Γράφει: Δημήτρης Μπουζάρας
Η Ευστρατία Γουντουδάκη γεννήθηκε και µεγάλωσε στην Καβάλα. Αποφοίτησε από το τµήµα Κοινωνικής Εργασίας του Δηµοκρίτειου Πανεπιστηµίου Θράκης το 2002 και είναι κάτοχος διπλώµατος Θετικής Ψυχολογίας από το Πάντειο Πανεπιστήµιο. Η προϋπηρεσία της στο πεδίο µετρά στο σύνολό της 19 χρόνια, µεταξύ των οποίων είχε την ευκαιρία να αποκτήσει σηµαντική εµπειρία σε διαφορετικά πλαίσια εργασίας, όπως το πρόγραµµα «Βοήθεια στο Σπίτι» και η Ειδική Αγωγή-Εκπαίδευση (Ειδικό Σχολείο, Κέντρα Διεπιστηµονικής Αξιολόγησης, Συµβουλευτικής και Υποστήριξης). Από το 2013 µέχρι και σήµερα εργάζεται ως Κοινωνική Λειτουργός στο Συµβουλευτικό Κέντρο της Κοµοτηνής παρέχοντας υποστήριξη σε γυναίκες-θύµατα βίας και γυναίκες που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές οµάδες.
Η επιθυµία της για ευαισθητοποίηση του κοινού σε «δύσκολα» ζητήµατα µε τα οποία ερχόµαστε όλοι αντιµέτωποι στην καθηµερινότητά µας και η ανάδειξη της σηµαντικότητας του επαγγέλµατός της αποτέλεσαν για εκείνη τα σηµαντικότερα κίνητρα τα οποία και την οδήγησαν εν τέλει στη συγγραφή ολοκληρωµένου βιβλίου. Το «Όσα ήθελα να πω»-Ιστορίες από την καθηµερινότητα µιας Κοινωνικής Λειτουργού, είναι η πρώτη της συγγραφική προσπάθεια.
Το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο «Όσα ήθελα να πω» είναι ιστορίες από την καθημερινότητα μιας κοινωνικής λειτουργού και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή. Τι είδους αποτέλεσμα είναι;
Το «Όσα ήθελα να πω» είναι αποτέλεσμα πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους αναγκών και επιθυμιών μου. Αν έπρεπε να επιλέξω τις πιο βασικές -αντιπροσωπευτικές, θα έλεγα ότι στη συγγραφή με οδήγησαν κυρίως η ανάγκη μου για την ανάδειξη της σημαντικότητας του επαγγέλματός μου και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε εμείς οι Κοινωνικοί Λειτουργοί, και η επιθυμία μου να «μπουν στο τραπέζι» ζητήματα τα οποία συνήθως δεν αγγίζουμε εμείς οι επαγγελματίες μεταξύ μας Επίσης, η επιθυμία μου για ευαισθητοποίηση του ευρέως κοινού σε σημαντικά ζητήματα της ζωής, αποτέλεσε ένα εξαιρετικά καθοριστικό κίνητρο για εμένα το οποίο και με οδήγησε ώστε να πιάσω, τελικά, το μολύβι και το χαρτί και να ξεκινήσω.
Η ενασχόληση με τη συγγραφή, είναι κάτι νέο στη ζωή σας;
Με τη συγγραφή “συναντηθήκαμε” για πρώτη φορά στα εφηβικά μου χρόνια, όπου ως μαθήτρια λυκείου στην Καβάλα έγραφα διηγήματα για την εφημερίδα του σχολείου μου. Η σχέση μου με τη συγγραφή στα κατοπινά χρόνια συνέχισε, σε ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο ωστόσο, καθώς, λόγω του επαγγέλματός μου είμαι σε επαφή με τον γραπτό λόγο σε καθημερινή βάση λόγω της συγγραφής Κοινωνικών Εκθέσεων για τους-τις εξυπηρετούμενούς μου. Με αφορμή έναν Πανελλαδικό Λογοτεχνικό διαγωνισμό στον οποίο συμμετείχα κατά τη διάρκεια της καραντίνας πριν από περίπου 3 χρόνια, η συγγραφή "μπήκε" ξανά στη ζωή μου, καθώς είχα τη χαρά και την τιμή το διήγημά μου «Είδα το φόβο», στο οποίο αφηγούμαι τον αγώνα μιας γυναίκας να ξεφύγει από έναν κακοποιητικό σύντροφο, να βραβευτεί με τον Γ' έπαινο. Από εκεί και έπειτα, η συγγραφή βιβλίου άρχισε να φαντάζει ολοένα και πιο πιθανή. Θα ομολογήσω πως, βαθιά μέσα μου, πάντα ήξερα πως αν ποτέ αποφάσιζα να προχωρήσω στη συγγραφή βιβλίου σίγουρα η θεματολογία θα ήταν συναφής με το επάγγελμά μου.
