Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Σε έναν κόσμο που πλημμυρίζει – από νερά, από φόβους, από σιωπές – ένας άνδρας απομένει μόνος. Ονομάζεται Νώε. Δεν χτίζει κιβωτό· δεν μαζεύει ζεύγη ζώων· δεν έχει Θεό να τον καθοδηγεί. Ό,τι διασώζει είναι λέξεις: ποιήματα, αποσπάσματα, στοχασμούς, τη μνήμη της γλώσσας.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, με την τελευταία του νουβέλα Νώε (εκδ. Κίχλη), επιστρέφει με μια αφήγηση λιτή, αλλά πυκνή, όπου η οικολογική καταστροφή συνομιλεί με την ανθρώπινη ηθική, με τη μοναξιά, με την ιστορία, και η λογοτεχνία με το καθήκον της μνήμης. Η αφήγηση μας μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου ένα ανεξήγητο κατακλυσμικό συμβάν έχει κάψει τους πάγους, μια πόλη βυθίζεται και ο πρωταγωνιστής, ο Νώε επιβιώνει εξήντα μέρες σε μια βάρκα μαζί με τον σκύλο του, τον Παρασκευά, αντιμετωπίζοντας υπαρξιακά, ηθικά και πρακτικά ζητήματα. Νοερή συντροφιά του έχει συγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες, σύμβολα μνήμης και πολιτισμού που επιμένει μέσα στην καταστροφή.
Ο συγγραφέας δεν ορίζει τον ημερολογιακό χρόνο γιατί δεν μας ενδιαφέρει πότε ξεκίνησε η καταστροφή. Αλλά δίνει βαρύτητα στη διαχείριση της απώλειας και στον τρόπο όπως τη βιώνει ο αφηγητής . Χάρη στην εξαίρετη πένα του και τη δυνατότητα να συμπυκνώνει τόσα πολιτικά, πολιτιστικά και οικολογικά μηνύματα μέσα σε 74 σελίδες, είναι ανεπιφύλακτα μια αναγνωστική πρόταση που αξίζει να διαβάσετε. Με αφορμή το έργο αυτό, συνομιλούμε με τον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη για τη μνήμη, τη σιωπή, τη γραφή και τις λέξεις που επιμένουν να στέκονται, σαν σχεδίες, πάνω από το νερό.
Κύριε Χατζημωυσιάδη ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για το «Νώε»; Μια εικόνα, ένα συναίσθημα ή ένα πολιτικό γεγονός;
Σε κάποιες βιβλιοκριτικές αναφέρεται εσφαλμένα ότι η έμπνευση πυροδοτήθηκε από τον Ντάνιελ, την πλημμύρα που σάρωσε τον Θεσσαλικό κάμπο το φθινόπωρο του 2023. Στην πραγματικότητα το βιβλίο γράφηκε τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, προς επιβεβαίωση δε υπάρχουν αναρτημένα αποσπάσματά του σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Όχι λοιπόν από ορισμένο ερέθισμα, αλλά ως ώριμος καρπός της οικολογικής μου αγωνίας τούτο το βιβλίο, που επίσης εκφράστηκε στο Παραμύθι του Ύπνου, εκδ. Μεταίχμιο (2008), όπου κοντά σε όλα τα άλλα θίγεται το ζήτημα της παρατεταμένης ξηρασίας, και στην Αστοχία Υλικού, εκδ. Μεταίχμιο (2010), όπου η προωθούμενη βιοτεχνολογική μετάλλαξη των ειδών συνδυάζεται με τη διαδικασία αλλοτρίωσης των ανθρώπων.
