Γράφει: Διονύσης Λεϊμονής
Γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου, που τότε ονομαζόταν Παλαιοκατούνα. Αγροτική η οικογένεια, δεν είχε παρά τρία μόνο βιβλία στο σπίτι. Ο πατέρας του σκοτώθηκε το 1962 και η μάνα του πολέμησε και μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια, ο μεγαλύτερος ο ίδιος. Τις τρεις τελευταίες τάξεις του εξαταξίου τότε Γυμνασίου τις έβγαλε στην Αθήνα, στην Καλλιθέα συγκεκριμένα.
Φιλόλογος ήθελε να γίνει, έδωσε ωστόσο για Ιατρική και πέρασε στην Οδοντιατρική. Τελικά η αρρώστια για τα γράμματα, το διάβασμα και το γράψιμο, τον οδήγησε στη δημοσιογραφία, τη διόρθωση-επιμέλεια βιβλίων και τη λογοτεχνία. Αργότερα προστέθηκε η μετάφραση αρχαιοελληνικών ποίησης.
Δημοσιογράφος… Ποιος από αυτούς τους «ρόλους» μπορεί να επισκιάζει τους άλλους ή συνυπάρχουν αρμονικά;
Όλες αυτές οι εκδοχές της γραφής αλληλοπεριχωρούνται. Δεν πρόκειται για ρόλους αλλά για διαφορετικούς τρόπους βίωσης της σχέσης σου με το γράψιμο. Η γλώσσα φυσικά δεν είναι η ίδια. Και δεν εννοώ το λεξιλόγιο αλλά τη χρήση της γλώσσας, μεταφορική ή μη, και τη θερμοκρασία της. Ούτε και ο χρόνος είναι ο ίδιος. Η εφημερίδα, πιεστική ως προς την προθεσμία της παράδοσης του κειμένου, σού διδάσκει τη θνητή γραφή, της εικοσιτετράωρης ζωής, αν και πλέον το διαδίκτυο προσφέρει την ψευδαίσθηση μιας επισφαλούς αθανασίας. Το ποίημα, το μετάφρασμα και το δοκίμιο ορίζουν αυτά τον εσωτερικό χρόνο τους. Δεν υπακούουν σε εξωτερικούς χρονικούς καταναγκασμούς.
Κουβαλάμε τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας… Ποιο είναι το δικό σας «φορτίο»;
Οι πρώτες μου αφηγήσεις είναι τα παραμύθια που μου έλεγαν, στο καμαράκι του ο καθένας, ο παππούς μου ο Παντελής, από το σόι του πατέρα μου, και η γιαγιά μου η Ασήμω, από το σόι της μάνας μου. Και τα πρώτα μου ακούσματα, τα δημοτικά τραγούδια στα πανηγύρια και οι ψαλμουδιές στην εκκλησία, όπου ήμουν παπαδοπαίδι για κάμποσα χρόνια. Άργησα πολύ να φτιάξω την προσωπική μου βιβλιοθήκη. Αλλά ήταν να μην πάρω φόρα. Ήδη τα βιβλία του Γυμνασίου πάντως μού είχαν γνωρίσει το θαύμα της ποίησης, της νεοελληνικής και της αρχαιοελληνικής. Εκεί μαθητεύω ακόμα. Και η μαθητεία μου αποτυπώνεται είτε σε δοκίμια για τη δημοτική μας ποίηση και τη σχέση της με την επώνυμη, αρχαία και νέα, είτε σε μεταφράσεις αρχαιοελληνικού ποιητικού λόγου, Αισχύλου, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Θεόκριτου, Βίωνος κ.ά., αλλά και επιτύμβιων και συμποτικών επιγραμμάτων.
Πώς αυτό μεταπλάθεται, αξιοποιείται, εντοπίζεται στην τέχνη σας;
Τα ακούσματα και τα διαβάσματα των δύο-τριών πρώτων δεκαετιών του βίου μας σχηματίζουν μια μικροήπειρο στα εδάφη της οποίας νιώθουμε περισσότερο οικεία απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού, ακόμα κι αν πικραθήκαμε στις εκτάσεις της. Επιστρέφουμε λοιπόν συχνά εκεί, ηθελημένα ή ενστικτωδώς, και συνήθως τις νυχτερινές ώρες, όταν οι περισπασμοί του βίου αποσύρονται προσωρινά. Δεν μας παρωθεί η μελαγχολική νοσταλγία αλλά κάτι βαθύτερο: η ανάγκη μας να πιστέψουμε ότι μπορούμε να ξαναπάρουμε αμπάριζα. Με τα ποικίλα τεχνάσματα της γραφής αφηγούμαστε διά βίου, πάλι και πάλι, τις πρώτες απώλειες, τις πρώτες διαψεύσεις, αυτές που μας καθόρισαν. Το γράψιμο δεν αφήνει τις πληγές να επουλωθούν, να κλείσουν. Τις κρατάει μονίμως ανοιχτές και ματωμένες. Σαν πόρους ποταμού, όπως έμαθα στα πρώτα πρώτα χρόνια μου, κοντά στον Αχελώο, ότι λέμε τα σημεία απ’ όπου μπορούμε να αντλήσουμε νερό.
Και το γύρω περιβάλλον σας, στενότερο ή ευρύτερο; Ποιο ρόλο έπαιξε ή διαδραματίζει;
Η οικογένεια είναι οι ρίζες μου. Και οι καλοί φίλοι το πλούσιο νερό που τις δροσίζει. Τα αισθήματα που θα μοιραστείς στα ζόρικα και στα όμορφα, οι κουβέντες που θα κάνεις -για οτιδήποτε, από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ έως τον Τζωρτζ Μπεστ, και από την άμεση δημοκρατία έως τη έμμεση, των Μέσων-, τα έκτακτα μικρογλέντια με κάποιο μουσικό όργανο πυροδότη, τα μακρόσυρτα τηλεφωνήματα, τα μέηλ πια, το σινεμαδάκι κι ύστερα το τσιπουράκι, οι ολιγοήμερες διακοπές με κάποιους κολλητούς, όλα αυτά και πάμπολλα άλλα λειτουργούν σαν κάποιου είδους αμνιακό υγρό. Σου εξασφαλίζουν δηλαδή με τον πιο φυσικό τρόπο τη δυνατότητα της ζωής και σε επηρεάζουν σε κάποιο αόρατο βάθος δίχως να το καταλαβαίνεις. Λίγο πολύ, είμαστε οι εξ αίματος και εκ πνεύματος συγγενείς μας. Κι όταν γράφουμε κι όταν δεν γράφουμε.
Αγαπημένο άκουσμα (ιστορία-τραγούδι-φράση);
Το δημοτικό τραγούδι «Με γέλασαν μια χαραυγή».
Αγαπημένη εικόνα;
Ο Παρθενώνας. Απ' το λοφάκι του Νέου Κόσμου όπου η πλατεία Κυνοσάργους, τον προσκυνάω από μακριά σχεδόν κάθε βραδάκι.
Αν δεν αναπνέατε με οξυγόνο, τι θα σας έδινε ζωή;
Κάπου στο σύμπαν θα υπάρχουν ίσως μορφές ζωής που δεν ανασαίνουν οξυγόνο αλλά όζον ή άζωτο ή και διοξείδιο του άνθρακα. Αν είχα σπαρεί εκεί, θα είχα να ζήσω μια περιπέτεια όπως τα πλάσματα που ανασαίνουν οξυγόνο. Εδώ όμως, δίχως οξυγόνο, δε θα προλάβαινα καν να σκεφτώ τι θα μπορούσε να μου προσφέρει η ζωή.
Αν έπρεπε να στερηθείτε κάτι που αγαπάτε πολύ τι θα ήταν αυτό;
Τον χρόνο που ξεκλέβω, όσο πνιγμένος κι αν είμαι, για να βλέπω (μόνο στην τηλεόραση δυστυχώς) μπάλα ή μπάσκετ ή βόλεϊ - αρκεί να παίζει ο Ολυμπιακός ή η Εθνική.
Αγαπημένο: Όνομα; Λουλούδι; Γεύση; Μυρωδιά;
Κατερίνα. - Γαρίφαλο. - Καρπούζι και τυρί (αλλά του χωριού μου και τα δύο).- Η ευωδιά των νεραντζιών, που νικάει και τον καυσαεριόκοσμο.
Ένας κακός εφιάλτης;
Βρίσκομαι σ’ ένα νησί με όλα τα βιβλία του κόσμου γύρω μου, ξέρω μ’ έναν τρόπο μαγικό κι όλες τις γλώσσες του κόσμου, πλην δεν έχω μαζί μου τα γυαλιά μου.
Ένας επόμενος στόχος στη ζωή σας, στην πορεία σας;
Να ολοκληρώσω τη σειρά «Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» (καμιά δεκαριά τόμοι ακόμα). Και ν’ αρχίσω τη σειρά με τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών ποιητικών κειμένων που έχω ήδη τελειώσει, και οι οποίες καλύπτουν μια ντουζίνα τόμους.
Σας δίνω πέντε λέξεις, σας παρακαλώ κάντε μου ένα μικροδιήγημα σε 43 ακριβώς λέξεις, (θα προτιμούσα αυτοβιογραφικό): δρόμος, πηγή, άστρο, φυγή και χαραμάδα.
Παιδιά κάναμε σ’ ένα τέταρτο το δρόμο μέχρι τον Φραξά. Έγνοια για νερό καμία. Ξεδιψούσαμε στην Καταβόθρα, πηγή πλούσια. Με τη φυγή απ’ το χωριό, η Καταβόθρα έγινε χαραμάδα που τρυπάει τον χρόνο. Και βλέπω από κει της μάνας μου το βλέμμα, άστρο.
Σας ευχαριστώ.


































Πρόσκληση φίλων