Το παιδί κατέβασε το κεφάλι. Δάκρυα πήγαν ν\' ανέβουν στα μελιά του μάτια, μα τα κατάπιε σαν την πείνα του. Γινήκαν κόμποι, που κατασκήνωσαν στην καρδιά του. Το χέρι της μάνας σηκώθηκε για να τον χαϊδέψει, γεμάτο ρόζους, σαν τους κορμούς των δέντρων, από τις δουλειές. Κοίταξε τον γιο της, τον χάιδεψε μόνο με τη ματιά της και το χέρι της, τελικά, κατευθύνθηκε να δέσει και να στεριώσει καλύτερα τη μαντίλα της. Τα χέρια τότε ήταν σκληραγωγημένα για βαριές δουλειές, οι αγκαλιές και τα χαϊδέματα δεν περισσεύαν. Και όταν δίνονταν, ήταν σχεδόν πάντα με το βλέμμα...
... Όσο γρήγορα είχε κατέβει το βουνό, τόσο αργά βάδιζε τώρα, λες και κουβαλούσε του Σίσυφου την πέτρα στα παΐδια που \'χε για ώμους. Και είχε και αυτόν, τον Αράπη από κοντά. Του \'ριχνε βλοσυρές ματιές και ο σκύλος κατέβαζε τα καφετιά, λαμπερά του μάτια, έσκυβε το κεφάλι και τον ακολουθούσε. O σκύλος του \'λειπε... τώρα!
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.