Γράφει: Πόπη Ξοφάκη
Η Μαρία Κωνσταντούρου γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά, όπως δηλώνει, νιώθει πάντα νησιώτισσα, από τη Χίο, το νησί της μητέρας της.
«Τα παιδικά μου χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, με εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Η περίοδος της εφηβείας μου, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, με πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας», σημειώνει η ίδια στο βιογραφικό της.
Με την ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης του μυθιστορήματός της «Ασκίμ θα πει αγάπη», η συγγραφέας μίλησε στο Bookia για το έργο της.
Ε: Έχετε γράψει δέκα βιβλία που έχουν αγαπηθεί και, όπως λένε κι οι αναγνώστες, κάθε φορά ανεβάζετε τον πήχη όλο και ψηλότερα. Θεωρείτε πως το τελευταίο σας, το "Ασκίμ θα πει αγάπη", είναι το καλύτερο;
Μιλώντας γενικά, πιστεύω ότι τα πρώτα βιβλία ενός συγγραφέα είναι ακόμα άγουρα από πλευράς γραφής. Μπορεί να υπάρχει το ταλέντο, όμως σίγουρα λείπει η εμπειρία, τόσο στη συγγραφή όσο και στο στήσιμο της ιστορίας. Αυτό ακριβώς πιστεύω ότι συμβαίνει και σε μένα. Καθώς μεγαλώνω και συνεχίζω να γράφω και να διαβάζω, μεγαλώνει η πείρα μου αλλά και ο αυτοέλεγχός μου. Γίνομαι πιο οργανωτική, περισσότερο απαιτητική με τον εαυτό μου, αλλά και πιο ώριμη ως άνθρωπος. Όλα αυτά είναι πολύτιμη βοήθεια για έναν συγγραφέα και σαφώς αντικατοπτρίζονται στο έργο του.
Ε: Δέκα βιβλία σε δεκαοχτώ χρόνια σημαίνει 1 βιβλίο ανά δύο χρόνια, περίπου. Δεν νιώθετε την ανάγκη ή την υποχρέωση να παραδίδετε στους αναγνώστες σας ένα κάθε χρόνο, όπως συνηθίζεται;
Η συγγραφή σίγουρα δεν πηγάζει από καμία υποχρέωση. Όσο για την ανάγκη που είπατε, η μόνη ανάγκη που με οδηγεί στο να γράψω ένα καινούργιο βιβλίο είναι αυτή που βγαίνει από μέσα μου, από την ψυχή μου. Όταν νιώθω πως έχω κάτι να πω, όταν θέλω να «φωνάξω» κάτι σημαντικό, όταν το μυαλό και η καρδιά μου δεν ησυχάζουν τα βράδια και ταξιδεύουν σε άλλους ορίζοντες τη μέρα, τότε σημαίνει πως είμαι έτοιμη για το επόμενο μυθιστόρημα. Κατόπιν παραγγελίας, πίεσης ή υποχρέωσης, δεν μπορώ να γράψω τίποτα καλό· τίποτα που να ικανοποιεί πρωτίστως εμένα.
Ε: Σε ποια κατηγορία θα κατατάσσατε το τελευταίο σας βιβλίο; Και γενικά, με ποιο είδος μυθιστορήματος σας αρέσει να καταπιάνεστε;
Γενικά τα βιβλία μου θα τα χαρακτήριζα ως κοινωνικά, ή μάλλον ως ανθρωπιστικά. Έχουν επίκεντρο τον άνθρωπο και ασχολούνται με ηθικές και κοινωνικές αξίες. Μπορεί κάποια να αναδίδουν μια ελαφριά εσάνς μυστηρίου, περιπέτειας ή ρομάντζου, ωστόσο κατά βάση είναι κοινωνικά, με διακριτικές δόσεις φιλοσοφικών προβληματισμών και αναζητήσεων.
