[...] Με το έργο αυτό φρονούμε ότι αποτίουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους δημοσιογράφους, τους πολεμικούς ανταποκριτές και απεσταλμένους, τους φωτογράφους, τους εκδότες, οι οποίοι με την τεράστια προσφορά τους στον Πόλεμο του 1940 ενημέρωναν, πληροφορούσαν, εμψύχωναν τους Έλληνες, μαχόμενους και άμαχους. Είναι αυτοί που κράτησαν ανοικτό το δίαυλο ανάμεσα στο Μέτωπο και τα μετόπισθεν. Είναι αυτοί που μετέφεραν, με έναν μοναδικό τρόπο, το πνεύμα που επικρατούσε στην πρώτη γραμμή και στα πεδία των μαχών στους άμαχους \'Ελληνες, στις πόλεις και τα χωριά. Κρατώντας ψηλά το ηθικό και βουτώντας την πέννα τους στην ψυχή τους αποτύπωναν το μεγαλείο ενός ολόκληρου λαού, που εργαζόταν πυρετωδώς για ένα ιδανικό: για τη νίκη, για την εθνική αξιοπρέπεια.
Μέσα από τα χαρακώματα περιέγραφαν τις θυσίες των παλληκαριών μας και παρότρυναν τους υπόλοιπους να συμπαρασταθούν, με όποιο τρόπο μπορούσαν, στο μαχόμενο ελληνικό Στρατό. Εμψύχωναν, όμως, και τους στρατιώτες μας, οι οποίοι, όταν έφθαναν -συνήθως καθυστερημένα- εφημερίδες στο Μέτωπο, διάβαζαν τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζε το υπόλοιπο Έθνος εκείνη την τιτάνια προσπάθεια. Διάβαζαν τα τηλεγραφήματα θαυμασμού, που έφθαναν από όλο τον ελεύθερο κόσμο, για τις ελληνικές νίκες. Τις εκδηλώσεις συμπαράστασης, που διοργανώνονταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, τους εράνους, τις αποστολές μάλλινων ειδών στο Μέτωπο. Τις επιστολές και τα τηλεγραφήματα των γονέων και των συζύγων, που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στον Πόλεμο και, γεμάτοι γενναιοφροσύνη και φιλοπατρία, δήλωναν πως θα εκδικηθούν το θάνατό τους με τη νίκη που ερχόταν, με την δική τους συμμετοχή, με τα υπόλοιπα παιδιά τους, που πολεμούσαν για την Ελλάδα.
Ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες, έμπειροι και έγκριτοι δημοσιογράφοι, όπως ο Γ. Αγγ. Βλάχος, ο Στρ. Μυριβήλης, ο Σπ. Μελάς, ο Π. Παλαιολόγος, ο Ν. Γιοκαρίνης, ο Ε. Θωμόπουλος, ο Γ. Ρούσσος, ο Κ. Αθάνατος, ο Θ. Παπακωνσταντίνου, ο Κ. Ουράνης, ο Κ. Δημάδης, ο Π. Καψής, ο Γ. Ανδρουλιδάκης, ο Χρ. Κολιάτσος, ο Γ. Μανιατάκος και πολλοί άλλοι πηγαινοέρχονταν στα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων κι έγραφαν ασταμάτητα. Κι οι φωτογράφοι απαθανάτιζαν τα παλληκάρια μας που, με το χαμόγελο στα χείλη , έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα στα βορειοηπειρωτικά βουνά, απελευθερώνοντας με τη λόγχη, με τον ηρωισμό, με το αίμα τους μία-μία τις ελληνικές πόλεις στη Βόρειο Ήπειρο. Την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, τους Αγ. Σαράντα. Ο σκοπός ήταν ιερός. Το καθήκον το ύψιστο. Και τα ιδανικά που επικρατούσαν ό,τι αγνώτερο και τιμιώτερο είχε να επιδείξει η φυλή. [...]
(από τον πρόλογο του συγγραφέα)