Επιλέξατε μια μορφή ημερολογιακής αφήγησης. Τι σας έλκει στην εσωτερική, σχεδόν μονόλογη αφήγηση;
Εσωτερικής ροής τα πιο πολλά βιβλία μου – τις λεπτές, ενδόμυχες διεργασίες, τα εσωτερικά σκοτάδια, τους μέσα γκρεμούς, το εν πολλοίς αμίλητο ένδον δράμα προσπαθώ να αποτυπώσω. Εκεί, θαρρώ, οι σημαντικότερες εξελίξεις, αυτές που ορίζουν τη θέση, τη στάση και την έξωθεν συμπεριφορά του καθένα μας – αυτές που, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν το προνομιακό διά της βυθοσκόπησης και της ψυχογραφίας πεδίο της λογοτεχνικής γραφής. Στην προκειμένη δε, η επιλογή επιτελεί και πρόσθετες λειτουργίες, υποβάλλοντας την αίσθηση της μοναξιάς και της αδυναμίας του ήρωα.
Το έργο είναι μικρό σε έκταση αλλά πολύ πυκνό σε ιδέες και ύφος. Τι ρόλο παίζει η λιτότητα στη γραφή σας;
Ίδιον της γραφής μου η λιτότητα μαζί με την αφαιρετικότητα, ένας τρόπος για να πλησιάσει η δική μου πρόζα τον ποιητικό λόγο, υπό την επίγνωση πάντα των μεταξύ τους ορίων αλλά και των εκφραστικών και αισθητικών δυνατοτήτων, που έτσι διανοίγονται για την πεζογραφία.
Αν γράφατε ένα συνοδευτικό σημείωμα στον αναγνώστη της εποχής του 2045, τι θα του λέγατε;
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για ό,τι άσχημο σας συμβαίνει, οφείλεται σε μας, που αποδειχτήκαμε λίγοι, αναποφάσιστοι και μη προνοητικοί, έστω κι αν βλέπαμε το οικοσύστημα να διαλύεται και να καταρρέει γύρω μας. Ξέρω ότι τα περιθώριά σας είναι πολύ πιο στενά, αλλά σας ξορκίζω να μην κάνετε τα ίδια με μας λάθη.
Η νουβέλα διαπλέκει προσωπική μνήμη, πολιτική ιστορία και υπαρξιακή αγωνία. Πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση μνήμης και πολιτικής ευθύνης σήμερα;
Το θέμα της μνήμης σε συνάφεια με τη συγκρότηση του υποκειμένου, είναι μια από τις θεματικές εμμονές, που σταθερά επανέρχεται στη γραφή μου. Με απασχόλησε ήδη στο ΧΙΟΝΙ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ (εκδ. Κίχλη, 2021), στα Έξοδα Νοσηλείας (εκδ. Ενυπνιο, 2020) και ακόμη πιο αποφασιστικά με απασχολεί στο καινούριο μυθιστόρημα, που σύντομα θα εκδοθεί.
Μνήμη σημαίνει προσωπική και εθνική ταυτότητα, είναι ο χώρος συνάντησης της ατομικής μοίρας με τη συλλογική ιστορία, της υπαρξιακής αγωνίας με την πολιτική συνείδηση, και ακόμη παραπάνω είναι ο μίτος που ενώνει το χτες με το σήμερα και ορίζει κάθε σχέδιο, όραμα και αγώνα για το αύριο. Προς τούτο δε και όλες οι άνωθεν προσπάθειες εξουσιαστικού ελέγχου έχουν να κάνουν και με πολιτικές διαχείρισης ή και διαγραφής της μνήμης.
Μαζί με την Ιστορία η Λογοτεχνία είναι μία τρόπον τινά κιβωτός της μνήμης, η δε στάση του λογοτέχνη έχει πέρα απ’ την αισθητική και μια πολιτική-ιδεολογική (με την ευρεία έννοια του όρου) διάσταση: το να μιλά κανείς λογοτεχνικά για τον Εμφύλιο και για τη Χούντα, το να μιλά κανείς λογοτεχνικά για την πρόσφατη οικονομική κρίση και για το έγκλημα των Τεμπών, το να μιλά κανείς λογοτεχνικά για τη γενοκτονία των Αρμενίων και για τη γενοκτονία της Γάζας συνιστά μια πράξη αντίστασης απέναντι στην πολιτική επιλογή της αποσιώπησής τους.
