Σταμάτησε στην αγαπημένη της ακρογιαλιά, εκεί όπου ένα σαπιοκάραβο, παλιό ναυάγιο, χόρταινε με τα κύματα καταπίνοντάς τα, κι έπειτα τα ξέρναγε μαζί με ξύλα και πράσινα φύκια, και ήταν σαν να ξέπλενε τις ζωές και τα όνειρα των ανθρώπων που είχαν ναυαγήσει μαζί του... Η Μιλένα, ακροπατώντας βράχο-βράχο, έφτασε στην αναποδογυρισμένη καρίνα του. Ανέβηκε πάνω στην ράχη του, ενώ η βροχή, μαζί με τα μανιασμένα κύματα την έλουζαν αφρίζοντας. Τότε, για να ανταποδώσει την άγρια θαλασσοταραχή, φώναξε με όση δύναμη είχε: «Γιατί;;;» Αυτό το «γιατί» έμοιαζε με μια κραυγή, που ζητούσε, μάταια, απάντηση... Η φωνή της, μια ηχώ που σερνόταν στις πλαγιές των γύρω νησιών, γινόταν ο αντίλαλος μιας απεγνωσμένης εναπόθεσης της πίκρας στα ακροδάχτυλα των υφάλων, ενώ ο αγέρας σφύριζε στ΄ αυτιά της: «Σήκω Μιλένα, σήκω!!! Μιλένααα...
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.