Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Η Ευστρατία Γουντουδάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα. Αποφοίτησε από το τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης το 2002 και μέχρι σήμερα εργάζεται ως επαγγελματίας κοινωνική λειτουργός. Είναι κάτοχος διπλώματος Θετικής Ψυχολογίας από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εκπαιδευτεί στη θεραπεία εστιασμένη στη συμπόνια (CFT- The Greek Center for Compassion Focused Therapy). Η προϋπηρεσία της στο πεδίο μετρά στο σύνολό της είκοσι ένα χρόνια, μεταξύ των οποίων είχε την ευκαιρία να αποκτήσει σημαντική εμπειρία σε διαφορετικά πλαίσια εργασίας, όπως το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» και η Ειδική Αγωγή-Εκπαίδευση (ειδικό σχολείο, κέντρα διεπιστημονικής αξιολόγησης, συμβουλευτικής και υποστήριξης). Από το 2013 μέχρι και σήμερα, εργάζεται ως κοινωνική λειτουργός σε συμβουλευτικό κέντρο της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παρέχοντας υποστήριξη σε γυναίκες-θύματα βίας και γυναίκες που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Η επιθυμία της για ευαισθητοποίηση του κοινού σε «δύσκολα» ζητήματα με τα οποία ερχόμαστε όλοι αντιμέτωποι στην καθημερινότητά μας και η ανάδειξη της σημαντικότητας του επαγγέλματός της αποτέλεσαν για εκείνη τα σημαντικότερα κίνητρα, τα οποία και την οδήγησαν εν τέλει στη συγγραφή του πρώτου της ολοκληρωμένου βιβλίου. Το Όσα ήθελα να Πω – Ιστορίες από την καθημερινότητα μιας κοινωνικής λειτουργού κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πηγή τον Ιούλιο του 2022 και μέσα στο 2023 πέρασε σε Β’ έκδοση. Το Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες είναι η δεύτερη συγγραφική της προσπάθεια.
Θα ήθελα να μας πείτε σε τι διαφέρει το δεύτερο βιβλίο σας με τίτλο "Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες" από το πρώτο με τίτλο "Όσα Ήθελα να Πω". Δεν περιέχουν και τα δυο αληθινά περιστατικά που συναντήσατε στο πλαίσιο της εργασίας σας ως Κοινωνική Λειτουργός;
Η διαφορά μεταξύ των δύο βιβλίων μου έγκειται κυρίως στον τρόπο προσέγγισης και στην ωριμότητα της αφήγησης. Στο πρώτο μου βιβλίο με τίτλο «Όσα Ήθελα να Πω», η αφήγηση είναι πιο άμεση και προσωπική, καθώς περιγράφει τις δικές μου εμπειρίες και συναισθηματικά φορτισμένα περιστατικά από την καθημερινότητά μου ως κοινωνική λειτουργός. Αναφέρομαι σε αληθινές περιπτώσεις ανθρώπων που ζήτησαν την βοήθειά μου κατά την διάρκεια της μακρόχρονης επαγγελματικής μου πορείας, περιστατικά που με έχουν επηρέασαν και διαμόρφωσαν ως ένα βαθμό τις απόψεις μου σχετικά με την κακοποίηση και τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και σε καίρια ζητήματα της καθημερινότητας τα οποία καλούμαστε όλοι να διαχειριστούμε, όπως το πένθος και η απώλεια, η μοναξιά της τρίτης ηλικίας, η παιδική κακοποίηση, τα άτομα ΑΜΕΑ και η υποστήριξή τους.
Στο δεύτερο βιβλίο μου, «Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες», η αφήγηση είναι πιο προσωπική, αλλά με έναν πιο «καμουφλαρισμένο» τρόπο. Αν και διατηρεί την προσωπική διάσταση, φρόντισα ώστε η "προσωπική εμπλοκή" να μην είναι τόσο εμφανής. Το βιβλίο αυτό εστιάζει στις αθέατες μορφές βίας και στις ψυχολογικές συνέπειες αυτών των καταστάσεων, τις οποίες αναδεικνύει με πιο υποδειγματικό τρόπο, εξετάζοντας τις κρυφές, συχνά αόρατες πλευρές της βίας με τις οποίες ερχόμαστε όλ@ ανεξαιρέτως φύλου, αντιμέτωπ@. Το δεύτερο βιβλίο προσφέρει μια πιο ενδελεχή και σύνθετη ματιά στις κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες της κακοποίησης, ενώ παράλληλα διατηρεί την αυθεντικότητα των ιστοριών.
