Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Η Αργυρώ Μαργαρίτη γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία. Μεγάλωσε σε μια προσφυγική γειτονιά, τότε που το παιχνίδι στους δρόμους ήταν τρόπος ζωής. Σπούδασε γαλλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακό στη Σορβόννη, παρακολούθησε μαθήματα γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπεσανσόν, ιστορία της τέχνης στο Γαλλικό Ινστιτούτο και συμμετείχε για δύο χρόνια στα διεθνή προγράμματα Lingua. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων και τα τρία τελευταία χρόνια στο Ελληνικό Σχολείο των Βρυξελλών. Έχει εκδώσει έξι βιβλία, έχει επιμεληθεί δύο ντοκιμαντέρ και έχει γράψει σενάρια για ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικά σενάρια.
Τα τελευταία χρόνια γράφει θέατρο και τα έργα της, εκτός από ένα μικρό βραβείο που της χάρισαν, ταξιδεύουν, όπως η «Βουντή», το «Ισλί», «Το Γλέντι» και άλλα πολλά σε όλη την Ελλάδα.
Στο Bookia μας μίλησε για το νέο της ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο «Μαστοιχειώ, το δάκρυ του σκίνου» που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Πώς και αποφασίσατε να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τη Χίο; Η αφετηρία σας ήταν το προϊόν της μαστίχας, η ναυτική ζωή του νησιού ή η Ελληνική Επανάσταση και η καταστροφή του νησιού το 1822;
Όταν έγραφα τη «Γέρση», ψάχνοντας πληροφορίες για τα καράβια, έμαθα πολλά πράγματα για τη ναυτοσύνη των Χιωτών και ιδιαίτερα για την εποχή που τα ατμόπλοια απειλούσαν να μετατρέψουν τα ιστιοφόρα σε καυσόξυλα και τα πανιά τους σε σφουγγαρόπανα! (δικές μου εκφράσεις αυτές!) Έτσι, είχα έτοιμη την εποχή και τον τόπο, βασικά στοιχεία για να χτίσω την ιστορία μου.
Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε στο βιβλίο σας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, από τα τέλη του 18ου αιώνα ως την καταστροφή το νησιού το 1822;
Αυτή η χρονική περίοδος προσφέρει όλα όσα ονειρεύεται ένας συγγραφέας ιστορικού μυθιστορήματος. Το μεταίχμιο διαθέτει μια μαγεία, το πέρασμα από τον ένα αιώνα στον άλλο μοιάζει με συμπληγάδες. Έχω από τη μια μεριά ένα νησί που μοιάζει ελεύθερο όταν όλη η Ελλάδα είναι υποδουλωμένη, ένα νησί που αρνείται να μπει στον αγώνα, και από την άλλη μια Ελλάδα που φλέγεται να αποτινάξει το ζυγό. Έχω τα μπάντικα ξύλα, δηλαδή τα πειρατικά καράβια, έχω τα μαύρα καράβια, με πλήρωμα άντρες που δεν αντέχουν άλλο τη σκλαβιά και η Χιος λες και βρίσκεται σε άλλο μέρος του κόσμου. Το μαστίχι, το μετάξι και τα καράβια γεμάτα πανάκριβα εμπορεύματα, γεμίζουν με χρυσάφι τις κασέλες των αρχόντων. Και με το γύρισμα των καιρών, γίνονται όλα στάχτη! Καλύτερη συγγραφέας από την Ιστορία δεν υπάρχει!
