Γράφει: Αλέξανδρος Δαμουλιάνος
Οι άνθρωποι που απολαμβάνεις κάθε κουβέντα μαζί τους, ακόμα κι όταν διαφωνείτε, έχουν το χάρισμα της σύγχρονης και απλής ρητορείας. Εκείνοι όμως που σε πάνε ένα βήμα παρακάτω είναι μελετητές χαρακτήρων σε όλη τους την έκταση και πολυπλοκότητα.
Επιπλέον, σήμερα στη συγγραφική φλυαρία για να αποδειχτεί κάτι, είναι μια επικίνδυνη παγίδα. Ενώ απ’ την άλλη, η γλώσσα των εικόνων αποτελεί ένα στοίχημα δύσκολο που αν κερδηθεί δημιουργούνται κείμενα – δυναμίτες που γκρεμίζουν τα όρια της λογοτεχνίας και τη διευρύνουν.
Όλα αυτά ειπώθηκαν για να καλωσορίσω μια συγγραφέα με «εγκληματικό» ταλέντο, ασταμάτητη εργατικότητα και μια πορεία έξω από καλούπια και φανφάρες, την κυρία Ευτυχία Γιαννάκη.
Κυρία Γιαννάκη, κατ’ αρχάς, σας ευχαριστώ για την πολύ μεγάλη χαρά να συνομιλήσουμε με αφορμή το νέο σας βιβλίο «Οι ναυαγοί του Αυγούστου» από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Θα πιάσω, λοιπόν, το νήμα της συζήτησής μας, από το γιατί «ναυαγοί» και γιατί του «Αυγούστου»;
Θα απαντήσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο: «Μετά τη συνάντησή τους δεν επέστρεψε στο γραφείο, ούτε και απάντησε στις κλήσεις στο κινητό του. Περπάτησε μόνος στο κέντρο για ώρες, μέσα στον καύσωνα και στο μαύρο χιόνι, έτσι όπως θα περπατούσε ένας τρελός, καπνίζοντας ανάμεσα στους ναυαγούς του Αυγούστου, σε μια φλεγόμενη πόλη, που ράγιζε και τους κατάπινε όλους, αφήνοντας αυτή τη μόνιμη λάσπη στα μάτια τους, ίσα ίσα για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους όποτε τολμούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο. Δηλαδή σπάνια, όλο και πιο σπάνια». Με έναν τρόπο είμαστε όλοι ναυαγοί στις ιστορίες μας και κάποιοι από εμάς μένουν να παλεύουν με την πόλη, τα φαντάσματα και τις ιστορίες τους, ακόμη και όταν αυτή μοιάζει άδεια. Ο θάνατος ως γνωστόν δεν πάει διακοπές και ορισμένα από τα πιο άγρια εγκλήματα συμβαίνουν τον Αύγουστο, μεταξύ αυτών και το ανεξιχνίαστο έγκλημα της δολοφονίας Ταχτσή που τρυπώνει στη μυθοπλασία σε αυτό το βιβλίο. Ο Αύγουστος στην άδεια πόλη είναι μια ιδιαίτερη συνθήκη που την ανακαλύπτουμε με κάποιου είδους συνενοχή όσοι ναυαγούμε σε αυτήν. Γι’ αυτούς και για όσους παλεύουν με τη φωτιά, με το πάθος που του καίει και τους σαρώνει γράφτηκε αυτό το βιβλίο.
Πόσο ασφυκτιούν αυτοί οι ναυαγοί; Δεν υπάρχει καμία πηγή οξυγόνου γι’ αυτούς;
Η αίσθηση της ασφυξίας συνδέεται με τον τρόπο που συνέβησαν τα εγκλήματα σε αυτή την ιστορία, με την κατάσταση που επικρατεί στη φωτιά που σαρώνει τους πρόποδες της Πάρνηθας τον Αύγουστο του 2021, οπότε και διαδραματίζεται η ιστορία, με τον καύσωνα που κάνει αβίωτη την πόλη που φλέγεται, με το σκοτάδι στο δίκτυο των υπόγειων αγωγών της πόλης, με τα κλειστά στόματα στο Πανεπιστήμιο, με τα παιδιά που διακινούνται σαν εμπορεύματα, με την περίοδο της πανδημίας που δε μας επιτρέπει να πάρουμε ανάσα. Η έλλειψη οξυγόνου διατρέχει πολλά στρώματα της ιστορίας και επιβάλλει τη βουτιά που οδηγεί στον βυθό των χαρακτήρων προκειμένου να πάρουμε ανάσα. Με μια βουτιά καλούμαστε να βγάλουμε την άκρη σε αυτή την ιστορία και να αναδυθούμε στο φως.
Αν ήταν άνθρωπος ο Αύγουστος πώς θα περιγράφατε τον χαρακτήρα και τα μυστικά του;
Όπως τον έχω δώσει στο βιβλίο, μάλλον. Ο τόπος, η ατμόσφαιρά του, η συνθήκη λειτουργούν ως ένας επιπλέον χαρακτήρας στις ιστορίες μου. Θα χρειαστεί μάλλον κανείς να διαβάσει την ιστορία, για να έρθει αντιμέτωπος με το «πυρ το ενδότερον», το πάθος που μας καίει και τον φοβερό μήνα Αύγουστο που σαρώνει όσους μένουν στην πόλη.
Είστε «μονογαμική» ως συγγραφέας. Είστε ευχαριστημένη από τη «σχέση» σας με τον Χάρη Κόκκινο; Σκεφτήκατε ποτέ να τον «απατήσετε», και αν ναι γιατί;
Με τον Χάρη Κόκκινο από τότε που συνέλαβε «Στο πίσω κάθισμα» και τον συνέλαβα εγώ στις ιστορίες μου μας δένει ένα κοινό ταξίδι, μια ατελείωτη ανάκριση δύο μερών. Όταν θα τελειώσει αυτή η ανάκριση θα τελειώσει πιθανόν και το ταξίδι, θα αφεθούμε ελεύθεροι ή θα βρεθούμε στη φυλακή. Όσο διαρκεί όμως η ανάκριση, όλα είναι ανοιχτά.
Η χώρα των «Πιτσιμπουίνων» από ποια υλικά σας είναι φτιαγμένη και πώς συστεγάζεται με τον περίγυρο του Κόκκινου στην πένα σας;
Οι Πιτσιμπουίνοι είναι μια σειρά παιδικού μυστηρίου που φέρνει το παιγνιώδες, το χιούμορ, το σασπένς, τη ζωντάνια, τη λογική, τις ανατροπές και τη ρευστότητα της παιδικής φαντασίας στο κέντρο. Έχει όλα τα συστατικά που έχει και το αστυνομικό των ενηλίκων, φυτεμένα μέσα σε ένα κουκούλι, όπως μου αρέσει να λέω, ευαισθησίας, χρωμάτων και απόλαυσης. Ήθελα η επαφή των παιδιών με το μυστήριο να τα απαλλάσσει από το άγχος και να τα οδηγεί στην αίσθηση ότι το μυστήριο είναι ένας κόσμος ή μια κατάσταση που καλούμαστε να διαχειριστούμε χρησιμοποιώντας τη λογική και το συναίσθημα προκειμένου να θέτουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις που οδηγούν στη λύση του.
Ποιος είναι ο καλύτερος «συνένοχος» για ένα έγκλημα, η φύση ή η πόλη;
Η ρίζα του εγκλήματος βρίσκεται μέσα μας, είναι ανθεκτική και τα άνθη του κακού μπορούν να φυτρώσουν οπουδήποτε. Έχει ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πως τελικά το ζητούμενο σε ένα αστυνομικό δεν είναι να λύσει το μυστήριο, ποιος και γιατί έκανε το έγκλημα, αλλά να αποκωδικοποιήσει το μυστήριο των χαρακτήρων δοκιμάζοντας τον εαυτό του και τα δικά του ηθικά ή όποια άλλα όρια στην ιστορία.
Η λογοτεχνία κάποτε είχε τη δύναμη να καλύπτει το κενό του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Τη διατηρεί ακόμα, κι αν όχι, για ποιο λόγο;
Η λογοτεχνία, το μοίρασμα των ιστοριών μας, η γέννηση ερωτημάτων μέσα από τις αφηγήσεις συνδέεται με αυτό που είμαστε, τον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο, τη μνήμη μας, την αποκωδικοποίηση της εμπειρίας και το ταξίδι μας στη ζωή. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σχεδιασμένο να παρέχει κάποια εργαλεία κατανόησης του κόσμου, όλο και πιο τεχνοκρατικά προσανατολισμένα. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η τέχνη συνολικά, όχι μόνο η λογοτεχνία και γι’ αυτό είναι όλο και επιτακτικότερη η ανάγκη να στρεφόμαστε στην ελευθερία που μας προσφέρει ως απάντηση στην αναζήτηση νοήματος και στις υπαρξιακές αγωνίες μας.
Τώρα, ως καθηγήτρια σε σχολή σεναρίου και σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής κρίνετε ότι η Ελληνική (μυθιστορηματική και σεναριακή) μυθοπλασία μπορεί να σπάσει τα δεσμά τής εσωστρέφειας της, να πρωτοπορήσει και, γιατί όχι να παίξει στα ίσα με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό;
Ας αφήσουμε τον χρόνο να μιλήσει γι’ αυτό. Προς το παρόν με ενδιαφέρει το μοναχικό ταξίδι της δημιουργίας, αυτό βρίσκω συναρπαστικό, τον χρόνο που περνάω στις ιστορίες μου. Από κει και πέρα αν αυτές θα συναντήσουν ένα μεγαλύτερο κοινό με μεταπλάσεις ή μεταφράσεις στο μέλλον, αν θα υπάρξουν άλλοι δημιουργοί (συγγραφείς ή σεναριογράφοι) που οι ιστορίες τους θα ταξιδέψουν πιο μακριά μένει να το δούμε. Όμως το συναρπαστικό κομμάτι του ταξιδιού για εμένα είναι αυτό που κάνω πάντα μόνη μου στην ιστορία. Τα άλλα έπονται.
Ο πλανήτης νοσεί από COVID. Ποια είναι κατά εσάς η χειρότερη κοινωνική ασθένεια και ποιο το φάρμακο;
Το έγκλημα εξ αδιαφορίας. Τα κλειστά στόματα και όσοι δεν αντιδρούν στη μικρή ή στη μεγάλη παραβατικότητα, ενώ γνωρίζουν. Νομίζω ότι η κοινωνική συνενοχή στο μικρό ή στο μεγάλο έγκλημα είναι μια χρόνια ασθένεια την οποία πρέπει να βάλουμε στο ντιβάνι του γιατρού και να την εξετάσουμε.
Η ελπίδα χάνει ποτέ την αξία της; Γιατί δεν έχουμε όλοι τα ίδια αποθέματα;
Αν δεν ελπίζεις τον ανέλπιστο, δε θα το βρεις, όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος. Τα αποθέματα είναι σχετικά. Το αμπάρι σε αυτό το ταξίδι άλλοτε γεμίζει και άλλοτε αδειάζει, ανάλογα τον καιρό που συναντάμε, το λιμάνι που πιάνουμε και την περιπέτεια στην όποια αφηνόμαστε.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Εγώ ευχαριστώ πολύ.