Για ποιους λόγους θελήσατε να επικοινωνήσετε την εμπειρία σας, μέσα από την παρούσα έκδοση;
Καμιά φορά, τις μεγαλύτερες αλήθειες μας, τις πιο επώδυνες ή τις πιο «τρομακτικές», αν θέλετε, είναι πιο εύκολο να τις καταγράψει κανείς, παρά να τις πει. Έτσι λοιπόν, η ανάγκη μου να διαχειριστώ τα δικά μου συναισθήματα ως επαγγελματίας, να μοιραστώ τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες μου αλλά και να αποτυπώσω την πολυετή εμπειρία μου ώστε να βοηθηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι από αυτό, Κοινωνικοί Λειτουργοί και μη, συνέβαλλε στο να στραφώ, τελικά, στο χαρτί.
Προφανώς και υπήρχαν πολλά περισσότερα περιστατικά, τα οποία εξυπηρετήσατε. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή αυτών, που υπάρχουν στο βιβλίο;
Το βιβλίο περιλαμβάνει 7 ιστορίες, οι οποίες βασίζονται σε πραγματικές περιπτώσεις εξυπηρετούμενων, τις οποίες κλήθηκα να διαχειριστώ τα τελευταία 20 χρόνια που βρίσκομαι στο πεδίο, και αφορούν όλα τα εργασιακά πλαίσια στα οποία έχω απασχοληθεί. Στις ιστορίες θίγονται σημαντικά και «δύσκολα» ζητήματα της ζωής με τα οποία ερχόμαστε όλοι-ες μας αντιμέτωποι στην καθημερινότητά μας, και όχι μόνο οι κοινωνικοί λειτουργοί στο πλαίσιο του επαγγέλματός τους, ήτοι το πένθος και η απώλεια, τα άτομα ΑΜΕΑ και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους, η μοναξιά της 3ης ηλικίας, η παιδική κακοποίηση, η ενδοοικογενειακή βία, η βία στους εργασιακούς χώρους, η σεξουαλική βία, (βιασμός) η σεξουαλική παρενόχληση. Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα ήθελα να αναδειχθούν αναφορικά με το επάγγελμα, όπως για παράδειγμα η ανθρώπινη πλευρά και η ευαλωτότητα του επαγγελματία και ο τρόπος με τον οποίο ο Κοινωνικός Λειτουργός δουλεύει κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες ή σε δύσκολα περιστατικά, και τα σημαντικά ζητήματα για τα οποία ήθελα να ενημερώσω-ευαισθητοποιήσω το ευρύ κοινό, ήτοι ποιες μορφές μπορεί να πάρει η βία, πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να αντιδράσουμε σε μια κακοποιητική συμπεριφορά, διαθέσιμοι τρόποι υποστήριξης και ενδυνάμωσης Θυμάτων βίας - παιδιά και ενήλικες, επέλεξα τις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες θεώρησα πως θα μπορούσαν να “εκπροσωπήσουν” επάξια την κάθε θεματική, μεταφέροντας στους αναγνώστες όλα όσα ήθελα να επικοινωνήσω.
