Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Η Εύη Κουτρουμπάκη γεννήθηκε στο Στρατώνι Χαλκιδικής και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκπονήσει εκπαιδευτικά προγράμματα με θέμα «Φύλο και Λογοτεχνία», ενώ κριτικά της κείμενα και πεζά έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Προηγούμενα έργα της περιλαμβάνουν τα βιβλία «Covidιακές Μεταμορφώσεις» (2020) και «Το τρίτο πόδι» (2021).
«Ο βαλές του Θεού» της Εύης Κουτρουμπάκη, από τις εκδόσεις Ενύπνιο, είναι το τρίτο της μυθιστόρημα. Μετά το "Covidιακές Μεταμορφώσεις" το 2020 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν και "Το τρίτο πόδι" το 2021 από τις εκδόσεις Ενύπνιο, έρχεται φέτος με ένα βιβλίο βαθιά συμβολικό και συγκινητικό, αγγίζοντας θέματα πίστης, μοίρας και ανθρώπινης αδυναμίας.
Η συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει με ευαισθησία το προσωπικό δράμα με ευρύτερα υπαρξιακά ζητήματα, μέσα από μια γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στο λυρικό και το καθημερινό. Το κεντρικό σύμβολο του «βαλέ του Θεού» λειτουργεί ως καταλύτης για να εξεταστούν οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και θεϊκού, καθώς και η σύγκρουση ανάμεσα στον πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση. Η αφήγηση του είναι πυκνή, γεμάτη εικόνες που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και έντασης, όπου κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της.
Προσεγγίζει την ιστορία με μια βαθιά ενσυναίσθηση, ενώ το ύφος της κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα ψυχικά και υπαρξιακά τοπία των χαρακτήρων της. Επιχειρεί μια σπάνιας πυκνότητας εσωτερική χαρτογράφηση της ανθρώπινης ψευδαίσθησης. Της επιθυμίας δηλαδή του ατόμου να γίνει κάτι που δεν είναι. Να αγγίξει το απόλυτο μέσα από τον ρόλο ενός «εκλεκτού», που όμως ονειρεύεται θεϊκή πρωτοκαθεδρία. Κεντρικός ήρωας είναι ο Δομήνικος Καραφουλίδης, ένας άντρας που ζει παγιδευμένος σε έναν κύκλο αυτοκαταστροφής και ψευδαισθήσεων μεγαλείου.
Η ζωή του παρουσιάζεται ως ένα ικρίωμα, με τον ίδιο να τη στραγγαλίζει καθημερινά, ενώ η υπεροψία του, καλλιεργημένη από τη γιαγιά του, τον εμποδίζει να δει την πραγματικότητα. Ο Δομήνικος Καραφουλίδης, κουβαλά στις πλάτες του μια ονομασία που παραπέμπει στο θρησκευτικό και δυτικότροπο (Domini-cus: του Κυρίου). Όμως είναι και φορτισμένος με μια ταυτότητα που δεν του ανήκει. Η γιαγιά του, η Κερεκή, είναι μορφή αρχιέρειας της οικιακής λατρείας, που του εμφυτεύει από παιδί μια εικόνα μεγαλείου. Μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες, η εικόνα αυτή μεγεθύνεται και εσωτερικεύεται. Το παιδί δεν βλέπει τον εαυτό του όπως είναι, αλλά όπως του είπαν πως είναι. Από εκεί ξεκινά η προσωπική μυθολογία. Ονειρεύεται να γίνει «Άρχων του Κόσμου», καταστρώνοντας σχέδια εξουσίας στις άγρυπνες ώρες του μεθυσιού και της μοναξιάς.
«Ο βαλές του Θεού» δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα για την αποτυχία ή την πλάνη. Είναι ένα υπαρξιακό χρονικό για το κόστος της φαντασίωσης, όταν ο άνθρωπος αρνείται να αποδεχτεί την αδυναμία του, και επιλέγει να γίνει ο εκτελεστής ενός θεϊκού ρόλου που δεν του έχει δοθεί. Ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί ως προειδοποίηση, θρήνος ή πορτρέτο ενός σύγχρονου "Αντι-Ιώβ", που δε δοκιμάζεται από τον Θεό, αλλά από τον ίδιο του τον ψευδαισθητικό εαυτό.
Με εργαλείο μια γλώσσα πυκνή, ποιητική και ταυτόχρονα σπαρακτικά ανθρώπινη, η Κουτρουμπάκη υφαίνει έναν κόσμο όπου η πίστη δεν είναι δόγμα αλλά ρωγμή. Μια ρωγμή από την οποία εισβάλλουν ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, τη συνείδηση, τη σιωπή των Θεών και των ανθρώπων. Η πλοκή είναι εσωτερική: συμβαίνουν περισσότερα μέσα στον ήρωα παρά έξω. Η σύγκρουση δεν είναι κοινωνική αλλά υπαρξιακή. Το ενδιαφέρον είναι ότι η συγγραφέας δεν σαρκάζει τον πρωταγωνιστή της αλλά τον αγκαλιάζει με συμπόνια. Μας αφήνει να αισθανθούμε την τραγικότητα της μοναξιάς του, τον αυτοεγκλεισμό του στον καθρέφτη της εσωτερικής του ψευδαίσθησης.
Η ποντιακή γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν είναι απλά μέσο έκφρασης, αλλά τρόπος σκέψης. Μεταφέρει ρυθμούς, ηχοχρώματα και εκφράσεις που δεν μεταφράζονται εύκολα. Όχι γιατί είναι αμετάφραστες, αλλά γιατί χάνουν το σπλάχνο τους στη μετάφραση. Γνωρίζω ότι αναγνώστες που δεν έχουν εξοικείωση με την ποντιακή ίσως νιώσουν στιγμές απόστασης. Όμως αυτή η απόσταση είναι και πρόσκληση: να πλησιάσουν, να αναρωτηθούν, να νιώσουν πέρα από τη λέξη. Η λογοτεχνία, άλλωστε, δεν γράφεται για να είναι εύκολη, αλλά αληθινή. Αν κάποιες λέξεις ξενίζουν ή μένουν ακατανόητες στους μη γνώστες, θα αντίκρουα πως κι ο Μποντλέρ ξενίζει αλλά και ο Σαχτούρης. Κάθε ζωντανή φωνή δημιουργεί πρώτα ρωγμή, κι ύστερα γέφυρα. Φαίνεται πως δεν την απασχολεί τόσο η κατανόηση, όσο η συγκίνηση που γεννά μια λέξη που κουβαλά γενιές, πόνο και μνήμη.
Παράλληλα, το έργο διαλέγεται με θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Όπως τι είναι «Θεός; Μπορεί ένα άτομο να ζήσει χωρίς αλήθεια, μόνο με το μεγαλείο του ψεύδους; Υπάρχει έξοδος από τον καθρέφτη; Οι καθρέφτες στο μυθιστόρημα δεν είναι εδώ μόνο αντικείμενα, αλλά κατασκευές ταυτότητας. Η εικόνα δεν είναι αλήθεια. Και ο ήρωας δεν μπορεί να ανεχτεί το ασήμαντο του προσώπου του. Μια συγκλονιστική φιγούρα που αγάπησα και θαύμασα για τη δομή του χαρακτήρα της -δεν ξέρω αν είναι αληθινή ή μυθοπλαστική- είναι η γιαγιά η Κερεκή. Σχεδόν αρχέτυπη, που συγκεντρώνει μέσα της πολλές από τις δυνάμεις του άρρητου: της μνήμης, της βουβής αντίστασης, της ποντιακής παράδοσης, της πίστης — αλλά και της γυναικείας τραγωδίας που δεν θρηνεί φωναχτά.
Η γιαγιά δεν είναι απλώς μία ηλικιωμένη. Είναι φορέας συλλογικής τραγωδίας, της προσφυγιάς, της σφαγής, της διαρρηγμένης γλώσσας και ταυτότητας. Μέσα της κρύβει ολόκληρη ιστορία του ποντιακού ξεριζωμού, όχι με ιστορικά ρητορικά σχήματα, αλλά με σωματική μνήμη: τα βόλια που κουβαλά στο κορμί, τη σιωπή που σταλάζει αντί για λόγια, το άγγιγμα, την πίστη. Δε θυμάται "με λέξεις". Θυμάται με χειρονομίες, με σούπα, με αγκαλιά, με τραύμα. Η γιαγιά είναι από τις ελάχιστες μορφές στο έργο που μιλούν αμιγώς ποντιακά. Η γλώσσα της δεν είναι εργαλείο επικοινωνίας, είναι δοχείο. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι γυναίκα. Όλες οι γλώσσες της σάρκας, της φροντίδας, της πίστης, είναι στη μεριά της γυναίκας και η Κουτρουμπάκη το τονίζει χωρίς διδακτισμό.
