Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε Facebook άλμπουμ.
Το βιβλίο «Λιβάδια από ασφοδίλι» (Bookia).
O συγγραφέας Βασίλης Δανέλλης.
Οι εκδόσεις Καστανιώτης.
«Μπορούν οι ηττημένοι να είναι ευτυχισμένοι;»
Συνάντησα το συγγραφέα στο κέντρο της Αθήνας, στην πλ. Καρύτση, για να μιλήσουμε για το βιβλίο το οποίο είχα διαβάσει αρκετούς μήνες πριν. Όπως γράφω και στις προτάσεις του Bookia, «Όλο αυτό το διάστημα με απασχολούσε, δεν το ξέχασα, έρχονταν στο μυαλό μου ξανά και ξανά, οι καταστάσεις, οι απόψεις τού συγγραφέα μέσω των ηρώων του, η σοφία του την οποία βρήκα αντιστρόφως ανάλογη τού μικρού τής ηλικίας του». Αυτή η «σοφία» ίσως ήταν αυτό που με παρακίνησε περισσότερο για αυτή τη συνάντηση.
«Δεν είναι η πρωτοτυπία τής κεντρικής ιστορίας του βιβλίου όσο οι καταστάσεις και οι περιγραφές. Πρόκειται για μία ιστορία τοποθετημένη στα χρόνια τής κρίσης, η ιστορία ενός μικρομεσαίου επαγγελματία που έρχεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα, δεν βλέπει το αδιέξοδο εγκαίρως και επιμένει έως ότου χάνει τα πάντα, υλικά και άυλα, την επιχείρηση, το σπίτι αλλά και την οικογένειά και τον κοινωνικό του κύκλο. Μόνος πλέον, έρχεται σε επαφή με έναν άλλο κόσμο που υπήρχε (και συνεχίζει να υπάρχει!) “παράλληλα” με το δικό του, τον κόσμο των δρόμων», γράφω πάλι στο κείμενο της πρότασης του βιβλίου.
Αφού συνομιλήσαμε, σκεφτήκαμε να κάνουμε μία βόλτα στο κέντρο της πόλης, να περπατήσουμε στα μέρη όπου περπατούν οι ήρωές του, όπου ζήσαμε μία έκπληξη που ξεπερνάει κάθε φαντασία αλλά είναι απόλυτα αληθής.
Ένας Παντελής που τον έλεγαν Λουκά!
Στη Σταδίου, στο ύψος της πλ. Κλαυθμώνος παρατηρήσαμε έναν άστεγο ο οποίος έστησε το χώρο του σε μία εσοχή του πεζοδρομίου. Κρατούσε ένα βιβλίο, τις «Η ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη και δίπλα του μερικά ακόμη βιβλία. Κοιταχτήκαμε με την ίδια σκέψη και τον πλησιάσαμε. Συστηθήκαμε και του εξήγησα την ιδιότητα του κου Δανέλλη, το βιβλίο που έγραψε και το θέμα της ιστορίας, ζητώντας του να μας πει τη δική του ιστορία.
Ο κος Λουκάς λοιπόν, πριν την κρίση διατηρούσε εμπορικό κατάστημα. Με την έναρξη της κρίσης άρχισαν τα προβλήματα, έχασε πρώτα το μαγαζί του, μετά το σπίτι του και τέλος, το αυτοκίνητό του. Περνάει τη μέρα του περιφερόμενος στην πόλη, κάνοντας διάφορες δουλειές και διαβάζοντας, για να γεμίσει το μυαλό του «με τις σκέψεις άλλων».
Όσοι διαβάσατε το βιβλίο και όσοι θα το διαβάσετε, θα διαπιστώσετε πόσο ταιριάζει η ιστορία του κου Λουκά με την ιστορία του Παντελή στο μυθιστόρημα του Βασίλη Δανέλλη. Σύμπτωση; Δεν νομίζω. Ρεαλισμός, ίσως είναι καλύτερη ερμηνεία, μία ιστορία παρμένη από την ίδια τη ζωή.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν και δημοσιεύονται με την άδεια του κου Λουκά.
«Λογοτεχνικό ρίσκο» χαρακτήρισε ο συγγραφέας την επιλογή του να καταπιαστεί με αυτό το θέμα, για μία κατάσταση η οποία είναι σε εξέλιξη και ίσως στο αποκορύφωμά της. Το έκανε όμως συνειδητά, όπως και άλλοι λογοτέχνες.