Ε: Θα γράφατε ποτέ μία ιστορία αστυνομικού περιεχομένου; Εάν ναι, θα το βλέπατε σαν πρόκληση να δοκιμαστείτε και σε αυτή την κατηγορία;
Πρόκληση είναι σίγουρα και μάλιστα μεγάλη. Και θα σας εξομολογηθώ ότι το έχω σκεφτεί αρκετές φορές. Το σκέφτομαι ακόμη κι αυτές τις μέρες για το επόμενο βιβλίο μου. Αστυνομικό, όχι εστιάζοντας στη βία και στο αίμα, αλλά στην ψυχοσύνθεση του δράστη και του θύματος. Με έντονες δόσεις ψυχολογικού θρίλερ. Όμως το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο για μένα, ίσως γιατί δεν έχω διαβάσει τόσο πολλά μυθιστορήματα αστυνομικής λογοτεχνίας.
Και σίγουρα επειδή στο κομμάτι των ερευνών παίζει πια τόσο σημαντικό ρόλο η εξέλιξη της τεχνολογίας που εγώ δεν γνωρίζω. Αν το κάνω, μάλλον θα διαδραματίζεται σε παλαιότερη εποχή, πριν ανακαλυφθούν οι υπολογιστές και τα εργαστήρια DNA.
Ε: Τελικά, "Ασκίμ" όντως θα πει αγάπη;
Γενικά μιλώντας, η αγάπη δεν έχει όνομα. Έχει δύναμη, ουσία, αξία, μεγαλείο, όπως κι αν την ονομάσει κανείς. Στο βιβλίο πήρε το όνομα Ασκίμ. Κυριολεκτικά σημαίνει «έρωτά μου» και στα τουρκικά προφέρεται «άσκ’μ». Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου, όμως, σύμφωνα με τη μυθοπλασία, οι Έλληνες της Βατούσας –του όμορφου χωριού της Λέσβου– με τα χρόνια το πρόφεραν «ασκίμ», αναφερόμενοι σε ένα πολύτιμο αντικείμενο. Αυτό το αντικείμενο, λοιπόν, για τους πολλούς αντιπροσώπευε χρήμα και εξουσία, σε κάποιους προκαλούσε φόβο και για άλλους συμβόλιζε κάτι πολύ περισσότερο, την αγάπη. Την αγάπη σε όλα της τα πρόσωπα και όλες της τις διαστάσεις. Αν τελικά ψάξουμε όλοι βαθιά μέσα μας, σε κάποια άκρη της καρδιάς μας θα βρούμε ένα μικρό «ασκίμ» να λαμπυρίζει και, αν το κάνουμε σύμμαχο και οδηγό μας, θα καταφέρουμε να νιώσουμε και να μεταδώσουμε το αληθινό μεγαλείο της αγάπης.
Ε: Ήθελα να αποφύγω τη συγκεκριμένη ερώτηση, επειδή τη θεωρώ πλέον τετριμμένη, ωστόσο δεν μπορώ να αντισταθώ στην περιέργειά μου και θα ρωτήσω. Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του "Ασκίμ θα πει Αγάπη"; Ή την ιστορία του προηγούμενου επιτυχημένου βιβλίου σας, "Η Άγνωστη δίπλα μου";
Τόσο η Άγνωστη όσο και το Ασκίμ, ως εικόνες υπήρχαν στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Μου έλειπαν μόνο οι κατάλληλες ιστορίες για να τα ενσωματώσω. Για την πρώτη, η βασική ιδέα μού ήρθε ένα βράδυ στον ύπνο μου. Για το δεύτερο, η έμπνευση με βρήκε πρόπερσι το καλοκαίρι που έκανα διακοπές στη Βατούσα. Η ομορφιά του χωριού, η γοητεία των ανθρώπων, τα εντυπωσιακά τοπία, έντυσαν γρήγορα την ιστορία μου και γέννησαν τους ήρωές μου. Αποκεί και πέρα, οι ήρωες και οι προσωπικές μου ανησυχίες ήταν αυτά που καθοδήγησαν την πλοκή και την κατάληξη των δύο ιστοριών.
