Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Κωστής Μακρής, μιλάει στον Δημήτρη Μπουζάρα
Διαφ.

Γράφει: Δημήτρης Μπουζάρας

Ο Κωστής Μακρής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Παρακολούθησε μαθήματα Γραφιστικής στη Σχολή Δοξιάδη. Από το 1979 δηλώνει στην εφορία Ζωγράφος, Γραφίστας, Εικονογράφος και Κειμενογράφος. Το 1983 έκανε ατομική έκθεση ζωγραφικής στην Αίθουσα Τέχνης «Συλλογή», στην Αθήνα. Έχει συμμετάσχει σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής.

Από το 2007 γράφει παραμύθια, μυθιστορήματα και άλλα κείμενα.

Το 2010 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Πατάκη το πρώτο νεανικό-παιδικό μυθιστόρημά του, με τίτλο «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» (έπαινος Κύκλου του Ελλ. Παιδικού Βιβλίου - GR IBBY για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα 2011, short list του περιοδικού Διαβάζω για νεανική λογοτεχνία 2011, short list για το Κρατικό Βραβείο 2012).

Το δεύτερο βιβλίο του, «Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια», με εικόνες δικές του, εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Πατάκη και κυκλοφορεί από τον Ιούνιο του 2015. Το 2016 ήταν στη short list των βραβείων τού Κύκλου του Ελλ. Παιδικού Βιβλίου - GR ΙΒΒΥ.

Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, Ελληνικό Παράρτημα της ΙΒΒΥ, από το 2009. Γραπτά του έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, και άλλους τόπους του διαδικτύου.

Από το 2013 γράφει τακτικά στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.iporta.gr.


Κωστής Μακρής

Το βιβλίο σας «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, εκκινεί από την πραγματικότητα και βαίνει προς…

Βαίνει προς μιαν άλλη πραγματικότητα που θα απαντήσει σε πολλά ερωτήματα του Πιοζ Νάμε αλλά και του αναγνώστη. Κάθε μυθοπλασία είναι μια νέα πραγματικότητα.

Μια περιπέτεια λοιπόν με πολύ δράση, χιούμορ,ανατροπές, μυστήριο και γεγονότα που κρατούν τον αναγνώστη σε αγωνία μέχρι το τέλος, όλα τόσο περίτεχνα δοσμένα.Χαρακτηριστικό γνώρισμα και ομολογουμένως απολαυστικό μέσα σε όλα είναι τα ονόματα των ηρώων και αρχικά το όνομα του ήρωα στη «πλάτη» του βιβλίου το οποίο ο αναγνώστης βλέπει εξ αρχής. Καθώς η πλοκή προχωρά η ονοματοποιία εξελίσσεται και νέα ονόματα προβάλουν στη σκηνή. Τι συμβολισμούς «κουβαλά» το όνομα του ήρωα; Πως και από που το εμπνευστήκατε; Πόσο θεωρείτε πως «βοηθά»  η ονοματοποιία σας το κείμενο; Τι προσφέρει στον μικρό αναγνώστη;

Το όνομα του ήρωα είναι το προφανές ερώτημα που κάποια στιγμή θέτουμε όλοι στον εαυτό μας (ποιος/ποια είμαι) ή το θέτουν οι άλλοι σε εμάς: Ποιος είσαι; Μερικές φορές τίθεται και με γελοίο τρόπο: «Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;».

Ο Πιοζ Νάμε έχει έναν λόγο παραπάνω να αναρωτιέται «Ποιος Να ’μαι» αφού δεν ξέρει ποιοι είναι οι γονείς του. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα ονόματα ακολουθούν αυτή την «αξιωματική τοποθέτηση» ονοματοδοσίας που βασίζεται στις ξεχωριστές ιδιότητες κάθε προσώπου, ζώου ή τόπου.

Με μερικές εξαιρέσεις, όπως -για παράδειγμα-του «Μπαρούμα Δαβακία» που είναι αναγραμματισμός του επιθέτου τού ποιητή Νίκου Καββαδία και του «Μαραμπού» που ήταν το παρατσούκλι του. Και, φυσικά, δεν είναι τυχαίο που είναι ασυρματιστής σε πλοίο. Υπάρχει και η δασκάλα Μινίνα Ιδεθέα, που οι πιο μικροί αναγνώστες θα δυσκολευτούν να αναγνωρίσουν στο όνομά της τις τρεις πρώτες λέξεις της Ιλιάδας του Ομήρου (Μήνιν άειδε θεά).

Πως ξεκίνησε ως ιδέα; Ποια ήταν η λέξη κλειδί που ξεκλείδωσε όλες τις υπόλοιπες όσον αφορά την πλοκή και την ονοματοποιία; Πόσο εύκολο ήταν; Πόσος χρόνος χρειάσθηκε; Τι είδους έρευνα ενδεχομένως του κάθε χαρακτήρα; Η χρήση των ονομάτων ήταν η βασική ιδέα για το βιβλίο;

Δεν θυμάμαι πότε προβληματίστηκα για πρώτη φορά με τα ονόματα ανθρώπων, ζώων, πραγμάτων, εννοιών. Στο πατερομητρικό μου σπίτι παίζαμε συχνά με τις λέξεις, κυρίως ο πατέρας μου που ως γραφίστας -και εκείνος-ανακάτευε ή παραποιούσε μερικές λέξεις για να βγάλει γέλιο. Κάποια στιγμή όμως άρχισα να δίνω δικά μου ονόματα σε ζώα. Το πρώτο όνομα που είχα δώσει σε ζώο ήταν η λέξη Λιπίτλι σ’ ένα μικρό γατί που είχα αναλάβει τη φροντίδα του. Η (προφανής σχεδόν) επιρροή ήταν η Λιλιπούτη και οι Λιλιπούτειοι, από τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» (κι όχι Γκάλιβερ, τότε) του Τζόναθαν Σουίφτ. Ήταν ένα μικρό πλάσμα κι εγώ, μπροστά του, γίγαντας.

