Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Πασχάλης Πράντζιος, μιλάει στον Χρήστο Ζηκούλη για «Βαγόνι τρίτης θέσης»
Διαφ.

Γράφει: ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΗΚΟΥΛΗΣ

Ο Πασχάλης Πράντζιος γεννήθηκε στην Ανάβρα Καρδίτσας το 1971 και εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 2006. Σπούδασε φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., συνέχισε τις µμεταπτυχιακές του σπουδές στο Θέατρο µε ειδίκευση στην Επιβίωση του Αρχαίου Δράματος (ΑΠΚΥ) και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ. Παράλληλα µε τη μυθιστοριογραφία ασχολείται µε τη θεωρία λογοτεχνίας και θεάτρου, δημοσιεύοντας άρθρα και µμελέτες του σε περιοδικά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Εργάζεται ως φιλόλογος καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Η ιστορία μας ξεκινάει το 1937, με το εικοσάχρονο Λενάκι που ονειρεύεται να αλλάξει ζωή και να φύγει από το χωριό της, τη Ροδίτσα Φθιώτιδος. Και έτσι αρχίζει ένα ταξίδι στον χρόνο, με την περιγραφή της πολυκύμαντης ζωής μιας καλλιτέχνιδος των μπουλουκιών και των πανηγυριών, σε μια Ελλάδα γεμάτη αναταραχές. Τι αποτέλεσε αφορμή και σας οδήγησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;

Η αφορμή ήταν τυχαία. Ένα βράδυ, καθώς αναζητούσα βιβλιογραφικές πηγές στο αρχείο διδακτορικών διατριβών για την εκπόνηση της δικής μου Διπλωματικής στο θέατρο, η ματιά μου έπεσε στη διατριβή της κυρίας Κεφαλά σχετικά με την επίδραση των μπουλουκιών στην ελληνική κοινωνία. Ξεκίνησα να τη διαβάζω καθαρά από φιλοερευνητικό ενδιαφέρον και ανοίχτηκε ένας ολόκληρος κόσμος μπροστά μου. Από κει κι έπειτα ξεκίνησε η δική μου προσωπική έρευνα σχετικά με τη θεματική των μπουλουκιών και άρχισα σιγά σιγά να στήνω το «Βαγόνι τρίτης θέσης».

Μητέρα, κόρη, εγγονή: τρεις γενιές καλλιτεχνών σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικές συνθήκες. Διαβάζοντας για τη ζωή τους, ξετυλίγεται στο βιβλίο η ιστορία της Ελλάδος του 20ού αιώνα αλλά και η πορεία του θεάτρου και των καλλιτεχνών του σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Και αυτό το πετυχαίνετε με περίτεχνο τρόπο, δίνοντας στον αναγνώστη πολύτιμες πληροφορίες. Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι πάνω σ’ αυτό;

Στο βιβλίο, το πέρασμα από τις αγνές εποχές της τέχνης που υπηρέτησαν τα θεατρικά μπουλούκια, στις χρυσές εποχές του κινηματογράφου και των εμπορικών θεατρικών παραστάσεων, μέχρι την καλλιτεχνική πραγματικότητα των ημερών μας, γίνεται παράλληλα με τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από τη δικτατορία του Μεταξά έως τη Μεταπολίτευση κυρίως. Με δεδομένο ότι το θέατρο δεν είναι αποκομμένο από τη ζωή και τα προβλήματά της, στο «Βαγόνι τρίτης θέσης» πρωταγωνιστούν τα ανθρώπινα συναισθήματα, έρμαια των πολιτικών συγκυριών και των κοινωνικών συνθηκών που ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση σε κάθε ιστορική εποχή: η πίκρα, η αγωνία και ο σπαραγμός μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, ο προβληματισμός γύρω από το θέμα της οικονομικής ανέχειας, της ανθρώπινης εξαθλίωσης και της ματαιοδοξίας, η βαθιά συνειδητοποίηση του ευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσα σε καταστάσεις πολέμου και καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούν οι βιαστές της δημοκρατίας.

