Γράφει: Μανώλης Γεωργιάδης
Την πρώτη φορά που τον αντίκρισα, ήταν πριν από περίπου δύο χρόνια. Κυκλοφορούσε στην πλατεία της Ορεστιάδας πλανόδιος, προσπαθώντας να πουλήσει τα βιβλία του. Εμφανίστηκε ξανά μπροστά μου πριν λίγες μέρες πουλώντας μου το μόχθο του. Δεν αρνήθηκα να αγοράσω μία ποιητική συλλογή και μάλιστα του ζήτησα να του πάρω μία συνέντευξη. Θετικός από τη φύση του, δέχτηκε να μου μιλήσει, αν και δυσκολευόταν να καταλάβει πως γίνεται να θέλω να του θέσω τις παρακάτω ερωτήσεις χωρίς να είμαι δημοσιογράφος.
Οι καιροί αλλάζουν και ο κύριος Στέλιος βρίσκεται στο 88ο έτος της ηλικίας του. Έχοντας διαβάσει ορισμένα διηγήματα και ποιήματά του, αλλά και κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο λόγος του με μετέφερε κατά ένα μαγικό τρόπο πίσω στην αγκαλιά του παππού μου. Αν και μιλούσε για τις δυσκολίες της ζωής, εγώ ένιωθα να μου διαβάζει τα παραμύθια του!
Διαβάζοντας το βιογραφικό σας, αναφέρεται τις δυσκολίες που περάσατε, ειδικά κατά τη διάρκεια της κατοχής, που σας ανάγκασαν να σταματήσετε το σχολείο. Μπορείτε να περιγράψετε τα βιώματα εκείνης της περιόδου;
Όσον αφορά τον πόλεμο του ’40, η 28η Οκτωβρίου ήταν ημέρα Δευτέρα. Πήγαμε στο σχολείο το πρωί και εκείνη την ώρα χτυπούσαν καμπάνες. Μπαίνει ο δάσκαλος μέσα στην τάξη και μας ανακοινώνει ότι μας κήρυξε τον πόλεμο η Ιταλία αλλά να μην φοβηθούμε γιατί θα νικήσουμε. Μετά από λίγο, φύγαμε και είδαμε τον δάσκαλο στην πλατεία του χωριού να ανεβαίνει σε ένα άλογο και μαζί του όσους θα έφευγαν για τον πόλεμο. Έβλεπες τους ανθρώπους να χαιρετάν της οικογένειές τους, όμως έδειχναν σαν να πηγαίνουν σε πανηγύρι. Τέτοια, άγνοια υπήρχε.
Αργότερα, θυμάμαι που χτυπούσαν οι καμπάνες και μας ανακοίνωναν τις περιοχές που είχε κατακτήσει ο Ελληνικός στρατός. Επικρατούσε μεγάλη χαρά και ο κόσμος ήταν θαρραλέος. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που είχαν μείνει πίσω έπλεκαν κάλτσες και φανέλες για το στρατό ή όσοι είχαν περίσσια ζώα τα πρόσφεραν στην πατρίδα. Υπήρχε καλοσύνη από όλους.
Ζήσατε όλοι σας τη ζωή στο Σπήλαιο (χωριό της Ορεστιάδας);
Μάλιστα. Εκτός από το 1948. Τότε κατέβηκα στην Ορεστιάδα για να μην με μαζέψουν οι αντάρτες στο βουνό. Εκεί πουλούσα κουλούρια και σπόρια για να ζήσω. Βέβαια ήθελα και εγώ να πάω, γιατί έβλεπα τις ανταρτοπούλες από μακριά που χόρευαν και ήθελα να τις ακολουθήσω. Τότε ο πατέρας μου μου είπε ότι έχουν περάσει πολλά και καλύτερα να κατέβω στην πόλη.
Αφού δεν καταφέρατε να ολοκληρώσετε τις σπουδές σας πώς προέκυψε η συγγραφή;
Από μικρός μου άρεσε να γράφω. Στον δρόμο αν έβρισκα καμιά εφημερίδα ή χαρτί τα διάβαζα. Επίσης, έγραφα στίχους αλλά δεν τους κρατούσα. Προτιμούσα να τους πετάω. Το γεγονός ότι άρχισα να κρατάω αυτά που γράφω, οφείλεται στην ΕΡΤ. Κάποια πρωτοχρονιά έκοβαν βασιλόπιτα για όλους τους νομούς της Ελλάδας. Δυστυχώς, δεν έκοψαν για τον Έβρο, πράγμα που με δυσαρέστησε. Έτσι έγραψα το πρώτο ποίημα που δημοσίευσα και εξαιτίας του οποίου δέχτηκα αρκετά γράμματα και τηλέφωνα που μου έδιναν πολλά συγχαρητήρια. Έτσι πήρα το θάρρος να συνεχίσω.
Πέρα από αυτό το περιστατικό, υπήρχε κάποια βαθύτερα ανάγκη;
Ό,τι έχω γράψει το έχω περάσει. Ας πούμε, επειδή εμείς εδώ δεν είχαμε γιατρούς ταλαιπωριόμασταν.