Η όμορφη Φλουρού, ο λιγομίλητος Στεφανής, η ελευθεριάζουσα Λουκία, ο δυναμικός Ρήγας, η πανούργα Εριφύλη, η ερωτευμένη Βαλεντίνη, όλοι οι ήρωες του βιβλίου σας έχουν από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Εσείς ξεχωρίζετε κάποιον από αυτούς;
Δεν θα συμφωνήσω απόλυτα με τους χαρακτηρισμούς, αλλά σίγουρα φανερώνουν κάτι από αυτά τα υπέροχα πλάσματα που μου χάρισαν συντροφιά τέσσερα χρόνια. Όλοι μου οι ήρωες, και η Αγγέλα ακόμα, έχουν βιώσει μια τραγωδία διαφορετική για τον καθένα και για τούτο τους αγαπώ και δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω. Όμως, η κορυφαία του χορού είναι για μένα η Λουκία. Αυτή η πανέμορφη γυναίκα που γράφει τους τύπους στα παλιά της τα πασούμια, που ζει και αναπνέει μόνο για την αγκαλιά του κύρη της, καπετάνισσα κι αρχόντισσα, οφείλει να βιώσει την απόλυτη τιμωρία όταν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτα και τη μητρότητα. Τη λάτρεψα τη Λουκία…
Γράφετε στο βιβλίο σας ότι οι Χιώτες χρησιμοποιούσαν διαρκώς τη μαστίχα, από καθαρισμό των δοντιών μέχρι και χρήση στη φαρμακευτική. Μιλήστε μας για αυτό. Ήταν, πράγματι, τόσο συνηθισμένη η χρήση της στη Χίο, ακόμη και για τον απλό λαό;
Από τον απλό λαό όχι. Μετά το 1922, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που ζήτησαν καταφύγιο στο νησί, έμαθαν στις νοικοκυρές τις ποικίλες χρήσης αυτού του πολύτιμου ρετσινιού, από την ιατρική μέχρι τη μαγειρική. Στην περίοδο που εξελίσσεται η ιστορία μας, 1770-1822, μόνο οι πλούσιοι χρησιμοποιούσαν το μαστίχι. Οι νόμοι του σουλτάνου ήταν φριχτά αυστηροί. Αν κάποιος από τους εργάτες τολμούσε να κόψει έστω και ένα φυλλαράκι ή να κλέψει ένα κόκκο, του έκοβαν το αυτί, του έβγαζαν τα μάτια και, όταν υποτροπίαζε, η ποινή ήταν ο θάνατος. Βέβαια, γράφω ένα μυθιστόρημα, ένα παραμύθι, το δάκρυ του σκίνου είναι σημαντικό στοιχείο και οι ήρωές μου, μπορούν να τον χρησιμοποιούν, αφού δεν παραβιάζουν τους νόμους.
Τα νησιά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν ευνοημένα σε σχέση με την ηπειρωτική χώρα, όπου η τουρκική κυριαρχία γινόταν πιο αισθητή. Πόσο καλύτερα από τα υπόλοιπα νησιά ήταν τα πράγματα στη Χίο, λόγω του πολύτιμου εξαγωγικού προϊόντος της;
Ψάχνοντας μέσα σε αρχεία, διαβάζοντας παραμύθια, θρύλους και παραδόσεις, αλλά κυρίως τις εντυπώσεις των περιηγητών, έμαθα πολλά. Θα μιλήσω μόνο για τη Χίο όμως. Δεν ήταν μόνο οι Έλληνες αλλά και οι Γενουάτες κάτοικοι, πολλοί από τους οποίους είχαν μεταξουργία. Οι αχτιναμέδες του 1567 και 1578 έδιναν σπουδαία προνόμια στου Χιώτες. Και η ναυτιλία τους έκανε σχεδόν αυτόνομους. Όμως, αν δε θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο αλλά να διαβάζουμε την ιστορία χωρίς ωραιοποιήσεις, ακόμα και στις πιο καταπιεσμένες περιοχές της υποδουλωμένης Ελλάδας, οι άρχοντες ζούσαν χωρίς να αισθάνονται τον ζυγό, μέσα σε πλούτη και χλιδή και εξουσία. Και στη Χίο συνέβαινε το ίδιο. Όταν τελικά το νησί ξεσηκώθηκε, οι χωρικοί κατέβηκαν να πολεμήσουν με στειλιάρια και μαδέρια. Δεν είχαν όπλα…
Η ζωή των ηρώων που δημιουργείται είναι άμεσα συνδεδεμένη τόσο με τη μαστίχα όσο και με τη θάλασσα. Πώς επηρεάστηκε η ναυτική και εμπορική ζωή του νησιού από τη Γαλλική Επανάσταση, τους ναπολεόντειους πολέμους και την είσοδο της ναυτιλίας στην εποχή του ατμού;
Η Γαλλική Επανάσταση έγινε κατά τη διάρκεια που εξελίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Κάνω σχετική αναφορά, αλλά ένα τόσο σημαντικό γεγονός, όπως και η δυναμική του Ναπολέοντα, δεν επηρεάζουν άμεσα τις καταστάσεις όπως γίνεται σήμερα. Θέλουν χρόνο τα απόνερα να φτάσουν στα ποτάμια και να τα μπολιάσουν ή να τα μολύνουν. Οι Αγγλία τιμώρησε τους Γάλλους δεσμεύοντας το εμπόριο και οι Έλληνες βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση. Όσο για τον ατμό, το πρώτο ατμόπλοιο που διέσχισε τη Μεσόγειο, ήταν η Καρτερία, που μπήκε στον Αγώνα το 1826. Όσοι είδαν το μέλλον της ναυσιπλοΐας στον ατμό εκείνη την εποχή, βγήκαν κερδισμένοι. Αυτό έκανα οι Χιώτες αλλά πολύ αργότερα, αφού το νησί τους ερημώθηκε, σκεπασμένο στις στάχτες το 1822. Αντίθετα, όσοι αρνούντο να αποχωριστούν τα ιστιοφόρα τους, όπως το Γαλαξείδι για παράδειγμα, υπέστησαν μεγάλη οικονομική καταστροφή.
Όλα αυτά τα ενέταξα στην πλοκή του μυθιστορήματος. Ο ερωτευμένος καπετάνιος αφήνει την αγαπημένη του γιατί θέλει να μάθει για τον ατμό, εκείνη μένει μόνη, ανίκανη να αντιμετωπίσει όσα της συμβαίνουν.
Στο βιβλίο σας η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι ήρωες είναι διανθισμένη με πολλές λέξεις του χιώτικου τοπικού ιδιώματος. Πόσο σας δυσκόλεψε η ενσωμάτωση αυτή κατά τη συγγραφή;
Λατρεύω τις λέξεις, λατρεύω τη γλώσσα, μαγεύομαι από τον ήχο, το σημαίνον και το σημαινόμενο. Για μένα η γλώσσα είναι ένα μεγάλο πολύχρωμο τρένο που σε κάθε βαγόνι ταξιδεύουν τα διάφορα γλωσσικά ιδιώματα. Όταν γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ενδιαφέρει να ξέρω πώς μιλούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Μπορεί κανείς να μάθει πολλά για το πολιστισμικό επίπεδο από τις ευχές και τις κατάρες, τις παροιμίες, ακόμα και τα ερωτόλογα. Αγόρασα ένα λεξικό, αλλά έφτιαξα και μόνη μου ακόμα ένα με λέξεις που εύρισκα στα παραμύθια, στα ποιήματα, στα δημόσια έγγραφα των αρχείων. Ψάχνοντας, βρήκα ένα θεατρικό του Κορομηλά, γεμάτο χιώτικες λέξεις. Μου χάρισαν ένα κοσμηματοπωλείο! Το ίδιο συμβαίνει και με τα ονόματα. Η Βγερού, η κοκόνα Μαρούκα, η Θαρσίτσα, η Κακκού, η Πλουμού, ονόματα που βρήκα σε εκκλησιαστικά αρχεία για γάμους και βαφτίσια. Για να ζωντανέψω την εποχή, να γνωρίσω τους ανθρώπους και να τους κεντήσω στον καμβά μου, θέλω να ξέρω τι έτρωγαν, τι φορούσαν, πώς μιλούσαν. Όταν διάβασα σε μια παλιά συνταγή «ψοφάμε σιγά σιγά το κρομμύδι», έφτιαξα μια ολόκληρη ιστορία για να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη!
Και το πιο σημαντικό: σε ένα ποίημα που βρήκα στο βιβλίο του Κανελάκη, τα Χιακά ανάλεκτα, διαβάζω τον στίχο:
Άπιστη που με πρόδωσες, που μου ‘φτυσες τα μούτρα
Εκεί στο μαυλομαχαλά, πρέπει να γίνεις κούρβα
Η λέξη «μαυλομαχαλάς», από το εκμαυλίζω και μαχαλάς=γειτονιά, με συγκλόνισε. Έτσι, αποφάσισα μικρή μου η Φλουρού να γίνει πόρνη ώστε να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη. Και αυτό άλλαξε όλη τη δομή και την πλοκή του βιβλίου!
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το «Μαστοιχειώ», το ξωτικό του σκίνου; Το διαβάσατε κάπου ή ήταν δικό σας λογοτεχνικό εφεύρημα;
Όσο και αν έψαξα, δεν βρήκα ένα παραμύθι ή ένα ωραίο θρύλο για τη μαστίχα, το μαστίχι όπως μου αρέσει να το λέω γιατί έτσι το βρήκα. Υπάρχει ένας θρύλος για τον άγιο Ισίδωρο, αλλά δεν έχει τη μαγεία του μύθου, έτσι έφτιαξα ένα δικό μου μικρό παραμύθι και αφού μέσα στα δέντρα, τα φυτά, τα λουλούδια ζούνε νεράιδες και ξωτικά, μέσα στο μαστιχόδεντρο σίγουρα θα ζει η Μαστοιχειώ!
Η Μαστοιχειώ δεν είναι πρόσωπο, είναι το ξωτικό του βιβλίου! Πριν ακόμα αποφασίσω τι θα γράψω, ετουτη η αγελούδα με στοίχειωνε. Είναι το αερικό που πλανιέται στις σελίδες, σκορπίζω αυτή την απίστευτη οσμή που εκλύεται από τα δάκρυα του σκίνου και μεθάει τις αισθήσεις των ηρώων μου αλλά και τις δικές μου.
Θερμά σας ευχαριστώ για τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις!



































Πρόσκληση φίλων