Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε Facebook άλμπουμ.
Οι παρέες γράφουν ιστορία. Πριν 40 χρόνια ξεκίνησε στη Κατερίνη η Κινηματογραφική Λέσχη Κατερίνης από μια παρέα που έδωσαν μια νέα πνοή στη πόλη μας. Σήμερα μια νέα παρέα έρχεται να ανάψει τη σπίθα και να δημιουργήσει τον νέο θεσμό «Κινηματογραφικά Αφιερώματα». Χάρη της Πολιτιστικής Πρωτοβουλίας Πιερίας, του Κινηματοθέατρου Ευκαρπίδη, της Κινηματογραφικής Λέσχη Κατερίνης, του Σύνδεσμου Φιλολόγων Πιερίας και φυσικά όλων των χορηγών που στήριξαν όλη τη προσπάθεια, η Κατερίνη θα ζήσει μέρες λαμπρές. «Δεν θα μπορούσε να λείπει η Κινηματογραφική Λέσχη από αυτό το γεγονός. Είμαστε εδώ και 40 χρόνια ένας ζωντανός πολιτιστικός οργανισμός, που όλο και περισσότερος κόσμος μας αγκαλιάζει παρά την κρίση. Τα μέλη μας, ο κόσμος μας περιμένει την έναρξη των Κινηματογραφικών Αφιερωμάτων Κατερίνης. Θεωρώ ότι κάτι σημαντικό ξεκινάει στην πόλη μας», ανέφερε η Πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Κατερίνης Σωτηρία Πουζουκλίδου.
Η παρέα μεγάλωσε, ενώθηκε με άλλες παρέες και δημιουργούν, προτείνουν, οργανώνουν, γράφουν ιστορία σε μια πόλη που οι πολίτες της αρχίζουν να οσμίζονται ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι ρομαντικοί, γραφικοί για μερικούς, παθιασμένοι για άλλους που χωρίς τη βοήθεια των αρχών τα καταφέρνουν και δημιουργούν όμορφες εκδηλώσεις σε όλες τις γωνιές της πόλης.
Ο εμπνευστής λοιπόν των Κινηματογραφικών Αφιερωμάτων είναι ο Γιάννης Ευθυμιάδης, που είπε ότι «Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς». Και ο Γιάννης Ευθυμιάδης ήταν ένας από τους τολμηρούς που είχε αυτή τη πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα του που δεν θα είχε καμία τύχη αν δεν τολμούσε να την εκφράσει και να προσπαθήσει να πείσει για την υλοποίηση και την επιτυχία της.
Κάπως έτσι γεννήθηκαν τα Κινηματογραφικά Αφιερώματα. Η επιφυλακτική στάση που εισέπραξε αρχικά ο κ. Ευθυμιάδης (αυτών που έμελλε να γίνουν συνδιοργανωτές στη συνέχεια), έδωσε τη θέση της στη διάθεση για δημιουργία και μία νέα πρόταση στα πολιστικά δρώμενα της πόλης.
Και το όραμα της διοργάνωσης να προσφέρει στην πολιτιστική αναγέννηση της πόλης έγινε πράξη.
Είπε ο ίδιος: «Κατά την άποψή μου θα αποτελούσε μεγάλο στρατηγικό λάθος αν στο όνομα της κρίσης θυσιαζόταν ο πολιτισμός και οι δομές που τον απαρτίζουν και τον συνδέουν σε μια συνεχή και αμφίδρομη σχέση με την κοινωνία.Ο πολιτισμός, εξάλλου, στην ευρύτερη έννοια του αποτελεί σταθερά προϋπόθεση για την έξοδό μας από την κρίση, καθώς η κρίση αυτή δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά γενική. Είναι ακριβώς η συνέπεια μιας γενικότερης κρίσης, πολιτισμού και παιδείας, που βιώσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Μίας κρίσης πολιτισμού που περιλαμβάνει το χώρο της πνευματικής παραγωγής, την μόρφωση, την τέχνη, την φιλοσοφία, τη δικαιοσύνη, την αισθητική, την επιστήμη, με καταλυτικές επιδράσεις στο πολιτικό σύστημα και την οικονομία. Το κρίσιμο ζητούμενο λοιπόν, στις δεδομένες στιγμές που ζούμε, είναι να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε τους συνδετικούς κρίκους και δεσμούς, με όλες εκείνες τις εστίες που συμβάλλουν στη συνέχεια και την ανανέωση του πολιτισμού μας, όχι όμως με εσωστρεφή αλλά εξωστρεφή τρόπο, διαλεκτικά ανοιχτό στον υπόλοιπο κόσμο, όπως ήταν ανέκαθεν ο ελληνισμός ιδίως στους αρχαίους χρόνους. Υπό αυτή την έννοια η έμφαση που δίνουμε στον πολιτισμό μας ως στήριγμα στη δεδομένη στιγμή είναι αυτονόητη γιατί αυτός είναι συνδεδεμένος με την ατομική και συλλογική μας υπόσταση».