Ποιο κατά τη γνώμη σας, ήταν το πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμο περιστατικό, στη μέχρι τώρα καριέρα σας;
Σίγουρα, κατά τη διάρκεια της 20ετούς πορείας μου στο χώρο, υπήρξαν τόσο στην αρχή αλλά και στη συνέχεια αρκετά περιστατικά τα οποία με προβλημάτισαν, και σε κάποιες περιπτώσεις, με κράτησαν ξάγρυπνη κάποια βράδια. Θα έλεγα ωστόσο, πως, ως επαγγελματίας Κοινωνική Λειτουργός, “στριμώχτηκα” αρκετά στα πρώτα χρόνια της εργασίας μου στον Φορέα κατά της Βίας των Γυναικών στον οποίο εργάζομαι μέχρι και σήμερα, καθώς, μέσα από τις αφηγήσεις αρκετών γυναικών συχνά αντιλαμβάνομαι πως τόσο η ζωή η δική τους αλλά και των παιδιών τους, βρίσκεται σε έναν διαρκή κίνδυνο λόγω της συνεχούς και διαρκούς κακοποίησης που υφίστανται από τον σύντροφο-σύζυγο τους. Η “πρόκληση” σε αυτές τις περιπτώσεις για τους επαγγελματίες είναι πως, συχνά γίνονται μάρτυρες της σημαντικής δυσκολίας των γυναικών να πάρουν την απόφαση να φύγουν από το κακοποιητικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να βάλλεται συστηματικά η σωματική και ψυχική τους υγεία. Κάποιες φορές, πέρα από την εμπειρία, όλο αυτό γίνεται πραγματικά δύσκολο.
Ποια είναι τα καθήκοντα ενός κοινωνικού λειτουργού; Είναι ικανή από μόνη της η υπηρεσία, έχει όλα τα όπλα, ώστε να επιφέρει τις αλλαγές που χρειάζονται στο σύνολο της κοινωνίας που εξυπηρετεί; Είναι αρκετό το προσωπικό των κοινωνικών λειτουργών στις μέρες μας;
Η επιστήμη της Κοινωνικής Εργασίας διέπεται από βασικές αρχές και αξίες, όπως η ελευθερία και η δικαιοσύνη, ο σεβασμός της αξιοπρέπειας και της μοναδικότητας κάθε ανθρώπου, η κοινωνική αλληλεγγύη η πίστη στους ανθρώπους και στις δυνατότητές τους, η σημασία της εμπιστευτικότητας και της εχεμύθειας, και η παροχή των υπηρεσιών σε όλους-ες ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικής θέσης, θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου. Είναι μια επιστήμη μέσα από την οποία οι άνθρωποι, με τη δική τους συμμετοχή μέσω την υποστήριξης από τους επαγγελματίες, ενθαρρύνονται ώστε να κατανοήσουν τη δομή των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν και να αναγνωρίσουν τις δικές τους δυνάμεις, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της κοινωνικής τους λειτουργικότητας. Η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι ατομική, δηλαδή ο επαγγελματίας να δουλεύει ατομικά με τον-την εξυπηρετούμενο, (όπως εμείς αναφερόμαστε στους ανθρώπους που παρέχουμε τις υπηρεσίες μας), είτε να αφορά μια οικογένεια ή μια ομάδα ανθρώπων ή ολόκληρη την κοινότητα.Τα καθήκοντα του Κοινωνικού Λειτουργού διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με τον φορέα στον οποίο εργάζεται, οι στόχοι όμως και οι αξίες με τις οποίες πορεύονται παραμένουν οι ίδιες. Δυστυχώς, οι περισσότερες Κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας μας είναι υποστελεχωμένες, με αποτέλεσμα οι Κοινωνικοί Λειτουργοί συχνά να αναγκάζονται να επωμισθούν τεράστιο όγκο δουλειάς, χωρίς φυσικά και την απαραίτητη στήριξη. Κατά συνέπεια, θα έλεγα πως οι υπηρεσίες από μόνες τους δεν είναι εφικτό να επιφέρουν τις επιθυμητές αλλαγές στην κοινωνία μας, καθώς χρειάζονται ριζικές αλλαγές εκ των έσω και πολλή, πολλή δική μας προσωπική δουλειά.
