Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Το φωτορεπορτάζ.
Το βιβλίο «Με θέα στο Λεβάντε».
Ο συγγραφέας Νίκη Τρουλλινού.
Οι εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
Οι εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ και το βιβλιοπωλείο ΕΠΙ ΛΕΞΕΙ παρουσίασαν το βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού, «Με θέα στο Λεβάντε».
Για το βιβλίο μίλησαν οι συγγραφείς, Αννίτα Πανάρετου και Χρήστος Κυθρεώτης.
Ευχαριστούμε την κα Πανάρετου για την παραχώρηση του κειμένου της ομιλίας της μέσα από την οποία δίνεται πιστεύουμε ολοκληρωμένα το στίγμα της έκδοσης.
Αννίτα Πανάρετου
Οι σελίδες της Νίκης Τρουλλινού δικαιώνουν τα αναθεωρημένα κριτήρια των υποψιασμένων, συγχρονισμένων και απαιτητικών αναγνωστών, που πλέον λειτουργούν ως πολίτες του κόσμου, επιβεβαιώνοντας ότι η εποχή της αθωότητας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για την ελληνική ταξιδιογραφία.
Όπως το κάθε τι σ΄αυτό τον κόσμο, έτσι και η καταγραφή του ταξιδιού γεννήθηκε και εξελίχθηκε για κάποιους λόγους.
Αν παρακάμψουμε την Οδύσσεια -το πρώτο ταξιδιωτικό κείμενο- και επικεντρωθούμε στην πεζογραφία, βλέπουμε ανά τους αιώνες την ελληνική ταξιδιωτική γραφή να παρακολουθεί τον χαρακτήρα και τις ανάγκες της εκάστοτε εποχής.
Χρησιμοθηρική στα αρχαία χρόνια, βοηθητική της επιστήμης (γεωγραφίας και ιστορίας). Υποτονική στους μέσους χρόνους, καθώς τις περισσότερες φορές αποτελούσε ένα είδος ταξιδιωτικού οδηγού για κρατικούς υπαλλήλους και εμπορευόμενους της αχανούς βυζαντινής αυτοκρατορίας, και για προσκυνητές των Αγίων Τόπων.
Στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι συνθήκες υποχρέωσαν σε στατικότητα. Εξ άλλου, ο εκτεταμένος αναλφαβητισμός πρέπει να ματαίωσε τις περισσότερες από τις δυνητικές γραπτές αποδώσεις των όποιων κατορθωμένων ταξιδιών.
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η καταγραφή της περιήγησης μέσα στα στενά σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και, σπανιότερα, στο εξωτερικό εξυπηρέτησε κυρίως την αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης και τον εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό της άγουρης νεοελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα όμως, έγινε και αντικείμενο ενασχόλησης αρκετών λογοτεχνών της εποχής και εξελίχθηκε σταδιακά σε ένα νέο γραμματολογικό κεφάλαιο.
Στον μεσοπόλεμο πια, η ταξιδιωτική γραφή καλλιεργείται από κορυφαίους Έλληνες συγγραφείς, αυτή τη φορά υπακούοντας σε ένα πολύ συγκεκριμένο αίτημα: την ευθύνη να ταξιδεύεις για λογαριασμό του άλλου, σε εποχές που το ταξίδι αποτελούσε προνόμιο των ολίγων. Έτσι, κύριο μέλημα υπήρξε η πληρέστερη και ελκυστικότερη δυνατή παρουσίαση τόπων και ανθρώπων μέσα από εκτενείς και ακριβείς περιγραφές και με την παράθεση ποικίλων και αξιόπιστων πληροφοριών, ώστε να είναι εύστοχος ο προσδιορισμός «ταξιδιωτικές εντυπώσεις», που συνοδεύει τα αντίστοιχα κείμενα.
Ώσπου, σταδιακά, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δρόμοι ανοίγουν. Το ταξίδι γίνεται προσιτότερο σε περισσότερους και η περιήγηση μετουσιώνεται σε τουρισμό, που, όσο ο καιρός προχωρεί, γίνεται μαζικός. Ο καθένας μπορεί πια να ταξιδέψει και να δει ιδίοις όμμασι όσα άλλοτε θα του μετέφεραν άλλοι.