Μετά ακολούθησαν οι αναγνώσεις τής Οδύσσειας, της Ιλιάδας και πολλών άλλων, ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Άρχισα να απολαμβάνω την ανακάλυψη σημασιών πίσω από τα ονόματα. Τηλέμαχος, Αυτόλυκος, Ναυσικά, Λευκοθέα, Αλέξανδρος (Πάρις) και πάρα πολλά άλλα. Η χρήση των ονομάτων δεν ήταν αυτοσκοπός για το βιβλίο «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» αλλά με βοήθησε να περιγράψω συνοπτικά κάποιες ιδιότητες προσώπων και τόπων. Όπως η Εγομόνη Μουπάντα που μόνη της σχεδόν -αλλά όχι πάντα όπως φανταζόταν-έπρεπε να αντιμετωπίσει την κατάρα που βάραινε τον ανιψιό της, τον Πιοζ Νάμε. Κάποια ονόματα αποκαλύπτονται μόνο στην αιτιατική π.χ. ο οδηγός τής Εγομόνης, Τίμος Νιάξιος, που το όνομά του γίνεται πιο σαφές στη μορφή «Τίμο Νιάξιο», τιμόνι άξιο. Πίσω όμως από αυτά, υπήρχε -και υπάρχει-, μια φιλοδοξία που είχα και έχω: να εξοικειωθούν οι αναγνώστες -οι πιο μικροί κυρίως- με την ονοματοδοτική «υπερδύναμη» της ελληνικής γλώσσας.

Στενοχωριέμαι όταν διαβάζω τόσα αλλόγλωσσα ονόματα σε ελληνικά βιβλία τη στιγμή που επιστήμονες σε όλον τον κόσμο έφτιαξαν τη λέξη «τηλέφωνο», «δεινόσαυρος» και φτιάχνουν ακόμα πάρα πολλές άλλες από τα Ελληνικά για να ονομάσουν κάτι νέο. Δεν είναι από «εθνικισμό» αλλά από αγάπη για μια γλώσσα που έφτασε σε πολύ ψηλά επίπεδα την ανθρώπινη σκέψη.

Εύηχα ονόματα που κρύβουν λέξεις, προτάσεις, παραγράφους ολόκληρες, στον ήχο του κάθε ονόματος το μυαλό του αναγνώστη  γίνεται «πεδίο μάχης», μικρές αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αλυσιδωτής ακτινωτής έκρηξης προς όλες τις κατευθύνσεις. Έννοιες, εικόνες, νοήματα, συνδυασμοί, συμβάσεις περνούν μπροστά του, τον παρακινούν σε συνεχείς συλλογισμούς και συγκρίσεις, του αναλύουν έννοιες της καθημερινότητας, της λαϊκής σοφίας, των σχέσεων των ανθρώπων σε πολυεπίπεδη διάσταση. Κατανοεί και αποκρυσταλλώνει τη γνώση. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν για εσάς να πετύχετε κάτι τέτοιο; Ήταν ένας από τους σκοπούς σας εξαρχής;

Δεν ήταν πολύ εύκολο, δεν ήταν πολύ δύσκολο, ήταν όμως πολύ διασκεδαστικό. Χρειάστηκε ψάξιμο, δοκιμές, απορρίψεις, αλλαγές. Αλλά μου έδωσε χαρά το κάθε όνομα όταν κατέληγα σ’ αυτό. Δεν είναι μόνο η έννοια αλλά και ο ήχος των λέξεων που με απασχολεί, η συνήχησή τους με άλλες. Και, όπως είπα και πιο πριν, ήταν μια «αξιωματική τοποθέτηση» εξαρχής αλλά όχι αυτοσκοπός. Από τη στιγμή που επέλεξα φανταστικό τόπο και χρόνο για την ιστορία, θα μου ήταν δύσκολο οι ήρωες να είναι ένας Ισοκράτης, μια Καλλιπάτειρα, μια Ασπασία κι ένας Δημοσθένης. Όσο κι αν όλα αυτά τα ονόματα περιγράφουν κάποιες ιδιότητες.

Ο συνειρμός των σκέψεων που κάνει ο αναγνώστης υποκινούμενος από εσάς τού δημιουργεί μια νοητική και συναισθηματική λειτουργία τέτοια που χρησιμοποιείται από αυτόν ως βάση για την ανάπτυξη της κριτικής του σκέψης. Θέλοντας και μη τον βάζετε στη διαδικασία να αποκωδικοποιήσει,αξιοποιώντας τις πληροφορίες που του δίνετε, οι οποίες φέρουν την υπογραφή και την εγκυρότητα του συγγραφέα και να εκκινήσει την διαδικασία για την δημιουργία της κριτικής του σκέψης. Πόσο σημαντική θεωρείτε την κριτική σκέψη ως μια κατάκτηση από μικρές ηλικίες; Τι είναι αυτό που καθιστά τη δημιουργία της «δύσκολη υπόθεση;» Τι φταίει κατά τη γνώμη σας; Πόσο θα άλλαζε τη ζωή των μικρών αναγνωστών η κατάκτηση της;