Πόσο εύκολα διαχειρίζεται η απόσταση που θα πρέπει να κρατά ένας κοινωνικός λειτουργός, μιας και η επιστήμη του είναι καθαρά ανθρωποκεντρική; Πόσο εύκολη είναι η επιβολή ορίων, ακόμη και για τους επαγγελματίες;
Σίγουρα, η επιθυμητή απόσταση και η διατήρηση της ουδετερότητας από την πλευρά του επαγγελματία αποτελούν τις σημαντικότερες προκλήσεις αυτής της δουλειάς. Είναι ένα επάγγελμα το οποίο προϋποθέτει αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, και παράλληλα επιτάσσει τη μη συναισθηματική εμπλοκή του επαγγελματία καθώς τότε υπάρχει κίνδυνος να είναι αναποτελεσματικός στην υποστήριξη που καλείται να προσφέρει, Ωστόσο, με την εμπειρία που επέρχεται σταδιακά με το χρόνο, ο Κοινωνικός Λειτουργός μαθαίνει και εκπαιδεύεται ώστε να βάζει τα απαραίτητα όρια και την απαιτούμενη απόσταση τόσο για τη δική του προστασία αλλά και προς όφελος του εξυπηρετούμενου, χωρίς ωστόσο να χάνει το γνήσιο ενδιαφέρον του για τον άνθρωπο που καλείται να βοηθήσει. Η προσωπική δουλειά που κάνει ο καθένας από εμάς, η οποία μπορεί να είναι για παράδειγμα εποπτεία με ειδικό επαγγελματία ή προσωπική θεραπεία, και η προσπάθεια για συνεχή αυτοβελτίωση σίγουρα συμβάλλουν και βοηθούν πολύ στο παραπάνω.
Οι ιστορίες που βρίσκονται στο βιβλίο, είναι βασισμένες σε αληθινά περιστατικά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ά πρόσωπο της αφήγησης, δημιουργεί πλήθος έντονων συναισθημάτων κατά την ανάγνωση. Πέρασε καιρός από την εκδήλωση και αντιμετώπιση των περιστατικών που αναφέρονται στο βιβλίο. Παρόλα αυτά, αναδύονταν κατά τη διάρκεια της συγγραφής τα ίδια και το ίδιο δυνατά συναισθήματα; Θεωρείτε πως το πέρασμα του χρόνου, λειτουργεί «θεραπευτικά» τόσο για τον επαγγελματία όσο και για τον εξυπηρετούμενο;
Είναι αλήθεια ότι, όταν ξεκίνησα τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου είχα φροντίσει να «τακτοποιήσω» κάπως μέσα μου όλα όσα θεωρούσα ότι θα μπορούσαν να με αναστατώσουν ή να με προβληματίσουν κατά τη διαδικασία, παρ όλα αυτά υπήρξαν κάποιες στιγμές κατά τις οποίες “πιέστηκα” λίγο περισσότερο απ' όσο περίμενα, Ούτως ή άλλως, η καταγραφή των συγκεκριμένων ιστοριών και η κατάθεση των προσωπικών μου εμπειριών και σκέψεων για την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, λειτούργησε για εμένα και θεραπευτικά, όπως το περίμενα άλλωστε, καθώς η συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου, συνιστά και μια δική μου προσπάθεια επικοινωνίας, σε δεύτερο χρόνο, τόσο με τις πρωταγωνίστριες των ιστοριών μου αλλά ίσως, και με μια πρότερη εκδοχή του εαυτού μου, εκείνη που σε κάθε περίπτωση, λόγω του νεαρού της ηλικίας και της απειρίας «δεν πρόλαβε, ή δίσταζε να πει αυτά που ήθελε». Νομίζω πως θα μπορούσα πλέον να πω ότι το “Όσα ήθελα να Πω” συνιστά «μια εξομολόγηση εκ των υστέρων», ή, αν θέλετε, σε κάποιες περιπτώσεις, και ένα «οριστικό κλείσιμο» με το παρελθόν.
