Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Το βιβλίο «Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;».
Η συγγραφέας Άννα Κοντολέων.
Οι εκδόσεις Πατάκη.
Το Κέντρο Προσχολικής Αγωγής Dorothy Snot.
Το Free Thinking Zone.
Οι εκδόσεις Πατάκη και το Κέντρο Προσχολικής Αγωγής Dorothy Snot παρουσίασαν στο Free Thinking Zone το παιδικό βιβλίο τής Άννας Κοντολέων, «Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;». Ένα τρυφερό κείμενο στολισμένο με όμορφες εικόνες που μιλάει στα παιδιά για την αγάπη όταν αυτή για κάποιο λόγο χάνεται από το σπίτι τους. Να πως το σχολίασε η συνεργάτιδα τού Bookia επί των παιδικών βιβλίων, τη βαθμολόγησή της για το βιβλίο στη σελίδα του:
Από τα πιο όμορφα τρυφερά συναισθηματικά παραμύθια που έχω διαβάσει το τελευταίο χρονικό διάστημα. Μια εξαιρετική αφηγηματική ιστορία με υπέροχη εικονογράφηση όπου με τρυφερό, συγκινητικό, ευρηματικό τρόπο, περνάει σπουδαία μηνύματα, δίνοντας απαντήσεις ειλικρινείς, όπου δεν ωραιοποιούν καταστάσεις αλλά εξηγούν τις ποικίλες μορφές που μπορεί να έχει το πιο δυνατό συναίσθημα όταν κλονίζεται ή εξασθενεί.
Βοηθά το παιδί στο να κατανοήσει χωρίς συναισθηματική φόρτιση τη σταθερή αγάπη του γονιού προς το παιδί όποιες κι αν είναι οι οικογενειακές συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνει, αλλά και να μπορέσει να δώσει απαντήσεις στα πολλά γιατί του, να το βοηθήσουν, να το παρηγορήσουν δίνοντάς του τη λυτρωτική απάντηση στο ερώτημα «πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;». Πολύπλευρη και πολύμορφη η έννοια της αγάπης, μα είναι πάντα εκεί. Στο μέρος της καρδιάς.
Η συγγραφέας διάβασε το βιβλίο της στα παιδιά που παραβρέθηκαν στην εκδήλωση και τα προ(σ)κάλεσε να συμμετάσχουν και τα ίδια στις «περιπέτειες» τού μικρού αγοριού που ψάχνει τη χαμένη αγάπη ρωτώντας τα πουλιά, τα δένδρα, τον ήλιο...
Στην αρχή τής παράστασης, η κα Κοντολέων ρώτησε τα παιδιά αν πιστεύουν ότι η αγάπη χάνεται και κάποια απάντησαν θετικά, «Ναι, χάνεται». Την ίδια ερώτηση έκανε και στο τέλος τής παράστασης αλλά κανένα παιδάκι δεν έδωσε αυτή την απάντηση, δείχνοντας την άμεση επιρροή τού κειμένου αλλά και τής ίδιας τής συγγραφέως στα παιδιά.
Το μικρό αγόρι λοιπόν τής ιστορίας, βλέποντας το θυμό και τις φωνές να αυξάνονται στο σπίτι του, ξεκινάει να βρει την αγάπη που χάθηκε. Στο δρόμο συναντάει ανθρώπους, ζώα, πράγματα και στοιχεία τής φύσης, στα οποία κάνει την ίδια ερώτηση πάντα, «Πού πάει η αγάπη όταν χάνεται;» και παίρνει πάντα διαφορετικές απαντήσεις.
Το ζευγάρι των γερανών με τη φωλιά τους ψηλά στην κολόνα τού ηλεκτρικού, του απαντάει ότι η αγάπη δεν χάνεται αλλά κουράζεται, πετά στα σύννεφα και ότι το αγόρι πρέπει να πάει πολύ ψηλά για να τη βρει. Τα παιδιά πέταξαν τα μπαλόνια τους και προσπαθούσαν να τα κρατήσουν ψηλά στον αέρα.
Ο Ήλιος τού είπε ότι η αγάπη είναι ανυπόμονη να προχωρήσει παραπέρα και το αγόρι πρέπει να πάει όσο το δυνατόν μακρύτερα για να τη συναντήσει. Τα παιδιά περπάτησαν στο δρόμο που έφτιαξε η συγγραφέας στο πάτωμα, με αυτοκόλλητα χαρτιά στο σχήμα τής καρδιάς.
Τα Δελφίνια απάντησαν ότι η αγάπη είναι βιαστική και πρέπει να τρέχει για να την προφτάσει, ενώ τα σαλιγκάρια τού είπαν ότι η αγάπη καθυστερεί και πρέπει να κάνει υπομονή και να την περιμένει. Τα παιδιά έζησαν αυτές τις απαντήσεις τρέχοντας και σταματώντας με τις οδηγίες τής συγγραφέως.
Οι κόκκοι σκόνης τού είπαν ότι η αγάπη αφήνεται να την παρασύρουν και το αγόρι πρέπει να αφεθεί να το παρασύρει ο άνεμος. Με ένα καλαμάκι το καθένα, τα παιδιά οδηγούσαν τούς σπόγγους φυσώντας.
Ο Φάρος απάντησε ότι η αγάπη κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη και τα παιδιά κρύφτηκαν για να τα ανακαλύψει η κα Κοντολέων.
Ο πλάτανος και η καστανιά τού είπαν ότι η αγάπη αντιπαθεί τις ξαφνικές αλλαγές και θέλει να βρίσκεται στο ίδιο σημείο, χάνει την εμπιστοσύνη της και το αγόρι πρέπει να ακολουθήσει τον πιο ευθύ δρόμο για να τη βρει. Έτσι, οι γονείς των παιδιών κράτησαν τα σχοινιά που δημιούργησαν ευθείες γραμμές και τα παιδιά περνούσαν από πάνω και από κάτω τους.
Ο παππούς και η γιαγιά που σε ένα παγκάκι μοιράζονταν ένα βερύκοκο, απάντησαν ότι η αγάπη αλλάζει μορφή και δεν την αναγνωρίζεις και τα παιδιά έζησαν την αλλαγή που φέρνει ο χρόνος ζωγραφίζοντας ρυτίδες στα πρόσωπά τους.
Ο κισσός τυλιγμένος γύρω από μία κολόνα για να την προστατεύει απάντησε ότι αγάπη φθείρεται και πεθαίνει. Έτσι, οι μαμάδες των παιδιών έγιναν οι κολόνες και τα παιδιά τους τυλίχτηκαν γύρω τους.
Η μαυροφορεμένη γιαγιά σε ένα νεκροταφείο ήταν η τελευταία που απάντησε στο αγόρι λέγοντας ότι η αγάπη, ακόμα και όταν πεθαίνει, είναι πάντα εκεί. «Που;», ρώτησε το αγόρι και η γιαγιά έδειξε το σημείο τής καρδιάς.
Τα παιδιά στη συνέχεια έγραψαν σε χαρτάκια τα ονόματα αγαπημένων τους προσώπων και απάντησαν όλα «Όχι, δεν χάνεται», όταν η συγγραφέας τους έκανε πάλι την αρχική ερώτηση.






































Πρόσκληση φίλων