Πόσα βιβλία έχετε γράψει μέχρι σήμερα;
Έντεκα. Μέσα σε αυτά ανήκουν ορισμένα διηγήματα, άλλα είναι ποιητικές συλλογές και τέλος δύο παραμύθια. Το ένα από αυτά έχει βραβευτεί 4 φορές. Την μία εξ αυτών ο Κάρολος Παπούλιας είχε προλογίσει το έργο.
Περιμένατε να υπάρξει τέτοιος αντίκτυπος;
Σίγουρα δεν το περίμενα. Ωστόσο έχω κάνει και την προσωπική μου «διαφήμιση». Βγαίνω σε μεγάλο ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης και διαβάζω ποιήματα. Όποτε οι συζητήσεις είναι πιο χαλαρές τηλεφωνώ και τους απαγγέλω.
Μπορείτε να απαγγείλετε κάποιο ποίημα που σας εκφράζει προσωπικά;
Θα σας διαβάσω «Τα χρόνια και οι αναμνήσεις»:
Περνούν τα χρόνια γρήγορα και μένουν οι αναμνήσεις.
Καλές, κακές, διάφορες τα χρόνια που θα ζήσεις.
Με αναμνήσεις όμορφες ευχάριστα περνάμε
και στη ζωή μας πάντοτε αυτές αναζητάμε.Χιλιάδες όνειρα γλυκά μας κάνουνε παρέα
και η ζωή μας γίνεται όμορφη κι ωραία.
Κι έτσι με τα όνειρα και τις αναμνήσεις
τα χρόνια πέρασαν γοργά κι έμειναν κατακτήσεις.Ουδέποτε φαντάστηκα ο καιρός πως θα περάσει
κι αδυνατίσει το κορμί, να μην μπορεί να δράσει.
Χέρια πόδια οφθαλμοί να μην είναι αντάξιοι
να σταματήσουν και αυτά που κάναν κάποια πράξη.Μοιάζουν σαν μία μηχανή που όλα έχουν χαλάσει,
θέλει εντολή κανονικά και κάνει πάντα στάση.
Δεν έχει πια την αντοχή στο δρόμο για να τρέξει
ούτε και τη δύναμη λιγάκι να δουλέψει.Έτσι είναι κι ο άνθρωπος τα χρόνια όταν περάσουν.
Ό,τι υπάρχει στο κορμί όλα θα γεράσουν.
Θα μείνουν μόνο ζωντανές όλες οι αναμνήσεις
και στα βαθιά γεράματα μ αυτές πλέον θα ζήσεις.
Στην ποιητική συλλογή «το παράπονο του γέρου» σε ποιον εκφράζετε το παράπονό σας;
Έχω δύο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Πέρα από αυτά εφτά εγγόνια και πέντε δισέγγονα. Είμαι ένας ευτυχισμένος παππούς. Το παράπονό μου είναι για τα χωριά που έχουν αφήσει να ερημώσουν και για την περιοχή γενικότερα.
Ετοιμάζετε κάτι αυτήν την περίοδο;
Ετοιμάζω μια συλλογή με ανέκδοτα. Απλώς, κάποια από αυτά είναι λίγο σόκινγκ. Θα σου διαβάσω ένα από τα άλλα:
Δύο νεαροί ήθελαν να φάνε κάπου έξω αλλά να μην πληρώσουν. Βλέπουν μια ταμπέλα έξω από ένα μαγαζί: «Τρώτε, πίνετε, τα εγγόνια σας πληρώνουν!». Μπαίνουν μέσα, παραγγέλνουν, τρώνε, πίνουν και έρχονται από το κατάστημα με τον λογαριασμό. Αμέσως αρχίζουν να διαμαρτύρονται και δείχνουν στο γκαρσόνι τι γράφει η ταμπέλα. Απαντάει τότε ο σερβιτόρος: «Μα δεν θα πληρώσετε αυτά που φάγατε αλλά αυτά που φάγαν οι παππούδες σας!»
Όλα τα βιβλία τα πουλάτε μόνος σας;
Ναι. Και τώρα με την κρίση έχουν μειωθεί και οι πωλήσεις. Δυσκολεύονται λίγο να πάρουν. Βέβαια είναι και στον άνθρωπο. Υπάρχουν άνθρωποι που μου έδωσαν παραπάνω λεφτά από αυτά που τους ζήτησα, υπάρχουν και αυτοί που μου ζητάν 5 ευρώ το παραμύθι, ενώ εγώ για να το εκδώσω θέλω 12.
(Επειδή τα βιβλία του κυρίου Ντουρανίδη δεν κυκλοφορούν στην αγορά, όποιος ενδιαφέρεται για κάποιο από αυτά μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του στο τηλέφωνο 2556051351)


































Πρόσκληση φίλων