Με αφορμή αυτό του το σχόλιο τέθηκε η πρώτη ερώτηση, «Πρέπει η τέχνη να παρεμβαίνει καθώς εξελίσσονται τα γεγονότα για να τα ερμηνεύσει και ίσως να τα καθοδηγήσει ή πρέπει να περιμένει να καταλαγιάσουν ώστε να έρθει για να τα ερμηνεύσει;». «Δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο σε αυτό», απάντησε ο συγγραφέας, «Η καλή λογοτεχνία γράφεται εκ των υστέρων αλλά κοντά στα γεγονότα που πραγματεύεται», είπε και ανέφερε ως παράδειγμα βιβλία για το ναζισμό και τον πόλεμο τη δεκαετία του ‘50, λίγο μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου. Υποστήριξε τη θέση του ότι η τέχνη δεν πρέπει να είναι αμέτοχη και απολιτίκ, «Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει άποψη και να αναλαμβάνει την ευθύνη της άποψής του, όπως έκαναν σημαντικοί καλλιτέχνες σε δύσκολες περιόδους της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας».
Συνεχίζοντας στο ίδιο θέμα, εξέφρασε τον προβληματισμό του για την απουσία της τέχνης από τα τραγικά γεγονότα που ζει η χώρα τα τελευταία χρόνια και ειδικά της ποίησης, της στιχουργικής και της μουσικής, σε αντίθεση με τη μεταπολεμική περίοδο όπου η συμβολή και παρέμβαση αυτών των τεχνών στην κοινωνία, ήταν καθοριστική. «Τους μεγάλους καλλιτέχνες τους γεννούν οι εποχές τους, όπως το Θεοδωράκη», είπε και αναρωτήθηκε γιατί δεν προέκυψαν ανάλογες προσωπικότητες από αυτή την κρίση.
«Δίκαιη» χαρακτήρισε την κριτική που δέχεται η διανόηση για τη μη συμμετοχή της στα τεκταινόμενα, απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση και κατέκρινε έντονα την άποψη διανοούμενων ότι «η διανόηση πρέπει να είναι και απολίτικη». «Κινδυνεύοντας να αδικήσω και ίσως να φανώ αιχμηρός», είπε ο συγγραφέας, «πιστεύω ότι αυτός ο ελιτισμός οφείλεται στις δάφνες που άδραξε η διανόηση τις προηγούμενες περιόδους όπου παρενέβη επιτυχώς στην εξέλιξη των γεγονότων, τα επηρέασε και επιβραβεύτηκε για αυτό, εξιδανικεύτηκαν οι καλλιτέχνες και “βολεύτηκαν”, αυτοποθετήθηκαν σε ένα βάθρο απ’ όπου υπεροπτικά παρακολουθούν την κοινωνία ενώ παλαιότερα ήταν γέννημα της κοινωνίας και ήταν μεγάλο ρίσκο η έκθεση των καλλιτεχνών στα κοινωνικά ζητήματα, είχε κόστος, οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι κατέληγαν σε εξορίες και πολλές φορές, κάτω από το χώμα. Τώρα, η ιδιότητα του καλλιτέχνη προσδίδει κύρος αλλά στερεί την ορμή που δίνει η κοινωνία από την οποία προέρχεται».
Για το ρόλο της λαϊκής μουσικής την περίοδο των μεταπολεμικών κρίσεων και της φτώχειας, σχολίασε ότι η αυτή μουσική είχε άποψη, «Ακόμα και τα πολύ λαϊκά που εκφράστηκαν από καλλιτέχνες όπως το Καζαντζίδης, ήταν πολιτικά τραγούδια, όχι απλώς λαϊκά». Συγκρίνοντας την κρίση που ζούμε σήμερα με άλλες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας μας, παρατήρησε ότι η λογοτεχνία είναι πιο μπροστά από τις άλλες τέχνες κάτι το οποίο και ο ίδιος αδυνατεί να εξηγήσει, «Διαφορετικά είδη λογοτεχνίας ασκούσαν και ασκούν κριτική στην εξουσία και στην κοινωνία», είπε ο συγγραφέας και ανέφερε παραδείγματα όπως το Μάντη Νίκο, τη Μπουραζοπούλου Ιωάννα, τη Ρέα Γαλανάκη, τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, τον Αλέξη Σταμάτη. «Η λογοτεχνία της κρίσης, είναι εδώ», σημείωσε ο κος Δανέλλης.