Χωρίς στοιχειώδη κριτική σκέψη ούτε ένα καρύδι δεν μπορούμε να ανοίξουμε να το φάμε. Ένα μικρό παιδί που κατακτάει τη δεξιότητα να δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του έχει κάνει ήδη μεγάλα βήματα με τη σκέψη του. Όσο για το πόσο δύσκολη ή εύκολη υπόθεση είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, νομίζω ότι θα πρέπει να μπούμε στον κόπο να σκεφτούμε πόσο εύκολα ή δύσκολα αφηνόμαστε σε πράγματα που την εμποδίζουν. Πόση τηλεόραση και χαζολόγημα βάζουμε στη ζωή μας; Πόσα «έτσι είναι γιατί έτσι το λέω» ανεχόμαστε; Πόσα «θέσφατα» καταπίνουμε άκριτα; Από καλλιτέχνες, πολιτικούς, δασκάλους, θρησκευτικούς ηγέτες… Μιλάω για «χαζολόγημα» και «ανοχή» σε αυθεντίες για να διαφορίσω αυτά από την ενσυνείδητη ψυχαγωγία που προϋποθέτει «μέθεξη» -επικοινωνία με τον κόσμο και τις ιδέες μας γι’ αυτόν-, κριτικό νου, συμμετοχή και επεξεργασία.

Λίγο πριν την εποχή τής αμφισβήτησης σε όλα, ο μικρός Πιοζ Νάμε βάζει ένα ερώτημα: «Ποιος άραγε είμαι και τι θα κάνω όταν μεγαλώσω;» όπως έχετε πει. Εμείς ως γονείς θεωρείτε ότι ακούμε τα ερωτήματα των παιδιών μας; Είμαστε δίπλα τους; Ή, τις περισσότερες φορές, ακούγεται μόνο η δική μας φωνή; Έχουμε την παιδεία να αντιληφθούμε τα θέλω τους; Τα βοηθούμε και είμαστε δίπλα στα όνειρα τους; Πόσο σημαντικό και ουσιώδες για το χτίσιμο της σχέσης γονέα και παιδιού είναι κατά τη γνώμη σας; H μήπως στη σημερινή -ομολογουμένως δύσκολη εποχή- όλα αυτά είναι θεωρίες «χορτασμένων ανθρώπων;»

Αν δεν τα αφουγκράζονται και δεν ενσυναισθάνονται τα παιδιά οι γονείς και όλοι όσοι έρχονται σε επαφή με τα παιδιά -γιαγιάδες, παππούδες, δάσκαλοι κ.ά.- τα «εκπαιδεύουν» να ζήσουν σε έναν κόσμο αυτιστικό. Το αν έχουμε την κατάλληλη παιδεία, οι μεγάλοι εννοώ, είναι άλλης τάξης ερώτημα. Νομίζω ότι η παιδεία έρχεται ως απότοκο της αγάπης, της ενσυναίσθησης και της αγαθής περιέργειας που παραμένει «αχόρταγη» και επιζητεί τη δια βίου μάθηση. Άλλωστε, όλοι ερασιτέχνες και πρωτάρηδες είμαστε στους ρόλους που απαιτεί από εμάς ένα παιδί και χρειαζόμαστε πολλές ώρες πτήσης για να μάθουμε σε τι χρησιμεύουν τα φτερά τής σκέψης και πώς πετάμε με αυτά.

Στο βιβλίο «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» υπάρχουν… πέντε γάτες. Γιατί έγινε η επιλογή αυτού του είδους (γάτα); Ποια είναι η σχέση σας με τα ζώα; Ποια θεωρείτε πως θα πρέπει να είναι η σχέση μας μαζί τους;  Είμαστε φιλόζωοι ως λαός; Έχουμε συνείδηση της ευθύνης της ζωής που αναλαμβάνουμε η τα θεωρούμε κτήμα αντικείμενο και παιχνίδι; Τι μπορεί κατά τη γνώμη μας να μας προσφέρει η παρέα τους;

Η επαφή μου με ζώα ήταν η επαφή μου με το πιο μυστηριώδες αλλά και πιο σοφό κομμάτι τού παιδικού μου κόσμου. Σκυλιά, γάτες, βατράχια, κοκόρια, παπαγαλάκια, σαύρες -και πολλά άλλα- με μύησαν στην εξωλεκτική επικοινωνία που πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι ονειρεύομαι να τη βάλω σε λέξεις. Με τις γάτες με συνδέει μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης. Δεν έχουμε ζώο στο σπίτι μας. Επικοινωνούμε όμως με πολλά αδέσποτα. Πολλές αδέσποτες γάτες μού έχουν επιτρέψει να τις χαϊδέψω, δηλαδή με έχουν εμπιστευτεί. Κι αυτό είναι μέγα προνόμιο. Η επιλογή των γατιών ως συντρόφων του Πιοζ Νάμε ήταν, κατά κάποιον τρόπο επιβεβλημένη λόγω της αυτονομίας, της χάρης και της μη υποτακτικότητας των γατιών. Και είναι πέντε οι γάτες, επειδή τόσες είναι και οι αισθήσεις μας. Που μας βοηθάνε να κατανοήσουμε τον χώρο, τον τόπο και πολλά άλλα. Αυτά και πολλά άλλα μου προσφέρουν οι γάτες και γενικά τα ζώα που αγαπάω και σέβομαι.

