Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Μαριλένα Παπαϊωάννου, μιλάει στην Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη για το «Δέκα εκατοστά»
Διαφ.

Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Μετά το «Ένα πιάτο λιγότερο» το 2020, από τις εκδόσεις Καστανιώτη επανέρχεται φέτος, πάλι από τις ίδιες εκδόσεις με τη συλλογή διηγημάτων «Δέκα Εκατοστά». Ευαίσθητα και ταυτόχρονα εκρηκτικά διηγήματα που καταπιάνονται με τα όρια της ανθρώπινης επαφής και της ανάγκης για επικοινωνία. Διηγήματα που δεν ήθελα να τα αφήσω από τα χέρια μου γιατί με συνεπήρε η γραφή της, ο σμιλεμένος λόγος της, ο υπαινικτικός και γεμάτος εσωτερική ένταση. Η γραφή της είναι άμεση και ειλικρινής, χωρίς να φοβάται να αγγίξει τις αμφιβολίες και τις ευαισθησίες των χαρακτήρων της. Ένα βιβλίο όπου η μικρή φόρμα αποκαλύπτει τη μέγιστη ένταση. Με έναν τίτλο που παραπέμπει στην απόσταση που χωρίζει αλλά και ενώνει τους ανθρώπους, το βιβλίο ξεδιπλώνει στιγμές έντασης, μοναξιάς και πάθους.

Σ’ αυτό το εύθραυστο πεδίο κινείται η Μαριλένα Παπαϊωάννου, με μια γραφή που γνωρίζει καλά τη βαρύτητα του ανείπωτου και τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη σιωπή και την εξομολόγηση. Οι ιστορίες δεν κραυγάζουν· υπαινίσσονται, μετατοπίζονται, τρίζουν πίσω από τοίχους που δεν κατεδαφίζονται εύκολα. Μικρές αποστάσεις, σχεδόν ανεπαίσθητες, χωρίζουν σώματα και βιογραφίες, χρόνους και λέξεις, ανθρώπους που αγγίζονται χωρίς να αγγίζονται. Κάθε ήρωας κουβαλάει το δικό του βάρος, τις δικές του πληγές και τις δικές του ελπίδες.

Μαζί, συνθέτουν έναν καμβά που εξερευνά την ανθρώπινη αντοχή, τις σχέσεις που δοκιμάζονται και τη δύναμη της αλλαγής. Ένα ζευγάρι κάνει έναν απολογισμό της σχέσης του. Μια γυναίκα με ακρωτηριασμένο πόδι ζει τη ζωή της σαν να είναι μαραθωνοδρόμος. Ένας σπουδαστής υποκριτικής αναγκάζεται να δει την τέχνη του με διαφορετικά μάτια. Μια μητέρα εθισμένη στο αλκοόλ ετοιμάζει το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι. Ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι δίνει κουράγιο σε έντεκα εκδιδόμενες γυναίκες. Ένας ερευνητής Βιολογίας καταρρέει όταν καταστρέφονται τα πειράματά του. Ένας συνταξιούχος ναυτικός μιλά στη νεκρή γυναίκα του για τα σχέδιά του.

Ήρωες της διπλανής πόρτας που μέσα σε βαθιά σκοτάδια αναζητούν το φως. Κοινοί θνητοί που επιθυμούν να ζήσουν με κάθε κόστος και για κάθε λόγο. Άνθρωποι που αγωνίζονται, τολμούν, προσπαθούν, ψάχνοντας να καταλάβουν κάτι ουσιώδες για τον εαυτό τους. Πλάσματα που αποφασίζουν να σηκωθούν πιο ψηλά από κει όπου βρίσκονταν προτού πέσουν, να ορίσουν την πορεία της ζωής τους και συνειδητά να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους, όποια κι αν είναι αυτή. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποια ιστορία μου άρεσε γιατί η κάθε μια είναι ξεχωριστή.