Όμως, κάθε σχέση θέλει δύο! Πως βλέπει ο συγγραφέας την ανταπόκριση της κοινωνίας στις παρεμβάσεις της τέχνης και όχι μόνον, τη χλιαρή αντίδραση στις τεράστιες αλλαγές και καταστροφές που συντελούνται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια; Ο συγγραφέας απάντησε εύστοχα κάνοντας μία σύγκριση εποχών, «Παλιά διάλεγες μία πλευρά και έλυνες όλα τα ιδεολογικά και υπαρξιακά σου προβλήματα! Ήσουν ή με τους μεν ή με τους δε! Δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να πάρεις μιαν απόφαση. Αυτό βοηθούσε στην αυτογνωσία, ήξερε ο καθένας ποιος είναι και εκφραζόταν με τον ανάλογο τρόπο. Τώρα δεν ισχύει αυτό, έχουμε σοβαρό υπαρξιακό πρόβλημα». Συσχέτισε και αναφέρθηκε στο πρώτο του μυθιστόρημα, τη «Μαύρη μπύρα», το οποίο όπως είπε, το έγραψε πριν την κρίση και ως πρώτο του, είναι πιο αυθόρμητο. Ένα νουάρ για την Αθήνα που βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση και οι πολίτες ως κύτταρά της, αδυνατίζοντας, αδυνατίζουν την ίδια την κοινωνία.
Ως σημείο καμπής αυτής της «καθολικής υπαρξιακής μας κρίσης», όπως τη χαρακτήρισε, όρισε τη δεκαετία του ‘90 απ’ όπου αρχίσαμε να ζούμε με την ψευδαίσθηση επίλυσης όλων των προβλημάτων μας, με το οικοδόμημα να αρχίσει να καταρρέει μετά το 2000.
Καλώντας το συγγραφέα να ορίσει τα βασικά χαρακτηριστικά των γενεών που γαλουχήθηκαν πριν το ‘90 με τις γενιές που γαλουχήθηκαν μετά το ‘90 ζώντας την εικονική πραγματικότητα της ευφορίας και είναι σήμερα σε απόλυτα παραγωγική ηλικία, εντόπισε τις διαφορές σε 2-3 βασικά σημεία, «Οι γενιές πριν το ‘90 ήταν πολιτικοποιημένες και ταυτόχρονα πίστευαν σε ουτοπίες, είχαν ελπίδα και πίστη σε κάτι. Οι επόμενες γενιές, στις οποίες ανήκω και εγώ, δεν πιστεύουν σε τίποτα, δεν έχουν μία πραγματική ελπίδα, είναι απαισιόδοξες και απολιτίκ, με την έννοια της απάθειας». Σε αυτό εντόπισε και το υπαρξιακό πρόβλημα αυτών των γενεών και της κοινωνίας στο οποίο αναφέρθηκε επανειλημμένως, «και πρέπει να το λύσουμε», σχολίασε συμπληρώνοντας στο τέλος, «για αυτό αποφάσισα να γράψω τόσο ανοιχτά για αυτό το ζήτημα».
Για την κριτική που δέχεται σχετικά με το «happy end» στην ιστορία του, απάντησε ότι «Δεν έχει happy end το οποίο θα οριζόταν ως η επιστροφή του ήρωα στο σπίτι του, η λύση των οικονομικών του προβλημάτων, ίσως μία νέα οικογένεια...». Ως καταλληλότερο χαρακτηρισμό επέλεξε το «αισιόδοξο τέλος», παρόλο που τον εαυτό του το χαρακτηρίζει ως απαισιόδοξο. Παρόλο που γενικά επιλέγει να αφήνει ανοιχτό το τέλος, ανοιχτό σε ερμηνείες από τον αναγνώστη, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα επέλεξε να πάρει ξεκάθαρη θέση διότι, όπως είπε, «Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό, πρέπει να τοποθετηθούμε όλοι. Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι μέσα σε αυτή την κατάσταση, ως ηττημένοι; Μπορούν οι ηττημένοι να είναι ευτυχισμένοι;». Αυτό όρισε ως τον κεντρικό άξονα του έργου του, νοιώθοντας ότι έπρεπε να πάρει θέση ως πολίτης και ως λογοτέχνης.