Για να δικαιολογήσουν τις σελίδες τους, οι ταξιδιωτικοί συγγραφείς κατέφυγαν σε άγνωστους ή δυσπρόσιτους προορισμούς, ακόμα παρθένους. Σύντομα αλώθηκαν και αυτοί, με τη βοήθεια οργανωμένων αποστολών, που στη συνέχεια μετέφεραν εξαίσιες λήψεις σε αναρίθμητα πολυτελή λευκώματα και στις οθόνες όλης της υδρογείου.
Εξαντλήθηκε και η πρωτοτυπία των προορισμών με ειδικότερο ενδιαφέρον όπως οι πόλεις και ο μικρόκοσμός τους, τα κάστρα, τα γεωλογικά μνημεία, οι αρχιτεκτονικές μορφές, καθώς και των εναλλακτικών τρόπων και μέσων ταξιδιού όπως η πεζοπορία, η ορειβασία, η μοτοσικλέτα, το ιστιοφόρο σκάφος.
Ποιος λόγος ύπαρξης απομένει για την ταξιδιωτική γραφή στις μέρες μας;
Οπότε, ποιος λόγος ύπαρξης απομένει για την ταξιδιωτική γραφή στις μέρες μας;
Πιθανόν διαισθητικά και σίγουρα βιωματικά η Νίκη Τρουλλινού τον ανιχνεύει και τον πραγματώνει στο εξαιρετικό της βιβλίο.
Είχε επιμονή η Νίκη: μέσα σε 22 χρόνια ταξίδεψε ξανά και ξανά στην ίδια γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική γειτονιά. Λίβανος, Συρία, Ιωνία, Καππαδοκία, Ισραήλ, Κωνσταντινούπολη, Κύπρος -στις δύο τελευταίες μάλιστα ταξίδεψε από 4 φορές.
Οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις δεν είναι παρά η προσαρμογή της ροής των αιώνων στην κλίμακα μιας ανθρώπινης ζωής και ένα είδος αυτοψίας για να πιστοποιηθεί το αποτύπωμα του χρόνου, αδάμαστου και πανδαμάτορα, πάνω στα έμψυχα και τα άψυχα.
Και είχε υπομονή, η Νίκη. 22 χρόνια περίμενε, από το πρώτο κείμενο αυτού του βιβλίου, ως το «τυπωθήτω». Χωρίς να την έχω ρωτήσει, πιστεύω ωστόσο ότι σ΄αυτό το μακρό διάστημα όλο και ξανάπιανε τα γραφτά της και τα άπλωνε και τα συμμάζευε και τους μετάγγιζε κατασταλάγματα και αποστάγματα: όλα όσα προκύπτουν από την οικείωση ενός τόπου, όταν αυτή συμβαδίζει με την προσωπική πορεία μας στην ωριμότητα.
Και ακριβώς ο συγκερασμός της συγκεκριμένης επιμονής και της συγκεκριμένης υπομονής έδωσε άλλη ροπή σε ένα λογοτεχνικό είδος που κατά κανόνα περιορίζεται στον φυσικό χώρο, χάρισε άλλη πνοή σε κείμενα που διαφορετικά θα φαίνονταν τετριμμένα και κατ΄επέκταση παρωχημένα και μετέτρεψε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις σε αφηγήματα, όπως ορθώς χαρακτηρίζει και η ίδια τα κείμενά της.
Ο δικός της τόπος εκτείνεται πέρα από τον φυσικό χώρο, γίνεται τόπος ιστορικός, λογοτεχνικός, καλλιτεχνικός, μουσικός.
Ο δικός της τόπος εκτείνεται πέρα από τον φυσικό χώρο, γίνεται τόπος ιστορικός, λογοτεχνικός, καλλιτεχνικός, μουσικός.
Και η Θέα στο Λεβάντε γίνεται πανοραμική και στερεοσκοπική μαζί.
Η Νίκη ξέρει να βλέπει, να διακρίνει τα αμέσως ορατά αλλά και όσα υπάρχουν πίσω τους, να παρατηρεί λεπτομέρειες και απειροελάχιστες κινήσεις. Ξέρει να βλέπει και κριτικά, ιδίως όταν, πολύ συχνά, αναδεικνύει με παρρησία πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους.
