Γράφει: Διονύσης Λεϊμονής
Γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1976, στα Εξάρχεια, με εκατό πενήντα χιλιάδες καλεσμένους απέξω. Σπούδασε μερικώς, ολικώς και επί τα αυτά στο Τ.Ε.Α.Π.Η και Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών. Είναι νηπιαγωγός της τάξης από το 2003. Δημιούργησε το ELNIPLEX το 2012. Ζει στον Πειραιά. Γράφει με το αριστερό.
Περισσότερα για τον Απόστολο Πάππο στη σελίδα ELNIPLEX και τα κείμενά του.
Εκπαιδευτικός, δικτυακός δημιουργός, αρθρογράφος, συγγραφέας. Ποιος από όλους αυτούς τους «ρόλους» μπορεί να επισκιάζει τους άλλους ή συνυπάρχουν αρμονικά;
Δε με επισκιάζει κάποιος ρόλος. Δεν είμαι οι ρόλοι μου. Υπάρχω πέρα από αυτούς. Είμαι δεκάδες πράγματα, αλλά τίποτα δεν κυριαρχεί. Δεν είμαι σε αρμονία με τον εαυτό μου. Είμαι σε διαμάχη. Του ζητάω χρόνο. Πρέπει να προλάβω να πω τις ιστορίες μου. Του ζητάω ειρήνη. Δε συνθηκολογεί. Η κατάπαυση θα έρθει κάπου στα εβδομήντα οκτώ. Έχω αρμονία όταν είμαι με τους Ανθρώπους μου. Όταν όχι, φλέγομαι σαν Πομπηία.
Κουβαλάμε τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας… Ποιος είναι το δικό σας «φορτίο»;
Είμαστε όλοι ιστορίες. Είμαστε νάματα και θαύματα∙ σήμερα τείνουμε να γίνουμε πράγματα. Αγοράζουμε διαρκώς σκεπάζοντας τις ιστορίες με αποδείξεις ταμειακής. Το τραπέζι που τρώμε, η καρέκλα σου δίπλα από το τζάκι του παππού είχαν κάποια ιστορία. Τώρα δεν προλαβαίνουν να έχουν τίποτα. Σε λίγο, κάποιο άλλο θα πάρει τη θέση τους, ακόμα και αν δε χαλάσει. Ως εκ τούτου, το δικό μου «φορτίο», και λίγων χιλιάδων ακόμα, είναι να συνεχίσουμε να παράγουμε ιστορίες, να τις αφηγούμαστε, να τις διασώσουμε, για τις κρύες νύχτες κάποιου χειμώνα που σαν τον Φρέντερικ, του Λίο Λιόνι, κάπου, κάπως, οι λέξεις και η ποίηση θα είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη γη. Όσο είμαστε ιστορίες, δε φοβάμαι. Μόλις τελειώσουν αυτές, θα έχουμε τελειώσει κι εμείς. Και πετώντας μια πέτρα πίσω από την πλάτη, κάποιος Δευκαλίωνας και κάποια Πύρρα, θα ξαναρχίσουν τη σπορά.
Πώς αυτό μεταπλάθεται, αξιοποιείται, εντοπίζεται στην τέχνη σας;
Αμέτρητοι, γνωστοί ή λιγότερο, καλλιτέχνες δεν ξέρουν να ζήσουν, παράτησαν τα παιδιά τους στο έλεός τους, αδιαφόρησαν για συνανθρώπους τους, είναι αναιδείς ή αήθεις, πίνουν βρώμικο νερό. Οι πιο σπουδαίοι καλλιτέχνες είναι αυτοί που κατοικούν ακόμα στην ημιθανή επικράτεια των ανθρώπων, από μια διαλυμένη γυναίκα, μάνα τριών παιδιών που, με δεκάδες δυσκολίες, τα βγάζει πέρα από το χάραμα έως τη νύχτα, μέχρι μια δασκάλα που προσφέρει με πάθος αληθινή γνώση σε τρία- τέσσερα παιδιά σε κάποιο ξεχασμένο από τον χάρτη ορεινό χωριό, ώρες μακριά από τον τόπο της, οριοθετώντας και τη ντόπια φτενή για τις γυναίκες σκέψη. Αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, αλλά δεν κόβουν εισιτήρια στους φασαίους των σόσιαλ για να ασχοληθούμε. Από την άλλη, αν το σκεφτείτε, στον διάβα των αιώνων, δεν είναι πάνω από πενήντα συνολικά όσοι θα μείνουν αιώνια στις άσβηστες πλάκες των ιστοριών: Όμηρος, Ευριπίδης και οι ομότιμοί του, Σαίξπηρ∙ για συνεχίστε να δούμε πόσους πραγματικούς τιτάνες της γραφής θα βρείτε. Οι υπόλοιποι θα λιώσουμε μετά από μία ή λίγες δεκαετίες, πίσω από κάποιο λαμπερό βιογραφικό που θα μας καταγράφει ως μικρές, αβέβαιες εκλάμψεις στο σκοτεινό σύμπαν όπου θα επιστρέψουμε ως (αστερο) σκόνη.
Και το γύρω περιβάλλον σας στενότερο ή ευρύτερο; Ποιο ρόλο έπαιξε ή διαδραματίζει;
Δε διάβαζε κανείς σπίτι μου. Η επιβίωση ροκάνιζε και χρόνο και σκέψη και διάθεση. Σπίτι μικρό για πέντε και έξι άτομα, δε χωρούσαν βιβλία πέραν των σχολικών. Η τέχνη απουσίαζε. Αλλά τη βρήκα. Γιατί κάτι μέσα σου δρομολογεί συναντήσεις που δεν τις συναρμολογεί το πλούσιο τζάκι σου. Δε μου δόθηκε τίποτα έτοιμο, πέραν της πρώτης ανάσας. Λίγη αγάπη που πήρα, την έκανα φως. Οι φάροι που μου έτυχαν ήταν λίγοι, αλλά πολύ μεγάλοι, για να μη γκρεμιστώ. Σήμερα, η ευρύτερη οικογένειά μου, είναι ένα πολύ υποστηρικτικό περιβάλλον για καθετί που κάνω. Μέχρι και τα λίγα παιχνίδια που πετάχτηκαν τότε, μου χάρισαν δώρο. Πάντα υπάρχει μια ευκαιρία να αναπλάσεις τα παιδικά σου χρόνια. Αλλά πρέπει να κάψεις την πόλη για να δεις την ευκαιρία να λάμπει.
Αγαπημένο άκουσμα (ιστορία-τραγούδι-φράση)
Είμαι μεγάλος ψάχτρας και ακροατής. Έχω ακούσει χιλιάδες κυριολεκτικά μουσικές, τραγούδια και καλλιτέχνες. Τον μέγα Σταύρο Ξαρχάκο (και μαζί του κομποδένω τους τιτάνες Μάνο, Μίκη, Μίμη, Μάνο Λ., Γιάννη Μ., Θάνο ως dream team) και τη Ροκ του 60’ και του 70’ δεν τους προσπέρασε κανείς. Τον τελευταίο καιρό ακούμε πολύ στο σπίτι μας παραδοσιακά τραγούδια που επαναπροσεγγίζονται με καινούργιους ήχους από νέα παιδιά: από τους Γκιντίκι και την Alkyone, μέχρι τη Μάρθα Φριντζήλα και τη Μαρία Παπαγεωργίου που είναι και η αγαπημένη της εξάχρονης κόρης μου. Το κενό δημιουργίας από το 2010 μέχρι το 2020 ήταν πολύ μεγάλο και αναζητώ τα μη τετριμμένα πράγματα που έχουν κάτι να πουν.
Αγαπημένες φράσεις έχω πολλές. Μία διαχρονικά αγαπημένη είναι το «Amor Fati» (=αγάπα το πεπρωμένο σου). Γιατί θα το φτιάξουμε μαζί του κι εμείς.
Αγαπημένες ιστορίες – για παιδιά- έχω αμέτρητες, επίσης. Σε έντυπη, καμιά μέχρι σήμερα δεν ξεπέρασε Το Γκρούφαλο, το Μια σκούπα, μα τι σκούπα, Το Γάντι. Στα ενηλίκων, δεν είμαι ειδικός, αλλά διαβάζω πολύ. Αγαπώ πολύ την ποίηση, τις ιστορίες της Ερνό, του Μπάκμαν, της Κίγκαν, της Ογκάουα. Τις μη έντυπες θα μου επιτρέψεις να τις κρατήσω ως προσωπικό ημερολόγιο έμπνευσης.
Αγαπημένη εικόνα;
Να ακούμε τραγούδια και να λέμε βλακείες σε μια βεράντα που αγναντεύει από μακριά τη θάλασσα, γελώντας.
Αν δεν αναπνέατε με οξυγόνο, τι θα σας έδινε ζωή;
Το γέλιο της κόρης μου. Είναι οξυγόνο που φτάνει για να ζήσει ο πλανήτης μου.
Αν έπρεπε να στερηθείτε κάτι που αγαπάτε πολύ τι θα ήταν αυτό;
Όλα όσα χρειάζομαι θα τα είχα μαζί μου. Ακόμα και τα βιβλία που αγαπώ, θα τα έπαιρνα με κάποιον τρόπο, έστω και ως αφηγηματικό υλικό. Μόνο χωρίς τους ανθρώπους μου δε ζω. Όλα τα υπόλοιπα είναι διαχειρίσιμα.
Αγαπημένο: Όνομα; Λουλούδι; Γεύση; Μυρωδιά;
Μου αρέσουν πολύ κάποια αρχαιοελληνικά ονόματα, τύπου Δανάη, Λυδία Δηιάνειρα. Αυτό το Δέλτα μέσα στα ονόματα κάτι κάνει, νομίζω, σαν να εσωκλείει μέσα στο τρίγωνό του κάποιο μυστικό άρωμα. Αλλά εγώ αγάπησα πιο απλά ονόματα, χωρίς Δέλτα, που εσωκλείουν τη δική τους μαγεία στα άλφα και τα ρο: Κατερίνα, Αναστασία, Χαρά, Γρηγόρης, Άννα.
Αγαπώ τις μπιγκόνιες του μικρού κήπου μου, για τον οποίο νιώθω καλλιτέχνης, που αντέχουν τα πάντα. Αγαπώ τα φρούτα του καλοκαιριού. Αγαπώ τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου και την αύρα των φρεσκοπλυμένων σωμάτων από μη μαζικής κατανάλωσης αφρόλουτρα που περνούν δίπλα μου. Πάνω απ’ όλα τη μυρωδιά των σωμάτων που αγαπώ.
Ένας κακός εφιάλτης;
Ούτε να τον πω δε θέλω.
Ένας επόμενος στόχος στη ζωή σας, στην πορεία σας;
Δε βάζω στόχους με μεγάλο ορίζοντα. Χτίζω βήμα-βήμα. Για την ώρα θα έρθει ένα βιβλίο, με τον τρόπο μου, προς το τέλος της χρονιάς. Με μια εικονογράφηση πραγματική σαγήνη.
Σας δίνω πέντε λέξεις, σας παρακαλώ κάντε μου ένα μικροδιήγημα σε 43 ακριβώς λέξεις (θα προτιμούσα αυτοβιογραφικό): λέξη, σχοινί, σκηνή, φύλλο και ρότα.
Υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι για να γίνει η δουλειά. Στον τοίχο μια λέξη μισοσβησμένη, «πόθος», ίσως «πόνος». Το σχοινί στο κεφαλάρι για να της δέσεις τα χέρια. Ένα φύλλο στο πάτωμα, σαν καράβι δίχως ρότα. Η σκηνή ήταν έτοιμη. Άντρα, μπες. Σε περιμένει.
Σας ευχαριστώ.


































Πρόσκληση φίλων