«Αρετή», χαρακτήρισε την ικανότητα των ανθρώπων να αναγνωρίζουν τα λάθη τους και να μην τα επαναλαμβάνουν, «Αυτή η αναγνώριση των λαθών μετριάζει και την πίεση των αποτελεσμάτων τους, ελαφρύνει το βάρος τους στη συνείδησή μας».
Ποιος όμως είναι ο Βασίλης Δανέλλης;
Είναι απόφοιτος της Σχολής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου με μεταπτυχιακό στην Αγγλία όπου, όπως σχολίασε, κινδύνευσε με κατάθλιψη λόγω του καιρού. «Θα σου πως αποφάσισα ότι εγώ δεν μπορώ ποτέ να ζήσω εκεί», μου είπε και εξήγησε τι εννοεί, «Ήταν Αύγουστος, 3 το μεσημέρι, συννεφιά, βγαίνω με ένα παλτό και βλέπω του Άγγλους που, μόνον λόγω της ημέρας (15αύγουστος), είναι έξω και κάνουν ηλιοθεραπεία, κάτω από μαύρα σύννεφα και παίζουν ημίγυμνοι φρίσμπι! Τότε είπα στον εαυτό μου, “Τελείωνε με τις υποχρεώσεις για να φύγεις”!». Το θέμα του μεταπτυχιακού του ήταν «Η επίλυση διεθνών συγκρούσεων» που του δίνει και την ιδιότητα του διεθνολόγου.
Δούλεψε ως δημοσιογράφος στην Ελλάδα, σε εφημερίδες, περιοδικά, στο ραδιόφωνο και τώρα, «ως ερωτικός μετανάστης», ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη. Είναι παντρεμένος με Τουρκάλα, ο λόγος που τον έκανε να μετακομίσει στην Τουρκία. Συμφωνήσαμε ότι αυτό από μόνο του είναι θέμα συζήτησης-συνέντευξης, «Ένας Έλληνας παντρεύεται μία Τουρκάλα», το οποίο ως διεθνολόγος κατέθεσε αστειευόμενος για τη λύση των διεθνών συγκρούσεων, «Να αγαπάς τον εχθρό σου! Η μόνη θεωρία που λειτουργεί στην πράξη!».
Οι πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές κάνουν το θέμα ακόμα πιο ενδιαφέρον για συζήτηση. Ο συγγραφέας διευκρίνισε όμως ότι «Δεν μπορείς να συζητήσεις και να κατανοήσεις την Τουρκία με δυτικούς όρους. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές Τουρκίες, η Κωνσταντινούπολη, τα παράλια, η Μαύρη Θάλασσα, το κέντρο και η Ανατολή, με έντονες πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους. Ένας Τούρκος της Κωνσταντινούπολης και ένας Τούρκος σε ένα χωριό της Μαύρης Θάλασσας συνιστούν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Τέτοιες διαφορές βρίσκουμε και μέσα στην ίδια πόλη, π.χ. στην Πόλη όπου ζω, αυτοί οι διαφορετικοί κόσμοι δεν αναμιγνύονται καν, δεν τέμνονται πουθενά, δεν μπορούν να συνυπάρξουν καν στην ίδια παρέα φίλων, η ευρωπαϊκή κουλτούρα και η ισλαμική, υπάρχουν χωρίς να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Είναι αποξενωμένοι, χωρισμένοι σε γειτονιές, στην Πόλη θα δεις γειτονιές που θυμίζουν άλλες χώρες της Ανατολής και γειτονιές με έντονα ευρωπαϊκό χρώμα». Αυτές οι διαφορές δεν υπάρχουν μακριά η μία από την άλλη, ο πολιτισμός αλλάζει από γωνία σε γωνία και αυτό, όπως δήλωσε ο συγγραφέας, είναι που του αρέσει πάρα πολύ.
Αυτές οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που απ’ έξω φαίνονται δραματικές, συμπλήρωσε ο κος Δανέλλης, είναι διαφορετικές όταν τις ζεις καθημερινά, σε περιοχές όπου γίνονται συγκρούσεις οι άνθρωποι παράλληλα ζουν, διασκεδάζουν, αγαπούν, χωρίζουν...
Ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου και διδάσκει ελληνικά σε φροντιστήριο. Αυτό, η διδασκαλία των ελληνικών, προέκυψε τυχαία και ήταν μία ευχάριστη έκπληξη για το συγγραφέα, «Είναι συγκινητικό», σχολίασε, «όσοι μαθαίνουν ελληνικά δεν το κάνουν για κάποιο πρακτικό λόγο αλλά από μεράκι, επειδή αγαπάνε τον πολιτισμό μας, την Ελλάδα, θέλουν να έρθουν στη χώρα μας. Κάποιοι μαθητές αισθάνονται περισσότερο Έλληνες παρά Τούρκοι, όπως δηλώνουν οι ίδιοι». Πως όμως τους δημιουργείται αυτό το αίσθημα; «Είναι αυτές οι πολιτισμικές διαφορές για τις οποίες μιλούσαμε νωρίτερα», απάντησε ο συγγραφέας, «τα ανατολικά παράλια και η Κωνσταντινούπολη (συγκεκριμένες περιοχές) είναι πιο ευρωπαϊκές από εμάς και ως μειοψηφία νιώθουν πιο κοντά σε εμάς, στην Ευρώπη, παρά στην Τουρκία».
Στηλίτευσε τα αρνητικά στερεότυπα στην Ελλάδα για τους Τούρκους και σημείωσε τη θετικότερη προδιάθεση των Τούρκων απέναντί μας, διευκρινίζοντας ότι αναφέρεται στους Τούρκους της δυτικής Τουρκίας που πολιτισμικά είναι κοντύτερα στην Ευρώπη και συνεπώς και σε εμάς, «Θέλουν να γνωρίσουν τον πολιτισμό μας, τις τέχνες μας, τη μουσική, τη διατροφή».
Με το συγγραφέα συζητήσαμε επιπλέον πολλά και διαφορετικά θέματα, για τα βιβλία, για την κοινωνία, για την πολιτική. Εκτός των παραπάνω ξεχωρίζω τις απαντήσεις του σε θέματα που θίγει άμεσα στο βιβλίο του, τις οποίες και παραθέτω. Από την όλη επικοινωνία μας αλλά και από το μυθιστόρημά του ξεχωρίζει το στοχαστικό πνεύμα ενός νέου ανθρώπου που δεν μένει αμέτοχος σε όσα συμβαίνουν γύρω του.
Ε: Με ποιο επίρρημα ορίζεται το συμφέρον του ανθρώπου; Με «που» ή με «ποιο»;
Μπορεί να φαίνεται μικρή η διαφορά, αλλά η φράση «σκέψου πού είναι το συμφέρον σου» πάντα μου ακουγόταν απειλητική. Επί της ουσίας κάποιος σε καλεί να ταυτίσεις το συμφέρον σου με το δικό του, να ετεροπροσδιορίσεις το καλό σου βάσει το θέλω ή το πιστεύω κάποιου άλλου. Ο Παντελής ετεροπροσδιορίζεται σε όλη του ζωή, θεωρώντας το μάλιστα μια πρακτική και βολική λύση, ώσπου αναγκάζεται λόγω συνθηκών να ανακαλύψει τον εαυτό του, να «εφεύρει» μόνος του την ταυτότητά του.
Ε: «Η υποχρέωση του δικαιώματος». Τοποθετείτε τον πολίτη ως τον απόλυτο υπερασπιστή των κεκτημένων του. Θεωρείτε εφικτή μία τέτοια κουλτούρα και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Όχι, δεν την θεωρώ ιδιαίτερα εφικτή, τουλάχιστον άμεσα. Είναι η ουτοπία, το ιδανικό. Γι’ αυτό κι ο εκφραστής της στο βιβλίο καταλήγει να μείνει στο δρόμο και οι συμπολίτες του να τον θεωρήσουν τρελό. Η «υποχρέωση του δικαιώματος», όπως την αντιλαμβάνεται και την κηρύττει ο Αλέξης, δεν είναι η υποχρέωση να υπερασπίζεσαι τα δικαιώματά σου, αλλά η υποχρέωσή σου να τα ασκείς. Αν τα εξασκείς, αυτομάτως τα προστατεύεις. Βεβαίως, αυτό δεν είναι εύκολο και καθόλου βολικό, απαιτεί προσπάθεια και εγρήγορση. Ως συγγραφέας πάντως δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι οι αναγνώστες μου θα ενστερνιστούν και θα εφαρμόσουν αυτή την ιδεολογία. Ελπίζω παρόλα αυτά να τους προβληματίσει η άποψη του ακτιβιστή άστεγου πως όταν αρχίζεις να παραχωρείς την υποχρέωση σου σε επαγγελματίες υπερασπιστές, σιγά-σιγά και χωρίς να το καταλάβεις, φτάνεις να χρειάζεσαι επαναστάσεις για να αποκαταστήσεις ό,τι θεωρούσες δεδομένο.