Ενώ ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων είπε, «Θα προσπαθήσουμε να ξεκλειδώσουμε την μυστική σχέση μεταξύ Λογοτεχνίας και Κινηματογράφου. Η βασική τους ομοιότητα είναι ότι αναπαριστούν την ζωή, ενώ η βασική διαφορά είναι ότι ο λογοτέχνης χρησιμοποιεί λέξεις ενώ ο κινηματογραφιστής εικόνες. Κι αν η λογοτεχνία επηρέασε τον κινηματογράφο στα πρώτα του βήματα, στη συνέχεια ο κινηματογράφος αφήνει την σκιά του στην παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων...».
Τελικά πόσο πιστή στο βιβλίο μένει η ταινία, πόσο εμπλουτίζει, υπερβαίνει ή υπολείπεται του βιβλίου; Τι μας προξένησε μεγαλύτερη συγκίνηση, το βιβλίο ή η ταινία: Αυτό το δίλημμα άφησε να πλανάται ως εισαγωγή στο ακροατήριο ο εκπαιδευτικός Όμηρος Ξενίδης που συντόνιζε την συζήτηση αλλά και συγγραφέας του βιβλίου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο» για το οποίο του απονεμήθηκε το 2014 ο τίτλος του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας.
Η σχέση λογοτεχνίας και κινηματογράφου υπήρξε από την αρχή του μέχρι τις μέρες μας όπως μας δείχνει η διεθνής η κινηματογραφική παραγωγή πολύ στενή και ζωντανή αφού και οι δύο τέχνες αφηγούνται ιστορίες. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για τον κλασικό αφηγηματικό κινηματογράφο, στο σώμα του οποίου ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών παγκοσμίως, αφού υπάρχει και ένας άλλος κινηματογράφος που μπορεί να ονομαστεί ποιητικός, δοκιμιακός, ακόμα και πειραματικός. Και ίσως να υπάρχουν πολλοί κινηματογράφοι και αντίστοιχα πολλά κοινά.
Αυτός ο κυρίαρχος λοιπόν κινηματογράφος δεν θα υπήρχε με την σημερινή του μορφή χωρίς την ακρογωνιαία στήριξη της λογοτεχνίας.
Ο κινηματογράφος στην αφετηρία του λόγω έλλειψης δικών του αφηγηματικών ερεθισμάτων και σε διαδικασία αναζήτησης των δικών του εκφραστικών μέσων, στράφηκε στη λογοτεχνία. Ένας επιπρόσθετος λόγος και ίσως ο πιο σημαντικός, είναι ότι μετέγραψε κλασικά έργα για να προσελκύσει το μεγάλο κοινό, επομένως για εμπορικούς λόγους.
Οι δύο τέχνες «παντρεύτηκαν» πρόωρα, χωρίς αρραβώνα και έτσι έσπευσαν πολλοί να τις συνταυτίσουν. Υπάρχουν οπωσδήποτε σημαντικές ομοιότητες μεταξύ του αφηγηματικού κινηματογράφου και του μυθιστορήματος. Ήρωες, δράση, δραματουργία, χωρόχρονος κλπ. Όμως κινηματογράφος και λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα δύο πολύ διαφορετικές τέχνες.
Αναμφίβολα και η λογοτεχνία από την πλευρά της έχει διδαχτεί από τα μαθήματα του κινηματογράφου. Οι περιγραφές τοπίων, προσώπων, αντικειμένων έχουν εξαφανιστεί από τη λογοτεχνία και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση του κινηματογράφου. Η εισβολή της εικόνας στη ζωή μας, του «ματιού που κοιτάζει», επηρέασε τις περισσότερες φορές θετικά τους συγγραφείς. Η λογοτεχνία για τον κινηματογράφο ήταν πηγή από την οποία μπορούσε να αντλήσει υλικό, να διδαχθεί τη διαχείριση του χώρου και του χρόνου.
Η Στέλλα Βατούγιου, φιλόλογος, πτυχιούχος σκηνοθεσίας Κινηματογράφου και με μεταπτυχιακό στη λαογραφία ανέλυσε τη σχέση λογοτεχνίας -κινηματογράφου ενισχύοντας τη προσπάθεια όλων για να έρθει η κινηματογραφική άνοιξη στη πόλη.Μεταξύ άλλων είπε, «Οι ομοιότητες μεταξύ τους σημαντικές, με βασικότερη το ότι «κινηματογραφιστής και λογοτέχνης επιδιώκουν να αναπαραστήσουν την ζωή στην απειρία των μορφών της». Βεβαίως χρησιμοποιούν διαφορετικά υλικά, εικόνες και λέξεις. Αρχικά, ο ρεαλισμός του κινηματογράφου θεωρούνταν αισθητική ανεπάρκεια, ενώ η λογοτεχνία παρείχε στον δημιουργό μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης».
Οι ταινίες που είναι βασισμένες πάνω σε λογοτεχνικά έργα συνεχίζονται μέχρι τις 21η Απριλίου ενώ παράλληλα πραγματοποιούνται παράλληλες εκδηλώσεις με ζωγραφιστές κινηματογραφικές αφίσσες και έκθεση κινηματογραφικού βιβλίου στο κινηματοθέατρο Ευκαρπίδη.







































Πρόσκληση φίλων