«Βαγόνι τρίτης θέσης». Με ένα βαγόνι τρίτης θέσης ταξίδευαν τα μπουλούκια περιοδεύοντας σε όλη την Ελλάδα. Πόσους καημούς, όνειρα, φτώχια, λύπες, χαρές, γνώρισαν αυτά τα βαγόνια τρίτης θέσης, μεταφέροντας ανθρώπους που βάσιζαν την επιβίωσή τους στην Τέχνη;

Τα μπουλούκια αποτελούν μέρος της θεατρικής μας ιστορίας, κομμάτι της, σάρκα από τη σάρκα της, είναι απόγονος των περιπλανώμενων διονυσιακών θιάσων, των αοιδών και των ραψωδών, των θιάσων της αυτοσχέδιας κωμωδίας της commedia dell’ arte, ο συνδετικός ιστός που ένωνε το παρελθόν με το αύριο. Οι μπουλουκτσήδες ήταν ηθοποιοί που υποτιμήθηκαν και ελάχιστοι δικαιώθηκαν στην πορεία του χρόνου, οι περισσότεροι μείνανε στην αφάνεια, ξεχάστηκαν πεταμένοι στην άκρη της ζωής κι έφυγαν λησμονημένοι. Περιπλανώμενοι θεατρίνοι, ταξιδευτές ονείρων, ταξιδευτές χάρτινων ηρώων από μπουλούκι σε μπουλούκι, από έργο σε έργο, από ρόλο σε ρόλο, πάνω σε κάρα, βοϊδάμαξες και τρακτέρ ή φορτηγά που άρχισαν να διαθέτουν μερικοί θίασοι, πριν από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Αποκαμωμένοι στο τέλος της σεζόν, μόλις και μετά βίας εξοικονομούσαν ένα εισιτήριο τρίτης θέσης σε ξύλινο βαγόνι, για να επιστρέψουν στην Αθήνα μέχρι να βρουν άλλο μπουλούκι και να ξεκινήσουν νέα τουρνέ.  Οι θιασάρχες προτιμούσαν να πηγαίνουν στην επαρχία υπολογίζοντας την εποχή που οι επαρχιώτες μάζευαν τη συγκομιδή της τοπικής παραγωγής, για να ’χει ο κόσμος παράδες να βγάλει εισιτήριο ή να πληρώσει καταθέτοντας το αντίτιμο σε είδος.  Τα μπουλούκια ήταν παρεξηγημένα στη συνείδηση του κόσμου, ακόμη και στον κόσμο του θεάτρου, κι εκεί παρεξηγημένα ήταν. Η αστική σοβαροφάνεια του Νεοέλληνα; Το σύμπλεγμα μιας ηθικολογούσας θεατρικής παιδείας; Όπως και να ’χει, τα μπουλούκια περιφρονήθηκαν ακόμη κι από τη μεριά των ιστορικών και των θεωρητικών του νεοελληνικού θεάτρου. Οι μπουλουκτσήδες ήταν ψημένοι ηθοποιοί, γιατί έμαθαν να παίζουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Όσο πρόχειρα κι αν στήνονταν οι παραστάσεις τους, η σκηνική πείρα που είχαν αποκτήσει μετά από τόσα έργα, η εκπληκτική ευκολία που είχαν στο να αυτοσχεδιάζουν και να αποδίδουν τον ρόλο, τους έκανε αρεστούς στο κοινό που δεν έδινε σημασία στην “πρωτόγονη” κατασκευή της σκηνής ή στα κουρέλια που κρέμονταν σε ορισμένες περιπτώσεις γύρω τους για σκηνικά.