Ε: Η ανέχεια πιστεύετε ότι ενισχύει την ανθρώπινη πλευρά του ανθρώπου ή τη ζωώδη;
Δεν υπάρχει μαύρο ή άσπρο. Πιστεύω ότι συμβαίνουν και τα δύο και μάλιστα όχι ξεχωριστά, το ένα σε κάποιους και το άλλο σε άλλους, αλλά ταυτόχρονα μέσα σε κάθε άνθρωπο. Αναφέρεται και στο βιβλίο στο σημείο όπου περιγράφεται η ζωή στο εγκαταλειμμένο κτήριο. Οι άνθρωποί του μοιράζονται λίγες μπουκιές φαγητό κι ας μην ξέρουν πότε θα έχουν την ευκαιρία να φάνε ξανά, αλλά την ίδια στιγμή είναι ικανοί να σφαχτούν για ένα κουρέλι ή για κάτι άλλο που ανέσυραν μέσα από τους κάδους σκουπιδιών.
Ε: Η σχέση των άστεγων ηρώων με το βιβλίο είναι ρεαλιστική ή εκφράζει τις δικές σας προσδοκίες;
Θεωρώ πως είναι απολύτως ρεαλιστική. Εξάλλου στο βιβλίο αναφέρονται αληθινά περιστατικά, τα οποία έχω αλιεύσει από τον Τύπο και το διαδίκτυο ή τα έχω δει με τα μάτια μου στους δρόμους της Αθήνας κατά τη διάρκεια των ρεπορτάζ μου. Φαντάζομαι βεβαίως ότι αναφέρεστε στη σχέση των τεσσάρων βασικών χαρακτήρων, γιατί οι σχέσεις μεταξύ των αστέγων γενικά δεν είναι πάντα αρμονικές. Σας θυμίζω την υποδοχή που επιφύλαξαν στον Παντελή οι άστεγοι στο πάρκινγκ των νοτίων προαστίων, όταν εκείνος έμενε ακόμα στο αυτοκίνητό του. Επίσης, δεν σκιαγραφώ τους άστεγους ως καρικατούρες καλών, ταλαιπωρημένων και αδικημένων ανθρώπων. Υπάρχουν και σαδιστές, βίαιοι ή μισαλλόδοξοι χαρακτήρες. Θα αναφέρω χαρακτηριστικά τον ηλικιωμένο άστεγο που βασανίζει το σκυλί ή τον άστεγο που περιποιούνται ο Παντελής κι ο Καθηγητής πριν την τελευταία τους βόλτα, ο οποίος έχει τραυματιστεί επειδή κάποιοι τον πέρασαν για ξένο και τον κυνήγησαν και γι’ αυτή την κακοτυχία του θεωρεί υπεύθυνους τους ίδιους τους ξένους.
Ε: Ο ήρωας λόγω των βιωμάτων του, ακυρώνει τη σχέση του με το Θεό. Αυτό έγινε από τη διαπίστωση της ανυπαρξίας του ή λόγω της απουσίας του από τη δική του ζωή;
Δεν την ακυρώνει ακριβώς, μάλλον την επαναπροσδιορίζει. Σίγουρα πάντως στρέφεται εναντίον του θεσμού της εκκλησίας, τον οποίο θεωρεί υποκριτικό. Υπό αυτή την έννοια, όντως ακυρώνει τη σχέση του με τον Θεό ως θεσμό γιατί διαπιστώνει ότι απουσιάζει από τη ζωή του. Επανασυνδέεται όμως με τη φύση και νιώθει τη δύναμη και τον μυστικισμό της σχέσης αυτής.