Επίσης, ακόμα μια βασική διαφορά είναι ότι στο τέλος κάθε ιστορίας του δεύτερου βιβλίου υπάρχουν παραρτήματα, τα οποία απευθύνονται στους επαγγελματίες (και όχι μόνο), που ασχολούνται με τη διαχείριση περιπτώσεων βίας. Αυτά τα παραρτήματα περιέχουν χρήσιμες πληροφορίες και προτάσεις που μπορούν να είναι εξαιρετικά βοηθητικά για τη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων, προκειμένου οι επαγγελματίες να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν και να στηρίξουν τα άτομα που βιώνουν βία. Επίσης, υπάρχουν και παραρτήματα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό με αναλυτική παρουσίαση των αθέατων μορφών βίας καθώς και τρόπους αναγνώρισης και διαχείρισης των περιπτώσεων αυτών.
Στο βιβλίο σας γράφετε οτι η βία δεν ορίζεται ως μόνο η σωματική. Μιλήστε μας λίγο και για τα άλλα είδη βίας τα οποία περνούν πολλές φορές αθέατα.
Η βία δεν περιορίζεται στη σωματική κακοποίηση. Υπάρχουν πολλές άλλες μορφές ψυχολογικής και συναισθηματικής βίας στις οποίες εστιάζω στο βιβλίο μου, που συχνά περνούν απαρατήρητες. Μερικές από αυτές είναι το negging (υποτιμητικά σχόλια που μειώνουν την αυτοεκτίμηση), το love bombing ("βομβαρδισμός" αγάπης, υπερβολική προσοχή στην αρχή της σχέσης για να δημιουργηθεί εξάρτηση), το silent treatment (η "σιωπηλή τιμωρία", όπου ο θύτης "διακόπτει" την επικοινωνία ξαφνικά ή μετά από έναν καβγά με το θύμα), το gaslighting (στρέβλωση της πραγματικότητας για να αμφισβητήσει το θύμα την αντίληψή, την μνήμη και την λγική του), το breadcrumbing (“ψίχουλα” προσοχής από τον θύτη για να κρατήσει το θύμα σε αβεβαιότητα) και το ghosting (ξαφνική εξαφάνιση χωρίς εξήγηση). Όλες αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να έχουν σοβαρές και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ψυχική υγεία και την αυτοεκτίμηση των θυμάτων.» Παράλληλα, να τονίσουμε ότι υπάρχουν και άλλες σημαντικές μορφές βίας εκτός από την σωματική, όπως η σεξουαλική βία και παρενόχληση, η οικονομική βία, η κοινωνική βία και απομόνωση, η συμβολική βία (μέσα από στερεότυπα ή εικόνες) και η διαδικτυακή βία (όπως το cyberbullying). Κάθε μία από αυτές τις μορφές βίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ψυχολογικές, κοινωνικές και συναισθηματικές συνέπειες για τα θύματα”.
Στο "Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες" αναφέρετε πέντε συγκλονιστικά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, πρωτίστως σε γυναίκες. Πώς καταφέρνετε ως άνθρωπος να αποστασιοποιείστε επαρκώς από αυτά ώστε να δώσετε τις συμβουλές σας ως επαγγελματίας και όχι ως "Ευστρατία", μέσα από τις δικές σας εμπειρίες.
Αυτό που αναφέρετε είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα και δύσκολη ερώτηση. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι μπορεί να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τόσο συγκλονιστικές και τραυματικές ιστορίες είναι κάτι που απαιτεί πρωτίστως προσπάθεια, εμπειρία, αλλά και αυτογνωσία. Είμαι άνθρωπος, λοιπόν, και η προσωπική εμπειρία φυσικά επηρεάζει τη δουλειά μου, αλλά πιστεύω ότι αυτή η εμπειρία είναι και το πιο σημαντικό εργαλείο που έχω.
Με τα χρόνια, έχω μάθει να διατηρώ την επαγγελματική μου απόσταση, με τη βοήθεια της εποπτείας ανα διαστήματα, της πολύχρονης προσωπικής θεραπείας στην οποία μπήκα, της εμπειρίας αλλά και των κατάλληλων ψυχολογικών εργαλείων που έμαθα σταδιακά να αξιοποιώ. Η εμπειρία μετράει, και πολύ. Μετά από τόσα χρόνια, γνωρίζω πως να αναγνωρίζω τα συναισθηματικά μου όρια και να τα θέτω σε σωστή θέση, όταν χρειάζεται να μιλήσω για τέτοια περιστατικά ή να προσφέρω στήριξη και συμβουλές σε επαγγελματικό πλαίσιο. Η εποπτεία και η εμπειρία μου με βοηθούν να παραμείνω αντικειμενική και να προσφέρω πρακτικές λύσεις, χωρίς να αφήνω το προσωπικό συναίσθημα να με παρασύρει.