Στην αρχή του βιβλίου, αναφέρεστε στην περίοδο που συμμετείχατε στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι». Ποια θεωρείτε πως ήταν η μεγαλύτερη ανάγκη των ανθρώπων που εξυπηρετήσατε από το πρόγραμμα αυτό; Σε ποια συμπεράσματα καταλήξατε εκ του αποτελέσματος;
Το πρόγραμμα "Βοήθεια στο Σπίτι" απευθύνεται σε ηλικιωμένους ανθρώπους που είναι μόνοι και δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της καθημερινότητας αλλά και σε άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένα και μη. Πέρα από την κάλυψη των καθημερινών και πρακτικών αναγκών των ανθρώπων αυτών (καθαριότητα σπιτιού, ιατρικές εξετάσεις, συνταγογράφηση φαρμάκων, πληρωμή λογαριασμών, αγορά ειδών πρώτης ανάγκης, ενημέρωση για κοινωνικές παροχές-επιδόματα) αυτό που διαπίστωσα πολλάκις κατά την περίοδο που εργαζόμουν στο εν λόγω πρόγραμμα, ήταν πως, λόγω των κινητικών τους δυσκολιών οι άνθρωποι αυτοί ήταν απομονωμένοι και κυρίως, ένιωθαν έντονη μοναξιά. Η ανθρώπινη επαφή και η συντροφιά ήταν μέσα στις πρωταρχικές τους ανάγκες, έστω κι αν τα αρχικά τους αιτήματα αφορούσαν τους τομείς που σας ανέφερα παραπάνω.
Πού έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους αυτοί οι άνθρωποι; Υπάρχει ακόμη η αίσθηση της κοινότητας, της αλληλοβοήθειας; Αν ναι, είναι αρκετό;
Στις κλειστές κοινωνίες, όπως εκείνη που έτυχε εγώ να εργαστώ, οι άνθρωποι αυτοί βασίζονται πολύ στους εργαζόμενους αυτών των προγραμμάτων, καθώς μετά από χρόνια τείνουν, πια, να τους θεωρούν “δικούς τους ανθρώπους”. Σίγουρα υπάρχει και η αίσθηση της αλληλοβοήθειας και της κοινότητας στις μικρές κοινωνίες, ωστόσο όλα αυτά δεν επαρκούν, δυστυχώς, για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους.
Όσο προχωρά η αφήγηση, τα συναισθήματα του αναγνώστη γίνονται ολοένα και εντονότερα. Αναφέρεστε σε περιστατικά ενδοοικογενειακή βίας, παιδικής κακοποίησης κτλ. «Μην το πεις πουθενά» είπε ο μικρός Λουκάς και δυστυχώς το ίδιο πράττει και μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Για ποιους λόγους δύσκολα ένας πολίτης θα πάρει θέση, θα καταγγείλει;
Δεν παίρνουμε θέση και δεν καταγγέλλουμε είτε γιατί επιθυμούμε να κρατηθούμε μακριά από οτιδήποτε δε μας αφορά προσωπικά θεωρώντας πως δεν είναι δική μας δουλειά, αλλά κυρίως διότι δεν επιθυμούμε την ευθύνη που συνοδεύει αυτές τις αποφάσεις. Όταν παίρνω θέση και κατονομάζω κάτι που είδα ή άκουσα, αυτομάτως αναλαμβάνω και την ευθύνη. Το κόστος της ανάληψης αυτής της ευθύνης δεν είμαστε πρόθυμοι να το πληρώσουμε, εξ ου και οι σκέψεις τύπου “που πάω να μπλέξω τώρα” ή “γιατί να μιλήσω εγώ, δεν είναι δική μου δουλειά και δε με αφορά”.