Ε: Τι σας δυσκολεύει περισσότερο; Να βρείτε το θέμα σας, να εξελίξετε την ιστορία σας ή το πώς θα την ολοκληρώσετε;
Νομίζω πως αυτό που μου τρώει τον περισσότερο χρόνο –άρα μάλλον με δυσκολεύει πιο πολύ– είναι το να χτίσω στο μυαλό μου τη μυθοπλασία που θα εξυπηρετήσει το θέμα που με απασχολεί. Όταν το καταφέρω, όλα τα υπόλοιπα γίνονται αβίαστα. Οι ήρωές μου αποκτούν πρόσωπα και χαρακτήρες και παίρνουν τη σκυτάλη ώστε να προκαλέσουν μια σειρά από γεγονότα και περιπέτειες. Τότε η μόνη δυσκολία πλέον είναι η έλλειψη χρόνου. Ξέρετε, είναι πολύ οδυνηρό για έναν συγγραφέα να νιώθει το μυαλό του να εκρήγνυται όλη μέρα από ιδέες και ατάκες και να προσπαθεί να τα συγκρατήσει μέχρι να βρει τον χρόνο να τα καταγράψει, να τα βγάλει από μέσα του για να ανακουφιστεί.
Ε: Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε ένα βιβλίο που θα αποτελεί τη συνέχεια κάποιας από τις ιστορίες που έχετε ήδη εκδώσει;
Όχι, ποτέ. Από τη στιγμή που θα γράψω τη λέξη «τέλος», για μένα τουλάχιστον η ιστορία έχει ολοκληρωθεί. Έχει επέλθει η κάθαρση και ο κάθε ήρωας έχει πια ακολουθήσει τον δικό του δρόμο, όπως κι αν τον έχει φανταστεί ο αναγνώστης. Θα με κούραζε να συνέχιζα κάτι που κάποια στιγμή πίστεψα πως έχει κλείσει. Κι από την άλλη, αγαπώ τις αλλαγές, μου αρέσει να προχωράω μπροστά, να καταπιάνομαι με καινούρια θέματα. Ωστόσο, η ζωή μού έχει μάθει να μην είμαι απόλυτη. Ίσως κάποια μέρα να εκπλήξω κι εγώ η ίδια τον εαυτό μου.
Ε: Ως μεταφράστρια και επιμελήτρια, πώς σας φαίνεται που έρχονται στα χέρια σας δημιουργήματα άλλων;
Μου δημιουργούνται ποικίλα συναισθήματα, αναλόγως με το κείμενο που έχω να μεταφράσω ή να επιμεληθώ. Έχουν τύχει φορές που έχω ζηλέψει το θέμα ή τις περιγραφές κάποιου συγγραφέα και άλλες που έχω δυσανασχετήσει. Η σημαντικότερη δυσκολία είναι να έχω διαρκώς στο μυαλό μου πως δεν γράφω εγώ το εκάστοτε βιβλίο. Ωστόσο, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που κάνει αυτή τη δουλειά, γιατί έτσι έχω την ευκαιρία να διαβάζω πολύ περισσότερα βιβλία απ’ όσα θα διάβαζα σε άλλη περίπτωση, καθώς επίσης έχω την τύχη να είμαι από τους πρώτους που συναντούν αληθινά διαμάντια.
Ε: Πως πιστεύετε ότι το ΒΟΟΚΙΑ μπορεί να ενισχύσει τη φιλαναγνωσία;
Πιστεύω ότι το ΒΟΟΚΙΑ ήδη κάνει πολύ καλή δουλειά και αυτό οφείλεται πρωτίστως στο μεράκι και στην αγάπη που τρέφει προς τα βιβλία και τους συγγραφείς. Γι' αυτό ακριβώς είμαι σίγουρη πως αν υπάρχει κάτι περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει, θα το ανακάλυπτε πρώτο το ΒΟΟΚΙΑ. Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι περισσότερο.

































Πρόσκληση φίλων