Η διαχείριση των συναισθημάτων είναι εξαιρετικά σημαντική σε αυτή τη δουλειά. Ειδικά όταν εργάζεσαι με ανθρώπους που έχουν πέσει θύματα βίας και παραβιαστικών συμπεριφορών, και καλείσαι να τους υποστηρίξεις ,η συναισθηματική φόρτιση μπορεί να είναι έντονη. Όμως, αυτή η ένταση δεν πρέπει να επηρεάζει τις συμβουλές ή τις προσεγγίσεις μας ως επαγγελματίες καθώς εκπαιδευόμαστε να παραμένουμε ψύχραιμοι και να δίνουμε ουσιαστική υποστήριξη, χωρίς να καταρρέουμε συναισθηματικά από την εμπλοκή μας στις ιστορίες τους.
Η συγγραφή των 2 αυτών βιβλίων ήταν κάτι που προέκυψε ξαφνικά ή κάτι που θέλατε χρόνια να κάνετε;
Η συγγραφή των δύο βιβλίων δεν ήταν ένα σχέδιο που είχα καταστρώσει από παλιά· ήταν όμως μια ανάγκη που ωρίμαζε μέσα μου εδώ και καιρό. Το πρώτο βιβλίο, «Όσα ήθελα να πω», γεννήθηκε ως μια εσωτερική ανάγκη να δώσω φωνή σε όσα βίωνα και κουβαλούσα ως κοινωνική λειτουργός. Ήρθε σαν απάντηση σε έναν έπαινο που έλαβα σε πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος, αλλά κυρίως, καθόσον αγαπώ πολύ την δουλειά μου, να μιλήσω για όσα εμείς οι επαγγελματίες συχνά αποφεύγουμε να εκφράσουμε και να ευαισθητοποιήσω το ευρύ κοινό γύρω από δύσκολα, «σιωπηλά» θέματα όπως η κακοποίηση, το πένθος, η μοναξιά στην τρίτη ηλικία, οι ανάγκες των ατόμων με αναπηρία.
Με το τέλος εκείνου του βιβλίου, ένιωσα ότι κάτι μέσα μου έμεινε μετέωρο. Δεν είχα πει όλα όσα ήθελα. Έτσι, το δεύτερο βιβλίο, «Πίσω από τις Κλειδωμένες Πόρτες», δεν προέκυψε ξαφνικά. Ήταν σχεδόν αναπόφευκτο. Μέσα στα 2 χρόνια που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωση της συγγραφής του πρώτου βιβλίου και την έναρξη της συγγραφής του δεύτερου, ένιωσα ότι πολλές από τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς μου είχαν αρχίσει να “καταλαγιάζουν” μέσα μου. Μέσα από μια πιο ώριμη ματιά, θέλησα να φωτίσω ακόμη περισσότερο εκείνες τις αθέατες πλευρές της καθημερινότητας που πολλές φορές επιλέγουμε – ή αναγκαζόμαστε – να αγνοούμε. Για μένα, το γράψιμο έγινε γέφυρα· ανάμεσα σε όσα βίωσα και όσα θέλω να μείνουν. Ανάμεσα σε μένα και τον αναγνώστη.
Πώς καταφέρνετε να μην κουβαλάτε στο σπίτι σας όλες αυτές τις αφύσικες καταστάσεις που συναντάτε στη δουλειά σας; Να μένετε εσείς και η δική σας οικογένεια ανεπηρέαστη από όλο αυτό;
Αυτή είναι μια ερώτηση που μου γίνεται πολύ συχνά — και συχνά μου είναι δύσκολο να απαντήσω με απόλυτο τρόπο.. Η προσπάθεια να μη "κουβαλά" κανείς τη δουλειά του στο σπίτι, ειδικά όταν δουλεύει με τον ανθρώπινο πόνο, με την βία ή την κοινωνική αδικία, δεν είναι απλώς θέμα τεχνικής. Είναι καθημερινή άσκηση αυτοπροστασίας και συνειδητής φροντίδας του εαυτού. Και στο πλαίσιο αυτό, θα ομολογήσω ότι δεν το καταφέρνω πάντα. Και ίσως τελικά να μην είναι ρεαλιστικό να το καταφέρνουμε απόλυτα. Όταν δουλεύουμε με ανθρώπους που έχουν πληγωθεί βαθιά, που ζουν πίσω από "κλειδωμένες πόρτες", δεν γίνεται να μένουμε ανεπηρέαστοι.
Αυτό όμως που προσπαθώ είναι να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και με τους δικούς μου. Να μη φέρνω στο σπίτι την ένταση και την αδικία, (αν και κάποιες φορές δεν το καταφέρνω), αλλά ούτε και να προσποιούμαι ότι δεν υπάρχουν. Έχω μάθει να σέβομαι τη σιωπή, να κρατώ χώρο μέσα μου για να τα επεξεργαστώ, να ζητώ στήριξη όταν τη χρειάζομαι — όχι για να με σώσουν οι άλλοι, αλλά για να μη χάσω εμένα.
Οι δικοί μου άνθρωποι για μένα δεν είναι το "καταφύγιο για να ξεχάσω", αλλά ο λόγος για να μην ξεχάσω ποιά είμαι. Το να μπορώ να επιστρέφω στο σπίτι και να είμαι εκεί πλήρως παρούσα, είναι μια επιλογή φροντίδας — και για μένα και για εκείνους.
Θεωρείτε ότι η ενδοοικογενειακή βία έχει πράγματι αυξηθεί στις μέρες μας σε σχέση με παλαιότερα, ή ότι ήταν πάντοτε έτσι και απλώς σήμερα έχουμε πιο εύκολη πρόσβαση στο να γίνονται γνωστά αυτά τα περιστατικά; Κατά την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα πιστεύετε δεν υπήρχε τόσο μεγάλη βία στα σπίτια; Ή μήπως υπήρχε περισσότερη, αν λάβουμε υπόψη μας την υποδεέστερη θέση της γυναίκας σε παλαιότερες εποχές;
Η βία μέσα στο σπίτι, δυστυχώς, δεν είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών. Υπήρχε ανέκαθεν — και σε πολλές περιόδους της ιστορίας ήταν σύνηθες φαινόμενο, κοινωνικά αποδεκτό ή και θεσμικά κατοχυρωμένο σε κάποιες περιπτώσεις. Στην αρχαιότητα, στον Μεσαίωνα, ακόμη και μέχρι πολύ πρόσφατα, η γυναίκα και τα παιδιά θεωρούνταν ιδιοκτησία, όχι πρόσωπα με δικαιώματα. Η "πειθαρχία" που επιβάλλονταν μέσω της βίας δεν ήταν η εξαίρεση — ήταν ο κανόνας.
Αυτό που στην ουσία αλλάζει στην εποχή που διανύουμε δεν είναι τόσο το φαινόμενο, όσο ο τρόπος που το βλέπουμε και το φέρνουμε στο φως. Οι άνθρωποι έχουν πλέον λέξεις, πλαίσια, θεσμούς, για να μιλήσουν. Υπάρχουν υπηρεσίες στις οποίες μπορούν να απευθυνθούν.
Συνεπώς, δεν πιστεύω ότι υπάρχει απαραίτητα περισσότερη ενδοοικογενειακή βία σήμερα — πιστεύω όμως πως το φαινόμενο είναι πιο ορατό.. Και αυτό είναι, όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, ένα σημάδι προόδου. Γιατί μόνο όταν βγει κάτι από τις σκιές, μπορούμε να το αλλάξουμε.
Τελικά ισχύει ότι εμείς με τη δική μας συμπεριφορά, με το να μην αντιδράμε, δηλαδή, και να είμαστε παθητικοί, αφήνουμε στους άλλους το περιθώριο να μας κακοποιούν, είτε σωματικά, είτε λεκτικά, είτε συναισθηματικά;
Η ευθύνη της κακοποίησης ανήκει πάντα στον θύτη. Πάντα. Όμως, είναι αλήθεια πως πολλές φορές, για λόγους που δεν συνιστούν επιλογή αλλά αποτελούν αποτέλεσμα φόβου, ενοχής, εξάρτησης ή παλιότερων τραυμάτων, το άτομο που δέχεται την βία δεν αντιδρά. Κι αυτό δυστυχώς ενισχύει τον θύτη, γιατί του δίνει την ψευδαίσθηση πως "μπορεί να συνεχίσει χωρίς συνέπειες".