Έχουν γίνει σαφώς αρκετά βήματα προς την πλήρη ισότητα των δυο φύλων. Παρόλα αυτά, σε μια κοινωνία η οποία διατυμπανίζει πως αποδέχεται την ισότητα και εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρείτε πως υποβόσκει ρατσιστικός λόγος εντός του αντιρατσιστικού; Συνεχίζουν να παρουσιάζονται παρωχημένες και μεσαιωνικές αντιλήψεις, πεποιθήσεις μέσα από ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο, κινηματογράφο, τηλεόραση; Έχει το παραπάνω ρόλο στη μη, ή αρνητική αντίδραση της κοινωνίας; Πώς αντιμετωπίζεται;
Όλοι έχουμε στερεότυπα, και εμείς οι επαγγελματίες που εργαζόμαστε σε Φορείς κατά της Βίας των Γυναικών δεν αποτελούμε εξαίρεση. Τα Μέσα επίσης με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουν τα καθημερινά τεκταινόμενα καλώς ή κακώς επηρεάζουν σημαντικά μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης διαμορφώνοντας νοοτροπίες, ανακυκλώνοντας αντιλήψεις και, κάποιες φορές, επηρεάζοντας στάσεις ζωής. Το βασικότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να έχουμε επίγνωση των στερεοτύπων μας όλοι ανεξαιρέτως, καθότι η επίγνωση μας προφυλάσσει από το να γινόμαστε επικριτικοί, να επιδεικνύουμε ανοχή απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές, και να προβαίνουμε σε συμπεριφορές διάκρισης. Αρκεί να θυμόμαστε πως η πιο ακραία μορφή διάκρισης είναι η βία. Η συνεχής εκπαίδευση και η ενημέρωση σε ζητήματα έμφυλων διακρίσεων, ισότητας των φύλων και ανοχής της διαφορετικότητας είναι επιτακτικό να ξεκινούν από πολύ νωρίς. Η εκπαίδευση λοιπόν και η δουλειά που οφείλει κανείς να συνεχίζει να κάνει με τον εαυτό του είναι η απάντηση σε αυτά τα φαινόμενα.
Βλέπουμε συχνά ζευγάρια τα οποία έχουν πέσει θύματα λάθος επιλογών, όσον αφορά τον σύντροφο. Τα αποτελέσματα γνωστά. Έχουμε σωστά κριτήρια επιλογής; Αν όχι, για ποιους λόγους;
Αρχικά, θα λέγαμε πως είναι πολύ σχετικό και υποκειμενικό το τι θεωρεί ο καθένας από εμάς λάθος ή σωστό, ακόμα και όταν πρόκειται για επιλογή συντρόφου. Θα έλεγα πως οι επιλογές μας σε αυτό τον τομέα είναι άμεσα εξαρτώμενες από πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων το οικογενειακό περιβάλλον εντός του οποίου μεγαλώσαμε, ο χαρακτήρας μας η ιδιοσυγκρασία η προσωπικότητά μας, τα βιώματά μας και ως παιδιά αλλά και ως ενήλικες αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ως παιδιά μάθαμε να συνδεόμαστε με τους άλλους και κυρίως με τους φροντιστές μας στα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Αν νοηματοδοτήσουμε ως “λάθος” τον σύντροφο που εμποδίζει την προσωπική μας ανάπτυξη και μπορεί να σταθεί επιζήμιος για τη σωματική και ψυχική μας υγεία, και λαμβάνοντας υπόψη πως, πολλές φορές οι επιλογές μας σε αυτό τον τομέα είναι αποτέλεσμα των παραγόντων που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο συχνά αδυνατούμε ή αργούμε να συνειδητοποιήσουμε πως οι επιλογές μας όσον αφορά τους ανθρώπους που αποφασίζουμε να μοιραστούμε τη ζωή και την καθημερινότητά μας, καταλήγουν να είναι επιζήμιες για εμάς.
Πολλές φορές σε ένα θλιβερό συμβάν όλα τα φώτα πέφτουν στο θύτη κάθε είδους, ψυχής η σώματος, είναι ωστόσο, ο μόνος υπεύθυνος ή μήπως είναι με κάποιο τρόπο και εκείνος, θύμα; Πού θα πρέπει να ζητηθεί η λύση του προβλήματος και να επικεντρωθεί η προσπάθεια θεραπείας;
Είθισται να θεωρείται συχνά πως οι δράστες των κακοποιητικών συμπεριφορών αντιμετωπίζουν ζητήματα ψυχικής υγείας ή έχουν υπάρξει και οι ίδιοι θύματα βίας στο παρελθόν και απλώς, ασκώντας βία, αναπαράγουν τις δικές τους οδυνηρές τους εμπειρίες. (ή αυτό επικαλούνται οι ίδιοι σε πολλές περιπτώσεις). Η αλήθεια είναι ότι, μπορεί όντως να υπάρχει παθογένεια πίσω από αυτές τις συμπεριφορές, αλλά το ότι μόνο τα άτομα με ψυχική νόσο ασκούν βία είναι μύθος. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί. Κάποιες ψυχικές ασθένειες, εμπεριέχουν και επιθετικότητα, αλλά δε σημαίνει ότι όποιος ασκεί βία πάσχει απαραίτητα και από κάποιο ψυχικό νόσημα. Επίσης, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επιδεικνύεται ανοχή και υπομονή σε κακοποιητικές συμπεριφορές όταν κάποιος “κρύβεται” πίσω από τις ταμπέλες του “ψυχικά πάσχοντος ή του θύματος κακοποιητικών συμπεριφορών”, συχνά με ολέθριες συνέπειες για τη σωματική και ψυχική υγεία του θύματος.
