μοιραστώ με τους αναγνώστες του Bookia το ποίημα Μπαμπάς που νομίζω είναι ένα από τα δυνατά και χαρακτηριστικά της ποιητικής σου συλλογής. Σε ευχαριστούμε Γιάννη Ζαραμπούκα. Καλοτάξιδο!
Μπαμπά,/ σταμάτησα να παίζω με τις κούκλες./ Τις φούστες της μαμάς/ξανά δε φόρεσα./ Με στρίμωξα βίαια στα μποτίνια σου./ Με πονούν, μα τα υπομένω./ Τις πεθυμιές της σάρκας/ ξήλωσα και το σακάκι σου,/το μαύρο, ανάλλαχτο φορώ./ Τυλίγομαι σφιχτά στο ύφασμα του/και πότε πότε σκύβω και μυρίζω/ τη σερνική υπογραφή της παρουσίας σου./ Με τα χρόνια συνήθισα/σκέτο να πίνω και το ουίσκι./
Στον καθρέφτη ώρες με κοιτώ./ Η ανάγκη για ομοιότητα/βαριά και μ' έχει συνθλίψει./Τίποτα ωστόσο δεν είναι ίδιο./ Μόνο τα μάτια, δάση καμένα,/ πόσο μοιάζουνε με τα δικά σου./ Φοβάμαι την ομοιότητα αυτή,/ φοβάμαι την απουσία,/αλλά κυρίως φοβάμαι αυτή την παρουσία/ που με αλλάζει.

































Πρόσκληση φίλων