Στην παρούσα συνέντευξη, η Εύη Κουτρουμπάκη ανοίγει τις πόρτες του εργαστηρίου της, μας μιλά για τον «βαλέ» και μοιράζεται σκέψεις για τον ρόλο της γραφής ως πράξη αντίστασης, ως προσευχή, και ίσως τελικά ως πράξη αγάπης.
Τι σας ώθησε να επιλέξετε ως τίτλο το «Ο βαλές του Θεού»; Ποιο είναι το νόημα πίσω από αυτό το σύμβολο;
Ο βαλές στην τράπουλα είναι το χαρτί που τα παίρνει όλα, αλλά παράλληλα βαλές σημαίνει και υπηρέτης. Νομίζω αυτή είναι και η ψυχοσύνθεση του ήρωα. Νομίζει πως του αξίζει να είναι παντοδύναμος αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που καταφέρνει είναι να είναι ο λακές των υπολοίπων.
Πώς διαχειριστήκατε την ισορροπία ανάμεσα στο μυθικό και το καθημερινό στη γλώσσα και την πλοκή;
Αυτή η αναζήτηση της ισορροπίας είναι μια καθημερινή μάχη για κάθε γράφοντα και γράφουσα. Πολλές φορές ο συγγραφέας βιώνοντας μια μη πραγματική ζωή, αυτή δηλαδή που έχει δημιουργήσει μέσα στο μυαλό του και τη διαπραγματεύεται ως πραγματική, ταλαντεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου μεταξύ του φαντασιακού και του πραγματικού. Το στοίχημα κάθε φορά είναι αυτό της τήρησης της ισορροπίας όπως και εσείς αναφέρετε.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη συγγραφή αυτού του βιβλίου;
Να μιλήσω για αυτήν την πλευρά του κόσμου της επαρχίας, χωρίς να μεροληπτήσω ούτε επί το αρνητικότερο αλλά ούτε και επί το θετικότερον.
Υπάρχουν προσωπικά βιώματα που διαπλέκονται στην αφήγηση;
Δεν υπάρχει κανένα βιβλίο που έχει γραφτεί, που από πίσω του έστω και κατ’ ελάχιστον δεν κρύβεται ο συγγραφέας. Έτσι λοιπόν και στο συγκεκριμένο σε κάποιες σελίδες, σε κάποιες σκέψεις, σε κάποια αξιολογικά σχήματα, βρίσκομαι κι εγώ.
Η ποντιακή γλώσσα αποτελεί ένα βαθιά φορτισμένο πολιτισμικό και συναισθηματικό φορτίο όταν ενσωματώνεται στη λογοτεχνία. Πόσο πιστεύετε ότι βοηθά — ή ενδεχομένως δυσκολεύει — την πρόσληψη του έργου από αναγνώστες που δεν γνωρίζουν την ποντιακή; Πρόκειται για πράξη ένταξης, αποκλεισμού ή πολιτισμικής επιμονής;
Θα πρέπει να σας πω, ότι εγώ δεν είμαι Πόντια. Η μακρά παραμονή μου στην Πτολεμαΐδα, μια και διορίστηκα εκεί, με βοήθησε να κατανοώ τα Ποντιακά πολύ καλά. Η άποψη μου είναι πως καταγράφοντας τα Ποντιακά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ένας τρόπος να μνημειωθεί η Ποντιακή. Επιπρόσθετα φρονώ πως μια και η ποντιακή είναι μια από τις διάφορες εκφάνσεις της ελληνικής, δεν αντιμετωπίζει κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα ο αναγνώστης. Εξάλλου στο τέλος του βιβλίου υπάρχει γλωσσάρι.
