Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Πασχάλης Πράντζιος, μιλάει στην Λεύκη Σαραντινού για το «Βαγόνι τρίτης θέσης»
Διαφ.

Γράφει: Λεύκη Σαραντινού

Ο Πασχάλης Πράντζιος γεννήθηκε στην Ανάβρα Καρδίτσας το 1971 και εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 2006. Σπούδασε φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Θέατρο με ειδίκευση στην Επιβίωση του Αρχαίου Δράματος (ΑΠΚΥ) και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ. Παράλληλα με τη μυθιστοριογραφία ασχολείται με τη θεωρία λογοτεχνίας και θεάτρου, δημοσιεύοντας άρθρα και μελέτες του σε περιοδικά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Εργάζεται ως φιλόλογος καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα είναι τα παρακάτω: Και πάντα με χείλη κόκκινα, 2006, Περί ανέμων και γάτων, 2009, Λιωμένο μολύβι, 2012, Η πόλη έχει ρεπό, 2014, Ξανάγινε τρεις…, 2016, Τριάντα έξι ώρες βροχής, 2019

Το Βαγόνι τρίτης θέσης, για το οποίο μας μίλησε εδώ, είναι το έβδομο μυθιστόρημά του.

Βαγόνι τρίτης θέσης, Πασχάλης Πράντζιος, Πηγή

Το βιβλίο σας ασχολείται με τα ήθη και την ιστορία των μπουλουκιών, των περιπλανώμενων θιάσων του μεσοπολέμου. Θα μας μιλήσετε λίγο για αυτά; Πότε ξεκίνησε η ιστορία τους και πότε παρήκμασαν;

Τα θεατρικά μπουλούκια γεννήθηκαν λίγα χρόνια πριν την αυγή του περασμένου αιώνα. Τα θέατρα της Αθήνας, λίγα σε αριθμό, αδυνατούσαν να δώσουν δουλειά στους ηθοποιούς, οπότε κάποιοι καλλιτέχνες, προκειμένου να επιβιώσουν, οργάνωναν ένα μπουλούκι και περιδιάβαιναν την Ελλάδα πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό και σε μικρές επαρχιακές πόλεις. Εκεί ανέβαζαν τις παραστάσεις τους σε τσαντίρια (αντίσκηνα μεγάλης χωρητικότητας, με καθίσματα πάγκους) ή σε καφενεία και καπναποθήκες ή όπου αλλού κατάφερνε ο θιασάρχης να βρει χώρο, για να στήσουν τα σκηνικά τους. Φτωχοί θεατρίνοι, ταξίδευαν τα πρώτα χρόνια των μπουλουκιών πάνω σε κάρα και βοϊδάμαξες, κι αργότερα με τη δημιουργία του σιδηροδρομικού δικτύου, επιβιβάζονταν σε ξύλινα βαγόνια τρίτης θέσης με προορισμό την ελληνική επαρχία. Το μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας επέτρεπε τις περιοδείες τους να κρατούν τους περισσότερους μήνες του χρόνου κι έτσι άνεργοι ηθοποιοί μπορούσαν να εξασφαλίσουν μία εργασία. Οι μπουλουκτσήδες ήταν ηθοποιοί που υποτιμήθηκαν και ελάχιστοι δικαιώθηκαν στην πορεία του χρόνου, οι περισσότεροι μείνανε στην αφάνεια, ξεχάστηκαν πεταμένοι στην άκρη της ζωής κι έφυγαν λησμονημένοι. Παρεξηγημένα τα μπουλούκια στη συνείδηση του κόσμου, ακόμη και στον κόσμο του θεάτρου, κι εκεί παρεξηγημένα ήταν. Η δράση τους άρχισε να φθίνει σιγά σιγά με την εμφάνιση του κινηματογράφου κι απ’ τη δεκαετία του ’60 και μετά άρχισαν να εξαφανίζονται.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη συγγραφή ενός τόσο πρωτότυπου πονήματος;

Χαίρομαι αν θεωρείτε το πόνημά μου πρωτότυπο. Ξέρετε, μερικές φορές η εκκίνηση μίας μυθιστορηματικής ιδέας που θα μπορούσε να οδηγήσει στη συγγραφή ενός κειμένου, μπορεί να είναι καθαρά προϊόν μίας συγκυρίας. Πριν μερικά χρόνια, στο πλαίσιο μίας μελέτης μου αναφορικά με το Θέατρο, τράβηξε την προσοχή μου η διδακτορική διατριβή της κυρίας Κεφαλά, «Η επίδραση των μπουλουκιών στην ελληνική κοινωνία», και ανακάλυψα έναν ολόκληρο κόσμο εκεί μέσα. Αυτό ήταν το ερέθισμα. Διότι από ’κει κι έπειτα ξεκίνησε η προσωπική μου έρευνα πάνω στο θέμα αυτό κι άρχισα σιγά σιγά να στήνω τα πρόσωπα και την πλοκή της μυθοπλασίας μου.

