Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Το βιβλίο Κάτι παράξενο στο νου μου.
Ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ.
Οι εκδόσεις Ωκεανίδα.
Ο Τούρκος νομπελίστας συγγραφέας, Ορχάν Παμούκ, βρέθηκε στην Αθήνα και στο Μέγαρο Μουσικής μίλησε για το έργο του συνολικά αλλά και για το πρόσφατο βιβλίο του, «Κάτι παράξενο στο νου μου», από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Mία κοινωνική ιστορία με φόντο την Πόλη και την πρόσφατη ιστορία της, τα 40 περίπου πρόσφατα χρόνιας τής οποίας ζει ο αναγνώστης μέσω τού Μεβλούτ, του περιπλανώμενου πωλητή γιαουρτιού, τα 40 πρόσφατα χρόνια τής Τουρκίας των πολιτικών συγκρούσεων, των αλλαγών.
Έχουμε δει πολλά βιβλία για την Πόλη, τα περισσότερα από Έλληνες, με, ίσως, κοινό στοιχείο τους τη νοσταλγία, τότε που ο Ελληνισμός είχε έντονη παρουσία εκεί. Η ιστορία τού Ορχάν Παμούκ ξεκινάει χρονικά περίπου από την εποχή που έφυγαν οι τελευταίοι Έλληνες, τη δεκαετία τού '60 και αυτό τής προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ποια ήταν η σύγχρονη πορεία τής Πόλης από τότε έως σήμερα δοσμένη μέσα από τα μάτια ενός Τούρκου;
Όπως είπε και ο ίδιος ο συγγραφέας, «Όλα έχουν αλλάξει, το τοπίο, οι συμπεριφορές. 1 εκ. ήταν οι κάτοικοί της όταν εγώ ήμουν μικρός, 15 εκ. έχει σήμερα. Έντονες είναι οι αντιφάσεις στην Ισταμπούλ, γκρεμίζονται τα παλαιά κτίρια και υψώνονται ουρανοξύστες, δίπλα ακριβώς στις παράγκες».
Η συζήτηση με τη δημοσιογράφο Εύη Κυριακοπούλου ήταν ενδιαφέρουσα, μία προσπάθεια και των δύο να δώσουν μία συνολική εικόνα τού έργου τού συγγραφέα αλλά και να εξειδικεύσουν στο πιο πρόσφατο έργο του, με πολύ πολύ καλή διάθεση και από τους δύο, με χιούμορ και πειράγματα.
Έντονη ήταν η νοσταλγία στις περιγραφές και του κου Παμούκ, ερωτώμενος για τη μπόζα, ένα γαλακτοκομικό προϊόν που πουλάει ο ήρωας τής ιστορίας στους δρόμους τής Πόλης. Σημείωσε ιδιαίτερα πόσο του άρεσε το τελετουργικό τής πρόσκλησης τού πλανώδιου πωλητή στο σπίτι και η αγορά τού προϊόντος του.
Με την ευκαιρία των ερωτήσεων τής κας Κυριακοπούλου, μίλησε για την ευτυχία και τις επιλογές που έχουμε πάνω της. «Οι μισοί γάμοι στην Τουρκία κανονίζονται από την οικογένεια, άρα για ποια επιλογή μιλάμε;», σχολίασε ο συγγραφέας και συμπλήρωσε χαριτολογώντας, «Ίσως όμως αυτό να είναι καλή ιδέα διότι αν τα ζευγάρια γνωρίζονταν από πριν, δεν θα ήθελαν να παντρευτούν!».
Μίλησε για τη ζωή τού ήρωά του, το σχολείο του, τον έρωτά του. Μίλησε για την τούρκικη νεολαία και τη σχέση της με την παράδοση, «Την παράδοση την οποία επινοούμε εμείς οι ίδιοι», όπως είπε. Μίλησε για το «Μουσείο τής αθωότητας» που έχει ιδρύσει ο ίδιος και από τυχαία γεγονότα έχει συσχετιστεί λαθεμένα με το ομώνυμο βιβλίο. Μίλησε για τη χώρα του και τη συνεχή προσπάθειά της ως «Ουραγός τής Ευρώπης να την προλάβει και όσο προσπαθεί τόσο αυτή αλλάζει διατηρώντας συνεχώς μία διακριτή απόσταση».
Ιδιαίτερα στάθηκε στη σχέση του με την πολιτική και την προτίμησή του να μην μιλάει ευθέως πολιτικά αλλά να παρεμβαίνει και σε πολιτικά ζητήματα με τον τρόπο του συγγραφέα, «Είναι δυσάρεστο όταν γράφω ένα βιβλίο, αντί το ενδιαφέρον να εστιαστεί σε αυτό, να μου ζητούν τη γνώμη μου για αμιγώς πολιτικά ζητήματα, "κε Παμούκ ποια είναι η γνώμη σας για το τάδε ζήτημα;"».
Σχολίασε τα δημοσιογραφικά κλισέ μετά την απόκτηση ενός Νόμπελ, «Το πρώτο κλισέ είναι ότι μετά από ένα Νόμπελ κανένας δεν γράφει και το δεύτερο κλισέ αφορά τη ζωή τού βραβευμένου η οποία χειροτερεύει. Σε εμένα πήγαν όλα καλά!», σχολίασε χαριτολογώντας.
Φαινόταν όμως ότι έψαχνε στην κα Κυριακοπούλου και στο κοινό την ερώτηση για να πει κάτι που ήθελε πολύ να το πει. Νομίζω ότι τελικά δημιούργησε μόνος του αυτή την ευκαιρία παραποιώντας κάπως ερώτηση από το κοινό, «Πως εσύ που ζεις σε ένα αστικό προάστιο και ζεις αναλόγως, να νιώσεις έναν εκπρόσωπο τής κατώτερης τάξης και να τον περιγράψεις;».
«Το πέτυχα περπατώντας πολύ στην Πόλη, επικοινωνώντας και ζώντας με τους ανθρώπους της», ήταν η ουσία τής απάντησής του, περιγράφοντας πιο αναλυτικά το πως έκανε την έρευνά του.
Κρατάω δύο ερωτήσεις που έγιναν, ως τις καταλληλότερες για το τέλος, «Διάβασα όλα τα βιβλία σας από τα οποία λείπει το happy end» και «Σε ποια φυλή και εθνικότητα ανήκετε;». «Γράφω για την ικανοποίηση τής ανάγνωσης και όχι του τέλους», απάντησε στην πρώτη ερώτηση, και «Είμαι ένας ευτυχής Τούρκος υπήκοος», στη δεύτερη.





































Πρόσκληση φίλων