Ξέρει να αισθάνεται. Δεν αποστέργει τη συναισθηματικότερη αντιμετώπιση και τις εναλλασσόμενες διαθέσεις, αισιοδοξία, αποκαρδίωση, συμπάθεια (εκ τ0υ συμπάσχω), θυμηδία, έξαρση, κατάνυξη, στέκοντας μπροστά σε ό,τι τις προκαλεί, με σεβασμό, σοβαρότητα και επίγνωση της σημασίας τους.
Ξέρει να συνοδοιπορεί: με προλαλήσαντες και προταξιδεύσαντες, με γνώσεις και αναγνώσεις, από τον Ανακρέοντα ως τον Σεφέρη, από τον Τσίρκα ως τον Παμούκ, από την Κορομηλά ως τον Πρεβέρ, από τον Κουρμπέ ως τον Μοντιλιάνι, από τον Ζουλφί Λιβανελί ως τη Λορίνα Μακένιτ, από το «Άσμα Ασμάτων» ως το «Μην κλαις για μένα Αργεντινή». Το ίδιο άμεσα, όπως συνοδοιπορεί με τον ξεναγό της Βηρυττού, τον πορτιέρη του ξενοδοχείου στη Δαμασκό, τον ράφτη απ΄ τη Σιδώνα, τον κύριο Σελτζούκ από τη Λευκωσία, το ίδιο άμεσα όπως συνοδοιπορεί με αδρές και με αχνές μορφές από το παρελθόν και το παρόν, που εναλλάσσουν τις θέσεις τους μέσα στον χρόνο.
Και ξέρει να θυμάται: στην υπόγεια δεξαμενή νερού του Ιουστινιανού αποθαυμάζει τις 336 πολύχρωμες μαρμάρινες και πέτρινες κολώνες και επιχειρεί να υπολογίσει σε πόσα τόξα και πόσους θόλους αναλογούν. Και ανακαλεί αίφνης τον μαθητικό της εφιάλτη και την απελπισία του καθηγητή της των Μαθηματικών στο γυμνάσιο: «Γράψε παιδί μου κάτι να σε περάσω, θα πάει τζάμπα το εικοσάρι στην Ιστορία».
Όπως αποδεικνύεται, το εικοσάρι δεν θα πήγαινε τζάμπα, ακόμα και αν η Νίκη Τρουλλινού είχε διά βίου μείνει ανεξεταστέα στα Μαθηματικά: θα σταθώ λίγο περισσότερο στη σχέση της με την Ιστορία.
Ένα από τα πικρά κέρδη της ωριμότητας είναι ότι το πένθος μαθαίνει να διαδέχεται τις απώλειες (προσωπικές και όχι μόνο), καθαίροντας τη ματιά και λυτρώνοντας την ψυχή και τη σκέψη.
Ένα από τα πικρά κέρδη της ωριμότητας είναι ότι το πένθος μαθαίνει να διαδέχεται τις απώλειες (προσωπικές και όχι μόνο), καθαίροντας τη ματιά και λυτρώνοντας την ψυχή και τη σκέψη.
Η ωριμότητα υπαγορεύει στη Νίκη μια νηφάλια θλίψη, και, ακόμα περισσότερο, μια αξιοπρεπή αποδοχή της ιστορικής πραγματικότητας, χωρίς θρήνους για χαμένες πατρίδες και περασμένα μεγαλεία -κι αυτή η αποδοχή συνοψίζεται στη συνειδητή χρήση της λέξης Ιστανμπούλ αντί της λέξης Κωνσταντινούπολη.
Ελεύθερη, λοιπόν, και χωρίς προκαταλήψεις, η Νίκη δεν δυσκολεύεται να κινηθεί πέρα από σωβινιστικά στεγανά και γεωγραφικά σύνορα. Να βρει σημεία επαφής, ακόμα και ταύτισης, στο μελίσσι των κοινοτήτων της μεγάλης, πολύπαθης επικράτειας, που βαφτίζεται στα αιγαιακά και, παραπέρα, στα μεσογειακά νερά. Έτσι, ό,τι εμείς νοσταλγικά βαφτίσαμε (ίσως όχι άδικα) «καθ΄ημάς Ανατολή» -κατ΄ουσία δηλαδή ό,τι είχε νωρίτερα προϋπάρξει ως ελληνιστικός συγκρητισμός που αργότερα γεννήθηκε, έμεινε και έσβησε ως «Μεγάλη Ιδέα», και ως οι «Δυο ήπειροι και οι πέντε θάλασσες»-, κάλλιστα μπορεί, στη Θέα στο Λεβάντε, να υποκαταστήσει, επιλεκτικά εντοπισμένο φυσικά, τον πολυφορεμένο πλην αναπόφευκτο όρο «παγκοσμιοποίηση».
Ο τόπος της Νίκης, ο κόσμος της Νίκης, ιστορικός, λογοτεχνικός, καλλιτεχνικός, μουσικός, όσο ανεπιφύλαχτα κι αν τον προσλαμβάνει, όσο απλόχερα κι αν τον μοιράζεται, παραμένει ατομικός πάντα, γιατί συγκερνά τις έξω διαδρομές με τις δικές της, τις ενδόμυχες, σε ένα χείμαρρο (η ίδια τον αποκαλεί «ψυχικό λύσιμο»), που κατορθώνει να τιθασευτεί και να εκφραστεί αριστοτεχνικά.
Ευρηματικοί τίτλοι προδιαθέτουν διεγερτικά για τα μικρά κεφάλαια που απαρτίζουν το βιβλίο και που διαβάζονται αυτοτελώς, προσφέροντας τη δυνατότητα διαλειμμάτων.
Ευρηματικοί τίτλοι προδιαθέτουν διεγερτικά για τα μικρά κεφάλαια που απαρτίζουν το βιβλίο και που διαβάζονται αυτοτελώς, προσφέροντας τη δυνατότητα διαλειμμάτων. Τη δυνατότητα μιας ανάπαυλας, μικρής ή μεγαλύτερης, χρήσιμης και επιθυμητής, καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κείμενο πυκνό, όχι εξαιτίας δυσνόητων συλλογισμών ή στρυφνών διατυπώσεων, αλλά επειδή είναι έμφορτο από περιγραφές, μνήμες, εικόνες, ήχους, χρώματα, φυσιογνωμίες, στοχασμούς, συσχετισμούς, αναγωγές, σχόλια, μονολόγους και στιχομυθίες.
Οι σελίδες της Νίκης Τρουλλινού δικαιώνουν τα αναθεωρημένα κριτήρια των υποψιασμένων, συγχρονισμένων και απαιτητικών αναγνωστών, που πλέον λειτουργούν ως πολίτες του κόσμου, επιβεβαιώνοντας ότι η εποχή της αθωότητας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για την ελληνική ταξιδιογραφία.
Ο Καβάφης στα στενορύμια της Δαμασκού και η Ιουστίνη στη Μααλούα. Ο Σεφέρης στην Ανατολία και ο χαμαμτζής στο Προκόπι. Ο Τσίρκας στην Ιερουσαλήμ και η γυναίκα του Λωτ στη Νεκρά Θάλασσα. Η Νίκη Μαραγκού στην Αμμόχωστο και η μπάντα να παιανίζει τη Συννεφούλα στη μουσκεμένη από το αλκοόλ Λευκωσία.
Παζάρι να μάθεις να κάνεις στην παλιά Βηρυτό του εμφύλιου πολέμου και ο ράφτης στη Σιδώνα, προσηλωμένος στη βελόνα του, αρνείται να σε κοιτάξει. Στην Ιωνία ο παππούς Οσμανάκης περιμένει τα χελιδόνια να επιστρέψουν στις φωλιές τους· και ο Παμούκ, στη σκιά του Γαλατά, αποχαιρετά την αθωότητα της Ιστανμπούλ με χιλιάδες αποτσίγαρα.
Να συρράψω μνήμες και ιστορίες, πρόσωπα να σας γνωρίσω και σκέψεις και διαβάσματα ανατολικά της Μεσογείου· να ξορκίσω φόβους αποχαιρετώντας τον κόσμο του Λεβάντε.
Για τη συγγραφέα
Η Νίκη (Κουκουνάκη) Τρουλλινού γεννήθηκε στα Χανιά το 1953, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ζει στο Ηράκλειο. Άσκησε μαχόμενη δικηγορία και διδασκαλία - ζει από τον τουρισμό υπαίθρου. Έχει γράψει διηγήματα, μυθιστόρημα, δοκίμιο, ταξιδιωτική λογοτεχνία. Κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τούρκικα και ιταλικά. Είναι μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων.







































Πρόσκληση φίλων