Στο βιβλίο σας ενσωματώνετε τις μυθιστορίες καλλιτεχνών από τρεις γενιές. Στη σημερινή εποχή αναφέρεστε στις πολλαπλές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ηρωίδα σας, προκειμένου να βρει δουλειά ως ηθοποιός και τονίζετε την απαραίτητη ύπαρξη των «γνωριμιών» και του «μέσου», προκειμένου να επιτευχθεί αυτό. Ισχύει κάτι τέτοιο και στη λογοτεχνία;

Ανοίγετε μεγάλη κουβέντα με το ερώτημά σας αυτό. Το βιβλίο στην εποχή μας είτε μας αρέσει είτε όχι είναι πια ένα εμπορικό προϊόν, ένα είδος προς πώληση. Οι εκδοτικοί οίκοι, προκειμένου να επιβιώσουν οικονομικά, αναζητούν επώνυμα πρόσωπα, ονόματα συγγραφέων που θα μπορούσαν να τους φέρουν πωλήσεις βιβλίων ανεξαρτήτως λογοτεχνικής αξίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Δεν είναι απλώς θέμα «γνωριμίας» ή «μέσου», όπως λέτε. Αυτό που διακυβεύεται σε μια ενδεχόμενη συνεργασία μ’ έναν εκδοτικό οίκο είναι ο αριθμός των αντιτύπων που θα μπορούσαν να πωληθούν και πώς το όνομα του συγγραφέα θα μπορούσε να προσελκύσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών.

Η δυσκολία αυτή που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες σχετικά με την εξεύρεση εργασίας είναι, πιστεύετε, ίδια σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές; Πάντοτε οι καλλιτέχνες επιβίωναν  δυσκολότερα από άλλους;

Με ρωτούν συχνά φίλοι και γνωστοί πόσα χρήματα βγάζω από τα βιβλία μου και τους απαντώ χαριτολογώντας πως αν ήθελα να γίνω «πλούσιος», θα έκανα άλλες επιλογές, δε θα έγραφα. Είναι δύσκολο να επιβιώσει ένας καλλιτέχνης υπηρετώντας την τέχνη του και ζώντας αποκλειστικά από την ιδιότητά του αυτή. Ελάχιστοι το έχουν καταφέρει αυτό. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στους συγγραφείς. Σε όλους τους χώρους της τέχνης υπάρχουν ταλέντα που δεν κατάφεραν να προβληθούν και παραμένουν στην αφάνεια. Το βλέπουμε σε κάποιες μουσικές σκηνές, ακούμε φωνές εξαιρετικές, πολύ καλύτερες σε πολλές περιπτώσεις από αυτές των πρώτων ονομάτων, κι όμως κυνηγούν το μεροκάματο. Παρακολουθούμε κάποιες παραστάσεις σε μικρά θέατρα και διακρίνουμε ταλαντούχους ηθοποιούς που τους ξέρει μονάχα ένα μικρό κοινό. Και στον εικαστικό χώρο το ίδιο συμβαίνει. Ποτέ δεν ήταν εύκολη η επιβίωση των καλλιτεχνών. Διακρίνονται λίγοι, χάνονται πολλοί και μέσα σ’ αυτούς κάποιοι είναι ταλαντούχοι.  

Στο βιβλίο σας ο Ανδρέας Ρεζής, ο άντρας που επιλέγει το Λενάκι για σύζυγο είναι ταγμένος κομμουνιστής. Πιστός στο Κόμμα, βλέπουμε ότι θυσιάζει τελικά την ευτυχία της οικογένειάς του χάριν των ιδεών του. Αργότερα θα θυσιαστεί και ο ίδιος για το Κόμμα, όπως και ο γιος του. Πώς το κρίνετε αυτό; Πιστεύετε ότι αξίζει τον κόπο να πεθαίνει κανείς για τις ιδέες του «προδίδοντας» τη δική του ευτυχία και εκείνη της οικογένειάς του;

Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τον ήρωα ενός μυθιστορήματος, όπως εν προκειμένω ο Ανδρέας Ρεζής, θα πρέπει να τον δει μέσα από τα πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής που αντιπροσωπεύει. Η πολιτική στράτευση στην ιδεολογία που εκπροσωπεί ο Ανδρέας αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, της δικτατορίας του Μεταξά και των πολιτικών εξελίξεων που έφερε στην πορεία ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος με τον Εμφύλιο σπαραγμό. Ο Ανδρέας δεν προδίδει την προσωπική και οικογενειακή του ευτυχία, δε σκέφτεται έτσι. Ανήκει σ’ εκείνους τους δον κιχώτες της ζωής που πιστεύουν πως ο άνθρωπος μόνο στην ουτοπία χωράει, σ’ αυτούς που προσπερνούν την ανάγκη για προσωπική ευημερία χάριν της κοινωνικής. Είναι ήρωας, όχι γιατί γεννήθηκε έτσι. Δε γεννιούνται οι ήρωες, δημιουργούνται μέσα από τις πολιτικές συνθήκες, ενίοτε κατασκευάζονται κιόλας, για να λειτουργήσουν ως φωτοδότες, προκειμένου να εμπνεύσουν ή να ξεσηκώσουν τα πλήθη. Τα παραδείγματα μέσα από τη νεοελληνική ιστορία είναι πολλά. Τώρα, όσον αφορά την κρίση μου απέναντι στον Ανδρέα ή τον γιο του, είναι ήσσονος σημασίας η προσωπική μου κρίση. Εγώ έγραψα το βιβλίο. Ο αναγνώστης κρίνει τα πράγματα αναλόγως της δικής του κοσμοθεωρίας κι είναι ελεύθερος να βγάλει τα συμπεράσματά του.    

«Οι έξυπνοι άνθρωποι κοιτούν την πάρτη τους, σιγά και μην αλλάξουν αυτοί τον κόσμο!» αναφέρετε στο βιβλίο σας. Αν πράγματι οι έξυπνοι άνθρωποι δεν κοιτούσαν μονάχα την πάρτη τους και διοχέτευαν την ενέργειά τους για να αλλάξουν τον κόσμο, πιστεύετε ότι αυτός όντως θα άλλαζε;

Δεν αποτελεί προσωπική μου θέση η ρήση αυτή. Αποδίδει σε ελεύθερο πλάγιο λόγο την αντίληψη ενός από τα πρόσωπα της ιστορίας εκφράζοντας μία χρησιμοθηρική στάση ζωής. Δεν ξέρω αν μπορεί να αλλάξει ο κόσμος, μου έρχεται στο μυαλό αυτή τη στιγμή ο στίχος «αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ, καληνύχτα Κεμάλ!». Το βέβαιο είναι πως αν ο καθείς κοιτάζει μονάχα την πάρτη του, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται σ’ ένα αδηφάγο τέρας που σκοτώνει την κοινωνική ευημερία στο όνομα του ατομικισμού. Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις κοινωνίες σε ατελέστερες και ανώτερες, ανάλογα με τον σκοπό που θέτουν. Και ανώτερη χαρακτηρίζεται μονάχα η κοινωνία που αφορά «άπαντα τον βίον», αυτή που επιδιώκει την ευημερία του συνόλου, απομακρυσμένη από ανάπηρες πολιτικές που εξυπηρετούν τα ατομικά συμφέροντα.

«Το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να αλλάξει τη ματιά μας απέναντι σε αυτόν», γράφετε στο βιβλίο σας. Πώς μπορεί τελικά η τέχνη να μας βοηθήσει στη ζωή μας; Για ποιον λόγο πιστεύετε εσείς ο άνθρωπος χρειάζεται την τέχνη για να ζήσει;

Η τέχνη βοηθά τον άνθρωπο να βρει τις αντιστάσεις του απέναντι σε μια κοινωνία που ευνοεί τον εγωκεντρισμό, την εγωπάθεια, την κενότητα, να μπορέσει να εξοβελίσει κάθε κτηνώδες ένστικτο που ενυπάρχει στους κόλπους της. Διότι η τέχνη προσπερνά την έκφραση και την απόδοση του αισθητικά ωραίου, αποτυπώνοντας καίριους προβληματισμούς μέσα από την ανάδειξη αρνητικών, ενίοτε και αποτρόπαιων, πτυχών της ζωής. Ξεπερνά την απλή αναπαράσταση του κάλλους, αποζητώντας την ενεργοποίηση των αντιδράσεων του αποδέκτη της, ενεργοποιώντας τη σκέψη και τη φαντασία του. Μέσα από τη θέαση ενός έργου τέχνης, ο καθείς, αναλόγως του επιπέδου του και των ευαισθησιών του, έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί τα τεκταινόμενα, να διεισδύσει στον κόσμο του καλλιτέχνη και κατ’ επέκταση να αποκτήσει μία νέα ματιά απέναντι στον κόσμο. Κι αυτή τη νέα ματιά την έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος, για να προχωρήσει χωρίς να σέρνεται.

Κύριε Πράντζιε σας ευχαριστώ θερμά!

Σας ευχαριστώ πολύ για τη δυνατότητα που μου δώσατε να μιλήσω για το βιβλίο μου, απαντώντας στις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα