Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Η Σοφία Βόικου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Sophia Antipolis της Νίκαιας στη Γαλλία πάνω στην επικοινωνία και τον πολιτισμό των χωρών της Μεσογείου. Σπούδασε επίσης ιστορία της τέχνης στην Ecole du Louvre στη Γαλλία. Έχει διδάξει θεωρία της επικοινωνίας και ιστορία της τέχνης στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ για χρόνια διατηρούσε μόνιμη στήλη για τα εικαστικά δρώμενα σε διάφορα πολιτιστικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση βιβλίων και τη συγγραφή δύο παιδικών παραμυθιών. Από το 1997 δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο της διαφήμισης και επικοινωνίας. Έχοντας τη θέση της δημιουργικής διευθύντριας, λειτουργεί ως κειμενογράφος και πολλές διαφημιστικές δουλειές φέρουν την υπογραφή της. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
Η Σοφία Βόικου έχει γράψει μία πληθώρα μυθιστορημάτων με ιστορικές αναφορές, πολλά από τα οποία, όπως το τελευταίο της πόνημα για το οποίο θα μιλήσουμε εδώ, αφορούν τη γενέτειρά της, τη Θεσσαλονίκη.
Μας μίλησε, επομένως, εδώ στο Bookia για το τελευταίο της πόνημα με τίτλο «Ο κήπος των μικρών θεών», αλλά και για το έργο της γενικά.
Κυρία Βόικου, δε θα σας ρωτήσω πως εμπνευστήκατε το τελευταίο σας μυθιστόρημα, αυτό μας το εξιστορείτε στον επίλογο του βιβλίου σας, νομίζω, αλλά για τον υπέροχο και πολύ εύηχο τίτλο του. Πώς καταλήξατε σε αυτόν;
Όλα ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Όταν έμαθα για τους γλύπτες που μετουσίωσαν την τέχνη τους σε κάτι πιο πρακτικό, κατασκευάζοντας μάσκες για να χαρίσουν πίσω τα χαμένα πρόσωπα των πληγωμένων στρατιωτών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως εκείνοι οι άνθρωποι ήταν μικροί θεοί. Έδιναν ξανά ελπίδα σε ανθρώπους που θεωρούσαν πως η ζωή τους είχε καταστραφεί. Όταν λοιπόν τελείωσα το βιβλίο κι έψαχνα να βρω τίτλο, μου βγήκε αβίαστα η φράση «ο κήπος των μικρών θεών». Μικροί θεοί οι άνθρωποι που έδωσαν ελπίδα σε άλλους ανθρώπους, κήπος ο τόπος που όλα αυτά τα μαγικά συνέβησαν. Μια αντιπαραβολή με τον Κήπο της Εδέμ.
Στο βιβλίο σας περιγράφετε εξαιρετικά την πολυεθνική Θεσσαλονίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δώστε μας, σας παρακαλώ, μια γεύση της και στους αναγνώστες της παρούσας συνέντευξης!
Η Θεσσαλονίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν μία μαγική πόλη που δεν υπήρχε άλλη παρόμοια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια πόλη με δύο πρόσωπα: ευρωπαϊκό και ανατολίτικο. Ας μην ξεχνάμε πως είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα πριν από μόλις τέσσερα χρόνια. Μία πόλη πολυεθνική και πολυθρησκευτική στην οποία ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι. Και σε αυτό το κράμα, ξαφνικά αποβιβάζονται 400.000 στρατιώτες της Αντάντ κάνοντας τη Θεσσαλονίκη τη βάση του Μακεδονικού Μετώπου. Άντρες όχι μόνο Ευρωπαίοι αλλά από τα πιο παράξενα μέρη της γης καθώς οι συμμαχικοί στρατοί αποτελούνταν και από στρατιώτες προερχόμενους από τις αποικίες: Ινδοί, Μαροκινοί, Ζουάβοι, άντρες από τη Μαδαγασκάρη, την Ινδοκίνα… κι όπου υπάρχει στρατός, ακολουθεί κι ένας «στρατός» από πόρνες εξού και ο τίτλος που απέκτησε η Θεσσαλονίκη ως ερωτική πόλη. Από τη μια, καφέ σαντάν, κατάσκοποι, ευρωπαϊκές μουσικές και από την άλλη, λασπόνερα, ελονοσία και τύφος. Έρρεε άφθονο χρήμα, οι τιμές είχαν εκτοξευθεί στα ύψη, υπήρχαν ωστόσο ελλείψεις σε βασικά αγαθά. Θεωρώ πως ήταν το τέλειο σκηνικό για να στήσεις μια ιστορία.
Για ποιον λόγο επιλέξατε μία Εβραιοπούλα και όχι μία χριστιανή για πρωταγωνίστρια του βιβλίου σας;
Δεν έγινε εσκεμμένα. Η θρησκευτική και εθνοτική ταυτότητα της Ραχήλ δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία του βιβλίου. Στη θέση της Ραχήλ, θα μπορούσε να είναι μία Χριστιανή ή μία Μουσουλμάνα. Μου βγήκε αβίαστα ο συγκεκριμένος χαρακτήρας. Με βάση την πλοκή που είχα στο μυαλό μου, ο καθολικός Στεφάν που αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, έπρεπε να συναντήσει μία κοπέλα διαφορετικής θρησκείας. Τότε οι ερωτικές σχέσεις και πολύ περισσότερο οι γάμοι μεταξύ αλλοθρήσκων ήταν κόκκινο πανί. Ας μην ξεχνάμε επίσης, πως η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης το 1915 ήταν Εβραίοι. Αποτελούσαν τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης. Για μένα ήταν αυτονόητο πως η Ραχήλ θα ήταν Εβραία. Όμως όπως είπα και πριν δε νομίζω πως είναι η θρησκεία που καθορίζει τη Ραχήλ καθώς δεν είναι ένα βιβλίο που μιλάει για το Ολοκαύτωμα. Αυτό που καθορίζει τη Ραχήλ είναι η αγάπη της για την ελευθερία και την τέχνη της φωτογραφίας. Η τόλμη της να διεκδικήσει τη θέση της στην κοινωνία ως γυναίκα πέρα από τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, με τα οποία ήταν αντιμέτωπες όχι μόνο οι Εβραίες αλλά και οι χριστιανές και οι μουσουλμάνες.
Η τέχνη της φωτογραφίας, η οποία αποτελεί το πάθος της πρωταγωνίστριας Ραχήλ, είναι πιστεύετε, σήμερα μία τέχνη που πεθαίνει λόγω της ψηφιοποίησης της φωτογραφίας; Πόσο διαφορετικά ήταν τα παλιά φωτογραφεία με τα χημικά από τα σημερινά φωτογραφεία των υπολογιστών;
Δεν ξέρω αν πεθαίνει, σίγουρα όμως αλλάζει και πηγαίνει αλλού. Η τεχνική χάνεται, καθώς με μία απλή εντολή στον υπολογιστή, επιχρωματίζεις, εξαφανίζεις σημάδια, σβήνεις φόντα. Η διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα είναι τεράστια. Η αναλογική φωτογραφία είχε μία μαγεία που η ψηφιακή φωτογραφία δεν μπορεί να τη φτάσει: ο σκοτεινός θάλαμος, η αγωνία για την εμφάνιση, η υπομονή να περιμένεις για να δεις το τελικό αποτέλεσμα, το ρετουσάρισμα με το χέρι. Ήταν τέχνη που ήθελε μαθητεία, χρόνο, υπομονή και μεράκι.
Έχετε καταθέσει ως τώρα, έντεκα, αν δεν κάνω λάθος, μυθιστορήματα. Υπάρχει κάποιο από τα βιβλία σας που να έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σας; Και αν ναι, για ποιον λόγο;
Θα πω την κλισέ απάντηση «ποια μητέρα μπορεί να ξεχωρίσει τα παιδιά της»; Κάθε ένα έχει ξεχωριστή θέση γιατί θυμάμαι πάντα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε. Για παράδειγμα, «Ο κήπος των μικρών θεών» σαφώς έχει ξεχωριστή θέση γιατί είναι το τελευταίο μου πόνημα και είμαι πιο άμεσα συνδεδεμένη μαζί του. «Το κόκκινο σημάδι» ήταν το πρωτάκι μου, «Το ταξίδι της φωτιάς» το έγραφα όταν οι κρίσεις πανικού έκαναν πάρτι στο κορμί μου και ήταν ο μόνος τρόπος που μου αποσπούσε κάπως το μυαλό, το «Πικρό Γλυκό Λεμόνι» με καθιέρωσε ως συγγραφέα ας μου επιτραπεί ο όρος, οι «Ψίθυροι του βαρδάρη» με έκαναν επιτέλους να αγαπήσω την πόλη μου και να κάνω ειρήνη μαζί της, οπότε ας μην τα αναφέρω όλα. Δύσκολη ερώτηση, δεν έχω απάντηση.
Στο βιβλίο σας θίγετε πολύ επιδέξια το θέμα των τραυματιών πολέμου. Πιστεύετε ότι κάποιος που αποκτά ψυχικά και σωματικά τραύματα εξ’ αιτίας του πολέμου, μπορεί ποτέ να θεραπευτεί τελικά οριστικώς ή είναι καταδικασμένος να τα κουβαλά για μια ολόκληρη ζωή;
Είμαι πεπεισμένη πως τα κουβαλάει για μια ολόκληρη ζωή. Το θέμα είναι ο τρόπος που τα διαχειρίζεται και πως μπορεί να ζήσει μαζί τους. Τώρα εάν είναι καταδίκη; Βαριά λέξη. Θα μπορούσε ίσως να είναι σκληρή ενηλικίωση, τρόπος προσωπικής εξέλιξης ή ίσως ανακάλυψης ενός άγνωστου εαυτού.Πιστεύω πως ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του και αποκαλύπτεται στους άλλους μέσα από τα σκληρά και βίαια γεγονότα της ζωής του. Δυστυχώς.
Πώς είναι για μία γυναίκα να συνδυάζει τη συγγραφή με την οικογένεια, κατοικώντας στη συμπρωτεύουσα; Αν δεν είχατε οικογένεια θεωρείτε ότι θα γράφατε περισσότερο;
Δε νομίζω πως είναι θέμα τόπου. Είτε πρωτεύουσα, είτε συμπρωτεύουσα, είτε χωριό στην Πίνδο, ο συνδυασμός οικογένειας, εργασίας (γιατί ας μην ξεχνάμε είμαι και μία εργαζόμενη γυναίκα) και συγγραφής δεν είναι ο πλέον εύκολος. Δε θεώρησα ποτέ τη συγγραφή επάγγελμα. Η συγγραφή είναι για μένα, ο τρόπος για να κάνω κάτι για τον εαυτό μου.Όταν γράφω στην ουσία είναι ο χρόνος που χαρίζω στον εαυτό μου, όπως κάποιοι άλλοι πάνε στο γυμναστήριο ή παίρνουν μέρος σε έναν ερασιτεχνικό θίασο. Στο παρελθόν είχα αναρωτηθεί κι εγώ εάν δεν είχα τόσες υποχρεώσεις (οικογενειακές και επαγγελματικές) εάν θα έγραφα περισσότερο. Παλιά ίσως έλεγα ναι, τώρα λέω με απόλυτη σιγουριά, όχι. Δε θα έγραφα περισσότερο. Γιατί εάν είχα πολύ ελεύθερο χρόνο, δε θα είχα ανάγκη να βρω τρόπο να δημιουργήσω χρόνο για κάτι που μου αρέσει και θα ξόδευα όλη μου την ενέργεια στα ταξίδια και στο διάβασμα. Οπότε ίσως και να μην έγραφα ούτε ένα βιβλίο. Ακούγεται οξύμωρο αλλά στις περιόδους της ζωής μου που είμαι πιο χαλαρή κι έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο, για έναν περίεργο λόγο δε γράφω. Κάνω άλλα πράγματα.
Πείτε μας για τα αγαπημένα σας λογοτεχνικά είδη και για τους συγγραφείς που σας αρέσει να διαβάζετε!
Λοιπόν, διαβάζω σχεδόν τα πάντα γιατί θέλω να έχω άποψη για όλα τα είδη λογοτεχνίας. Ιδιαίτερη αγάπη ωστόσο έχω για το ιστορικό μυθιστόρημα και τον μαγικό ρεαλισμό. Λατρεύω επίσης τους Γάλλους κλασικούς. Αγαπημένοι συγγραφείς, από ξένους, ο Μάρκες, ο Θαφόν, ο Ουγκώ, ο Ιζό. Από Έλληνες ο Δάνδολος, η Μπουραζοπούλου. Ωχ! Δεν ξέρω θα αδικήσω πολλούς.Βασικά δεν ξέρω εάν έχω αγαπημένους συγγραφείς τόσο πολύ, κυρίως αγαπημένα βιβλία έχω.
Σε γενικές γραμμές, τι είναι αυτό που σας εμπνέει να γράφετε; Από πού αντλείτε τις ιδέες σας;
Δεν υπάρχει ανεξάντλητη δεξαμενή. Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο, είμαι σίγουρη πως είναι το τελευταίο και πως δε θα γράψω άλλο. Κι έπειτα σε μια ανύποπτη στιγμή, έρχεται ένα ερέθισμα, μία εικόνα, ένα «κάτι» κι έρχεται η ιδέα. Και τότε θέλω να χωθώ στο λαγούμι μου και να χαθώ με τους ήρωες μου! Η γραφή είναι ο τρόπος να εκφράζομαι. Είμαι εσωστρεφής και δεν έχω μάθει άλλο τρόπο έκφρασης.
Σας ευχαριστώ ολόθερμα!
Εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Τις ευχαριστήθηκα πολύ τις ερωτήσεις σας, τις απόλαυσα και ιδίως δεν ήταν τυποποιημένες.