Ο Πιοζ Νάμε δεν θα πετύχαινε αυτά που πετυχαίνει χωρίς τις πέντε γάτες. Και όπως λέει ο ίδιος στο βιβλίο: «Οι γάτες είναι μαζί μου». Δεν λέει σε καμιά σελίδα «οι γάτες μου». Επειδή ξέρει ότι δεν μπορεί να «κατ-έχει» εκείνες τις τόσο ελεύθερες οντότητες.

Έχουν ποιητικές καταβολές τα ονόματα των ηρώων; Ποια είναι η σχέση σας με την ποίηση; Πόσο επηρεασθήκατε από τον λαϊκό λόγο και τα λαϊκά παραμύθια;

Οι «καταβολάδες» που μέσα μου φυτρώσανε, και αναπτύσσονται διαρκώς, έχουν ποίηση, παραμύθια, βιβλία, αφηγήσεις, σινεμά, θέατρο, εικαστικά και ένα σωρό άλλα. Δημώδη και έντεχνα.

Στο βιβλίο σας «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» χρησιμοποιήσατε ανθρωπομορφισμό στο κείμενο σας, χαρακτηριστικό των αρχαίων μύθων των μύθων του Αισώπου κτλ. Τι εξυπηρετεί; Τι προσδίδει στο κείμενο; Τι λαμβάνει πιο εύκολα ο αναγνώστης κατά τη γνώμη σας; Ποια ήταν τα αναγνώσματα σας ως παιδί ποια είναι τώρα;

Πέρα από την Ελληνική Μυθολογία και γραμματεία, με τον καθ’ υπερβολήν ανθρωπομορφισμό, την απάντηση τη δίνει ό κάθε ένας από εμάς όταν και όποτε δηλώνει την αγάπη και τον θαυμασμό του του για ένα ζώο, αντικείμενο, τόπο, μηχάνημα… Μέσα στον καθημερινό λόγο, προφορικό και γραπτό. «Κούκλα μου» για μια γάτα ή σκύλα -η ίδια προσφώνηση που χρησιμοποιούμε για μια φίλη. «Αγάπη μου» για τη γενέτειρα πόλη. «Η Μπέμπα μου!» μερικοί για το αυτοκίνητό τους -δεν αναφέρω τη συγκεκριμένη μάρκα, αλλά είναι γνωστή και ακριβή. Είχα κάποτε έναν «σκαραβαίο» -παλιό Φο(λ)κςΒάγκεν- που τον είχα ονομάσει «Σφουρδούμπουλα». Και πολλά άλλα. Τα αναγνώσματά μου ήταν πολλά και ποικίλα. Δεν θα αναφέρω τίτλους αλλά διάβαζα πολλά και πολύ. Και συνεχίζω να διαβάζω…

Παιδική λογοτεχνία, εφηβική λογοτεχνία, παιδικό και εφηβικό κοινό. Θεωρείτε ότι υπάρχει τόσο όσο θα έπρεπε; Έχουν οι έφηβοι καλή σχέση με το βιβλίο ή βρίσκονται σε διάσταση ενδεχομένως μέχρι τις ηλικίες άνω των 35-40; Ποιοι οι είναι οι λόγοι κατά τη γνώμη σας, δεδομένου ότι, θεωρητικά, από τις αρχές της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αρχίζει μια έντονα «εχθρική σχέση» με το σχολικό βιβλίο; Πως θα μπορούσε να αλλάξει αυτό; Πόσο εύκολο είναι ο μικρός μαθητής μπορεί να γίνει ενήλικος αναγνώστης;

Οι έφηβοι και τα παιδιά έχουν  -αναλογικά- την ίδια σχέση με το εξωσχολικό βιβλίο που έχει ο κοινωνικός τους περίγυρος. Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, ελάχιστοι συμμαθητές μου είχαν οικογενειακή βιβλιοθήκη στο σπίτι τους. Και δεν αναφέρομαι σε «φτωχά» παιδιά. Η κατάσταση αυτή τείνει να βελτιωθεί, σύμφωνα τουλάχιστον με μια τελευταία έρευνα της EUROSTAT, που παρουσιάζει τους Έλληνες να αφιερώνουν περίπου 9 λεπτά (κατά μέσο όρο) την ημέρα για διάβασμα βιβλίου. Το πώς ο μικρός μαθητής μπορεί να γίνει ενήλικος αναγνώστης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σχολείο, οικογένεια, η συνάντηση με ένα γοητευτικό -κατά τα γούστα τού παιδιού-βιβλίο. Πολλά… Χρειάζεται και πονηριά εκ μέρους των δασκάλων, των γονιών και όσων παίζουν κάποιον ρόλο στη ζωή των παιδιών.

Ένα από αυτά είναι και η έντεχνη σύνδεση της ανάγνωσης βιβλίων με την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων που θα βοηθήσουν τις μελλοντικές αρμονικές σχέσεις με το άλλο φύλο. Αν ήξεραν απ’ έξω, αγόρια και κορίτσια, το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, οι σχέσεις τους μπορεί να γινόντουσαν καλύτερες. Και, μετά, ως γονείς να ήταν καλύτεροι από τους «Μοντέγους» και τους «Καπουλέτους». Αν πείσουμε ένα παιδί ή έναν έφηβο ότι η ανάγνωση πολλών βιβλίων μπορεί να την/τον κάνουν πιο δημοφιλή και πιο ερωτεύσιμη/ερωτεύσιμο, τότε ίσως κάνουμε την ανάγνωση «μόδα» ισάξια του body piercing (διακόσμηση σώματος με μεταλλικά αντικείμενα) και των tattoo (τατουάζ ή δερματοστιξία).