Ε: Ο Καθηγητής της ιστορίας αποκτά μεταφυσική διάσταση, λειτουργεί ως φύλακας άγγελος του Παντελή. Εξαφανίζεται μόλις ο Παντελής βρει το δρόμο του. Είναι αυτός ο ρόλος του; Κρύβει κάποιο συμβολισμό;
Δεν θα ήθελα να δώσω τη δική μου ερμηνεία. Προτιμώ ο αναγνώστης να διαλέξει την δική του εκδοχή. Πάντως η παρατήρησή σας δεν ισχύει μόνο για τον Καθηγητή, αλλά και για τους τρεις άστεγους φίλους του Παντελή.
Ε: Τι είναι το ασφοδίλι και πως συνδέεται με την ιστορία του βιβλίου;
Ο τίτλος του βιβλίου αποδείχτηκε πιο αινιγματικός από όσο σκόπευα. Είναι ένας στίχος από το ποίημα Λήθη του Μαβίλη. Παραθέτω μάλιστα και το σχετικό τετράστιχο στην πρώτη σελίδα. Η αναφορά παραπέμπει στους ασφόδελους λειμώνες, το τόπο όπου σύμφωνα με την μυθολογία στοιβάζονταν οι ψυχές των ανθρώπων που δεν ήταν ούτε πολύ καλοί για να γίνουν δεκτοί στα Ηλύσια Πεδία, ούτε αρκετά αμαρτωλοί για να καταλήξουν στον Κάτω Κόσμο. Σε αυτά τα λιβάδια η μόνη τους τροφή ήταν τα ασφοδίλια, ένα είδος λουλουδιών, και νερό έπιναν από το ποτάμι της Λήθης. Έτσι ξεχνούσαν το παρελθόν τους, έχαναν τον εαυτό τους. Το βιβλίο αυτό είναι για ανθρώπους που κολλάνε στο καθαρτήριο της ζωής, μετέωροι στο περιθώριο της κοινωνίας. Ζουν ανάμεσά μας, αλλά τους αγνοούμε και τους ξεχνάμε. Επίσης και οι ίδιοι πρέπει να καταβάλλουν αγώνα για να μην χάσουν τον εαυτό τους, για να μην αδρανοποιηθούν και μεταμορφωθούν σε «φαντάσματα».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο μυθιστόρημα του Βασίλη Δανέλλη, «Άνθρωπος στο τρένο» (Bookia), από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Ένα βροχερό πρωινό του χειμώνα σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό δυο άντρες βρίσκουν παράξενο θάνατο. Ο ένας πέφτει στις ράγες, καθώς η αμαξοστοιχία βρίσκεται ακόμα σε κίνηση, και ο άλλος σωριάζεται στην αποβάθρα. Ένας δημοσιογράφος, περιμένοντας το τρένο να συνεχίσει το δρομολόγιό του, ξεχνάει τη συνέντευξη Τύπου που οφείλει να παρακολουθήσει και εντελώς παρορμητικά στρέφεται προς την τραγωδία που εκτυλίχτηκε σχεδόν μπροστά του. Απευθύνεται σε πέντε αυτόπτες μάρτυρες: στον «κύριο με την εφημερίδα», στο μηχανοδηγό, σε μια αινιγματική γυναίκα με όμορφα μάτια και σ' ένα νεαρό ζευγάρι. Οι μαρτυρίες τους όμως όχι μόνο δε συμφωνούν, αλλά κάθε φορά, μετά τις επίμονες ερωτήσεις του δημοσιογράφου, η οπτική γωνία του καθενός αλλάζει δραματικά. Το τέλος των δύο νεκρών αλλά και η ζωή τους γίνονται πότε ιστορία αγάπης και πότε εκδίκησης, ζήλιας, φθόνου ή στοργής - ενίοτε καταλήγουν σε μια φρενήρη, φιλοσοφική καταδίωξη με υπαρξιακές προεκτάσεις.
Όλα προδίδουν ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα με το οποίο θα επανέλθουμε πολύ σύντομα.










































Πρόσκληση φίλων