Τα μπουλούκια ήταν θεατρικές ομάδες που περιφέρονταν ανά την Ελλάδα δίνοντας παραστάσεις και γνώρισαν μεγάλη άνθηση τον 19ο αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Θα ήθελα να τοποθετηθείτε πάνω στην πολιτιστική τους προσφορά, αλλά και στον ρόλο που διαδραμάτισαν, τόσο στην κοινωνία των ανθρώπων της επαρχίας όσο και στην κοινωνία του θεάτρου.

Τα θεατρικά μπουλούκια γεννήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Ηθοποιοί που αγαπούσαν την τέχνη τους και δεν τους χωρούσαν τα θέατρα της Αθήνας, οργάνωναν ένα μπουλούκι και περιδιάβαιναν την Ελλάδα ανεβάζοντας τις παραστάσεις τους σε τσαντίρια –αντίσκηνα μεγάλης χωρητικότητας, με καθίσματα πάγκους–  ή σε καφενεία και καπναποθήκες ή όπου αλλού κατάφερνε ο θιασάρχης να βρει χώρο, για να στήσουν τα σκηνικά τους. Ήταν αναγκαία τα μπουλούκια για την ελληνική επαρχία που έσφυζε από ζωή κι αναζητούσε τη δική της πολιτιστική έκφραση. Το μεσογειακό κλίμα της χώρας μας επέτρεπε τις περιοδείες τους να κρατούν τους περισσότερους μήνες του χρόνου κι έτσι άνεργοι ηθοποιοί μπορούσαν να εξασφαλίσουν εργασία. Άλλωστε, ούτε το Βασιλικό Θέατρο της Αθήνας είχε τη δυνατότητα να φιλοξενήσει τη λαϊκή πολιτιστική δραστηριότητα ούτε από το 1920 και μετά οι θίασοι της Κοτοπούλη και της Κυβέλης μπορούσαν να απορροφήσουν όλους τους ηθοποιούς.  Οι μπουλουκτσήδες ήταν ηθοποιοί που έπρεπε να ζήσουν, να επιβιώσουν. Και στον αγώνα τους αυτόν έπρεπε να βρουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν το αδαές θεατρικό κοινό της επαρχίας, να το φέρουν στο καφενείο όπου ανέβαιναν οι παραστάσεις τους, με κάθε τρόπο. Οι περισσότερες παραστάσεις των θεατρικών μπουλουκιών περιελάμβαναν δύο μέρη, στο ένα παίζανε κάποιο δραματικό έργο, ενώ στο άλλο ανέβαζαν μια νούτικη κωμωδία, μια κωμωδία του νου δηλαδή, στηριγμένη στον αυτοσχεδιασμό. Όλοι αυτοί οι ηθοποιοί αγωνίστηκαν με κάθε τρόπο για να αποκαταστήσουν την τιμή του επαγγέλματός τους και μετέφεραν τη μεγάλη τέχνη του θεάτρου εγκαθιδρύοντάς την στις γωνιές όλης της Ελλάδας. Οι μπουλουκτσήδες, εκτός από τις πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής, κουβαλούσαν μαζί τους κοινές αξίες, όπως η αγάπη που έτρεφαν όλοι τους για το θέατρο, αγάπη που καλλιεργούσε το πνεύμα της συντροφικότητας μεταξύ τους κι ενίσχυε την αλληλεγγύη παρ’ όλες τις μικρότητες και τους ανταγωνισμούς που ενδεχομένως δημιουργούνταν ορισμένες φορές μεταξύ των καλλιτεχνών που συμβίωναν σ’ ένα μπουλούκι.