Μέσα σε λίγες σελίδες, η συγγραφέας πετυχαίνει να μας φέρει κοντά στο ασήμαντο που γίνεται καθοριστικό, στο καθημερινό που γίνεται οριακό. Η Παπαϊωάννου δείχνει ότι το λογοτεχνικό ύψος δεν μετριέται με λέξεις – αλλά ίσως, πράγματι, με δέκα εκατοστά απόσταση από την καρδιά. Με αφορμή αυτή τη συλλογή συζήτησα με τη συγγραφέα για το πένθος της καθημερινότητας, για τους ήρωες της που κουβαλούν μέσα τους μικρούς σεισμούς, αλλά και για τη βαθιά πίστη στη λογοτεχνία ως πράξη παραμονής στο ελάχιστο, εκεί που ίσως σώζεται ακόμη κάτι.

Δέκα Εκατοστά, Μαριλένα Παπαϊωάννου, Καστανιώτης

Ο τίτλος «Δέκα Εκατοστά» είναι αινιγματικός. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς αυτή η μονάδα μέτρησης; Απόσταση; Εγγύτητα; Κάτι πιο υπαρξιακό;

Η φράση «δέκα εκατοστά» αποτυπώνει τη βασική ιδέα που διαπνέει όλες τις ιστορίες του βιβλίου: Όταν οι άνθρωποι βρεθούν σε μια συνθήκη στενότητας χώρου –φυσικού, συναισθηματικού ή άλλου–, ωθούνται σχεδόν αναπόφευκτα στο φως· στην απόφαση να προσπαθήσουν να ζήσουν τη ζωή τους με περισσότερη τόλμη απ’ ό,τι φόβο.

Πώς γεννήθηκαν τα διηγήματα της συλλογής; Ήταν ανεξάρτητες φωνές ή υπήρξε από την αρχή ένας θεματικός ή υφολογικός άξονας;

Το «Δωμάτιο στον κήπο» ήταν το πρώτο διήγημα που έγραψα, το 2022, όταν συμμετείχα στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα λογοτεχνικών διαμονών «Ulysses’ Shelter». Μέχρι τότε ήμουν προσανατολισμένη αποκλειστικά στη μεγάλη φόρμα· μετά από αυτό, όμως, ένιωσα ότι θα μου άρεσε να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στη μικρή φόρμα. Άρχισα, λοιπόν, να γράφω διάφορες μικρές ιστορίες – κάποιες δεν είχαν καν την έκταση διηγήματος. Ορισμένες έγιναν εντέλει διηγήματα τα οποία συμπεριέλαβα στη συλλογή, ενώ άλλες έμειναν στ’ αζήτητα. Δεν είχα εξαρχής κατά νου έναν θεματικό άξονα. Επειδή, όμως, όλα τα διηγήματα γράφτηκαν μέσα σ’ ένα διάστημα περίπου τριών ετών, μοιραία κατέληξαν ν’ αντανακλούν αυτό που με απασχολούσε εκείνη την περίοδο και που το παρατηρούσα με μεγάλο θαυμασμό: τον αγώνα που κάνουν οι άνθρωποι για να ζήσουν στο φως.

Οι χαρακτήρες σας συχνά κινούνται στη σκιά. Άνθρωποι μοναχικοί, σιωπηλοί, σε κρίσιμες καμπές. Τι σας συγκινεί σ’ αυτές τις περιθωριακές μορφές;

Πράγματι, όλοι οι ήρωες των διηγημάτων βρίσκονται σε κάποια κρίσιμη καμπή της ζωής τους· και είναι όντως μοναχικοί, σιωπηλοί, παρατηρητικοί τύποι. Στα μάτια μου, ωστόσο, δεν είναι περιθωριακοί. Είναι απλώς άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με κάποια μεγάλη δυσκολία στη ζωή τους – μια απώλεια, ένα πρόβλημα υγείας, μια ανατροπή δεδομένων. Τότε, όμως, ανακαλύπτουν μια εσωτερική δύναμη. Και αυτό ακριβώς είναι που με συγκινεί: η θέλησή τους να υπερβούν τα εμπόδια, να κάνουν το πρόβλημά τους αφορμή για επαναχάραξη πορείας.

Πόσο συνειδητά επιλέγετε τη μικρή φόρμα; Τι σας προσφέρει το διήγημα που δεν σας δίνει το μυθιστόρημα;

Τα τελευταία χρόνια –και ενώ είχαν προηγηθεί τρία βιβλία μου μεγάλης φόρμας– μου δημιουργήθηκε μια έντονη αίσθηση αποσπασματικότητας στη σκέψη, μια αδυναμία συγκέντρωσης. Ειδικά την περίοδο της πανδημίας είχα μεγάλη δυσκολία να μπω στο σύμπαν μιας μεγάλης ιστορίας – ακόμα και ως αναγνώστρια.  Κάπως έτσι οδηγήθηκα στη μικρή φόρμα – αισθάνθηκα ότι ίσως ν’ αποτελεί ένα καταφύγιο στο οποίο θα βρω απάγκιο μέχρι να μπορέσω να ξαναβγώ στην ανοιχτή θάλασσα της μεγάλης φόρμας!

Ποια μηνύματα ή συναισθήματα θέλετε να κρατήσει ο αναγνώστης/αναγνώστρια μετά το τέλος της ανάγνωσης;

Με τα χρόνια έχω πλέον εμπεδώσει ότι ο αναγνώστης οποιουδήποτε βιβλίου κρατά ως «μήνυμα» αυτό που το πλαίσιο της δικής του ζωής εκείνη τη χρονική στιγμή τού επιτρέπει ν’ αντιληφθεί, να νιώσει, να σκεφτεί. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ίδιο βιβλίο αλλιώς το διαβάζει φέρ’ ειπείν ως έφηβος και αλλιώς ως ενήλικας. Επομένως, ό,τι και να επιθυμώ εγώ, εκείνος θα έρθει και θα το ακυρώσει κατά κάποιον τρόπο – και πολύ καλά θα κάνει, αφού η ομορφιά της λογοτεχνίας έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην ελευθερία των ερμηνειών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ιδανικά θα ήθελα διαβάζοντας τα διηγήματα κάποιος να αισθανθεί ότι κάτι μετατοπίστηκε μέσα τους.

Στο πρώτο διήγημά σας Αγόρι κορίτσι η ζωή τρέχει χωρίς τελεία. Γιατί αποφασίσατε να την «τρέξετε» έτσι;

Σκοπός μου ήταν να μιλήσω για τα διάφορα στάδια από τα οποία περνά η σχέση ενός ζευγαριού σε βάθος χρόνου· θεώρησα, λοιπόν, ότι ένας συνεχής διάλογος μεταξύ του αγοριού και του κοριτσιού θ’ αποτύπωνε αρκετά παραστατικά τα χρονικά ορόσημα του κοινού τους βίου. Ήθελα το διήγημα να δημιουργήσει στον αναγνώστη μια αίσθηση ταχύτητας, σχεδόν αγωνίας· να τον κάνει να νιώσει πραγματικά το αμείλικτο βάρος του χρόνου, αλλά και τον αγώνα δυο ανθρώπων που αγαπιούνται να τον νοηματοδοτήσουν.

Οι ήρωές σας είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Κρύβουμε αλήθεια τόσο μεγάλη δύναμη μέσα μας και δεν το γνωρίζουμε;

Νομίζω πως, ναι. Την έχω δει με τα μάτια μου αυτή τη δύναμη σε ανθρώπους «της διπλανής πόρτας», όπως λέτε. Έχω δε την αίσθηση ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, αν όχι όλοι, όταν βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια μεγάλη δυσκολία στη ζωή τους, ανακαλύπτουν ότι έχουν πολύ περισσότερο σθένος απ’ όσο νομίζουν.

Στο διήγημα «Η Όλγα και το σπουργίτι», γνωρίζουμε την ηρωίδα να ζει σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας είναι κακοποιητής και η μάνα φοβισμένη. Μα και ο άντρας που επέλεξε να παντρευτεί είναι το ίδιο κακοποιητής. Ποιο είναι  το μήνυμα σας;

Γενικά, δεν πιστεύω στα «μηνύματα». Όπως είπα και πιο πριν, νομίζω ότι ο αναγνώστης αντλεί από μια ιστορία αυτό που ο μικρόκοσμός του του επιτρέπει ν’ αποκομίσει τη χρονική στιγμή που τη διαβάζει. Για ’μένα, η Όλγα είναι απλώς μια γυναίκα η οποία, ζώντας εγκλωβισμένη επί χρόνια σε μια φρικτή συνθήκη, αποφασίζει επιτέλους να σπάσει τα δεσμά της. Αντιπροσωπεύει έναν άνθρωπο που, παρότι του έχουν στερήσει το εξωτερικό φως, καταφέρνει εντούτοις να διατηρήσει το εσωτερικό του. Επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο της, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει το γιατί. Η Όλγα είναι, εν ολίγοις, ένα μπερδεμένο κουβάρι, από το οποίο έχει μόλις εμφανιστεί η άκρη της κλωστής του.

Πώς δουλέψατε τους χαρακτήρες ώστε να γίνουν ζωντανοί και να εκφράσουν με ειλικρίνεια τις εσωτερικές τους συγκρούσεις;

Απλώς τους παρατήρησα αρκετά στην πραγματική ζωή – και κυρίως τους είδα με αγάπη, προσπάθησα να τους καταλάβω.

Στο διήγημα του Αλκιβιάδη. Πώς συνδυάζει ο ίδιος την ονομασία του (ιστορική και συμβολική) με τον χαρακτήρα του;

Ο ίδιος ο Αλκιβιάδης, έτσι όπως τον έπλασα στο μυαλό μου, είναι –ως νέος– απαίδευτος, λίγο αιθεροβάμων, υπερφίαλος. Συν τοις άλλοις, δεν είναι ιδιαίτερα μελετηρός – σε καμία περίπτωση δεν γνωρίζει τον Αλκιβιάδη της αρχαιότητας. Αρχίζει να διαβάζει μόνον όταν ξεκινά τις σπουδές του στο Εθνικό Θέατρο· αλλά ακόμα και τότε στηρίζεται περισσότερο στην εμφάνισή του παρά στη μελέτη. Η αλλαγή πλεύσης στη ζωή του έρχεται λίγο αργότερα. Εγώ, βέβαια, του έδωσα το συγκεκριμένο όνομα έχοντας πράγματι κατά νου τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Αλκιβιάδη, έναν άνθρωπο που σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς ήταν απείθαρχος, υπέρμετρα φιλόδοξος, θρασύς, αλλά και εξαιρετικά όμορφος. Τα στοιχεία αυτά τα έχει και ο ήρωας του διηγήματος – με τη μόνη διαφορά ότι κάποια στιγμή η ίδια η ζωή τον αναγκάζει να αναθεωρήσει τη στάση του.

Όλοι οι ήρωες ζουν μέσα σε ένα βαθύ σκοτάδι και αναζητούν το φως. Πώς ορίζετε αυτό το σκοτάδι σε προσωπικό, ψυχολογικό ή συμβολικό επίπεδο;

Στη σκέψη μου υπάρχουν δύο ειδών σκοτάδια: το προσωπικό και το συλλογικό. Το προσωπικό σκοτάδι είναι δυσερμήνευτο, βαρύ κι επίπονο, όμως μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί· απλώς η διαχείρισή του προϋποθέτει θάρρος, ειλικρινή σκέψη, αναστοχασμό και έναν καλό καθρέφτη. Το συλλογικό σκοτάδι, από την άλλη, νομίζω πως αντιμετωπίζεται πολύ πιο δύσκολα – ενίοτε και καθόλου. Και αυτό διότι για να εξαλειφθεί πρέπει να εντοπιστούν οι ρίζες του – πράγμα που συνήθως οι κοινωνίες δυσκολεύονται τρομακτικά να κάνουν, καμιά φορά δε το αρνούνται κιόλας. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η μετατόπιση προς το φως απαιτεί συνειδητή και ενεργητική προσπάθεια.

Ετοιμάζετε κάτι νέο; Σκέφτεστε να επιστρέψετε στη μεγάλη φόρμα ή σας απασχολεί προς το παρόν μόνο το σύντομο πεζό;

Προς το παρόν δεν ετοιμάζω κάτι συγκεκριμένο· πάντα, όμως, κρατώ σημειώσεις για μελλοντικές ιστορίες. Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να επιστρέψω στη μεγάλη φόρμα, όμως, ποτέ δεν ξέρεις τι είδους ιστορία θ’ αρχίσει να ζυμώνεται μέσα σου…

Ευχαριστώ κυρία Παπαϊωάννου και σας εύχομαι να είναι πολυδιάβαστη αυτή η συλλογή.

Εγώ ευχαριστώ πολύ!

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα