Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Το βιβλίο «Η Κάδμω».
Η συγγραφέας Μέλπω Αξιώτη.
Η επιμελήτρια Μαρία Κακαβούλια.
Οι εκδόσεις Κέδρος.
Οι εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ και ο IANOS παρουσίασαν το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη (1903-1973), «Η Κάδμω», σε Φιλολογική επιμέλεια-Επίμετρο-Σχόλια της Μαρίας Κακαβούλια.
Για το βιβλίο μίλησαν:
- Τιτίκα Δημητρούλια, αν. καθηγήτρια ΑΠΘ – κριτικός λογοτεχνίας
- Μάρω Δούκα, συγγραφέας
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, συγγραφέας
- Μαρία Κακαβούλια, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
- Θωμάς Τσαλαπάτης, ποιητής
ενώ η ηθοποιός Σοφία Σεϊρλή παρουσίασε σύντομη παράσταση βασισμένη στις διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη.
H κα Κατερίνα Δημάκη, υπεύθυνη εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ, καλωσόρισε το κοινό στην αίθουσα, ενημέρωσε για το περιεχόμενο της εκδήλωσης και έδωσε το λόγο στον εκδότη του Κέδρου, κο Γιώργο Παπαθανασόπουλο, ο οποίος ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση «προς τιμήν μίας μεγάλης συγγραφέως», όπως χαρακτήρισε την Μέλπω Αξιώτη, «μια ανυπέρβλητη εκπρόσωπο του ελληνικού μοντερνισμού».
Συνέχισε αναφερόμενος στη ζωή της συγγραφέως, από τη γενέτειρά της τη Μύκονο, στην Αθήνα, τις επαφές της με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Γιώργο Σεφέρη, το Γιάννη Ρίτσο. το Νίκο Αλεξίου, από το πρώτο της διήγημα «Απ' τα χθες έως σήμερα» στην εφημερίδα «Μυκονιάτικα χρονικά», έως τις πολιτικές της επιλογές, την αντίσταση, την απελευθέρωση, την απόδρασή της στην Ευρώπη όπου η διανοητές της επιφύλαξαν θερμή υποδοχή, την εξορία και την επιστροφή της μετά από 20 χρόνια.
«Το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, "Δύσκολες νύχτες"», είπε ο κος Παπαθανασόπουλος και συμπλήρωσε, «Οι διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη τόσο στην προσωπική της ζωή όσο και στη λογοτεχνία συνδέονται με τις ιστορικές στιγμές που συγκλόνισαν τον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο, διατρέχοντας την περίοδο από το μεσοπόλεμο έως τον ψυχρό πόλεμο».
Ο κος Παπαθανασόπουλος συνέχισε περιγράφοντας τα έργα και τις διακρίσεις της συγγραφέως και την ακαδημαϊκή πορεία μετά την απέλασή της από το Παρίσι και την εγκατάστασή της στην ανατολική Γερμανία, μετά στη Βαρσοβία και πάλι πίσω στη Γερμανία. Με τον επαναπατρισμό της το 1965 αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις στην Ελλάδα και η υγεία της επιδεινώθηκε στις αρχές του '70, «Κατόρθωσε όμως να ολοκληρώσει το κύκνειο άσμα της το 1973, ένα χρόνο πριν το θάνατό της», είπε και μίλησε για τη νέα αυτή έκδοση, επιμελημένη και σχολιασμένη από την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παντείου πανεπιστημίου, Μαρία Κακαβούλια, «μετά από μία επίπονη και συστηματική εργασία που διήρκεσε αρκετά χρόνια».
Παρουσίασε στη συνέχεια του ομιλητές, την κα Μάρω Δούκα η οποία έχει δημοσιεύσει αρκετά κριτικά κείμενα πάνω στο έργο της Μέλπως Αξιώτη, την αναπληρώτρια καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανειπστημίου Θεσσαλονίκης και κριτικό λογοτεχνίας κα Τιτίκα Δημητρούλια η οποία μετάφρασε από τα γαλλικά το μυθιστόρημα της Αξιώτη «Ρεπυμπλίκ - Βαστίλλη», το συγγραφέα Παναγιώτη Κουσαθανά και επί σειρά ετών μελετητή του έργου της και τον ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη «του οποίου η παρουσία υπογραμμίζει την επιρροή της Μέλπως Αξιώτη στους Έλληνες λογοτέχνες της νεότερης γενιάς».
Προλόγισε την ηθοποιό Σοφία Σεϊρλή η οποία παρουσίασε σύντομη παράσταση βασισμένη στις διαδρομές της τιμούμενης συγγραφέως.
Ο κα Σοφία Σεϊρλή δραματοποίησε κείμενα και περιγραφές της Μέλπως Αξιώτη, τα οποία μπορείτε να απολαύσετε στο βίντεο που συνοδεύει το ρεπορτάζ.
Η συγγραφέας Μάρω Δούκα μίλησε για λίγο και με δυσκολία, «Είμαι με φαρυγγίτιδα», είπε, «Αλλά είμαι εδώ διότι δεν γινότανε να μην είμαι».
Εξέφρασε τη συγκίνησή της για την παρουσίαση της κας Σεϊρλή, «Τώρα αισθάνομαι σαν να έχει τελειώσει η βραδιά», είπε η κα Δούκα και συνέχισε, «Τη Μέλπω Αξιώτη την αγάπησα σαν δικό μου άνθρωπο παρόλο που δεν τη γνώρισα όσο ζούσε μιας και έφυγε το '72, ενώ εγώ βρέθηκα στον Κέδρο ένα χρόνο αργότερα». Ευχαρίστησε ιδιαίτερα τις εκδόσεις Κέδρος «που δεν την ξέχασαν» (σ.σ. τη Μέλπω Αξιώτη) και κατέθεσε την εκτίμησή της προς τη Μαίρη Μικέ που επιμελήθηκε τα ποιήματα της Αξιώτη, όπως και άλλα έργα της. Απευθύνθηκε με συγκίνηση στην κα Τιτίκα Δημητρούλια που ήταν δίπλα της και που, όπως είπε, «μετέφρασε το έργο "Ρεπυμπλίκ - Βαστίλλη" σαν να ήταν η ίδια η Μέλπω». Ευχαρίστησε τις ιστορικούς Άννα Ματθαίου και Πόπη Πολέμη «που κατάφεραν να επιβάλουν τάξη σε χιλιάδες χαρτιά και να μας ταξιδέψουν στις διαδρομές της Μέλπως, Διαδρομές που σχετίζονται άμεσα με την αριστερά και την πορεία της σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια».
«Τι να πω για την εξαιρετικής ευαισθησίας, βαθιάς γνώσης και απέραντης υπομονής εμπνευσμένη κριτική έκδοση και επιμέλεια του βιβλίου από τη Μαρία Κακαβούλια;», αναρωτήθηκε η κα Δούκα αναφερόμενη στο βιβλίο της παρουσίασης. «Ευτύχησε η Κάδμω, ευτύχησε και η Μέλπω, που μετά θάνατον γνωρίστηκε με τη Μαρία», είπε δίνοντας η ίδια την απάντηση.
Ως «Βιβλίο σπουδή στην ανακεφαλαίωση, επισκόπηση, ανασύνταξη, επανεκτίμηση, προετοιμασία, για τη μεγάλη και οριστική αναχώρηση προς το απέραντο τίποτα», χαρακτήρισε το βιβλίο και συνέχισε, «Ένα βιβλίο για τη γλώσσα». Χαρακτήρισε τη συγγραφέα «όχι λεξιλάγνα» διότι «η Αξιώτη γνώριζε, ο αγώνας της με τη λέξη ήταν ο αγώνας με το χρόνο, το χώρο και τον τόπο, με τη ζωή. Τη ζωή που αυτή ζήσαμε και άλλη δεν γίνεται να ξαναζήσουμε, αυτή τη λέξη και αυτή τη ζωή μας δίδαξε η Αξιώτη».
Συμφώνησε με την προτροπή της Τατιάνας Μιλλιέξ προς τους νέους συγγραφείς, «να διαβάζουν και να μελετούν τη Μέλπω Αξιώτη, θα διδαχθούν πολλά», συμπληρώνοντας ότι θα διδαχθούν «το βίωμα της λέξης, την περιπέτειά της μέσα στην πρόταση, τον αγώνα, την ορμή, το παράπονο, το άρωμά της, το χρώμα της, την ιστορία της».
«Αλίμονό σου όμως αν προσπαθήσεις να τη μιμηθείς», τόνισε η κα Δούκα, διότι η Μέλπω δεν διδάσκεται και ο αναγνώστης θα ωφεληθεί μόνον εάν προσπαθήσει να αναζητήσει μέσα από το παράδειγμά της τη δική του σχέση με τη γλώσσα.
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στα χρονικά της Αξιώτη, κείμενα με ημερομηνία λήξεως που όμως λόγω της υψηλής αίσθησης και συναίσθησης του γλωσσικού αισθητηρίου, καλείται να υπηρετήσει την αίσθηση και συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης. Σε αυτό, κατά τη τη γνώμη της κας Δούκα, εδράζεται όλη η ποιητική στιβαρότητα του σπαραχτικού λόγου της Μέλπως.
Ο κος Παναγιώτης Κουσαθανάς χαρακτήρισε τον εκδοτικό οίκο Κέδρο ως «το αληθινό σπίτι της Μέλπως», «στέγη και οικογένεια για αυτήν», όπως είπε. «Δεν χρίζουν ιδιαίτερων συστάσεων ούτε η συγγραφέας, ούτε το έργο της, ούτε και η «καταξιωμένη» επιμελήτρια, καθηγήτρια κα Κακαβούλια», συμπλήρωσε ο κος Κουσαθανάς.
Αναφέρθηκε σε ρήση της επιμελήτριας για την Αξιώτη, «Η λογοτεχνία της είναι λογοτεχνία με ρίζα και η γραφή της γραφή με ανάσα», χαρακτηρίζοντάς την ως «τις καλύτερες κριτικές κουβέντες, τις πιο οξυδερκείς, τις πιο ευσύνοπτες», που συνοψίζουν με σπάνια οικονομία τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης της. «Κατάφερε να μετατρέψει σε ένα πρώτης τάξεως εργαλείο τη γλώσσα που είχε μάθει από τις γερόντισσες της Μυκόνου και τις ιστορίες που διηγούνταν οι ίδιες», σημείωσε ο ομιλητής.
Συνέχισε αναφερόμενος στο έργο της συγγραφέως, από το 1930 που πρωτοεμφανίστηκε και το πως χειρίστηκε και αξιοποίησε τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, στη μουσικότητα που αναδύεται από το λόγο της, χωρίς περιττά στοιχεία. Στο πως επηρεάστηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον, τον παππού και το μουσικό πατέρα της. «Αληθινή μάγισσα του λόγου» χαρακτήρισε τη Μέλπω Αξιώτη και σχολίασε το πως τη σημάδεψε η απώλεια της επαφής της με τη γλώσσα της, με την τοπική διάλεκτο, λόγω της πολυετούς απουσίας της από την Ελλάδα.
«Όσο και να τη μελετούμε, πάντα θα μα εκπλήσσει», είπε για το έργο της συγγραφέως και εξήρε την επιμέλεια της κας Κακαβούλια που, «άξιζε να την περιμένουμε 40 χρόνια».
«Να μη μείνει άγνωστος ο τάφος του», θεωρούσε η Αξιώτη ως τη μεγαλύτερη τύχη κάθε ανθρώπου, «να πηγαίνει εκεί και να κάθεται κάποιος, που σημαίνει ότι για κάποια πράξη του, κάποιος θα τον θυμάται» και αναφερόμενη η ίδια στο έργο της έλεγε, «όταν θα είμαι νεκρή, τα πρόσωπα και οι λέξεις των βιβλίων μου θα μιλούν για εμένα».
Η κα Τιτίκα Δημητρούλια εκθείασε τις παρουσιάσεις των προηγουμένων ομιλητών και ευχαρίστησε τη Μαρία Κακαβούλια για το έργο της πάνω στο κείμενο της Μάρως Αξιώτη, «πλαισιωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να φτάσει και στους ειδικούς και στο ευρύ κοινό και να ξανασυστήσει ένα κομβικό κείμενο όπως είναι η Κάδμω και στο επίμετρό της κάνει μία ανάγνωση του έργου που αναδεικνύει τη δομή, το ύφος και άλλα στοιχεία τυπικά στην Αξιώτη».
Κατέθεσε την πεποίθησή της για την εμβέλεια που θα είχε το έργο της Αξιώτη αν είχε γράψει σε άλλη γλώσσα, «σκέφτομαι καμιά φορά», είπε, «πως μέσα στο μεσοπόλεμο θα μπορούσε να γνωρίζει τη Βιρτζίνια Γουλφ, να την έχει ως πρότυπο και διαβάζοντας την Αξιώτη έχεις την αίσθηση της συνομιλίας».
Ως «οριακό με πολλαπλή σημασία» χαρακτήρισε το εν λόγω βιβλίο, «οριακό του δικούς της χρόνου, οριακό μίας ολόκληρης ιστορικής εποχής την οποία βίωσε η ίδια στο κορμί, στο νου και στην ψυχή της, οριακό λόγω της έντασης μεταξύ λόγου και σιωπής, οριακό διότι διατυπώνει μία άγρια διελκυστίνδα ανάμεσα στη μνήμη και στη λησμονιά σε τοπικό και σε συλλογικό επίπεδο».
Το συνολικό έργο της Αξιώτη, και με την Κάδμω, βρίσκεται στον πυρήνα του παγκόσμιου μοντερνισμού, σημείωσε η κα Δημητρούλια, με τον οποίο άλλωστε συμβαδίζουν χρονικά τα πρώτα της κείμενα, ένας ελληνικός ριζοσπαστικός μοντερνισμός ριζωμένος στην παράδοση, στη γλώσσα, στη λέξη, στη ντοπιολαλιά.
«Το γράψιμο είναι σπουδαία υπόθεση, όπως ο έρωτας που περιμένεις πρώτα να σου έρθει η επιθυμία», έλεγε η Μέλπω Αξιώτη και «στη γραφή της αρνείται κάθε εξουσία, ακόμα και αυτή που της δίνει η ιδιότητα της συγγραφέως, δανείζει τη φωνή της, γίνεται η φωνή της φορέας των ανώνυμων, επώνυμων, άλλων φωνών, ένα διαλογικό νήμα».
«Αυτή τη λογοτεχνία που είναι γραμμένη με αίμα και ψυχή, σήμερα περισσότερο από κάθε φορά την έχουμε ανάγκη», είπε η κα Δημητρούλια κλείνοντας την ομιλία της.
ο κος Θωμάς Τσαλαπάτης ευχαρίστησε για την πρόσκληση αλλά και για το βιβλίο. Για την επιρροή του έργου της Αξιώτη στους νέους συγγραφείς σχολίασε ότι, «άλλα έργα αγαπάμε και άλλα μας επηρεάζουν, άλλα είναι τα στοιχεία που μας ενθουσιάζουν και άλλα αυτά που μπορούμε να αξιοποιήσουμε» και περιέγραψε τον ενθουσιασμό που του προκάλεσε από την αρχή η ανάγνωση των έργων της Αξιώτη ξεχωρίζοντας «το πολιτικό δίπολο μεταξύ του αγώνα και του τιμήματος αυτού του αγώνα».
Για το τι μπορεί να προσφέρει το έργο της Αξιώτη σε ένα δημιουργό και ιδιαίτερα σε έναν διαφορετικό τομέα της λογοτεχνίας, την ποίηση, ένα είδος που και η ίδια χρησιμοποίησε αλλά άφησε σε δεύτερη μοίρα, είναι «αυτή η ιδιόμορφη σχέση ανάμεσα στον ποιητικό και πεζογραφικό λόγο» και συνέχισε, «ως μία από τις σημαντικότερες πεζογράφους του ελληνικού μοντερνισμού, τα μυθιστορήματά της γλωσσικά συγκεκριμένα, συνειρμικά, κυμαινόμενα ανάμεσα στον παιδικό λόγο, την προφορικότητα και τη λαϊκότητα, απορρίπτουν τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης, αφήνουν ένα ευδιάκριτο στίγμα και αποτελούν παρακαταθήκη για ότι καινούργιο προσπαθεί να αρθρωθεί».
Σημείωσε ο κος Τσαλάπτης το ποιητικό της έργο το οποίο μένει παραγκωνισμένο και αναφέρθηκε ειδικά στις τρεις συλλογές της, η «Σύμπτωση», το «Κοντραμπάτο» και τα «θαλασσινά», από το '39 έως το '61 και χαρακτήρισε περισσότερο ποιητική τη μυθιστορηματική της αφήγηση.
«Η Μέλπω Αξιώτη υπήρξε όχι μόνον μία μεγάλη ποιήτρια του πεζογραφικού μας παρελθόντος αλλά και μία εξίσου σημαντική στιγμή του ποιητικού μας μέλλοντος», σημείωσε ο ποιητής ολοκληρώνοντας την παρέμβασή του.
Η επιμελήτρια της έκδοσης, κα Μαρία Κακαβούλια, ευχαρίστησε όλους τους «συνδαιτημόνες του βραδινού τραπεζιού» και μίλησε για το πως δούλεψε όταν παρέλαβε «αυτό το κειμενάκι, το κατά τα άλλα αθώο το οποίο αποδείχτηκε ότι ήταν μία "καυτή πατάτα", το τελευταίο κείμενο της Αξιώτη».
Συνέχισε με την προσωπική της σχέση με την Κάδμω, απ' την εποχή που ολοκλήρωνε το διδακτορικό της πάνω στις «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη όπου, «Με βρήκε ο Γιώργος Σαββίδης και μου λέει, "έχω κάτι για εσένα, ολόκληρο το χειρόγραφο της Κάδμως"». Η πρώτη της σκέψη ήταν «αυτό δεν είναι για εμένα» λόγω του μικρού της ηλικίας και της απειρίας της, και το άφησε ασχολούμενη με άλλα. Το θέμα επανήλθε το 2010 από τον Κέδρο με πρόταση να αναλάβει την επιμέλεια της Κάδμως όπου, όπως είπε, δεν μπορούσε να αρνηθεί.
Η αρχική της σκέψη ήταν «να γράψει ένα μικρό επίμετρο για να βγει αυτό το μικρό βιογραφικό βιβλίο» αλλά διαβάζοντας το κείμενο αυτό άρχισε να ζητάει όλο το πληροφοριακό υλικό ώστε να συμπληρωθεί η ανάγνωση της Κάδμως. Κατέληξε να γράψει ένα επίμετρο το οποίο περιλαμβάνει αρκετά πράγματα, ένα ερμηνευτικό κείμενο για τη συγγραφική κληρονομιά της συγγραφέως, ένα βιογραφικό κείμενο με την ιστορία της ίδιας της Μέλπως Αξιώτη εμπλουτισμένο με νέα στοιχεία και λεπτομέρειες, το εκδοτικό σημείωμα για το πως γράφτηκε το βιβλίο ως αποτέλεσμα της ενθάρρυνσης του Γιάννη Ρίτσου, την πρόσληψη της Κάδμως για τον αναγνώστη και το γλωσσάρι του Παναγιώτη Κουσαθανά με όλες τις λέξεις της Μυκόνου που υπάρχουν στο κείμενο. Έτσι προέκυψε ένα επίμετρο με μέγεθος παρόμοιο με το αρχικό κείμενο!
Εξέφρασε την ικανοποίησή της για το αποτέλεσμα, «για αυτό και πήρε τόσο χρόνο», όπως σημείωσε, με το κύριο κείμενο όμοιο με το αρχικό του '72 που βγήκε με την έγκριση και επιμέλεια της ίδιας της συγγραφέως, χωρίς αντικαταστάσεις.
Συνέχισε με προσωπικές ευχαριστίες για τη βοήθεια στην ολοκλήρωση του έργου, στη Νινέττα Μακρυνικόλα, επιμελήτρια των εκδόσεων Κέδρος, σε όλο το δυναμικό τους Κέδρου, στη κα Σπανάκη, στην κα Συμεωνίδου, στο Θανάση, στην Αριάδνη, στη Μαρία. «Από καρδιάς» ευχαρίστησε και δύο δικούς της ανθρώπους, τους πρώτους αναγνώστες, το Χρήστο Παπάζογλου και τον Περικλή Πολίτη αλλά και όλους όσοι συμμετείχαν στην παρουσίαση.













































Πρόσκληση φίλων