| Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Ιωάννα ΘεοδωράτουΒιβλίο Στο κάστρο που στοιχειώσαμε
Συγγραφέας Ιωάννα Θεοδωράτου
Κατηγορία Κοινωνικό Μυθιστόρημα
Εκδότης Ωκεανίδα
Συντάκτης-ρια Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
«Ούτε ανάμισι χρονώ παιδάκι δεν ήμουν όταν φτάσαμε από καρσί μέσα σε μια βάρκα. Γεννήθηκα το 1921. Μάιο του ’21. Από τα μέρη εκείνα δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο ό,τι άκουσα από τη μάνα και τον πατέρα μου και τους άλλους πρόσφυγες. Τη Χίο γνώρισα για πατρίδα μου κι έξω απ’ αυτήν δεν ξέρω άλλο μέρος κανένα. Όμορφο μέρος… ναι… άλλο νησί σαν ετούτο δεν υπάρχει. Και το λέω εγώ που εδώ γνώρισα τη φτώχεια και την κακομοιριά και την προσφυγοσύνη. Εμάς τις Σμυρνιές και τις Τσεσμελιές δε μας συμπαθούσανε. Για τους ντόπιους πάντα ήμασταν «οι πρόσφυγες», είχαμε ταμπέλα. Σαν ήμουνα παιδί δεν καταλάβαινα γιατί το έλεγαν υποτιμητικά, σα να ‘τανε κουσούρι. Όλοι Έλληνες δεν ήμασταν; Από τις απέναντι ακτές δεν ήρθαμε; Να με γυμνό μάτι φαίνονται. Κι αν ανέβεις ως πάνω το Αίπος όλες τις στροφές θ’ αντικρίσεις τον κόλπο της Σμύρνης ολάκερο, ναι… Ποτέ μου δεν το κατάλαβα τι το κακό είχε που ήμαστε πρόσφυγες. Τι σόι ρετσινιά είναι αυτή, δηλαδή, επειδή έχεις ξεριζωθεί από την πατρίδα σου, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Αλλά με τα χρόνια αντιλήφθηκα πως ετούτη η ράτσα τα κουβαλάει όλα, καλά κακά, στις πλάτες της. Κι εκεί που είναι φιλόξενοι και σε φιλεύουν και σε κρύβουν για να σε σώσουν εκεί σου κολλάνε τη ρετσινιά και σε λένε «πρόσφυγα». Ήμασταν πρόσφυγες λοιπόν, αυτός ήταν ο σταυρός κι η αμαρτία μας και με δαύτη ζήσαμε όλα μας τα χρόνια.»
Είναι το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως που έπεσε στα χέρια μου και μόνο κερδισμένος βγήκα από την ανάγνωσή του. Είχε απόλυτο δίκιο η φίλη μου που επέμενε να το διαβάσω. Του έδωσα όλη μου την προσοχή και μου έδωσε πολλά μέσα από τις σελίδες του. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες αφέθηκα στην ιστορία και στη μοίρα των ηρώων. Ήρωες που είναι εντελώς ξεχωριστοί και ζουν τη δική τους περιπέτεια. Εγώ σαν αναγνώστης διάβαζα με αμείωτο το ενδιαφέρον, σαν θεατής σε θεατρική παράσταση και φυσικά αδημονούσα για το φινάλε της ιστορίας.
Το βιβλίο της κυρίας Ιωάννας Θεοδωράτου κερδίζει ακόμα και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Η συγγραφέας έχει βάλει τον πήχη ψηλά και καταφέρνει να μιλήσει στις καρδιές των αναγνωστών ακόμα και αυτών που δύσκολα εντυπωσιάζονται. Δημιουργεί πολλά συναισθήματα, συγκίνηση, αγάπη, λύτρωση.
Στο βιβλίο δεν υπάρχουν λάθη, βαρετές επαναλήψεις και στολίδια. Ούτε περιττές φιοριτούρες. Είναι τόσο καλοδουλεμένο και καλογραμμένο και αυτό ένας έμπειρος αναγνώστης το καταλαβαίνει αμέσως.
Η ιστορία της είναι πρωτότυπη και δε θυμίζει κάποια άλλη. Είναι αλήθεια πως κυκλοφορούν χιλιάδες βιβλία εκεί έξω. Είναι γεγονός όμως πως λίγα από αυτά καταφέρνουν και ξεχωρίζουν. Ένα από αυτά είναι και αυτό το βιβλίο το οποίο πιστέψτε με δε θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Κανένας αναγνώστης δε θα μείνει παραπονεμένος. Συγχαρητήρια στη συγγραφέα. Περιμένω με αγωνία το επόμενο!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
1922. Χιλιάδες Μικρασιάτες καταφεύγουν στα ελληνικά νησιά για να γλιτώσουν από την κόλαση της Σμύρνης. Την Ελισσώ με την οικογένειά της θα τη βγάλει η βάρκα στη Χίο, όπου το Φρούριο θα γίνει η πατρίδα της. Απέναντί τους θα βρουν ενίοτε εχθρική την τοπική κοινωνία. Η Ελισσώ, ευφυής και δυναμική, διηγείται τη ζωή της μέσα στο Κάστρο και έξω απ’ αυτό και παράλληλα ξετυλίγει τις ζωές των ανθρώπων της γειτονιάς της. Πρόσωπα αγαπημένα, τοπικές αφηγήσεις και δοξασίες, έρωτες, μυστήρια και φονικά πλαισιώνουν το μοτίβο των δεκαετιών του ’30 και του ’40 που σημάδεψαν τη ζωή της. Κι όλα αυτά μέσα στη δίνη του Μεσοπολέμου, του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου.
Η Ελισσώ, μια γυναίκα με πάθος για τη ζωή, θα ερωτευτεί, θα πάει στο πανεπιστήμιο, θα μορφωθεί, θα γυρίσει την πλάτη στα κοινωνικά στερεότυπα. Θα κάνει με περηφάνια σημαία της την «προσφυγιά» της αλλά και το ανεμοδαρμένο Κάστρο της Χίου, που στέκεται μέχρι και σήμερα αγέρωχο ν’ ατενίζει τις ακτές της Μικρασίας και να ψιθυρίζει μέσα απ’ τις ταλαιπωρημένες πολεμίστρες του τις πονεμένες ιστορίες των προσφύγων.