Η Ελλάδα του πολέμου, των πολιτικών γεγονότων, της πείνας, της κακουχίας, της στέρησης, του αγώνα και της αντίστασης. Άθλιες συνθήκες, οι οποίες, αντί να αποτρέψουν τον κόσμο, αντίθετα τον οδηγούσαν στο θέατρο αναζητώντας την ελπίδα της ελευθερίας. Πόσο συνέβαλε η τέχνη του θεάτρου στο να διατηρηθεί ακμαίο το ηθικό του Έλληνα;

Στα χρόνια της ναζιστικής και φασιστικής κατοχής ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο. Παρά τις άδειες τσέπες, οι θίασοι πολλαπλασιάζονταν κι ο κόσμος της σκηνής πρόσφερε στους θεατές μία άλλη πραγματικότητα περνώντας μηνύματα αντίστασης και ελευθερίας, μέσα από νούμερα που οι επιθεωρησιογράφοι δούλευαν με αξιοθαύμαστη εφευρετικότητα, για να μην είναι φανερός ο αντιφασιστικός χαρακτήρας τους, και οι ηθοποιοί υπογράμμιζαν με το παίξιμό τους τα υπονοούμενα. Μες στο σκοτάδι αόρατα χέρια πετούσαν προκηρύξεις, κάθε τόσο γίνονταν έφοδοι στο θέατρο και συλλήψεις κι οι παραστάσεις κινδύνευαν να κατέβουν ανά πάσα στιγμή, αφού οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς ήταν ενταγμένοι στο αντιστασιακό κίνημα. Την ίδια εποχή, μπουλούκια από άνεργους ηθοποιούς περιδιάβαιναν την ελληνική ύπαιθρο, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι περισσότεροι ηθοποιοί στο θέατρο αγωνιζόντουσαν για τη λευτεριά της ιδεολογίας τους. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε και το αντιστασιακό θέατρο. Το θέατρο της ελεύθερης Ελλάδας το υπηρέτησαν δύο κυρίως θίασοι, η Λαϊκή σκηνή και ο θίασος του Ρώτα που ήταν και ο επίσημος θίασος των βουνών. Οι ανάγκες του Απελευθερωτικού Αγώνα απαιτούσαν και το ανάλογο θέατρο, ένα θέατρο που θα διαφώτιζε τον λαό για τους στόχους του Αγώνα, που θα ασκούσε ελεύθερα δημόσια κριτική, που θα μπορούσε μέσα από την ψυχαγωγία να επηρεάζει και να στρατολογεί νέους αντάρτες. Το αντάρτικο θέατρο γεννήθηκε μέσα σε επαναστατικές συνθήκες και ήταν η φωνή του λαού.

«Το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να αλλάξει τη ματιά μας απέναντι σ’ αυτόν». Δανείζομαι αυτές τις δύο φράσεις από το βιβλίο σας και αναρωτιέμαι μήπως, εάν τελικά αλλάξει η ματιά μας απέναντι στον κόσμο, τότε θα αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και λειτουργούμε, με αποτέλεσμα να αλλάξει και ο κόσμος;

Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να σας απαντήσω με τους στίχους του Γκάτσου: «αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ…». Ξέρετε, το θέατρο —και η τέχνη εν γένει— δεν κρατά εργαλεία εξουσίας στα χέρια του, δεν νομοθετεί, δεν κυβερνά. Η τέχνη συγκλονίζει κυρίως εσωτερικά, ενίοτε μας εμψυχώνει κιόλας, ωστόσο δεν μπορεί να αλλάξει τον έξω κόσμο, μόνο εκ των έσω συντελείται η αλλαγή. Δεν βάζει φωτιά στο τοπίο, μπορεί να ανάψει όμως φως στο βλέμμα, να ενεργοποιήσει την ενσυναίσθηση, να μετατοπίσει ίσως την προοπτική. Υπό αυτή την έννοια δύναται να φυτέψει έναν σπόρο αλλαγής, να μας βοηθήσει να μπούμε στη θέση του Άλλου. Όσο οι κυβερνήσεις λειτουργούν ως διαμεσολαβητές συμφερόντων και όχι ως φορείς κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο η ανθρώπινη ζωή μετριέται χωρίς την παράμετρο της αξιοπρέπειας, η τέχνη  —όσο και να φωνάζει — θ’ ακούγεται μόνο από εκείνους που ήδη θέλουν να την ακούσουν.

Εργάζεστε ως φιλόλογος καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, είστε συγγραφέας μυθιστορημάτων και δημοσιεύετε άρθρα και μελέτες σας σε περιοδικά, σχετικά με τη θεωρία της λογοτεχνίας και του θεάτρου. Θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν ο συνδυασμός της διδασκαλίας με τη συγγραφή προσελκύει το ενδιαφέρον των μαθητών σας, προκειμένου να εξερευνήσουν αυτόν τον γνωστικό πλούτο, θέτοντας απορίες και ερωτήματα που θα οδηγήσουν στον δικό τους γνωστικό εμπλουτισμό. Και, επίσης, εάν αυτός κινεί το ενδιαφέρον τους για την ενασχόληση είτε με τη λογοτεχνία είτε με το θέατρο.

Είμαι πολλά χρόνια στην εκπαίδευση και έχω μάθει να διαχωρίζω τους ρόλους. Θέλω να πω ότι το έργο του δασκάλου είναι αυθύπαρκτο. Ο δάσκαλος είναι δάσκαλος, δεν χρειάζεται κάτι επιπλέον, για να γίνει ο ρόλος του πιο ελκυστικός. Η προσωπικότητα, βέβαια, παίζει ενεργό ρόλο στην εκπαιδευτική πράξη, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται πως ένας φιλόλογος-συγγραφέας είναι αποτελεσματικότερος από κάποιον που δεν έχει αυτή την παράλληλη ιδιότητα. Το ανησυχητικό για μένα είναι ότι η νέα γενιά δεν αγαπά το διάβασμα, αισθάνομαι μάλιστα ότι το απεχθάνεται. Έρχονται στιγμές που σκέφτομαι πως θα ακολουθήσουν γενιές ανθρώπων, στις οποίες κανείς δεν θα είναι αναγνώστης, πως θα υπάρχουν συγγραφείς χωρίς να υπάρχει αναγνωστικό κοινό. Σαν δυστοπία δεν ακούγεται; Το σκέφτομαι συχνά, όμως, μέσα στη σχολική τάξη.

Έχετε συγγράψει άλλα έξι μυθιστορήματα. Ποιες καταστάσεις και εικόνες, ποια γεγονότα σάς εμπνέουν και από πού αντλείτε τη θεματολογία των βιβλίων σας; Επίσης, ποια ανάγκη σας ικανοποιεί η ενασχόληση με τη συγγραφή και τι είναι αυτό που θέλετε να προσφέρετε στον αναγνώστη;

Ο πόνος του ανθρώπου, αυτό με ταλανίζει. Η φτώχεια και η εξαθλίωση, η βία, η απανθρωπιά, το περιθώριο. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η ματαιοδοξία της ανθρώπινης φύσης που δεν συνειδητοποιεί πως στο τέλος όλοι στο ίδιο δάσος καιγόμαστε, μεγάλοι ή μικροί άνευ σημασίας. Αυτός είναι ο συγγραφικός κόσμος μου. Δεν ξέρω ποια ανάγκη ακριβώς με οδηγεί στη συγγραφή. Είμαι καλά, όταν γράφω, νιώθω μισός, όταν δεν γράφω. Με τους αναγνώστες μ’ αρέσει να μοιράζομαι, να τους μιλώ και να τους ακούω. Έτσι λειτουργώ και με τους φίλους μου.

Θα θέλατε να μας ενημερώσετε για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Γράφω. Είμαι στη μέση ενός μυθιστορήματος και ζω τις αγωνίες των ηρώων μου, προσπαθώντας να μην τους απογοητεύσω, καθώς τους δίνω ζωή στο χαρτί.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδα όλα τα βιβλία σας και η ενασχόλησή σας με τη λογοτεχνία να είναι πάντα εποικοδομητική.

Σας ευχαριστώ θερμά για την ευκαιρία που μου δώσατε να μιλήσω για την τέχνη μου.

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα