Γράφει: Δημήτρης Μπουζάρας
Η Στεφανί Ιακώβου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αργότερα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, όπου και πήρε το μεταπτυχιακό της δίπλωμα στις Ψηφιακές Τεχνολογίες, Επικοινωνία κι Εκπαίδευση. Σήμερα ζει κι εργάζεται στην Πάφο. Το βιβλίο «Ημίφως: Το κάστρο του Τύμβρη» είναι το πρώτο της βιβλίο.

Το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο, «Το κάστρο του Τύμβρη», που κυκλοφορεί από τις «εκδόσεις Πηγή», είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Ημίφως μας μεταφέρει στο κόσμο του φανταστικού, του μαγικού, του μη ερμηνευμένου λογικά, τι είναι αυτό που σας συναρπάζει σε αυτό τον κόσμο του έξω-πραγματικού, του έξω από λογική και επιλέξατε αυτό το είδος;
Ένα βιβλίο για μένα, φαντασίας ή μη, είναι ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο. Από μικρή όμως λάτρευα να διαβάζω βιβλία φαντασίας, γιατί αυτά με μετέφεραν για τα καλά σε ένα άλλο σύμπαν, ένα σύμπαν μαγικό, εξω-πραγματικό. Νιώθω ότι η φαντασία είναι απαραίτητη στη ζωή μου, γιατί είναι αυτή που με βοηθάει να ξεφεύγω ολοκληρωτικά από τη σκληρή και πεζή καθημερινότητα της ζωής, αυτή που με κάνει να ταξιδεύω σε άλλους κόσμους, σε σύμπαντα στα οποία όλα θα μπορούσαν να συμβούν και στα οποία είναι όλα, συνεπώς, πολύ πιο ενδιαφέροντα με χαρακτήρες που, πέρα από τα αλλόκοτα ίσως χαρακτηριστικά τους, έχουν τους ίδιους προβληματισμούς και όνειρα στη ζωή με εμάς.
Όσον αφορά τη συγγραφή, έχει λεχθεί ότι πολλοί οι συγγραφείς δεν επιλέγουν τις ιστορίες τους, αλλά εκείνες τους επιλέγουν, κι αυτό έγινε και με μένα. Η συγγραφή ενός βιβλίου που να εμπίπτει στη λογοτεχνία του φανταστικού δεν ήταν επιλογή, αλλά περισσότερο επιτακτική ανάγκη, η οποία μετατράπηκε σε πάθος, και η οποία μου έδινε κι εξακολουθεί να μου δίνει μεγάλη χαρά.
Θεωρείτε ότι η λογοτεχνία του φανταστικού έχει τη θέση που της αξίζει, αν μπορούσατε να επιλέξετε έναν από τους δύο κόσμους για να ζήσετε (την πραγματικότητα και το φανταστικό που περιγράφετε) ποιος θα ήταν αυτός που θα επιλέγατε;
Θεωρώ ότι η λογοτεχνία του φανταστικού στην Ελλάδα έχει μια μάλλον υποβαθμισμένη θέση, καθώς, όπως ακούει κανείς συχνά, τα βιβλία του φανταστικού θεωρούνται (άδικα) υποδεέστερης λογοτεχνικής αξίας απ’ ότι βιβλία άλλων ειδών. Θέλω να πιστεύω όμως ότι τα τελευταία χρόνια το είδος έχει αρχίσει να γνωρίζει λίγη άνθηση, ενώ όλο και περισσότερα βιβλία φαντασίας κατακτούν μια θέση στα ράφια και στις καρδιές των αναγνωστών.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, ο δικός μου φανταστικός κόσμος είναι αρκετά όμοιος με τον πραγματικό (οι διαφορές είναι ελάχιστες), οπότε δεν τίθεται μεγάλο θέμα επιλογής. Θα μου άρεσε όμως πραγματικά, αν μου δινόταν η ευκαιρία, σαν την πρωταγωνίστριά μου, να εξερευνήσω ένα μεγάλο, εγκαταλελειμμένο κάστρο, θα ξετρελαινόμουνα αν ανακάλυπτα (γιατί όχι;) πως κατοικείται από υπερφυσικές υπάρξεις. Θα ήταν μια μοναδική, ανεπανάληπτη εμπειρία!
Ακόμη και στις ορθολογικά εξελιγμένες κοινωνίες υπάρχουν μη ερμηνευμένες συμπεριφορές που επιβιώνουν πέρα από την περιοχή της λογικής υπό την μορφή πχ. διαφόρων εθίμων, τις οποίες φυσικά δεν μπορούμε ούτε να τις μυστικοποιήσουμε ούτε να τις χαρακτηρίσουμε αναίτιες, γιατί τελικά στους ανθρώπους αρέσει να παίζουν με το μυστήριο, τι είναι τελικά αυτό που ασκεί τόση έλξη, μήπως δεν μας καλύπτει η αλήθεια και όλοι ζούμε για ένα «παραμύθι;»
Πιστεύω ότι όλους μας, από παιδιά, μας ελκύει το άγνωστο και το μυστηριώδες. Είναι αυτός ο λόγος που μαγευόμαστε, από πολύ μικρή ηλικία, από τα παραμύθια, από ιστορίες με δράκους και μάγισσες, από μαγεμένα κάστρα και ιππότες, από ξόρκια, τέρατα, φαντάσματα και στοιχειά. Είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μας, η ανάγκη να ανακαλύπτουμε, να εξερευνούμε και να προσπαθούμε να εξηγήσουμε καθετί που θεωρούμε ανεξήγητο.
Υπάρχουν, ακόμη και στις μέρες μας, με την τόσο μεγάλη πρόοδο των επιστημών και της τεχνολογίας, πολλά πράγματα που έχουν μείνει ανεξήγητα και ίσως να μην καταφέρουμε να τα ερμηνεύσουμε ποτέ. Εκεί είναι που έρχεται η φαντασία για να καλύψει το κενό, και να μας προσφέρει, αν όχι τις λύσεις στα ζητήματα που μας απασχολούν, τουλάχιστον μια διαφορετική, πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή των γεγονότων, μια εκδοχή που μπορεί να μας ψυχαγωγήσει, να μας κάνει να νιώσουμε δέος ή ελπίδα, συγκίνηση ή φόβο, μια εκδοχή που σίγουρα δε θα μας αφήσει αδιάφορους και που θα συνεχίσει να τροφοδοτεί αυτή μας την ανάγκη για μυστήριο και φαντασία.
Το κάστρο του Τύμβρη είναι μια δυναμική μπαλάντα που δεν γράφτηκε με μουσική και στίχους, αλλά με πεζό κείμενο και λέξεις. Έχουν οι λέξεις μουσική αν ναι ποιος είναι ο ήχος τους, τι θεωρείτε πιο δυνατό σε συναίσθημα, μια λέξη ή μια νότα;
Φυσικά κι έχουν μουσική οι λέξεις, αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε και στα ποιήματα αλλά και στον πεζό λόγο. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς, οι οποίοι έχουν ένα τόσο έντονο λυρικό ύφος στο γράψιμό τους, που κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει ότι οι λέξεις ρέουν μέσα του, και στην καρδιά και στο μυαλό του, σαν συμφωνία. Η ομορφιά της μουσικής των λέξεων είναι ότι την κάθε «συμφωνία» την ακούει ο κάθε άνθρωπος μέσα στο μυαλό του και είναι για εκείνον μοναδική, ξεχωριστή. Δυνατά συναισθήματα πιστεύω μπορούν να προκαλέσουν και οι λέξεις και οι νότες και είναι και για μένα και οι δυο ιδιαίτερα αγαπητές.
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο ως θέμα, ποια ήταν η αφορμή και τι προκλήσεις η δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, το θέμα του βιβλίου μου δεν θεωρώ ότι το επέλεξα, αλλά ότι αυτό με επέλεξε! Η αφορμή για να ξεκινήσω να γράφω ήταν ένα τραγούδι, μια αγαπημένη (αλλά από καιρό ξεχασμένη) δυναμική ροκ μπαλάντα, την οποία άκουσα ξανά τυχαία ένα βράδυ και η οποία με έκανε να νιώσω την ανάγκη να γράψω μια ιστορία μια ιστορία βασισμένη πάνω στη μουσική και τους στίχους του. Γι’ αυτό άλλωστε το βιβλίο μου έχει χαρακτηριστεί ως «μια δυναμική μπαλάντα που δεν γράφτηκε με μουσική και στίχους, αλλά με πεζό κείμενο και λέξεις», γιατί όλα ξεκίνησαν από αυτό το τραγούδι.
Δεν ήταν αυτό που λέμε, συνειδητή επιλογή έχω μάλιστα την εντύπωση πως η ιστορία είχε γραφτεί στο υποσυνείδητό μου πολύ καιρό πριν αποφασίσω να την καταγράψω στο χαρτί, ότι βρισκόταν κάπου στα βάθη του μυαλού μου κι ότι αυτό που χρειαζόμουν για να ξεκινήσω ήταν μια σπίθα, ένα ερέθισμα, το οποίο μου πρόσφερε το άκουσμα εκείνου του τραγουδιού, εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ.
Γι’ αυτό η συγγραφή του ήταν ταυτόχρονα κι εύκολη και δύσκολη διαδικασία, εύκολη γιατί υπήρχαν μέρες που μπορούσα να ανασύρω σκέψεις και συναισθήματα με ευκολία από τα βάθη του μυαλού μου, αλλά υπήρχαν και πολλές άλλες, δύσκολες μέρες, με πολλά αδιέξοδα, που αφορούσαν το στήσιμο του φανταστικού κόσμου και τη συναισθηματική φόρτιση που μου δημιουργούσε το γράψιμο μερικών σκηνών.
Πόσο δύσκολο είναι να κρατάς τον αναγνώστη «κολλημένο στις σελίδες», είναι τελικά δουλειά ή ταλέντο;
Πιστεύω ότι είναι ένα κράμα και των δυο. Χωρίς ταλέντο δεν πιστεύω να μπορεί κανείς συγγραφέας να γράψει βιβλία που να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Ταυτόχρονα όμως, πιστεύω ότι χρειάζεται κιόλας σκληρή δουλειά για να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα, ένα αποτέλεσμα χωρίς κενά, λάθη ή παραλείψεις, που τελικά να ξενίσουν τον αναγνώστη και να τον κάνουν να χάσει αυτό το ενδιαφέρον.
Στο βιβλίο μιλάτε για την αγάπη, την αλήθεια, την προδοσία, τη μετάνοια, τη συγχώρεση, ποιο θεωρείτε πιο σημαντικό κατά σειρά προτεραιότητας;
Αγάπη, αλήθεια, μετάνοια και συγχώρεση πιστεύω ότι είναι εξίσου σημαντικές, αν και νομίζω πως πάνω από όλες θα έβαζα τη συγχώρεση, που σαν έννοια είναι στενά συνυφασμένη με την αγάπη. Υπάρχει κάτι πραγματικά λυτρωτικό στο να δέχεσαι να συγχωρέσεις τον συνάνθρωπό σου, ό,τι κι αν σου έχει κάνει, στο να τον αγκαλιάζεις τελικά με αγάπη και να του επιτρέπεις να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς (ή με λιγότερες, έστω) τύψεις. Κάποιος έχει πει ότι είναι καλύτερο να συγχωρείς, όχι επειδή ο άλλος αξίζει τη συγχώρεση, αλλά επειδή αξίζεις εσύ τη γαλήνη και το πιστεύω ακράδαντα αυτό. Η συγχώρεση είναι απαραίτητη και γι’ αυτόν που την παίρνει, αλλά και γι’ αυτόν που τη δίνει.
Θα ήταν η προδοσία αυτό που σας όπλιζε το χέρι ώστε να κλείσετε μια πόρτα για πάντα η μήπως θα δίνατε μια δεύτερη ευκαιρία. Θα συγχωρούσατε ενδεχομένως κάποιον άλλο το ίδιο εύκολα όσο τον εαυτό σας;
Ίσως θα συγχωρούσα κάποιον άλλον πιο εύκολα από ότι τον ίδιο μου τον εαυτό! Πιστεύω στις δεύτερες ευκαιρίες, άλλωστε το βιβλίο μου αφορά αυτές ακριβώς τις δεύτερες ευκαιρίες, αλλά αυτό που θα με έκανε να κλείσω μια για πάντα την πόρτα σε κάποιον δεν θα ήταν η προδοσία, αλλά η αμετανοησία. Υπάρχουν άνθρωποι που, ό,τι κι αν συμβεί, δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτούν τα λάθη τους, ή ακόμη χειρότερα, επιμένουν να τα επαναλαμβάνουν.
Δεν θα είχα πρόβλημα να συγχωρέσω έναν τέτοιο άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αμετανόητος, αλλά σίγουρα δε θα ήθελα να συνεχίσω να τον συναναστρέφομαι, γιατί θα έβρισκα την επανάληψη αυτής της λανθασμένης συμπεριφοράς τοξική, και θα προτιμούσα να μη γίνομαι διαρκώς μάρτυς της. Συνεπώς, θα έκλεινα την πόρτα μια για πάντα.
Τι είναι πιο σημαντικό να νιώσει κάποιος στην αρχή της διαδικασίας της συγγραφής, την απόρριψη η την αποδοχή;
Την αποδοχή σίγουρα, αν και η απόρριψη μπορεί να είναι πολύ διδακτική. Εγώ προσωπικά βίωσα την απόρριψη αρκετές φορές μετά την ολοκλήρωση του «Ημίφως», πράγμα που με οδήγησε στο να πιστέψω πως ίσως πρέπει να τα παρατήσω. Έφτασα μάλιστα, σε κάποια στιγμή, στο σημείο να σταματήσω να γράφω, αλλά ευτυχώς εκείνο το ζοφερό, ομιχλώδες, άκρως καταθλιπτικό διάστημα της ζωής μου δεν διήρκησε πολύ, καθώς συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα, τώρα πια, να σταματήσω. Κι έτσι συνέχισα.
Η αποδοχή ή ένας καλός λόγος στο ξεκίνημα ίσως να μου έδιναν περισσότερη αυτοπεποίθηση κι εφόδια για να συνεχίσω, αλλά η αλήθεια είναι πως η απόρριψη με πείσμωσε και σφυρηλάτησε και το χαρακτήρα μου αλλά και την αποφασιστικότητά μου να τα καταφέρω.
Πότε και πώς έγινε η διαμόρφωση σας σε συγγραφέα και ποιες ήταν οι ανάγκες που σας ώθησαν στη γραφή;
Δεν μπορώ να πω πότε ακριβώς συντελέστηκε αυτό το γεγονός! Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω συγγραφέας κι από τότε ξεκίνησα τις απόπειρες να γράψω ένα βιβλίο. Δεν ξέρω ποια ήταν η ανάγκη τότε που με ώθησε να θέλω να το κάνω αυτό. Ίσως ήταν η αγάπη μου για το διάβασμα, μαζί με την έμφυτη ανάγκη μου να θέλω να ξεφύγω από την πραγματικότητα και τι πιο ωραίος τρόπος να «ξεφύγεις» από το να γράψεις ο ίδιος το δικό σου βιβλίο;
Πιστεύω λοιπόν ότι πάντα ήμουν ένας «εν δυνάμει» συγγραφέας, θεωρώ όμως ότι διαμορφώθηκα πλήρως όταν κατάφερα να ολοκληρώσω το πρώτο μου βιβλίο, κι «επικύρωσα» αυτή την ολοκλήρωση με την έκδοση του βιβλίου μου. Μετά από αυτήν, νιώθω επιτέλους ότι μπορώ να επαγγέλλομαι, πέρα από εκπαιδευτικός και συγγραφέας!
Ποιες είναι οι συνήθειες σας ως αναγνώστρια και από ποιους συγγραφείς έχετε επηρεασθεί;
Πέρα από τη λογοτεχνία του φανταστικού, μου αρέσει πάρα πολύ η κλασική λογοτεχνία. Κάποιοι από τους πολλούς συγγραφείς που με έχουν επηρεάσει, από τον καιρό που ήμουν μικρή μέχρι σήμερα, είναι, από τους ξένους, η Τζ.Κ.Ρόουλινγκ, ο Γκαστόν Λερού και οι αδερφές Μπροντέ, ενώ από τους Έλληνες η Πηνελόπη Δέλτα, ο Στρατής Μυριβήλης, και πολλοί άλλοι.
Από τη σύλληψη του θέματος έως τη συγγραφή και την έκδοση ήταν ένα ταξίδι το οποίο η οποία σας άφησε σίγουρα πολλά συναισθήματα, ποια ήταν αυτά και τι άξιζε περισσότερο το ταξίδι η ο προορισμός;
Ήταν, πράγματι ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι πέρασα από σαράντα κύματα μέχρι να ολοκληρώσω τη συγγραφή και ακόμη περισσότερα μέχρι να φτάσω στην έκδοση, ενώ τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματά μου έμοιαζαν πολύ με τρενάκι του λούνα παρκ. Κινούμουν από την άφατη ικανοποίηση, τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση για το έργο μου, στην απόλυτη θλίψη, την αβεβαιότητα και το φόβο ότι δεν θα τα κατάφερνα, ούτε να το ολοκληρώσω αλλά ούτε και να το εκδώσω.
Τελικά τα κατάφερα και κοιτώντας πίσω, συνειδητοποιώ ότι όλα έγιναν για κάποιο σκοπό, όλα άξιζαν, και ότι ίσως τελικά και να ήρθαν καλύτερα τα πράγματα έτσι όπως ήρθαν, γιατί το δύσκολο ταξίδι ήταν τελικά αυτό που έκανε πιο γλυκιά την άφιξη στον προορισμό.
Ποσό εύκολο είναι τελικά να φτάσει ο συγγραφέας στην έκδοση, αξίζει τον κόπο και γιατί;
Στην Ελλάδα του σήμερα, ένας νέος συγγραφέας είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει να εκδοθεί. Πόσο μάλλον,όταν γράφει βιβλία που ανήκουν σε ένα λογοτεχνικό είδος, όπως αυτό του φανταστικού, το οποίο δεν έχει ακόμη πολύ μεγάλη απήχηση.
Πιστεύω όμως, ότι αν το θέλει πραγματικά, υπάρχουν πολλοί τρόποι που να μπορέσει τελικά να το καταφέρει κι αξίζει να το κάνει, γιατί όλες οι φωνές, ακόμη κι αυτές των νεαρών κι άπειρων συγγραφέων, είναι καλό να ακούγονται. Στο κάτω-κάτω, υπάρχουν πάρα πολλοί διάσημοι συγγραφείς, που πριν γίνουν παγκοσμίως γνωστοί, είχαν δεχτεί δεκάδες απορρίψεις και είχαν κοπιάσει αρκετά μέχρι να καταφέρουν να δουν το βιβλίο τους στα χέρια των αναγνωστών. Τι κρίμα που θα ‘ταν, αν δεν πίστευαν στον εαυτό τους και στο έργο τους κι αν δεν προσπαθούσαν τελικά, παρά τις αντιξοότητες, να τα καταφέρουν! Ο κόσμος της λογοτεχνίας τότε θα ήταν πολύ φτωχός, κι ευτυχώς που δεν έχουν τελικά έτσι τα πράγματα.
Είναι εύκολο να αποφύγετε τα βιωματικά στοιχεία στη γραφή;
Όχι. Πιστεύω ότι είναι πολύ δύσκολο για έναν συγγραφέα να απεκδυθεί εντελώς την προσωπικότητα, τα ενδιαφέροντα και τα θέλω του και να γράψει ένα βιβλίο μέσα στο οποίο να μην υπάρχει ο ίδιος καθόλου. Άλλωστε, ένας συγγραφέας γράφει γι’ αυτά που ξέρει, γι’ αυτά που έχει βιώσει ή αυτά που έχει παρατηρήσει, γι’ αυτά που αισθάνεται ή που τον προβληματίζουν, και είναι πολύ δύσκολο (ίσως ακατόρθωτο) να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο να μην υπάρχει ούτε κι ένα στοιχείο της ζωής ή της προσωπικότητάς του.
Εγώ προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι έχω διαβάσει κανένα βιβλίο, από κανένα συγγραφέα, που να μην έχει συμπεριλάβει τα δικά του βιώματα μέσα στις ιστορίες του. Κι όσον αφορά το δικό μου βιβλίο, παρόλο που είναι φανταστικό, είναι διάσπαρτο από στοιχεία της προσωπικότητάς μου, της ζωής μου, αλλά και ανθρώπων του περιβάλλοντός μου.
Διαβάζετε παραμύθια, πείτε μου δυο από τα παιδικά σας αναγνώσματα και δύο που σας ταξίδεψαν προσφάτως;
Από τα αγαπημένα μου παραμύθια όταν ήμουνα μικρή, ήταν «Η μικρή γοργόνα» του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. Πρόσφατα ξαναδιάβασα το «Ο μικρό πρίγκηπας» του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ και το «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λιούις Κάρολ, βιβλία από καιρό ξεχασμένα στην παιδική μου βιβλιοθήκη, που ήθελα να ξανά-φρεσκάρω στη μνήμη μου.
Προτείνετε μου τρεις τίτλους από τη βιβλιοθήκη σας.
Δύσκολη η επιλογή! Θα πρότεινα τον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή, «Το φάντασμα της Όπερας», του Γκαστόν Λερού και τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» του Φ.Σ.Φιτζέραλντ.
Περιγράψτε μου τον εαυτό σας με έξι λέξεις.
Ακόμη μια δύσκολη ερώτηση! Θα έλεγα εργατική, πιστή, πεισματάρα, ανεξάρτητη, αφηρημένη, εσωστρεφής.
Πείτε μου ένα σχέδιο σας για το μέλλον, επίσης αν σας δίνονταν η ευκαιρία για μια και μοναδική ευχή η οποία θα πραγματοποιούνταν αμέσως ποια θα ήταν αυτή;
Στο άμεσο μέλλον έχω σκοπό να προχωρήσω στην έκδοση του επόμενου βιβλίου μου, που θα είναι και το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Ημίφως». Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσα να ευχηθώ για όλο τον κόσμο, νομίζω όμως ότι θα μείνω στα πλαίσια της λογοτεχνίας και θα πω αυτό: Θα ήθελα να δίνονταν περισσότερες ευκαιρίες στους νέους συγγραφείς και να γινόταν ευκολότερο να ακούγονται οι φωνές τους, γιατί αυτά που έχουν να πουν μπορεί να είναι τρομερά ενδιαφέροντα.
«Είχες δίκιο για μένα Ρωξάνη, είχες δίκιο από την αρχή! Είμαι ένα τέρας, ένα σιχαμερό, ποταπό, άθλιο τέρας! Δεν έχεις άδικο που με μισείς… είμαι καταραμένος, Ρωξάνη, είμαι καταραμένος, κι εγώ, και όλοι οι υπόλοιποι δυστυχείς που παρέσυρα μαζί μου...»
Kανείς δεν τολμάει να πλησιάσει το παλιό, εγκαταλελειμμένο κάστρο που δεσπόζει στο λόφο του Τύμβρη. Όλοι πιστεύουν πως είναι στοιχειωμένο.
Η δεκαεξάχρονη Ρωξάνη δεν πιστεύει στα φαντάσματα, και το να μπει στο κάστρο είναι απλά μια πρόκληση. Αυτό, όμως, που ανακαλύπτει στο εσωτερικό του κλονίζει όλα όσα ήξερε· η αλήθεια τη φοβίζει, αλλά ταυτόχρονα τη γοητεύει· τη βάζει σε κίνδυνο, μα την ίδια στιγμή τη μαγεύει· και ταυτόχρονα τη γεμίζει με περιέργεια. Τυραννική κι ακατασίγαστη περιέργεια, σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί να σταματήσει να επιστρέφει, ξανά και ξανά, μέχρι να ανακαλύψει όλα τα μυστικά του.
Δρασκελίζοντας το κατώφλι του παλιού αρχοντικού, ξεκινά η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής της. Ερωτεύεται, πληγώνεται, κάνει αλλόκοσμες παρέες… Δοκιμάζει τις αντοχές της ψυχής της, συνειδητοποιεί τη δύναμη της συγχώρεσης, και το κυριότερο, ανακαλύπτει ότι η ίδια η ζωή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κάστρο, το μυστήριο ιδιοκτήτη του και τα φαντάσματά του.
Όταν στο τέλος, άθελά της, κινδυνεύει να προδώσει τα μυστικά του, οι συνέπειες για εκείνους, αλλά περισσότερο για την ίδια, είναι ολέθριες…
Το κάστρο του Τύμβρη είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Ημίφως· μια δυναμική μπαλάντα που δεν γράφτηκε με μουσική και στίχους, αλλά με πεζό κείμενο και λέξεις.


































Πρόσκληση φίλων