Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε με τη θεωρία πολιτισμού. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον Τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών με καθηγητή τον Μ. Γ. Μερακλή. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην «Εξπρές», στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», στο «Βήμα» κ.ά. Διεύθυνε το περιοδικό «Διαβάζω», από το 2006 έως τη διακοπή της κυκλοφορίας του, τον Ιούνιο του 2012.
Το 2013 συμμετείχε στη δημιουργία του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο «Ο Αναγνώστης», στο οποίο κατέχει μέχρι σήμερα τη θέση του διευθυντή. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων «ΜΕΖ» (Καστανιώτης, 2005), «Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;» (Κέδρος, 2011), «Ιστορίες από το Μετς» (Κέδρος 2017) καθώς και αρκετές μελέτες, συνεντεύξεις με δημοφιλή πρόσωπα, συλλογικά έργα κ.ά.
Στο Bookia μας μίλησε για το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών», το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο που μας πέρασε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Σε ποιον βαθμό το βιβλίο σας αυτό, καθώς και το παλαιότερο με τίτλο «Ιστορίες από το Μετς», περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Είναι κάτι περίεργο για τους περισσότερους συγγραφείς το γεγονός ότι οι αναγνώστες αναζητούν να βρουν ποια είναι η πραγματικότητα μέσα στη μυθοπλασία των βιβλίων τους και όχι ποια είναι η «πραγματικότητα» του βιβλίου. Η αλήθεια είναι ότι στοιχεία της πραγματικότητας πάντα υπάρχουν στα βιβλία μυθοπλασίας. Σε ό,τι αφορά την «Μπαλάντα» όλα τα γεγονότα είναι πραγματικά και όλα τα πρόσωπα είναι φανταστικά. Στο πρόσωπο του αφηγητή αντηχεί η εποχή μου, γεγονότα, αισθήσεις και μηνύματα.
Έχει μείνει αλώβητο κάποιο από τα τόσο δημοφιλή εκείνη την εποχή στέκια που αναφέρετε στο βιβλίο, όπως το Galaxy bar στο Hilton, το ροκ κλαμπ Κύτταρο ή οι καφετέριες Λέντζος και Pastry Family;
Το Galaxy bar έκλεισε μαζί με το Hilton. Το Pastry Family υπάρχει, έχει ακόμη ωραία γλυκά, αλλά δεν έχει πια καθίσματα. Ο Λέντζος έκλεισε, κάποιος πήρε τον τίτλο και άνοιξε δίπλα στον παλιό μια καινούργια καφετέρια. Το Άλσος Παγκρατίου υπάρχει, αλλά χωρίς το θεατράκι, μόνο το Κύτταρο club υπάρχει ακόμη. Είναι φυσικό τόσα χρόνια μετά το Παγκράτι να έχει αλλάξει, υπάρχουν πια νέα στέκια, στην πλατεία Προσκόπων, στην πλατεία Βαρνάβα και αλλού. Αν και το μεγαλύτερο στέκι είναι πια το διαδίκτυο. Εκεί συναντιούνται οι νέοι, εκεί δημιουργούνται έρωτες, φιλίες, συμμαχίες και προδοσίες.
Θα ήθελα να μας δώσετε μια σύντομη περιγραφή της Αθήνας την εποχή της Χούντας. Πώς ήταν η ζωή για έναν νέο τότε στην πρωτεύουσα;
Την εποχή εκείνη την έζησα σε δύο περιόδους, ως μαθητής και αργότερα ως φοιτητής. Μέχρι το '71, όταν ακόμη ήμουν μαθητής, υπήρχε μια σιωπή, η δικτατορία δέσποζε, υπήρχαν ελάχιστοι ψυλλιασμένοι. Στα δισκάδικα και τις συναυλίες, ιδίως στις μπουάτ αισθανόσουν ότι κάτι υπάρχει. Μετά το '72 οργανώνεται το φοιτητικό κίνημα στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Το κλίμα αλλάζει, υπάρχουν οι πρώτες συγκρούσεις με τα διορισμένα φοιτητικά συμβούλια, δραστηριοποιούνται οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι, ακολουθεί η Νομική, διαδηλώσεις στο κέντρο, το Πολυτεχνείο και όλα όσα ξέρουμε μετά. Ταυτόχρονα κυκλοφορούν παράνομα πολιτικά βιβλία και απαγορευμένα τραγούδια. Η αίσθηση είναι ότι η αλλαγή θα έλθει, πότε και πώς κανείς δεν το γνωρίζει ακριβώς. Όλοι νιώθουν ότι οι καιροί αλλάζουν. Το δημοφιλές τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, «The Times They Are a-Changin», μας συνέπαιρνε:
Ελάτε συγκεντρωθείτε άνθρωποι
Όπου και να τριγυρίζετε
Και παραδεχτείτε ότι τα νερά
Γύρω σας έχουν φουσκώσει
Και δεχτείτε επίσης ότι σύντομα
Θα είστε μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο.(…)
Τότε καλύτερα να αρχίσετε να κολυμπάτε
Αλλιώς θα βυθιστείτε σαν πέτρα
Γιατί οι καιροί αλλάζουν
Για ποιον λόγο επιλέξατε να τοποθετήσετε τον αφηγητή Νούλη του βιβλίου σας έξω από τη ροκ μπάντα Athens Pistols, εφόσον αυτή διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο, αλλά και στην ενηλικίωση των ηρώων σας;
Ο Νούλης ως αφηγητής κρατάει μια απόσταση από τα γεγονότα, είναι φίλος με όλους, ήπιος χαρακτήρας, νέος που ψάχνει και ψάχνεται. Ήθελα την αποστασιοποιημένη ματιά του για να συμπληρώνει ως χαρακτήρας με κάποιον τρόπο τους υπόλοιπους. Είναι η αθώα ματιά στην εποχή.
Η ροκ και η τζαζ μουσική στα τέλη του 20ού αιώνα, η ακρόασή της, τα μουσικά πάρτι, οι συναυλίες και η συμμετοχή σε συγκροτήματα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των εφήβων. Θεωρείτε πως και σήμερα η μουσική κατέχει τον ίδιο ρόλο στις ζωές των νέων;
Νομίζω, ναι! Η μουσική, ειδικά η ροκ και τα παρακλάδια του, η ραπ ίσως σήμερα σωματοποιούν την αντίδραση σε κάτι που υπάρχει γύρω από τους νέους και δεν τους βολεύει/αρμόζει/καλύπτει.
Οι νέοι της εποχής ήταν σίγουρα «ανίδεοι» και «καλοί», όπως αναφέρει ο τίτλος του βιβλίου σας. Πιστεύετε ότι ισχύει το ίδιο και σήμερα;
Ο Κωστής Παλαμάς στους στίχους του (από τους οποίους πήρε τον τίτλο και ο Μανώλης Καλομοίρης για τη 2η Συμφωνία του και στη συνέχεια δανείστηκα κι εγώ) αναφερόμενους στους νέους γράφει:
Άνθη που βγαίνουν μόνα τους
Κι ανθούν σε κάθε τόπον
Ω λόγια των ανίδεων
και των καλών ανθρώπων.
Οι νέοι γεννιούνται αυθόρμητα σαν άνθη σε κήπους, «αθώοι και ανίδεοι» με την έννοια ότι δεν είναι συνειδητοί στις πράξεις τους, καθώς ακόμη κινούνται εκτός συστήματος, με αυτή την έννοια είναι και αθώοι. Σαν να μην έχουν διαπράξει ακόμη το «προπατορικό αμάρτημα» του συγχρωτισμού με τη δύσκολη κοινωνία μας και ό,τι αυτή επιβάλλει.
Κάποιοι θεωρούν ότι η λογοτεχνία, όπως και όλες οι τέχνες, βρίσκονται σε παρακμή στη σημερινή εποχή της ακμής των επιστημών και της τεχνολογίας. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι ακόμα και σήμερα μπορεί να ανακαλύψει κανείς «λογοτεχνικά διαμάντια». Εσείς με ποια από τις δύο απόψεις συντάσσεστε;
Το ότι μιλάμε τόσο συχνά για τη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες, αξιολογούμε, καταφάσκουμε ή οργιζόμαστε, διθυραμβολογούμε ή κατακρημνίζουμε έργα τέχνης σημαίνει ότι η τέχνη είναι ζωντανή. Η τέχνη έχει να κάνει με το συναίσθημα και τις εντάσεις του, με την κατανόηση του άλλου και του εγώ. Η τεχνολογία, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να τα προσφέρει αυτά.
Σας ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο σας!



































Πρόσκληση φίλων