Επίσης, από την εμπειρία μου μέχρι σήμερα σε Φορέα κατά της Βίας και από τα λεγόμενα των γυναικών που απευθύνονται για στήριξη και βοήθεια σε αυτές τις υπηρεσίες, έχω αντιληφθεί σε πολλές περιπτώσεις πως η άσκηση βίας συνιστά συνειδητή επιλογή από τους φερόμενους ως δράστες, καθώς κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να επιλύουν με άλλο τρόπο τις διαφορές τους, ενώ στον αντίποδα υπάρχουν και οι πατριαρχικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες μια γυναίκα οφείλει να βρίσκεται πάντα “υποτελής” στον σύζυγο-σύντροφο και σε περίπτωση που αυτό δε συμβεί, τότε μπορεί και “επιτρέπεται” να “σωφρονισθεί” μέσω της βίας. Συνεπώς, είναι λίγο επιπόλαιο και ριψοκίνδυνο επιστημονικά να πούμε ότι όσοι ασκούν βία είναι ψυχικά διαταραγμένοι ή έχουν βιώσει απαραίτητα κακοποιητικές συμπεριφορές στο παρελθόν τους. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, μοναδική και οπωσδήποτε οι άνθρωποι πρέπει να απευθύνονται σε ειδικούς - θύτες και θύματα.
Εν κατακλείδι, είναι πολύ σημαντικό, αυτός που ασκεί βία να αντιληφθεί τη νοσηρή συμπεριφορά του, να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό (ψυχίατρο-ψυχολόγο) και από εκεί και πέρα να αξιολογηθούν τα αίτια, αν όντως υπάρχουν και κάποια στοιχεία που παραπέμπουν σε ψυχιατρική διαταραχή ή να δουλέψει με τις δικές του οδυνηρές παρελθοντικές εμπειρίες .Σε κάθε περίπτωση, όποιοι προβαίνουν σε πράξεις που παραβιάζουν βασικά δικαιώματα των συνανθρώπων τους και προκαλούν βλάβες στη σωματική και ψυχική τους υγεία, οφείλουν να αναζητούν βοήθεια από τους ειδικούς. Θα πω βέβαια πως αυτό δυστυχώς δε συμβαίνει συχνά καθώς οι άνθρωποι με αυτά τα χαρακτηριστικά πολύ δύσκολα μπαίνουν στη διαδικασία να αναγνωρίσουν τις δικές τους ευθύνες.
Υπηρετείτε πολλά χρόνια από διάφορες θέσεις την επιστήμη σας. Πώς θα μπορούσε να περιγράφει η κοινωνία μας μέσα από τα μάτια μιας κοινωνικής λειτουργού;
Είμαστε σίγουρα θυμωμένοι, έχουμε κλειστεί στον εαυτό μας και δεν εμπιστευόμαστε πια κανέναν και τίποτα. Διστάζουμε να προσφέρουμε τη βοήθειά μας στον συνάνθρωπο που έχει ανάγκη, είμαστε επιφυλακτικοί με τις πράξεις καλοσύνης και ενδιαφέροντος πιστεύοντας πως πίσω από αυτές ενδεχομένως να υποκρύπτεται δόλος. Έχουμε χάσει την πίστη μας στον άνθρωπο και στην ικανότητά του να κάνει και να προωθεί το καλό.
Έχουμε συσσωρευμένο θυμό ως κοινωνία; Από που πηγάζει;
Είμαστε μια θυμωμένη κοινωνία που ζει και βιώνει αυτό τον θυμό με κάθε τρόπο στην καθημερινότητα και στην ανασφάλεια που πλέον τη διακρίνει. Η οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια μας έχει οδηγήσει σε μια πλήρη αποδόμηση αξιών και προσδοκιών με αποτέλεσμα την έλλειψη εμπιστοσύνης τόσο στους θεσμούς αλλά και στους ανθρώπους. Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, θεωρώ πως ο θυμός μας πηγάζει κυρίως από τη στέρηση του δικαιώματος της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον, που είναι ζωτικής σημασίας για τον καθέναν από εμάς για να συνεχίζει.
Είναι τελικά τόσο δύσκολες οι ανθρώπινες σχέσεις;
Δεν πιστεύω ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες. Όταν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε, είμαστε σε επαφή με τις πραγματικές μας ανάγκες και δεν πιεζόμαστε να “χωρέσουμε” στις προσδοκίες και στις ανάγκες των άλλων, όλα γίνονται πιο εύκολα. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο!
Αν θα είχατε την ευκαιρία να στείλετε ένα μήνυμα στην κοινωνία, ποιο θα ήταν αυτό;
Σπάστε τη σιωπή! Μιλήστε και υπερασπιστείτε αυτούς που αδυνατούν να μιλήσουν και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους!
Ποιο θεωρείτε το σημαντικότερο πρόβλημα της κοινωνίας στις μέρες μας;
Θεωρώ πως η ανεργία, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η βία και εγκληματικότητα συνιστούν τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. Δε θα ιεραρχούσα κανένα ως πρωτεύον καθώς τα θεωρώ όλα εξίσου ανησυχητικά και ταχέως εξελισσόμενα. Ωστόσο, αν μιλούσα δίχως τη χρήση κοινωνιολογικών όρων, θα έλεγα πως η αδιαφορία, η αδυναμία και η απροθυμία να “ακούσουμε” ο ένας τον άλλο και να “είμαστε” παρόντες στα δύσκολα, και όχι μόνο σε όσα μας αφορούν προσωπικά χαρακτηρίζει σε έντονο βαθμό πια την καθημερινότητά μας. Αν ξεδίπλωνα περισσότερο τις παραπάνω σκέψεις μου θα κατέληγα στο συμπέρασμα πως η έλλειψη της ανθρώπινης αλληλεγγύης, η έντονη ανταγωνιστικότητα, η συνεχής προώθηση της ατομικότητας και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο που υποφέρει συνιστούν, κατά μια έννοια, βασικά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας.
Τι είδους αναγνώστρια είστε;
Εξαρτάται από τη χρονική φάση στην οποία βρίσκομαι και από τις ανάγκες μου την κάθε δεδομένη στιγμή. Υπάρχουν χρονικοί περίοδοι όπου έχω ανάγκη να χαλαρώσω, σε άλλες είμαι πιο δεκτική να προβληματιστώ και να εντρυφήσω περισσότερο σε πιο απαιτητικά αναγνώσματα. Όπως και να έχει, είμαι λάτρης της ελληνικής αλλά και της ξένης λογοτεχνίας εξίσου, αλλά δυστυχώς λόγω περιορισμένου χρόνου αδυνατώ πια να διαβάσω όσο διάβαζα παλιότερα και όσο θα ήθελα. Αν έπρεπε να επιλέξω, πάντως, κάποιους από τους αγαπημένους μου Έλληνες και ξένους συγγραφείς, σίγουρα θα ανέφερα τη Λένα Διβάνη, τον Αύγουστο Κορτώ, τον Γιάννη Ξανθούλη και τη Γιοβάννα. Όσον αφορά την ξένη λογοτεχνία τα τελευταία χρόνια προτιμώ και επιλέγω συγγραφείς και βιβλία συναφή με το αντικείμενο της δουλειάς μου όπως τον Gabor Mate, τον Ίrvin Yalom, τον Gabriel Rollon και την Αlice Miller.
Ετοιμάζετε κάτι για το μέλλον;
Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου μου!
Σας ευχαριστώ θερμά!



































Πρόσκληση φίλων