Η Μυροφόρα είναι μια γυναίκα βαθιά σιωπηλή, σχεδόν παρούσα μέσα από την απουσία της, και όμως κρατά το νήμα της ευθύνης, της πίστης, της καθημερινότητας, αλλά και της οδύνης. Πώς γράφτηκε αυτός ο χαρακτήρας για εσάς; Είναι μια γυναίκα μαραμένη ή στέκεται στη δική της ηθική κορυφογραμμή;
Με βεβαιότητα στο μυαλό μου αλλά και γενικότερα στην κοσμοαντίληψη μου, η Μυροφόρα και η εξέλιξη της μέσα στο χρόνο αντιπροσωπεύει και τη δική μου θέση που αφορά το επίδικο της μεταβαλλόμενης συνείδησης. Πως δηλαδή ένας άνθρωπος μετεξελίσσεται και μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που συνεπικουρούν στην αλλαγή αυτή. Με το χαρακτήρα της Μυροφόρας ήθελα να καταδείξω πως το σπάσιμο των δεσμών της πατριαρχίας, καθίσταται επιβεβλημένο όταν τίθενται εν κινδύνω η ζωή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κοινωνική αξιοπρέπεια. Η φράση «Η φτώχεια υπάρχει όχι γιατί δεν μπορούμε να ταΐσουμε τους φτωχούς αλλά γιατί δεν μπορούμε να χορτάσουμε τους πλούσιους» αναδεικνύει μια βασική αιτία της κοινωνικής ανισότητας.
Πιστεύετε ότι η τέχνη και η λογοτεχνία μπορούν να συμβάλλουν σε μια πολιτική αλλαγή;
Δεν μπορούν βέβαια να ανατρέψουν από μόνες τους την κοινωνική ανισότητα αλλά μπορούν με βεβαιότητα να συνεπικουρήσουν. Πώς; Μα με την πνευματική δραστηριοποίηση του αναγνώστη. Η Τέχνη έχει τη δυνατότητα να κινητοποιεί και να συνεγείρει με τρόπο έμμεσο αλλά βαθιά επιδραστικό.
Τα ποντιακά ήθη και έθιμα για τους νεκρούς αποτελούν έναν σημαντικό φορέα συλλογικής μνήμης και συνέχειας της παράδοσης. Πώς διαχειρίζεστε στο έργο σας αυτή την παράδοση, ειδικά σε σχέση με το πένθος, την απώλεια και την ταυτότητα των ηρώων; Πιστεύετε ότι μέσα από αυτές τις πρακτικές αναβιώνει και η ιστορική μνήμη του ποντιακού ελληνισμού;
Η παράδοση όταν απομονώνεται και γίνεται μουσειακό είδος μπορεί να γίνει και επικίνδυνη. Κάθε λογής εθνικιστικές κορώνες προτάσσουν, δυστυχώς, σαν αιχμή του δόρατος την παράδοση και την υπεροχή των δικών μας παραδόσεων έναντι άλλων, με όλα τα επικίνδυνα συνεπακόλουθα που μπορεί να έχουν τέτοιου είδους πρακτικές. Η γνήσια παράδοση απορρίπτει κάθε νεκρό, απαρχαιωμένο και επικίνδυνο στοιχείο. Καταθέτοντας τη δύναμη και την αδυναμία των ηθών και των εθίμων δίνεται νομίζω η δυνατότητα στον αναγνώστη να κρίνει και με βάση τη συνεχή ροή της παράδοσης μπορεί να εντάξει και εαυτόν και τρόπον τινά να αποτελέσει ο καθείς εξ αυτών ένα κρίκο που συνδέει την ιστορική μνήμη με το παρόν.
Το ταξίδι του Δομήνικου στη Σαμψούντα δεν είναι μόνο μια γεωγραφική επιστροφή, αλλά και μια βουτιά στην ιστορική και οικογενειακή μνήμη. Πώς αποτυπώνεται αυτή η σύνδεση με το παρελθόν στο έργο σας;
Η ιστορική μνήμη εντός της οποίας βρίσκεται εγκαταφωλευμένη και η οικογενειακή μνήμη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να συνεχίσει κάποιος. Ως εκ τούτου, η ιστορική διαχρονία λειτουργεί σαν εφαλτήριο για να μπορεί κάποιος να συνεχίζει τη ζωή του έχοντας αποκτήσει βαθιές ρίζες που τον κρατούν όρθιο.
Ποιος είναι ο ρόλος της ιστορίας και της συλλογικής μνήμης στο να καθορίσει την πορεία των ηρώων σας;
Η ιστορικά πλαισιωμένη αφήγηση είναι μέχρι στιγμής ένας από τους συγγραφικούς μου στόχους. Καθώς η εξύφανση κάποιου μύθου κρατά σε ενάργεια το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δίνεται η δυνατότητα στο συγγραφέα να αναπτύξει τους ήρωες του με βάση το ιστορικό πλαίσιο.
Γιατί ο Ντόμης εμπιστεύεται το χρήμα στη γιαγιά του και όχι στη γυναίκα του; Τι μας αποκαλύπτει αυτό για τη θέση της γυναίκας στην ποντιακή οικογένεια;
Γιατί η σύζυγος κατά τον ήρωα και κατά την κρατούσα τότε νοοτροπία δεν ήταν συγγενής, δεν ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης όπως η γιαγιά του. Στην ποντιακή οικογένεια και όχι μόνον, η γυναίκα θεωρούνταν ον κατώτερο. Μπορεί οι ανισότητες να μην είναι τόσο έντονες στις ημέρες μας, αλλά δεν έχουν πάψει δυστυχώς να υφίστανται.
Στο βιβλίο σας εμφανίζεται ο Πούλος, ο γερμανοτσολιάς, ως σύμβολο της προδοσίας, που έσφαξε, σκότωσε, παράχωσε ζωντανούς μέσα στους λάκκους κι άλλα εγκλήματα που οφείλουμε να γνωρίζουμε. Τι φταίει όμως που δεν υπάρχουν στα σχολικά βιβλία και ξαναεκλέγονται στη Βουλή ως σωτήρες;
Η ιστορική αμνησία αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών. Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να επουλωθεί το τραύμα και δη το μετεμφυλιακό, αν δε μιλήσουμε γι αυτό. Αν δε γίνει το trauma albeit, η εργασία για την επούλωση του τραύματος δηλαδή. Αυτό σε μεγάλο βαθμό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από το μάθημα της Ιστορίας και η παράλειψη αυτής της ιστορικής περιόδου από τα σχολικά εγχειρίδια αποτελεί παιδαγωγικό σφάλμα. Απόρροια αυτής της ιστορικής άγνοιας αποτελεί και η εκλογή στο Κοινοβούλιο, εκπροσώπων ανάλογων του Πούλου.
Ακόμη διαβάζουμε τη φράση: «Η κάλτσα σου, μάνα, είναι παράταιρη». Ποια είναι η σημασία αυτής της λεπτομέρειας; Θα λέγατε πως η παράταιρη κάλτσα λειτουργεί ως σύμβολο; Τι φανερώνει για τη μάνα, τη φθορά, την καθημερινότητα ή την αόρατη κόπωση των γυναικών;
Συχνά ο αναγνώστης εντοπίζει σημεία στο βιβλίο που δεν τα έχει σκεφτεί ο γράφων ή η γράφουσα. Πραγματικά, δεν είχα κάποια πρόθεση, αλλά η ερώτηση σας με κάνει να σκεφτώ πως βαθιά μέσα μου αυτό που με απασχόλησε και εις το διηνεκές με απασχολεί είναι αυτά που εντοπίσατε. Η φθορά δηλαδή, η καθημερινότητα και η αόρατη κόπωση των γυναικών.
«Τα παιδιά τα 'σώσαν ή τα πήραν;» Όταν μιλάμε για το παιδοσώσιμο ή παιδομάζωμα, όπως το λέει η άλλη πλευρά, αγγίζουμε πληγές βαθιές. Εσείς πού στέκεστε; Ήταν πράξη προστασίας των παιδιών από τον πόλεμο, ή μια ιδεολογική στρατολόγηση ανηλίκων με τίμημα το τραύμα και τον ξεριζωμό;
Είναι σαφής η τοποθέτηση μου από τη θέση μου στο βιβλίο, οπότε ας κάνει ο αναγνώστης τον δικό του απολογισμό.
Στο έργο σας, φωτίζετε και τη λιγότερο ρομαντική πλευρά της μετανάστευσης: την παρανομία, τα δίκτυα των Ελλήνων και Βαλκάνιων που μπλέχτηκαν σε κυκλώματα εκμετάλλευσης, προστασίας, ή μαφιόζικης δράσης στην Αμερική. Ήταν αναγκαστική πορεία για κάποιους ή συνειδητή επιλογή εξουσίας και ελέγχου; Πώς εξηγείτε αυτό το πέρασμα από την ανάγκη στον υπόκοσμο;
Η ανάγκη είναι πολλές φορές η αφορμή για να μπει στον κόσμο της παρανομίας ένας φτωχοδιάβολος. Στις μέρες μας, η νέα και πολύ σκληρή μορφή του νεοφιλελευθερισμού δεν δίνει τη δυνατότητα σε ένα μεγάλο μέρος του καθημαγμένου πληθυσμού να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του ανάγκες. Κάποιοι λοιπόν άνθρωποι με χαλαρές ηθικές αντιστάσεις, συνεπικουρούντος και του γεγονότος ότι τα κυκλώματα του υποκόσμου έχουν απλωμένα τα πλοκάμια τους παντού, πιστεύουν ότι οι ανάγκες τους θα αντιμετωπιστούν με αυτόν τον τρόπο. Γι αυτό και είμαι ένθερμη θιασώτης της ανθρωπιστικής παιδείας, γιατί το υποκείμενο μόνο οπλισμένο με την ανθρωπιστική σκευή κατανοεί πως ουκ επ' άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος.
Ο Τέγκας, πιστός στο δόγμα "πατρίς – θρησκεία – οικογένεια", εκκλησιάζεται το πρωί και το βράδυ βυθίζεται σε βρομοδουλειές. Τον παρουσιάζετε ως μια φιγούρα διχασμένη ή ως ενσάρκωση της υποκρισίας ενός συστήματος που ντύνει με ευλάβεια τη βία και την εξουσιομανία του; Είναι αυτός ο «καλός χριστιανός» που ηθικολογεί ενώ κρατά το μαχαίρι;
Με βεβαιότητα δεν είναι μια διχασμένη φιγούρα. Δρα ενσυνείδητα, προσποιούμενος το καλό χριστιανό, γιατί γνωρίζει πως ως καλός χριστιανός δεν κινεί υποψίες. Έχουμε στον τόπο μας και ιδίως στις μέρες μας πολλά τέτοια παραδείγματα που απασχόλησαν εσχάτως για μια ακόμη φορά τη δικαιοσύνη.
Η γλώσσα του βιβλίου είναι βαθιά αισθαντική, σχεδόν υμνητική, κι όμως διαπερνάται από μια υπόγεια οδύνη. Ταλαντεύεται ανάμεσα στο λιτό και το ιερό, στο άρρητο και το υπερβολικά ειπωμένο. Θα λέγατε ότι ασκείτε μια «γυναικεία γραφή» — με την έννοια μιας γλώσσας που σπάει τη γραμματική της εξουσίας και εγγράφει το σώμα, την έλλειψη, τη ρωγμή; Ή σας είναι ξένος αυτός ο όρος;
Η γραμματική της εξουσίας με απωθούσε πάντα και κατά πάντα τρόπο, οπότε αν η γλώσσα μου σπάει αυτήν την κρούστα, τότε νομίζω πως έχω επιτύχει έστω και κατ’ ελάχιστο το λόγο της δικής μου γραφής.
Ο Ντόμης αναζητά λύτρωση στο Άγιο Όρος, έναν χώρο βαθειά συνδεδεμένο με την πνευματικότητα και την παράδοση. Πιστεύετε ότι το περιβάλλον αυτό θα προσφέρει πραγματική εσωτερική αλλαγή και κάθαρση ή μήπως ο άνθρωπος, με όλο το βάρος της ζωής και των πληγών του, παραμένει αμετάβλητος; Πώς το έργο σας βλέπει την έννοια της λύτρωσης μέσα από αυτή τη διαδρομή;
Η καταγωγή μου είναι από την Αμμουλιανή, το μικρό νησάκι που βρίσκεται στη μικρή αγκαλιά του Σιγγιτικού κόλπου που βρέχει το Όρος. Εξ αυτού γνωρίζω καλά και τις παθογένειες αλλά και την υψηλή πνευματικότητα της περιοχής αυτής. Αλλά η λύτρωση είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Οι εσωτερικές διεργασίες που οδηγούν σ’ αυτήν, όσο κι αν επηρεάζουν εξωγενείς παράγοντες - θετικά ή αρνητικά-, αφορά το κάθε υποκείμενο μεμονωμένα και την ειλικρινή του πρόθεση να φτάσει στη λύτρωση, όποια κι αν είναι αυτή για τον καθένα και την καθεμιά εξ ημών.
Ευχαριστώ κυρία Κουτρουμπάκη και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδο κι αυτό το βιβλίο.



































Πρόσκληση φίλων