Ο ήρωας είναι άνδρας, μόνος, σε ένα ανδρικό μονόλογο με πατερναλιστικά συμφραζόμενα (Νώε, σωτηρία, πατέρας). Πώς συνομιλείτε, αν συνομιλείτε, με την πατριαρχική αφήγηση;
Πρόκειται για μια εκ των έσω υπονόμευση της πατριαρχίας. Συνομιλώντας με τον βιβλικό και αρχαίο μύθο, αναζητώντας δηλαδή τα αρχετυπικά σύμβολα τούτου του πολιτισμού, θα βρούμε το αρσενικό γραμματικό γένος να είναι σε περίσσεια λόγου και πράξης. Το γυναικείο φύλο κρατιέται πίσω, στην άκρη, στη σκιά, υφιστάμενο εξουσιαστικές μορφές ελέγχου που φτάνουν μέχρι την αμφισβήτηση της ανθρωπινότητάς του. Η πολιτισμική δυστοπία που σκιαγραφώ δεν έχει μόνο οικονομικές, ταξικές, πολιτικές, θρησκευτικές κτλ. συνισταμένες, αλλά και πολύ βαθιές πατριαρχικές δομές, που αποτυπώνονται σε ένα πλήθος διακρίσεων, αποκλεισμών και βίας, απέναντι στις οποίες οφείλει και η λογοτεχνία να αρθεί.
«[…] Κι εις τα τέκνα αυτού, τα διγενή, τα εκ μητρός και πατρός γεννηθέντα» γράφω στον ΝΩΕ παραφράζοντας το Σύμβολο της Πίστεως «εις πάντας τους αιώνας. φώτα εκ φώτων, ανθρώπων αληθών εξ ανθρώπων αληθών, γεννηθέντα και ποιηθέντα, μη ομοούσια τη μητρί και τω πατρί, δι’ ων ουδέν αιώνιον εγένετο. Τα δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθέντα και τεχθέντα ψυχής τε και σώματος καρπός συνουσίας. Καθ’ ημέραν τέ σταυρωθέντα ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίων Πιλάτων και παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα εκάστην τη ημέρα κατά τα γραφάς. Και περιφερόμενα επί της γης και καθεζόμενα εξ ευωνύμων της μητρός […]»
Ο Νώε είναι ένας μοναχικός χαρακτήρας. Θα μπορούσε να υπάρξει ένας «συλλογικός Νώε»; Μια κιβωτός που να περιλαμβάνει φωνές αόρατων ή αποκλεισμένων;
Στη φωνή του ήρωά μου επιδίωξα να πυκνώσω επιμέρους φωνές, στη βάση της αρχής ότι η λογοτεχνία πρέπει να ηχεί πρωτίστως όσους αηχούν – οι λοιποί έτσι κι αλλιώς έχουν τα μέσα και τους τρόπους. Δεν είναι τυχαίο που ο ήρωάς μου εμφανίζει έναν βαθμό λοξότητας και ιδιομορφίας, με την έννοια ότι αρνείται να σκεφτεί και να ενεργήσει με τα κοινά μέτρα, είναι κατά κάποιον τρόπο μια αντίπαλη έννοια σε αυτόν τον αβάσταχτο κομφορμισμό του μέσου ανθρώπου, ένας δηλαδή αόρατος και αποκλεισμένος.
Αν ζούσε σήμερα, μέσα σε έναν κόσμο που καταρρέει οικολογικά, κοινωνικά και ηθικά, πώς θα συμπεριφερόταν ένας σύγχρονος Νώε; Θα έκτιζε κι εκείνος μια κιβωτό ή θα την ανατίναζε πριν ακόμη σαλπάρει;
Η κατάρρευση δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που οι δυστοπικές χολιγουντιανές ταινίες αφηγούνται, ως ένα κατακλυσμιαίο συμβάν που θα λάβει χώρα άπαξ διά παντός, αλλά είναι μια ήδη εξελισσόμενη διαδικασία, τα συμπτώματα της οποίας από δεκαετίες θα έπρεπε να αντιληφθούμε με την εξάντληση των υδάτινων αποθεμάτων, την κλιματική αλλαγή, την υπερθέρμανση του πλανήτη, το λιώσιμο των πάγων, τη μείωση της βιοποικιλότητας κτλ. Πάει να πει ότι οι πράξεις, οι στάσεις, τα λόγια, τα σχέδια, τα όνειρα, οι εφιάλτες του καθενός τον τοποθετούν στην κατάσταση είτε του κωπηλάτη, που ευτυχώς δεν λείπει από τη σύγχρονη πραγματικότητα, είτε του μέσου ανθρώπου, που πνίγεται μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες αναμένοντας υποδείξεις για τι θα κάνει από τους ειδικούς, είτε εκείνου του διασωσμένου που ανεβασμένος στο ψηλότερο σημείο μιας κεραίας κινητής τηλεφωνίας κανιβαλίζει το χέρι του συνανθρώπου του.
Ένας νέος παρθένος κόσμος γεννιέται. Μια άλλη οικουμένη, πιο ανθρώπινη, δίκαιη, αγαπητική. Υπάρχει τελικά ελπίδα στο μέσο του σκότους; Και αν γεννιέται ένας νέος κόσμος, από ποια υλικά φτιάχνεται;
Και αν δεν υπάρχει ελπίδα πρέπει απαραιτήτως να τη δημιουργήσουμε, το οφείλουμε σε εμάς, στην ιστορία της ανθρωπότητας, στις μελλοντικές γενιές και βεβαίως στη φύση. Ο ίδιος δεν ξέρω άλλη λύση από την επιτακτική ανάγκη ενός νέου Διαφωτισμού που θα επανασυστήσει την πίστη στον άνθρωπο, στη γλώσσα και στη λογική του, μπροστά στον νέο μεσαίωνα που μας κυκλώνει με γερές δόσεις πολιτικού και ιδεολογικού φασισμού. Έχω τη γνώμη ότι η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να πρωτοστατήσει.
Στη σελίδα 72, διαβάζουμε τα ονόματα όπως η Άννα Αχμάτοβα, η Ρόζα Παρκς, ο Πρίμο Λέβι, ο Αντόνιο Γκράμσι, ο Μάλκολμ Χ και ο Πατρίς Λουμούμπα. Ποια είναι η θέση αυτών των αγωνιστών στη δική σας αφήγηση για έναν νέο κόσμο; Πιστεύετε πως θα ξαναγεννηθούν τέτοιοι ήρωες που θα παλέψουν για το καλό της ανθρωπότητας;
Χρειαζόμαστε κάποια σημεία αναφοράς. Είναι όσοι ανεβάζουν τον πήχη της ανθρωπινότητάς μας και μας καλούν να γίνουμε καλύτεροι όχι μόνο χάριν εαυτών αλλά πρωτίστως των άλλων. Ανάγκη όμως να κατεβάσουμε τούτους τους ήρωες από το υψηλό τους βάθρο, να καθαρίσουμε την αχλή του μύθου που τους περιβάλλει για να τους δούμε πιο ανθρώπινους, μαζί με τις οδύνες, τις φοβίες, ακόμη και τις μικροπρέπειές τους. Και ακόμη παραπέρα, το αληθινό ζητούμενο μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία δεν είναι να στήσουμε καινούρια αγάλματα ή να εξωραΐσουμε τα υπάρχοντα, αλλά να καταστεί ο καθένας μας η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του.
Ευχαριστώ κύριε Χατζημωυσιάδη και εύχομαι τα μηνύματά σας να γίνουν τροφή για σκέψη.
Σας ευχαριστώ κι εγώ από την πλευρά μου για την ευκαιρία της επικοινωνίας.



































Πρόσκληση φίλων