Όμως το να μη μιλάς δεν σημαίνει ότι συμφωνεί ή είσαι οκ με αυτό που σου συμβαίνει. Σημαίνει ότι δεν μπορείς ακόμα. Σημαίνει ότι παλεύεις εσωτερικά, ίσως και να μην έχεις αντιληφθεί επακριβώς τι σου συμβαίνει. Μπορεί να πιστεύεις ότι δεν έχεις πού να στραφείς, ίσως και να νομίζεις πως "δεν αξίζεις κάτι καλύτερο".
Αυτό που οφείλουμε λοιπόν όλοι μας να κάνουμε είναι να μην επιρρίπτουμε ευθύνες στα θύματα επανατραυματίζοντάς τα. Αντιθέτως, έχουμε υποχρέωση να στηρίξουμε εκείνους που σιωπούν, να δημιουργήσουμε ασφαλή περιβάλλοντα, και να ενισχύσουμε τη φωνή τους ώστε εκείνοι να νιώσουν κάποια στιγμή ασφαλείς να εξωτερικεύσουν την εμπειρία τους αλλά και να καταφέρουν κάποια στιγμή να πουν το «ως εδώ».
Το βιβλίο μου μιλά γι' αυτήν ακριβώς τη σιωπή και για τη σπουδαιότητα του να μη μείνεις μόνος με όσα δεν αντέχεις να φωνάξεις.
Ισχύει, επίσης, ότι τόσο τα άτομα που ασκούν, όσο και εκείνα που δέχονται κακοποίηση, είχαν δύσκολα παιδικά χρόνια ή είχαν υποστεί και οι ίδιοι κακοποίηση όταν ήταν παιδιά;
Σε πολλές περιπτώσεις, ναι. Η παιδική εμπειρία παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που μαθαίνουμε να σχετιζόμαστε, να αλληλεπιδρούμε, να εμπιστευόμαστε, να αγαπάμε ή –δυστυχώς– να πληγώνουμε. Πολλά άτομα που ασκούν βία έχουν υπάρξει τα ίδια μάρτυρες ή θύματα βίας στο παρελθόν. Όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία. Συνιστά εξήγηση και όχι άφεση.
Αντίστοιχα, άνθρωποι που υπέστησαν κακοποίηση ως παιδιά μπορεί να αναπαράγουν στο μέλλον όλα όσα βίωσαν εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Επίσης, παρατηρούμε συχνά ότι δυσκολεύονται αργότερα να θέσουν όρια, να αναγνωρίσουν την κακοποίηση ή να πιστέψουν πως αξίζουν κάτι καλύτερο. Το τραύμα της παιδικής ηλικίας «γράφει» στο σώμα και στη ψυχή, συχνά χωρίς να το καταλάβουμε.
Όμως είναι σημαντικό να θυμόμαστε κάτι: η βία δεν είναι αναπόφευκτος κύκλος. Μπορεί να σπάσει. Με, στήριξη, επίγνωση, θεραπεία και κυρίως με την παρουσία ανθρώπων που δείχνουν έναν άλλο δρόμο — πιο ανθρώπινο και πιο αληθινό.
Το βιβλίο μου φωτίζει ακριβώς αυτήν τη διαδρομή: από τον πόνο του παρελθόντος στην ελπίδα ότι μπορούμε να γράψουμε ένα διαφορετικό μέλλον, έστω και με σημάδια.
Σκοπεύετε να γράψετε και άλλα βιβλία σχετικά με τη βία και με τη δουλειά σας; Ή θα στραφείτε στον χώρο του μυθιστορήματος;
Η θεματική της βίας, της σιωπής, αλλά και της ανθεκτικότητας των ανθρώπων είναι κάτι που με συγκινεί βαθιά και σίγουρα, δεν τελειώνει με δυο βιβλία. Υπάρχουν ακόμη πολλές ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν — όχι για να σοκάρουν, αλλά για να αφυπνίσουν, να στηρίξουν και να ευαισθητοποιήσουν.
Η αλήθεια είναι ωστόσο, ότι με ελκύει όλο και περισσότερο η ιδέα του να δοκιμαστώ και στο πεδίο του μυθιστορήματος. Ίσως όχι ως απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά ως άλλος ένας τρόπος να την πεις, με διαφορετικά εργαλεία.
Οπότε, η απάντηση είναι: ναι, θα συνεχίσω να γράφω. Είτε μένοντας κοντά στη δουλειά μου, είτε ανοίγοντας νέους αφηγηματικούς δρόμους — αλλά πάντα με την ίδια πρόθεση: να δώσω φωνή σε εκείνους που για πολύ καιρό δεν είχαν.



































Πρόσκληση φίλων