Οι νέοι σήμερα είναι από πολύ μικρές ηλικίες οπαδοί της τεχνολογίας. Το βιβλίο από τη μεριά του ως ζωντανός οργανισμός εξελίχθηκε, έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ενταχθεί στην τεχνολογία (e-book κτλ) έτσι ώστε «αφού δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό…», είναι αρκετό; Έχει ανταπόκριση κατά τη γνώμη σας; Χρειάζεται και άλλη προσπάθεια, ενδεχομένως κάτι διαφορετικό;

Στη φράση «Οι νέοι είναι οπαδοί της τεχνολογίας» διακρίνω μια απλούστευση - και συγγνώμη δηλαδή… Οι νέοι δεν νομίζω ότι είναι οπαδοί τής τεχνολογίας. Είναι περισσότερο οπαδοί των «παιχνιδιών», «συσκευών» ή «γκάτζετς» στα οποία εφαρμόζεται η τεχνολογία. Λίγες είναι οι περιπτώσεις, παιδιών ή εφήβων, που με εφόδιο κάποια αιχμηρά «γιατί» σκάβουν με ζήλο, πείσμα και επιμονή για να βρουν τα «επειδή» της επιστήμης της πληροφορικής και της σύγχρονης μηχανολογίας των αυτομάτων (με την κυβερνητική έννοια). Κι αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται στην απουσία ενθάρρυνσης της περιέργειας των παιδιών και στην ευκολία με την οποία προσφέρονται έτοιμα πράγματα, που απαιτούν κόπο για να γίνουν, χωρίς να επισημανθεί η δυσκολία και το κόστος τής γέννησής τους. Από το ψωμί μέχρι ένα ζμάρτφον ή ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι.

Πόσα παιδιά γνωρίζουν τον κύκλο τού ψωμιού; Από τη σπορά τού σιταριού, ή άλλου δημητριακού, στο χωράφι μέχρι τον φούρνο; Πόσα παιδιά έχουν βοηθηθεί να υποψιαστούν τον μόχθο, τις σκέψεις και το πείσμα αιώνων ανθρωπότητας που κρύβονται μέσα στο κινητό το δικό τους ή των γονιών τους; Στο πέμπτο έκτο «γιατί», εισπράττουν -στην καλύτερη περίπτωση- ένα «Δεν ξέρω» και τελειώνει η ιστορία. Αν δεν πάρουν ένα άκρως κατατοπιστικό «Άει παράτα μας τώρα!» από τον μπαφιασμένο ενήλικο. Όσο για το e-book, βλέπουμε ότι είναι αργή η διείσδυσή του στην αγορά και ακόμα δεν μπορούμε να προβλέψουμε την εξέλιξη. Το χαρτί δείχνει να αντέχει ακόμα και με τα καλλιεργούμενα δέντρα γίνεται και κάπως πιο φιλικό προς το περιβάλλον. Μέχρι πότε; Δεν ξέρω… Η γραφή πάντως σε κεραμεικά, πέτρα, δέρματα (περγαμηνές ή άλλες «διφθέρες» εξ ού και το «τεφτέρι») και άλλα παρόμοια υλικά, πριν από την κυριαρχία του χαρτιού, κράτησε πολλούς αιώνες.

Όσο για το τι χρειάζεται για να μυηθεί κάποιος στην ανάγνωση δεν ξέρω άλλον δρόμο εκτός από το παράδειγμα, τις αφηγήσεις -παραμυθιών, ποιημάτων και άλλων κειμένων-, τις συζητήσεις και την εξοικείωση με το βιβλίο και το περιεχόμενό του εξ απαλών ονύχων. Θα έλεγα από την πρώτη βρεφική ηλικία. Η μικρή μας εγγονή είχε αντέξει -σε ηλικία δύο χρόνων- την ανάγνωση (εκ μέρους μου) μιας ολόκληρης σελίδας ενός δοκιμίου για τον Κινέζικο Πολιτισμό, πριν με διακόψει για να μου ζητήσει να της φτιάξω μια γάτα «μικρή και μεγάλη». Είναι μεγάλη η χαρά μου να βλέπω τις εγγονές μας να φλερτάρουν με πάθος κάθε βιβλίο που θα πέσει στα χέρια τους.

Κωστής Μακρής

Στο δεύτερο βιβλίο σας «Η Εβίτα που νίκησε τα αποθαρρύνια» το οποίο κυκλοφορεί επίσης από τις «εκδόσεις Πατάκη», γράφετε για όλα αυτά που μικρούς και μεγάλους μας κρατούν πίσω. Πίσω από βήματα, σκέψεις, απόψεις, πράξεις, συμπεριφορές, πίσω γενικά από τη ζωή, από αυτό που πραγματικά αξίζουμε, από αυτό που θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε και να βρούμε την ευτυχία. Αυτές οι φωνές των αντιπαθητικών μικρών πλασμάτων σίγουρα ακούγονται πιο δυνατές σε ένα παιδικό μυαλό.  Τι είναι αυτό που θα πρέπει να γίνει ώστε το τείχος που θα χτιστεί να είναι ικανό για να σταματάει την εισροή αυτών των φωνών; Πως θεωρείτε πως μπορούμε να βοηθήσουμε και ποια είναι ενδεχομένως τα λάθη κατά την γνώμη σας που κάνουμε συνήθως ως γονείς, ως εκπαιδευτικοί, ως κοινωνία;

Με τιμούν οι ερωτήσεις αλλά απαντήσεις έχω ελάχιστες και ακόμα λιγότερες βεβαιότητες. Ερωτήματα θέτω κι εγώ. Τα «Αποθαρρύνια» είναι γύρω μας και ο αγώνας ενάντιά τους δεν είναι μόνο έργο των παιδιών και όσων έχουν την ευθύνη τους. Τα «Αποθαρρύνια» όμως δεν είναι μόνο κακόβουλα. Ένα καλό Αποθαρρύνι είναι και ο φόβος που μας προστατεύει από το να φερθούμε επιπόλαια περπατώντας δίπλα σ’ έναν γκρεμό.

Στην «Εβίτα που νίκησε τα (συγκεκριμένα) Αποθαρρύνια» θέλησα να παρουσιάσω την ανυπακοή ενός μικρού κοριτσιού στα λόγια της γιαγιάς και του παππού της ως μια ευκαιρία να αποδείξει -στον εαυτό της κυρίως- τι ξέρει και τι μπορεί να κάνει. Και μέσα από αυτή την προσπάθεια, να νικήσει τα συγκεκριμένα δικά της Αποθαρρύνια, που τους έδιναν ζωή και φωνή οι δικές της σκέψεις, φόβοι και αμφιβολίες σχετικά με την επάρκειά της.  Δεν είναι όμως έτσι απλά τα πράγματα πάντοτε. Δεν θέλω να ενθαρρυνθεί -γενικώς-η ανυπακοή σε κανόνες, η υπερτίμηση των δυνατοτήτων ενός παιδιού και ούτε έχω την πρόθεση να δημιουργήσω «κανόνες» γενικής χρήσης για μελλοντικούς «υπερανθρώπους». Αν θελήσω να γράψω για «σούπερ-ήρωες» θα το κάνω αλλά με άλλον τρόπο.

Μέσα από την ιστορία μου μπορεί να σκεφτεί ο αναγνώστης -παιδί ή ενήλικος- ότι η γνώση των κανόνων, μαζί με άλλες γνώσεις και δεξιότητες, μας επιτρέπει να φτιάχνουμε δικούς μας κανόνες, καλύτερους ίσως από τους παλιούς. Το κάθε παιδί λειτουργεί διαφορετικά. Με την αίσθηση του δικαίου, του μέτρου και της ελευθερίας που θα πάρει από τους δικούς του (γονείς, συγγενείς, παιδαγωγούς και άλλους) θα βρει τον δικό του τρόπο για να νικάει τα δικά του Αποθαρρύνια. Εκείνο θα φτιάξει μέσα του τα δικά του Ενθαρρύνια και τον δικό του Πανταμπορή και Ακουναμαθένη. Εκείνο θα βρει ποια Προσπαθόντα είναι ταιριαστά σε αυτό που θέλει να κάνει. Και, μετά την ολοκλήρωση της δουλειάς του, θα χαρεί με τον Αχ-Τικαλά, τα Γλυκόλογα και τις Μεγάλες Μπορούσες που θα το ανταμείψουν. Πρώτα απ’ όλα όμως, θα πρέπει να έχει παρακολουθήσει τη γιαγιά του να φτιάχνει τα γλυκά, να έχει μπροστά του τις συνταγές και να έχει μια ισχυρή επιθυμία να φτιάξει μόνο του τα γλυκά ή οτιδήποτε άλλο.

Η Εβίτα τα είχε όλα αυτά πριν «νικήσει τα Αποθαρρύνια». Ξεκίνησε δηλαδή επαρκώς εξοπλισμένη και έτοιμη να νικήσει χωρίς ―σχεδόν― να δώσει μάχη. Αυτό δηλαδή που συμβουλεύει τους στρατηγούς ο Σουν Τζου στο βιβλίο «Η τέχνη τού πολέμου».

Ο θεσμός της παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας είναι εμφανής. Ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα, ο πατέρας. Είναι εικόνες που λείπουν σε ένα μεγάλο βαθμό από τη σημερινή κοινωνία. Η οικογένεια όντας ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται, αλλάζει, διαφοροποιείται. Πόσο θετικά η αρνητικά βλέπετε αυτή την αλλαγή; Θεωρείτε πως αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των «πραγμάτων», πως συμπλήρωσε τον «κύκλο» της;

Μεγάλωσα σε μια αρκετά παραδοσιακή οικογένεια που όμως είχε ρηξικέλευθες και νεωτερικές απόψεις σε πολλά ζητήματα. Κοινωνικά, πολιτικά και θέματα τέχνης. Η οικογένεια, εκτός από θεσμός με ηθικά, αναπαραγωγικά, σεξουαλικά και άλλα φορτία, λειτούργησε για χιλιετίες ως ένα οικονομικό εργαλείο επιβίωσης. Και ως ζωντανός οργανισμός μεταλλάσσεται διαρκώς, αν και αυτό δεν είναι πάντα εμφανές στη σύντομη ζωή μας. Δεν νομίζω ότι οι αλλαγές είναι μόνο καλές ή μόνο κακές. Απλώς «είναι». Η θέση μας απέναντί τους θα τους δώσει τη μια ή την άλλη ποιότητα.

Μια ιδέα είναι αρκετή για να στηθεί μια ιστορία, η χρειάζεται μια δεύτερη και ίσως μια τρίτη;

Μια ιδέα δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ μόνη. Έχω γράψει ότι ο τελευταίος άνθρωπος στη γη δεν θα είναι άνθρωπος. Δεν μπορώ να νοήσω τον άνθρωπο εκτός κοινωνίας.

Κάπως έτσι και οι ιδέες. Ζουν «εν κοινωνία» με άλλες. Επομένως, η απάντησή μου είναι ότι μια ιστορία είναι ένας τόπος όπου ζουν και αλληλεπιδρούν πολλές ιδέες. Πρωτότυπες ή χιλιοειπωμένες, είναι αδιάφορο. Κάποια από αυτές μπορεί να ονομαστεί «κεντρική» επειδή οι άλλες την υποστηρίζουν φαινομενικά. Αλλά αν με ρωτάτε ποια είναι η «κεντρική ιδέα» στην «Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» δεν μπορώ να σας απαντήσω μονολεκτικά. Και ο τίτλος δεν είναι πάντα απόλυτα κατατοπιστικός. Το ζητούμενο για μένα είναι το οικοδόμημα -το βιβλίο στη συγκεκριμένη περίπτωση-να είναι γερό, ωραίο (ως προς τον χρόνο παρουσίασής του) και όμορφο (ως προς τη μορφή). Και ψυχαγωγικό, ακόμα και μέσω της διασκέδασης. Πάρα πολλά άσχημα ή άχαρα σπίτια έχουν φτιαχτεί από καλοφτιαγμένα και όμορφα τούβλα.

Ποια είναι η γνώμη σας για τη δημιουργική γραφή, διδάσκεται η συγγραφή; Έχετε το παραμύθι στις συγγραφικές σας επιλογές;

Όλα διδάσκονται και όλα μπορούν να στηριχτούν σε «χαρίσματα». Συνηθίζω να ονομάζω «ταλέντο» την ακαταμάχητη επιθυμία να κάνεις κάτι τόσο καλά ώστε να δίνει χαρά και νόημα στη ζωή σου. Ενδεχομένως και σε ζωές άλλων, αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να έρθει ή να μην έρθει. Έχω μια πολύ καλή εμπειρία από «διδαχή» της Δημιουργικής Γραφής. Όταν είχα ήδη αρχίσει να γράφω, αγόρασα το βιβλίο «Δημιουργική γραφή για μελλοντικούς ομότεχνους, της Πόλυς Μηλιώρη, από της Εκδόσεις Ψυχογιός. Ομολογώ ότι με εντυπωσίασε με τη μεθοδικότητα και με την επάρκειά του. Έκανα όλες τις εργασίες που προτείνονται σε αυτό το βιβλίο και πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελάει καθώς κατάφερνα να σμιλέψω τις φράσεις που απαιτούσε το «μάθημα». Εξακολουθώ να υπερασπίζομαι την μαθητεία κοντά σε επαρκείς και δοκιμασμένους δημιουργούς.

Εξακολουθώ να (ξανα)διαβάζω κριτικά -χωρίς να χάνω την αναγνωστική απόλαυση- συγγραφείς που κατέκτησαν τον τίτλο τού κλασικού. Από τον Όμηρο και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές μέχρι τους Τολστόη, Ντοστογιέβσκι, Κάφκα και Καμύ. Ο κατάλογος των αγαπημένων μου βιβλίων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Ως προς τη δεύτερη ερώτηση, το παρμύθι ζει μόνιμα μέσα στη γραφή μου ακόμα και μεταμφιεσμένο.

Ασχολείστε με τόσα πολλά και δημιουργικά, πως καταφέρνετε να κάνετε τον χρόνο τόσο ελαστικό προς όφελος σας, πόσο εύκολο είναι;

Ο χρόνος είναι ελαστικός από μόνος του και νομίζω ότι η ανθρωπότητα δεν περίμενε τον Αϊνστάιν να το αποδείξει. Όσοι είχαν ερωτευθεί, πριν από εκείνον, το ήξεραν. Οι ώρες περνούν γρήγορα όταν περνάμε όμορφα και αργούν να περάσουν όταν πονάμε. Κάθε τι που μας αρέσει να φτιάχνουμε, το φτιάχνουμε με ιδέες, αγάπη, υπομονή, δοκιμές, λάθη, πείσμα και χρόνο. Εσείς που ασχολείστε και με τη γη, με γεωργικές εργασίες εννοώ, θα πρέπει να το ξέρετε. Θα φέρω ένα ξυλουργικό παράδειγμα: όταν κολλάω δυο ξύλα μεταξύ τους, ο χρόνος πλήρους συγκόλλησης με πίεση είναι -συνήθως- ένα 24ωρο. Είναι ένας πολύ ωραίος και όμορφος χρόνος που μπορείς να τον αξιοποιήσεις φτιάχνοντας κάτι άλλο. Μια ιστορία ας πούμε. Κάπως έτσι λειτουργούσα και στη δουλειά μου, τη βιοποριστική εννοώ. Το κάνω ακόμα. Αξιοποιώ τους ενδιάμεσους χρόνους αναμονής για κάτι σημαντικό και εκεί σφηνώνω κάτι επείγον. Νομίζω ότι η ικανότητα διάκρισης ανάμεσα στο επείγον και το σημαντικό, είναι πολύ βοηθητική στην επίτευξη στόχων μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Και στη δουλειά, και στην εργασία, και στη δημιουργικότητα και στις σχέσεις.

Πως αισθάνεστε όταν γράφετε, είστε ευτυχής; Ποιος είναι ο λόγος που αγαπήσατε το βιβλίο και ποιος την συγγραφή;

Χαίρομαι να γράφω. Η γραφή μου δίνει χαρά. Είναι στιγμές που θα μπορούσα να τις ονομάσω ευτυχείς στιγμές. Όσο κι αν η πραγματικότητα του πλανήτη είναι ακόμα πολύ μακριά από τα ιδανικά μου… Αλλά -για να μη φανώ υποκριτής- ποτέ μου δεν έχω πάρει παυσίπονο για τον πόνο ενός άλλου. Με αφορά η δυστυχία στον πλανήτη και ό,τι μπορώ κάνω… Εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι τόσο η ευτυχία που αναζητώ όσο η ισορροπία ανάμεσα σε εμένα και τον κόσμο. Η ισορροπία είναι σπουδαίο δώρο και όταν προσφέρεται και όταν κατακτιέται. Και μέσα από την ισορροπία, όποτε συμβαίνει, ξεπηδούν στιγμές ευτυχίας. Η αγάπη μου για το διάβασμα, και απαντάω στη δεύτερη ερώτηση, με έσπρωξε στο γράψιμο. Ξεκίνησα να γράφω μεγάλος. Δεν ήταν παιδικό μου όνειρο η συγγραφή. Παιδικό μου όνειρο ήταν να μπορώ να έχω και να διαβάζω πολλά βιβλία. Και αυτό το όνειρο -σε μεγάλο βαθμό-υλοποιείται. Και έχω την τύχη να έχω μια πολύ μεγα-Ενθαρρυντική πρώτη αναγνώστρια, τη γυναίκα μου. Που είναι, ταυτόχρονα,  πολύ οξυδερκής και αυστηρή στην κρίση της αλλά και το μεγαλύτερο Ενθαρρύνι μου.

Πως η λογοτεχνία μάς αλλάζει τη ζωή;

Όσο και η ζωή αλλάζει τη λογοτεχνία. Το ότι αλληλεπιδρούν, το θεωρώ δεδομένο. Δεν νομίζω όμως ότι η λογοτεχνία προλαβαίνει να αλλάξει δομικά τη δική μας ζωή, μέσα στη σχετικά μικρή της διάρκεια. Υπάρχουν βιβλία που άλλαξαν πολλά. Ή -ίσως-κατέγραψαν και περιέγραψαν τις αλλαγές που ήταν ώριμες. Θα αναφέρω εδώ μόνο την «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά» αφήνοντας έξω άλλα, εξίσου επιδραστικά, βιβλία. Δεν ξέρω πόσο αυτό το μυθιστόρημα επηρέασε την κοινωνία των ΗΠΑ ενάντια στη δουλεία ή πόσο εκείνη η κοινωνία ήταν έτοιμη να δεχτεί ένα τέτοιο βιβλίο. Νομίζω ότι η λογοτεχνία μπορεί, κατά περίπτωση, να μας αποκαλύψει κάποια πράγματα που υπήρχαν ή υπάρχουν σε λανθάνουσα μορφή μέσα μας. Ακόμα και μια μόνη φράση μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για να δούμε καλύτερα το «Ποιος είμαι» και «Ποιος θέλω να είμαι». Αυτό όμως δεν θα το έλεγα «δομική αλλαγή». Μάλλον αποκάλυψη κάποιων ιδιοτήτων που έχουμε αλλά δεν τις έχουμε δει και αξιοποιήσει. Με αυτή την έννοια, ίσως μπορούμε να μιλήσουμε για κάποιου είδους αλλαγή.

Το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Βήμα; Βήματα… Δεν έχω σταματήσει να γράφω. Αλλά τι θα βγει προς τα έξω -εκδοτικά εννοώ-δεν εξαρτάται από εμένα. Η μη έκδοση -ακόμα- κάποιων από τα έτοιμα έργα μου, δεν μου στερεί τον ύπνο ή τη χαρά τής γραφής των επομένων. Ξέρετε, κάθε δημιουργική διαδικασία παραγωγής έργου που μας αρέσει να το φτιάχνουμε (κι αυτό για μένα είναι η διαφορά ανάμεσα σε δουλειά και εργασία) είναι αυτοτροφοδοτούμενη και -σχεδόν- αυτο-ανταμειβόμενη. Είτε πρόκειται για το έργο ενός καραβομαραγκού ή για το έργο ενός γραφιά.

Είδα πρόσφατα, σ’ ένα ντοκιμαντέρ για καραβομαραγκούς, έναν μάστορα να λέει, απαντώντας στην ερώτηση πώς νιώθει όταν τελειώνει ένα πλεούμενο:

«Παίρνω το σκεπάρνι και χτυπάω μια έτσι -οριζόντια-, και μια έτσι -κάθετα- στην πλώρη του και του λέω: Καλοτάξιδο».

Ένας σταυρός με το σκεπάρνι και μια ευχή. Αντί για υπογραφή. Τι μάθημα, ε;

Είχαν τη λάμψη τού δημιουργού τα μάτια του καθώς έλεγε εκείνα τα λόγια.

Το όνομά του δεν το έμαθα. Η συγκίνησή του όμως τον έκανε συγγενή μου. Και το έργο του τον γέμισε χαρά και η πληρωμή του δεν ήταν μόνο λεφτά.

Φυσικά και θα χαιρόμουν να διαβάζουν πολλές και πολλοί τα βιβλία μου, φυσικά και θα χαρώ να εκδοθεί ένα ακόμα βιβλίο μου, φυσικά και θα χαρώ να βγάλω μερικά χρήματα απ’ αυτό. Αλλά δεν γράφω γι’ αυτό. Γράφω επειδή εδώ και μερικά χρόνια δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορώ πια να μη γράφω. Όπως και δεν μπορώ να μη διαβάζω.

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα